– 1 –
Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο του Αλέξιου Μάινα, θέλησα να καταθέσω μια ελάχιστη κριτική συμβολή στην ορατοποίηση μιας στιχοποιητικής που θεωρώ καινοτόμο στο συγκείμενο της ελληνικής ποίησης, στρέφοντας για λίγο την αναγνωστική προσοχή σε ένα επιμέρους, αλλά κομβικό στοιχείο ποιημάτων του Μάινα. Συναναστρεφόμενος επί δυόμισι δεκαετίες συναδέλφους γράφοντες, ειδικά ποιητές από τις νεότερες γενιές, και παρακολουθώντας τόσο τις διαδικτυακές όσο και τις δια ζώσης συζητήσεις των ποιητών, παρατήρησα τις τεράστιες αποκλίσεις στον τρόπο που προκύπτουν –και παραμένουν ατημέλητα–, ή –αυτό είναι το σπάνιο– στον τρόπο που συνθέτουν τα ποιητικά τους κείμενα.
Και στο ελληνόφωνο τοπίο υπήρξαν ποιητές που επιχείρησαν τη διασταύρωση ή το μπαστάρδεμα των δύο βασικών στιχοποιητικών παραδόσεων, της έμμετρης και της ελευθερόστιχης, υβρίδια που εν μέρει σχετίζονται με τις αναζητήσεις του γαλλικού μοντερνισμού και εν μέρει με τη δημώδη παράδοση, για τα οποία έχει χυθεί φιλολογικό μελάνι – όμως το να μην συμβαίνει η εκάστοτε επιλογή του ποιητή για λόγο μορφολογικό-ακουστικό ή και οπτικό, αλλά νοηματικό, προσωπικά πρώτη φορά άκουσα πριν δεκαπέντε χρόνια να το αναπτύσσει, και θεωρητικά ως δυνατότητα και πρακτικά ως τρόπο οργάνωσης ενός μέρους του έργου του, ο Μάινας. Εδώ θα αναφερθώ μόνο σε αυτή την πτυχή της ποιητικής του, που περνάει –ακόμα και μετά από δεκαπέντε χρόνια ανοιχτών αναλύσεών του– κάτω από τα ραντάρ, γιατί φαίνεται ότι κομίζει έναν παντελώς ανοίκειο τρόπο σκέψης για την ομοιοκαταληξία: τη χρήση της ως νοηματικού, όχι ως ακουστικού εργαλείου, με τη «μουσική» ή ηχητική διάσταση να δρασκελίζεται ως αδιάφορη και να αδρανοποιείται τελικά εντελώς.
Υπάρχουν ποιήματα στο πρόσφατο βιβλίο Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις…, που μοιάζουν να ολοκληρώνουν τις αναζητήσεις του Μάινα στα θέματα της ομοιοκαταληξίας. Οι αναζητήσεις αυτές, που ξεκίνησαν σε σποραδικές δημοσιεύσεις π.χ. σονέτων χωρίς στροφές και χωρίς –more geometrico– κατονομάσιμο σχήμα ομοιοκαταληξίας, βρήκαν τη θεωρητικά και πρακτικά μεθοδική συστηματοποίησή τους στο «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου». Στο πρόσφατο έργο, τα «Προσκόμματα…», διαυγάζονται ως κατακτημένες τεχνικές-εργαλεία και σε μία περίπτωση αρτιώνονται περαιτέρω ή κορυφώνονται ώς το σημείο που ο Μάινας έπρεπε τελικά –κατά τη γνώμη μου– να φέρει την τεχνική που επινόησε.
Ποια είναι κατ’ αρχάς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της τεχνικής αυτής; Πρόκειται εξωτερικά για τη μεθοδική άρση όλων των συμβάσεων που περιβάλλουν την ομοιοκαταληξία, που (i.) ξεκινούν από την οπτική-αρχιτεκτονική εγκατάλειψη του σταθερού στροφικού σχήματος, π.χ. των τετράστιχων, τρίστιχων ή δίστιχων στροφών, (ii.) αίρουν το ισόμηκες, δηλαδή τον σταθερό αριθμό συλλαβών (μια άρση που θα οδηγούσε στον λεγόμενο ελευθερωμένο στίχο, αν έμενε εκεί), (iii.) προχωρούν στην ακύρωση και του μετρικού βηματισμού, (iv.) απεμπολούν κάθε επαναλαμβανόμενο τύπο και κάθε αναγνωρίσιμο σχήμα (δηλαδή μέσω πεζών γραμμάτων περιγράψιμη διάταξη) ομοιοκαταληξίας κάνοντάς την ακανόνιστη-ανάκατη και απρόβλεπτη, και (v.) καταλήγουν στην πλήρη εξουδετέρωση του ακουστικού της ρόλου, κάνοντας την ομοήχηση μη αντιληπτή κατά την ανάγνωση, οδηγώντας δηλαδή σε άτοπο και τον τελευταίο συνεκτικό ρόλο ύπαρξης της ρίμας. Αυτό που μένει είναι ο αυστηρά και απόλυτα ελεύθερος στίχος, ο οικείος ήδη από τους μοντερνιστές μας ελεύθερος στίχος της σύγχρονης ποίησης, συνδυασμένος όμως με μια ομοιοκαταληξία που αντιστοιχεί μεταξύ τους ή ζευγαρώνει σημεία στο ποίημα, και που στην ιδανική τεχνικά –κατά τη γνώμη μου– περίπτωση δεν ακούγεται σχεδόν πουθενά, ούτε κατά την αργή ανάγνωση του ποιήματος. Την οποία ομοιοκαταληξία ο Μάινας ονομάζει «απελεύθερη», λόγω της πλήρους αποδέσμευσης από τις πέντε αυτές συμβάσεις. (Θυμίζω δε ότι ο όρος «ελεύθερη ομοιοκαταληξία» έχει χρησιμοποιηθεί για την απλώς ανάμεικτη ή ανάκατη, δηλαδή όταν δεν ανήκει σε κάποιον συμβατικό τύπο-σχήμα.) Μπροστά μας έχουμε πλέον –στην περίπτωση του Μάινα– μια αφανή και δυσδιάκριτη ομοιοκαταληξία, συνεπή ως προς τον γνωστό ορισμό της, που όμως μοιάζει να στερείται λόγου ύπαρξης.
Η πατέντα στη σχετική πτυχή της στιχοποιητικής του Μάινα είναι η σύλληψη ότι η ομοιοκαταληξία αδίκως έχει περιοριστεί στον μορφικοακουστικό ρόλο (τον «κρητικό της ρόλο», λέει παιγνιωδώς εννοώντας τις σχετικά πρόσφατες ιταλικές καταβολές της). Το ρηξικέλευθο της πρότασής του είναι ο «ελληνικός» εκτοπισμός της από το «μελωδικό μέρος» της προσωδίας, που επικεντρώνεται πλέον ξανά στον επιμελημένο ρυθμό, και η αποκλειστική χρήση της ως νοηματικού εργαλείου, ήτοι ως φορέα νοήματος. Που βρίσκεται σε αρμονία, σε ένταση ή σε καθαρή διάσταση με τις περιεχομενικές νοηματικές δηλώσεις ή στρώσεις του ποιήματος.
Αναφέρω μερικά παλαιότερα και πρόσφατα παραδείγματα, χωρίς να τα αναπτύξω πέραν του ενός σημείου που απαιτεί το θέμα μου.
Ήδη στο «Το περιεχόμενο του υπόλοιπου» (που έχω διαβάσει και στην εκτενέστερη εκδοχή τού 2009) ολοκληρώνεται έμπρακτα ένας πλήρης κύκλος διερεύνησης των δυνατοτήτων χρήσης φαινομενικά αμιγώς μορφικών στοιχείων –όπως η ομοιοκαταληξία ή η οπτική κατανομή λέξεων και κενών (υπάρχουν π.χ. και «οπτικά ποιήματα», όπως το «Μια μέρα» ή το «Ο κόσμος μετά το βλεφάρισμα»)– εν είδει περιεχομενικών. Ο τρόπος που οργανώνονται εκεί είναι λίγο διαφορετικός απ’ ό,τι στα Προσκόμματα. Η ύπαρξη ομοιοκαταληξίας υπονοείται στην αρχή του ποιήματος με το ζευγάρωμα κοντινών στίχων, και μένει «ορφανός» (waise Zeile) δηλαδή ανομοιοκατάληκτος ο τελευταίος του ποιήματος, και δη μόνο αυτός, γιατί το κλείσιμο των περισσότερων ποιημάτων στο «Το περιεχόμενο» κομίζει την κορύφωση, που στο έργο εκείνο αποτελούσε κατά κανόνα διάψευση της αναγνωστικής προσδοκίας, της προσδοκίας δηλαδή που χτιζόταν στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος – μια ανατροπή συχνά ριζική, καθώς ανασκεύαζε ή μετέθετε ακόμα και το θέμα του. Και άρα δεν έπρεπε, βέβαια, το τέλος αυτό να αντιστοιχεί και να παραπέμπει με τη ρίμα σε προηγούμενο σημείο στο ποίημα.
Το πραγματικά πρωτοποριακό όμως της «απελεύθερης» είναι η αυτόνομη σχέση της με τον νοηματικό ορίζοντα του ποιήματος. Γιατί δεν υποβαστάζει τυπικά το περιεχόμενο υπηρετώντας το προγραμματικά, δεν φέρνει απλά σε επαφή απομακρυσμένα σημεία του ποιήματος για να τα συνδέσει και να υποψιάσει την ερμηνεία τους –αν, βέβαια, ανατρέξει κανείς και λύσει το ακουστικό σταυρόλεξο–, αλλά επιτείνει τα περιεχομενικά νοήματα, τα εμπλουτίζει, τα επισχολιάζει ή τα υπονομεύει στον μορφο-λογικό άξονα.
Ας δούμε σε κάποια παραδείγματα πώς λειτουργεί η συγκεκριμένη πτυχή της «απελεύθερης» ομοιοκαταληξίας, δηλαδή η χρήση της ως επιπλέον και ως αυτοτελούς νοηματικού φορέα, πλάι στις συνήθεις εντάσεις και πολυσημίες που είναι ανιχνεύσιμες με τις μεθόδους της ρητορικής, της σημειωτικής και της «νεοκριτικής» πλησίας ανάγνωσης. Το έργο του Μάινα είναι, λόγω του τρόπου που το οργανώνει πάνω σε ακριβείς αισθητικούς άξονες, τολμώ να πω χρυσορυχείο για τις μεθόδους αυτές, τόσο για μια εμμενή/ενδοκειμενική, όσο και για μια δομιστική ή (πιθανώς ακόμα καλύτερα, λόγω των ρεβιζιονιστικών μεθόδων του) μεταδομιστική ανάγνωση ακόμα και της ακαριαίας του μικροποίησης. Ο υποψιασμένος διαβλέπει τη θεωρητική κατατριβή και διαπιστώνει στις διάφορες δημοσιεύσεις την πολυμήχανη ευελιξία στην πρακτική εξαργύρωση στοχασμών και συλλήψεων ποιητικής εντός του λοιπού πολυπρισματικού σχολιασμού της πραγματικότητας – προσωπικά δεν βλέπω να υπάρχει αναλυτική (resolutiv) και συνθετική (kompositive) κατάκτηση που να μην αξιοποιεί στη γραφή του. Ακόμα και σπάνια σχήματα, π.χ. η ρητορική «αντίσταση» ως μορφή ελλειπτικά δοσμένης «διαφοράς» («Η συζήτηση δεν καταλήγει./ Μόνο οι γέροι.»), βρίσκονται διάσπαρτα κι αναξαγορικά σε όλο το σώμα του έργου. Που δεν κινδυνεύει από υπερερμηνεία αλλά από τη μόνιμη υπερμηνεία της πανδημικής –και κατά πολύ προπανδημικής– αναγνωστικής μας ακηδίας.