Ο λυσιμελής λόγος της «Τζιοκόντα» του Νίκου Κοκάντζη

Σχέδιο του Βρασίδα Βλαχόπουλου για το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της «Τζιοκόντα» (Θεσσαλονίκη 1975)
Σχέδιο του Βρασίδα Βλαχόπουλου για το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της «Τζιοκόντα» (Θεσσαλονίκη 1975)


Δοξάστηκαν τα κίνητρα της αγάπης / διασταυρώνοντας το μυστήριο με τον καημό
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ

Στη συχνότητα του Β' Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας ένα πρωί μιλούν για μια παράσταση. Την «Τζιοκόντα» του Νίκου Κοκάντζη. Τους μονολόγους που πρόκειται να ζωντανέψουν μέσα στα στενά της Άνω Πόλης από τον Στάθη Μαυρόπουλο και την ομάδα Thessaloniki walking tours. Εκεί περίπου όπου υπήρξε στην πραγματικότητά της αυτή η ιστορία που έγινε 30 χρόνια μετά νουβέλα από τον ίδιο τον συγγραφέα. Μέσα στις γειτονιές, τις όποιες υπάρχουν τώρα ακόμα, σε ένα αλλιώτικο μνημόσυνο των ανθρώπων που το παρόν τους χάθηκε ανεπιστρεπτί. Διάβασα το βιβλίο. Ανάγκη να καταθέσω τις δυο σκέψεις. Ως μια επιπλέον τελετή μνήμης.

Κατοχή. Θεσσαλονίκη. Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. Ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Οι συντροφιές ανάμεσά τους. Τα παιδικά παιχνίδια. Το μεγάλωμα δίπλα-δίπλα. Ο έρωτας που τον αγνοούν κι έρχεται και τους βρίσκει και τους ξυπνά. Μέσα σε βομβαρδισμούς, κακουχίες, απαγορεύσεις, καταπακτές που κλείνουν μέσα τους τον τρόμο, χωράφια και αλάνες, φτωχόσπιτα, “κήπους και λουλούδια”, “όμορφα νοικοκυρεμένα σπίτια”.

Μέσα σε ένα οικόπεδο, “τόπο συγκεντρώσεως της παρέας, τόπο κουβέντας, παιχνιδιού, τσακωμών, αγάπης”, μέσα στο “κρυφτό, το μπίκο, το αγιούτο, εκεί όπου ξαπλώνανε ανάμεσα στο χορτάρι που ψήλωνε ολόγυρα τα βράδια του καλοκαιριού και λέγανε τα δικά τους”, εκεί στήθηκε, σε αυτό το σκηνικό της ζωής, η πραγματικότητα “μιας αγάπης αέρινης μαζί και πολύ χειροπιαστής, πολύ βαθιάς, πολύ γεμάτης” που αξιώθηκε ο Νίκος και η Τζιοκόντα. Η μια καλύβα που στεγάζει το εφηβικό τους αγκάλιασμα, ο ένας σκύλος που τους συντροφεύει, το ένα μεγάλο δέντρο που πάνω του ακουμπούν, η θάλασσα κάπου εκεί, τα βράχια που στέγασαν τον μόνο, έως ότου έρθει εκείνη και διασχίσει μια και καλή τη δική του, τη δική της, την πραγματικότητα έπειτα των αναγνωστών.

Ένας έρωτας εφηβικός και μια αγάπη συμπυκνωμένη μέσα σε χρόνο δύσβατο και ως κινούμενη άμμος. Γινόμαστε μάρτυρες του αυτοβιογραφικού αυτού λόγου, όπου περιγράφεται με ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια το ξύπνημα των σωμάτων, το προϋπάρχον ξύπνημα της ψυχής που έφερε αργότερα τη μεταξύ τους ένωση.

«Μας ήτανε απαραίτητο να ’μαστε μαζί. [...] ήμασταν χαρούμενοι να ’μαστε μαζί, κάτι παραπάνω από χαρά, μια ανάγκη, όταν ο ένας από τους δυο μας έλειπε... Ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον που δεν είχε χώρο για λέξεις ανάμεσά μας»

Δεν είναι μόνο η έγερση της επιθυμίας που κλιμακώνεται και περιγράφεται η ανάβασή της. Είναι κυρίως η ισχύς του “μαζί”. Η φλέγουσα σιωπή δύο εφήβων -τόσο μεστή- που σε κάνει να γονατίζεις.

Μια ένωση που ερχόταν αργά, μέσα από αμφιβολίες, εσωτερικούς δισταγμούς, φόβους. Μια ένωση εφήβων που ενηλικιώνονται μέσα στους σπασμούς του Πολέμου. Και την ίδια ώρα παραμένουν καθ' όλα παιδιά. Με τρόπο που ξεπερνά την όποια σύγχρονη πραγματικότητά μας, όταν το σώμα στη γραφή εξυπηρετεί συχνά -πολύ συχνά- τους νόμους και τους τρόπους της μοντέρνου -χωρίς και να' ναι όμως η παρουσία του κάτι το αυθεντικό.

«[...] πάντα το ίδιο σιωπηλό μήνυμα, και τώρα ξέραμε και οι δυο ότι αυτό ήτανε, ότι είχε φτάσει η στιγμή η υπέρτατη που θα μας έδενε για πάντα κι ακατάλυτα και που θα την κουβαλούσαμε μέσα μας σ' όλη την υπόλοιπη ζωή μας, ό,τι κι αν γινότανε, όπου κι αν βρισκόμασταν, η ολοκληρωτική ένωση και τελική σφραγίδα πάνω στην αγάπη μας, που είχε περιμένει όλον αυτόν τον καιρό για να ’ναι η στιγμή κατάλληλη κι η στιγμή ήτανε κατάλληλη τώρα, στη μέση του Πολέμου, κάτω από τις ανοικτίρμονες μηχανές και τον ήχο τους και τις εκρήξεις από τις βόμβες και το βουητό και το τράνταγμα της γης [...]»

Ένα χρονικό εφηβικής αυγής, μια ενδελεχής κατάθεση, με τόσο γήινο και φυσικό και ευγενή τρόπο και λόγο. Μια ψυχογραφία που προέρχεται από μακροχρόνια ενδοσκόπηση, ενώ αφορά μια βαθιά εσωτερική ζωή που ήδη τη ζούσε ο έφηβος Νίκος. Μέσα στη δική του στιγμή κάνει την είσοδό της εκείνη. Της αφιερώνει όλη την τρυφερότητα που του ενέπνευσε.

«Ωσάν ως τότε να μην ήμουνα παρά το φάντασμα των ίδιων των επιθυμιών μου, μια προαγγελία της υπάρξεώς μου, κι είχα πραγματοποιηθεί, είχα γίνει ουσία κι αλήθεια και νόημα τη στιγμή που εκείνη μπήκε στο δωμάτιό μου. Εκείνη ως τότε μια εικόνα εκεί μέσα, μια ανελέητη στοιχειωμένη μορφή που πετούσε μέσα στο δωμάτιό μου γεμίζοντας το χώρο του και κυριαρχώντας — κι αφήνοντας έπειτα ένα κενό πίσω της και μιαν ανάγκη. Και τώρα ...από τη στιγμή που είχε μπει ήτανε σαν πάντα να είχε υπάρξει εκεί κι ο σημερινός ερχομός της δεν ήτανε παρά η επιβεβαίωση της προϋπαρξής της εκεί. Κάτι παραπάνω απ' αυτό — η επέκταση κι η συνέχεια εμένα του ίδιου, της δικιάς μου ζωής»

Μια ένωση που στοίχειωσε τη δική του ζωή — για όλη την υπόλοιπη ζωή. Ο συγγραφέας 30 χρόνια μετά κατορθώνει να αρθρώσει λόγο. Τριάντα χρόνια ολικής και αμετάκλητης δικής της απουσίας.

«Αυτό που ελάχιστοι βρίσκουνε μέσα σε μια ολόκληρη ζωή, όμως όλοι το ψάχνουνε συνεχώς, εμένα μου είχε δοθεί, ιδιαίτερη η εύνοια, από την αρχή ακόμη της ζωής μου. Ίσως από τότε δε σταμάτησα να ψάχνω να την ξαναβρώ σε κάθε γυναίκα που έρχεται μαζί μου. Ίσως γι’ αυτό η ατέρμονη αναζήτηση, τα άπειρα καινούργια πρόσωπα, ίσως γι’ αυτό η τόση μοναξιά»

Ενώ εκείνη δεν πρόλαβε. Ήταν Εβραία. Ένα απόγευμα “εκκένωσαν” τη γειτονιά από την παρουσία τους, λίγο μετά τους έσβησαν όσο μπόρεσαν από τον κόσμο όλο. Εκείνο το καμιόνι που τους παρέλαβε ως τη Γερμανία, εκείνο ακύρωσε τη ζωή, την ευτυχία. Αφαρπάχτηκαν στο επέκεινα με τρόπο οδυνηρό. Μόνη του παρηγοριά ότι ίσως το ό,τι μοιράστηκαν να απάλυνε έστω και ελάχιστα εκείνη από την οδύνη. Να λειτούργησε ως αντίδοτο στον θάνατο την κρίσιμη στιγμή.

«Σε κείνην τη λίγη ώρα συμπυκνωνότανε η ηδονή και η συγκίνηση ωρών και ημερών, τροφή και νόημα χωρίς ακόμα να το ξέρουμε, νόημα που θα γέμιζε το κενό που θ’ άφηνε πίσω της όταν θα ’χε φύγει για πάντα. Τις θυμούμαι με βαθύτατη ευγνωμοσύνη και παρακαλώ και προσεύχομαι, ο εφιάλτης που θα πρέπει να ’τανε οι τελευταίοι μήνες της ζωής της, να μαλάκωσε λιγάκι, να ’χασε κάτι από τη φρίκη του, με τη μνήμη των ωρών εκείνων, την πληρότητα της ζωής μας εκείνους τους τελευταίους τρομαχτικούς υπέροχους μήνες. Δε θα το μάθω ποτέ»


Ο Νίκος Κοκάντζης (1927-2009)
Ο Νίκος Κοκάντζης (1927-2009)

Γι' αυτό δεν παύει να πλέκει την προσωπογραφία της. Με λέξεις απλές, ελάχιστες. Ένα αγγείο ερυθρόμορφο, όταν όλα τα άλλα είναι μελανά.

«Φιλούσα ένα κορίτσι που ήτανε γεμάτο από έντονο ενθουσιασμό κι όμως σοβαρό, φιλήδονο κι αθώο, ανυπόμονο μα και βαθύτατα σοφό και τρυφερό, μπορούσα μαζί της να παίξω αλλά και πάνω της να στηριχτώ»

Κατόρθωσε ο Κοκάντζης να μεταδώσει ένα κείμενο-ομιλία, που απαιτούσε και δεν απαιτούσε την παρουσία συνομιλητή. Όπως περίπου οι βραχογραφίες, που εκτοξεύονταν για να ξορκίσουν ή να απαλύνουν το κακό, δίχως απαραίτητα να έχουν και αποδέκτη. Κατόρθωσε να διασχίσει το φράγμα των ετών, της λήθης, της οδύνης, προκειμένου να επιστρέψει σε εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ηλικία και να το μεταδώσει ως λόγο εφήβου, αμοντάριστο, αφτιασίδωτο, δίχως αυτολογοκρισίες, αναστολές, ενοχές, ψευδοντροπές. Αθώο και συγκλονιστικό. Αφοπλιστικά ειλικρινές μέσα στην απλότητά του.

«...ασυνείδητα έτοιμη κι ωριμασμένη μέσα της από καιρό, μόνο σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια της στα δικά μου και χαμογέλασε ντροπαλά μέσα στο βραδινό καλοκαιριάτικο φως κι η ματιά της ένα ζεστό καλωσόρισμα και μια υπόσχεση για όλα όσα είχαν μαζευτεί μέσα μας περιμένοντας αυτήν τη στιγμή»

Εντυπωσιάζει το πώς αποκρυσταλλώθηκε όλη αυτή η μνήμη από την εφηβική στη μετεφηβική ζωή, μέσα σε μια γραφή που ελάχιστα απέχει από το προσωπικό ημερολόγιο, ένα χρονικό έρωτα, μια μαρτυρία αγάπης, ένας λόγος που κοινωνείται, όλη η ιστορία κοινωνείται, γι' αυτό και συγκλονίζει.

Ο ενήλικας Κοκάντζης αναζητά, όχι κυρίως συνομιλητή, όσο τη βεβαιότητα ότι Εκείνη υπήρξε και υπάρχει, όσο αυτός την υπάρχει μέσα του και θέλει να την υπάρξει επιπλέον, αυτή τη ζωή που θα μοιραζόταν, αυτή που θα τη ζούσε και δεν την έζησε, να τη διασώσει ως δική του μνήμη, ως ο μόνος μάρτυρας και πρωταγωνιστής μιας αγάπης κομβικής που εξαρχής σε πάει στο τέλος. Στην ίδια την πληρότητα.

«Είχε μιαν ακόρεστη ανάγκη να παίρνει και να δίνει, με σώμα και μυαλό, έλιωνε ολόκληρη μένοντας ακατανίκητα αθώα. [...] αυτή τώρα το παιδί στα χέρια μου και η γυναίκα και η ερωμένη, αναλωμένη από την ίδια της την αγάπη»

Η ανάκλησή της μέσα από τη μνήμη έχει και τον επιπλέον ρόλο της ψευδαίσθησης της παραμυθίας για όσο γράφεις και υπάρχεις μέσα στο βίωμα της γραφής. Αλίμονο. Τίποτα δεν παρηγορείται, τίποτα δεν ξορκίζεται, τίποτα δε λυτρώνεται. Μια χαραμάδα φως ενδεχομένως ότι έσωσες κάτι πολύτιμο και μονάκριβο για σένα.

«Καμιά φορά φοβούμαι μήπως κάποτε έρθει η ώρα που το μυαλό μου θ’ αρχίσει να ξεχνάει τις λεπτομέρειες. Με τρομάζει απέραντα αυτή η σκέψη. Θέλω να κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου το καθετί που συνέβηκε ανάμεσά μας, κάθε παραμικρή στιγμή [...]. Να θυμούμαι για πάντα τη φωνή της όταν ψιθύριζε, την αφή των χειλιών της, τη μυρουδιά του κορμιού της. Να θυμούμαι όχι μόνο όσα ειπωθήκανε μα κι όλες τις σιωπές μας. Οι άνθρωποι πεθαίνουνε μόνο όταν τους ξεχάσουμε. Αυτή πρέπει να μείνει ζωντανή όσο ζω κι εγώ -και πέρα από μένα. Ζωντανή έτσι όπως τη γνώρισα καθώς άνθισε κάτω από τα μάτια μου, τα χέρια μου, τα φιλιά μου»

Η ημερολογιακή τούτη καταγραφή θυμίζει την απέλπιδα γραφή -ημερολογιακή εξίσου και για τους ίδιους πάνω-κάτω λόγους- της Πηνελόπης Δέλτα. να διασωθεί η μορφή, η βεβαιότητα ότι έζησες, ότι τα έζησες, ότι υπήρξες κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής της ζωής σου προτού τη θέσεις -ή τεθεί εκ των πραγμάτων- στο ράφι των αναμνήσεων.

Και τότε, από αυτό το ράφι ξορκίζεις τη λήθη, ανακαλείς τον νεκρό αγαπημένο, τον χτίζεις, τον σκαλίζεις με εργαλεία αμφίστομα, όπως ο αμφιπέλεκυς, σαλεύεις τα σωθικά σου, τα κάνεις να σπαρταρούν ξανά προς μια απεγνωσμένη στιγμή που θα σημάνει την Έξοδο -γιατί αλλιώς δεν μπορεί, δεν είναι να γίνει.

«Και σκεφτόμουνα πως, ό,τι κι αν με περίμενε στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου, εκείνο το πρωί είχα κιόλας χαρεί όση ευτυχία δικαιούται ένας άνθρωπος στη ζωή του ολόκληρη»

Μες στον λόγο της αφήγησης έχεις τη βεβαιότητα ότι εισέρχεται η μουσική, ένα staccato μη αναγνωρίσιμο — όμως υπαρκτό εκ προοιμίου. Στη μέση περίπου της ανάγνωσης η εγκιβωτισμένη ιστορία και το γεγονός του θανάτου ενός μουσικού, του Τεό, ονοματίζει το adagio, αυτό το αργό και χαμηλόφωνο του έρωτα, τη “σιωπηλή επικοινωνία” δυο ψυχών που είναι από μόνη της αυτάρκης.

Και την ίδια ώρα την κερκόπορτα της θλίψης και του εύθραυστου που επίσης υπάρχει εξαρχής στον λόγο του Κοκάντζη. Η “Σονάτα” του Μπετόβεν “υπό το Σεληνόφως”, αυτό που φωτίζει τα πρόσωπα, όταν η υπόλοιπη πλάση ησυχάζει. Η τραγικότητα, η μελαγχολία, η ευγένεια, η τρυφερότητα της κάθε νότας σε οδηγούν στην εικόνα της ευλογίας του χιονιού που δίχως να το καταλάβεις πώς γίνεται ο πάγος του θανάτου. Ή στην ευλογία των νιφάδων που αέρηδες δεν την αφήνουν ν' αγκαλιάσει τη γη -όπως η αγάπη, όταν απότομα κόβεται, εκεί που ήταν συντελεσμένη, ολόκληρη, ένας κόσμος.

«Ο Τεό έπαιζε το adagio από τη «Σονάτα υπό το σεληνόφως». Ήτανε το αγαπημένο του κομμάτι. Ο ήχος ερχότανε πολύ μαλακός, πολύ θλιμμένος. Έλεγε για ένα όνειρο με υπεράνθρωπες διαστάσεις που συχνά είχε φανεί πως ήτανε έτοιμο να πραγματοποιηθεί μα που του είχε ξεφύγει την τελευταία στιγμή. Αυτή τη φορά το έπαιζε λίγο πιο αργά από το κανονικό, η ένταση ήτανε λίγο πιο χαμηλή. Όμως ακούγοντάς το εκείνη την ώρα ένιωθε κανείς ότι ποτέ δεν έπρεπε να παίζεται αλλιώς, ότι μόνο έτσι έπρεπε ποτέ να παιχθεί»

Τις τελευταίες σελίδες τις διαβάζεις, σταματώντας διαρκώς, αφομοιώνοντας αργά το μαρτύριο αυτής της ζωής που καταγράφεται ως αντίδοτο στη λήθη αλλά και ως κοινωνία του υπέρτατου αγαθού που αξιώθηκε. Σε συγκινεί καθ' οδόν -εκεί οδεύεις, στη λυγμική έξοδο του λόγου. Ενός λόγου λυσιμελή κατ' ουσίαν.

«Το σώμα της, Κύριε, το Σώμα της. Αυτό που μου δόθηκε από Σένα να το κρατήσω ζωντανό και παλλόμενο στα χέρια μου, αυτό που κουβαλούσε την αγάπη μας μέσα του, αυτήν την αγάπη που Εσύ μας χάρισες, Κύριε, το σώμα της αυτό πέρασε και κάηκε στάχτη σ' έναν φούρνο φτιαγμένο γι’ ανθρώπους από ανθρώπους. Κύριε, είσαι μέγας και πολύ θαυμαστά τα έργα Σου!»

Το ανακάλεμα αγαπημένης —με τον τρόπο περίπου που το βιώνει ο Poe— έχει κάτι το απελπισμένο. τη βεβαιότητα της απουσίας. Τη ματαιότητα της ανάκλησης. Το επιπλέον δέος το προκαλεί η αλήθεια. Θα μπορούσε να' ναι η Τζιοκόντα μια μυθοπλασία. Και αυτό είναι όλο. Αυτόν τον λόγο όμως τον βαραίνει η αλήθειά του και αυτό είναι μαχαίρι και προς τον αναγνώστη, που γίνεται μάρτυρας της Αγάπης που άνθισε και σκεπάστηκε μέσα στα ερείπια μιας παλιάς γειτονιάς της Θεσσαλονίκης.

«“Νίκο μου, πού είναι τα όνειρά μας τώρα, τι θ’ απογίνουνε;”
“Θα ζήσουμε γι’ αυτά, καλή μου, βλέπεις ότι πρέπει να ζήσουμε, να μη νικηθούμε. Και να μου ξανάρθεις πίσω πάλι, αγάπη, γλυκιά μου αγάπη. Αυτό θα ’χω να περιμένω από δω κι εμπρός. Τη μέρα που θα γυρίσεις και που δε θα μας περιτριγυρίζει πια ο φόβος. Αγάπη, γύρνα ξανά”»

Κάθε τέτοια μαρτυρία δικαιώνει τη ζωή του Ανθρώπου. Όχι, μονάχα αυτού που την έζησε.

«Το τελευταίο μας φιλί η διακήρυξη της αγάπης μας στον κόσμο όλον»

Ας είναι και οι δυο τους —εκεί που είναι τώρα— μαζί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: