«Τέρμα, το διαλάμε» είπε ήρεμα και βγήκε στο μπαλκόνι. Η πρόβα δεν πήγαινε καλά εδώ και αρκετό καιρό. Διαφωνίες, νεύρα, απουσίες. Η μουσική δεν έβγαινε αβίαστα. Κάτι φώναζε από μέσα της βαθιά, τελείωνε, σκότωσέ το τώρα όσο είναι νωρίς, όσο ακόμα δεν το μισείς. Στο γκρεμό, ο γκρεμός είναι η μόνη λύση. Πάτα γκάζι και ρίξου στο γκρεμό, τυλιγμένος στο φως.
Ο δρόμος από κάτω είχε πολλή φασαρία, μα ο κόσμος της φαινόταν ναρκωμένος. Στο απέναντι πεζοδρόμιο δυο τρεις πλάκες είχαν σκαρτάρει, ένα παιδί χοροπηδούσε σε μία, ώσπου έσκασε κάτω με τα μούτρα. Σηκώθηκε ατάραχο κι έτρεξε μέσα σε ένα καφέ. Ένιωσε να καίγεται, έπιασε το μέτωπό της, αλλά δεν ήξερε τι κάνουν μετά.
«Να σου πω ένα μυστικό; Αυτό που θέλω πιο πολύ απ’ όλα είναι να τραγουδάω» της είχε πει κάποιο βράδυ ο Παύλος. Τον είχε κοιτάξει έκπληκτη. Και γιατί δεν το κάνεις; Σιχαινόταν να ακούει τη φωνή του, είχε πει. «Αν μπορούσα να την ξεριζώσω απ’ το λαρύγγι μου… Να τη δώσω αλλού. Αν το έκανε κάποιος άλλος για μένα… Ωραίο δε θα ‘ταν αυτό;»
Κάποιος κλώτσησε ένα σκυλί που έπινε νερό από μια λακκούβα στην άσφαλτο. «Αυτή η σαπίλα με ξεπερνάει» μουρμούρισε, αυτή η σαπίλα που πια δε βρωμάει, γιγάντιος βόθρος με στημένους θεατές να ατενίζουν τα απύθμενά του βάθη. Σκουπίδια και κραυγές και σκότωμα. Και πάντα ολόγυρα πρόθυμοι υπηρέτες να σφουγγαρίζουν αίματα, να πασαλείφουν υγρή σκουριά τα πεζοδρόμια· ο κόσμος να περνά από πάνω απαθής κι ύστερα σπίτι να απορεί που αλλάξαν χρώμα τα παπούτσια του.
Κοίταξε τα πουλιά που κάθονταν στα σύρματα. Ο ήλιος έδυε πίσω από τις πολυκατοικίες. Ήταν καιρός να προχωρήσει. Μπήκε πάλι μέσα και κάθισε στον καναπέ. Άνοιξε μια μπύρα και βολεύτηκε ανάμεσα στα παιδιά. Θα ήθελε τώρα να κοιμηθεί, εδώ, παρ’ όλη τη φασαρία, παρά τις κόρνες και τα τριξίματα των φρένων, παρά τις φωνές και τα γέλια, ή μάλλον για όλα αυτά.
«Άμα θέλετε, συνεχίστε χωρίς εμένα. Μπορεί να βρείτε και καμία με φωνή της προκοπής.»
«Δεν το ρισκάρουμε, ρε Λου, να πέσουμε σε καμιά ντίβα που θα θέλει να παίζουμε όλοι τις σωστές νότες; Εμείς γουστάρουμε παραφωνία.»
«Πάμε ένα τελευταίο;»
Κάτω, στο δρόμο, κανείς δεν απόρησε με την εκκωφαντική μουσική που έβγαινε από ένα διαμέρισμα του τρίτου με ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κανείς δεν έχασε το βήμα του. Μόνο η κυρία στο δεύτερο κούνησε το κεφάλι με έντονη αποδοκιμασία και φώναξε στην έφηβη κόρη της, που διάβαζε στο διπλανό δωμάτιο, να συγκεντρωθεί. «Θα τους φτιάξω εγώ» είπε και κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο. Το κορίτσι καθόταν ήσυχο στο γραφείο του με το κεφάλι σκυμμένο πάνω σε ανοιχτά βιβλία, ενώ οι σκέψεις του χοροπηδούσαν στον επάνω όροφο, τελείως εκτός ρυθμού, έξω από κάθε γνωστό μέτρο, αφήνοντας ξεφωνητά άγριας χαράς.