Δοξάστηκαν τα κίνητρα της αγάπης / διασταυρώνοντας το μυστήριο με τον καημό
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ
Στη συχνότητα του Β' Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας ένα πρωί μιλούν για μια παράσταση. Την «Τζιοκόντα» του Νίκου Κοκάντζη. Τους μονολόγους που πρόκειται να ζωντανέψουν μέσα στα στενά της Άνω Πόλης από τον Στάθη Μαυρόπουλο και την ομάδα Thessaloniki walking tours. Εκεί περίπου όπου υπήρξε στην πραγματικότητά της αυτή η ιστορία που έγινε 30 χρόνια μετά νουβέλα από τον ίδιο τον συγγραφέα. Μέσα στις γειτονιές, τις όποιες υπάρχουν τώρα ακόμα, σε ένα αλλιώτικο μνημόσυνο των ανθρώπων που το παρόν τους χάθηκε ανεπιστρεπτί. Διάβασα το βιβλίο. Ανάγκη να καταθέσω τις δυο σκέψεις. Ως μια επιπλέον τελετή μνήμης.
Κατοχή. Θεσσαλονίκη. Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. Ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Οι συντροφιές ανάμεσά τους. Τα παιδικά παιχνίδια. Το μεγάλωμα δίπλα-δίπλα. Ο έρωτας που τον αγνοούν κι έρχεται και τους βρίσκει και τους ξυπνά. Μέσα σε βομβαρδισμούς, κακουχίες, απαγορεύσεις, καταπακτές που κλείνουν μέσα τους τον τρόμο, χωράφια και αλάνες, φτωχόσπιτα, “κήπους και λουλούδια”, “όμορφα νοικοκυρεμένα σπίτια”.
Μέσα σε ένα οικόπεδο, “τόπο συγκεντρώσεως της παρέας, τόπο κουβέντας, παιχνιδιού, τσακωμών, αγάπης”, μέσα στο “κρυφτό, το μπίκο, το αγιούτο, εκεί όπου ξαπλώνανε ανάμεσα στο χορτάρι που ψήλωνε ολόγυρα τα βράδια του καλοκαιριού και λέγανε τα δικά τους”, εκεί στήθηκε, σε αυτό το σκηνικό της ζωής, η πραγματικότητα “μιας αγάπης αέρινης μαζί και πολύ χειροπιαστής, πολύ βαθιάς, πολύ γεμάτης” που αξιώθηκε ο Νίκος και η Τζιοκόντα. Η μια καλύβα που στεγάζει το εφηβικό τους αγκάλιασμα, ο ένας σκύλος που τους συντροφεύει, το ένα μεγάλο δέντρο που πάνω του ακουμπούν, η θάλασσα κάπου εκεί, τα βράχια που στέγασαν τον μόνο, έως ότου έρθει εκείνη και διασχίσει μια και καλή τη δική του, τη δική της, την πραγματικότητα έπειτα των αναγνωστών.
Ένας έρωτας εφηβικός και μια αγάπη συμπυκνωμένη μέσα σε χρόνο δύσβατο και ως κινούμενη άμμος. Γινόμαστε μάρτυρες του αυτοβιογραφικού αυτού λόγου, όπου περιγράφεται με ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια το ξύπνημα των σωμάτων, το προϋπάρχον ξύπνημα της ψυχής που έφερε αργότερα τη μεταξύ τους ένωση.
«Μας ήτανε απαραίτητο να ’μαστε μαζί. [...] ήμασταν χαρούμενοι να ’μαστε μαζί, κάτι παραπάνω από χαρά, μια ανάγκη, όταν ο ένας από τους δυο μας έλειπε... Ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον που δεν είχε χώρο για λέξεις ανάμεσά μας»
Δεν είναι μόνο η έγερση της επιθυμίας που κλιμακώνεται και περιγράφεται η ανάβασή της. Είναι κυρίως η ισχύς του “μαζί”. Η φλέγουσα σιωπή δύο εφήβων -τόσο μεστή- που σε κάνει να γονατίζεις.
Μια ένωση που ερχόταν αργά, μέσα από αμφιβολίες, εσωτερικούς δισταγμούς, φόβους. Μια ένωση εφήβων που ενηλικιώνονται μέσα στους σπασμούς του Πολέμου. Και την ίδια ώρα παραμένουν καθ' όλα παιδιά. Με τρόπο που ξεπερνά την όποια σύγχρονη πραγματικότητά μας, όταν το σώμα στη γραφή εξυπηρετεί συχνά -πολύ συχνά- τους νόμους και τους τρόπους της μοντέρνου -χωρίς και να' ναι όμως η παρουσία του κάτι το αυθεντικό.
«[...] πάντα το ίδιο σιωπηλό μήνυμα, και τώρα ξέραμε και οι δυο ότι αυτό ήτανε, ότι είχε φτάσει η στιγμή η υπέρτατη που θα μας έδενε για πάντα κι ακατάλυτα και που θα την κουβαλούσαμε μέσα μας σ' όλη την υπόλοιπη ζωή μας, ό,τι κι αν γινότανε, όπου κι αν βρισκόμασταν, η ολοκληρωτική ένωση και τελική σφραγίδα πάνω στην αγάπη μας, που είχε περιμένει όλον αυτόν τον καιρό για να ’ναι η στιγμή κατάλληλη κι η στιγμή ήτανε κατάλληλη τώρα, στη μέση του Πολέμου, κάτω από τις ανοικτίρμονες μηχανές και τον ήχο τους και τις εκρήξεις από τις βόμβες και το βουητό και το τράνταγμα της γης [...]»
Ένα χρονικό εφηβικής αυγής, μια ενδελεχής κατάθεση, με τόσο γήινο και φυσικό και ευγενή τρόπο και λόγο. Μια ψυχογραφία που προέρχεται από μακροχρόνια ενδοσκόπηση, ενώ αφορά μια βαθιά εσωτερική ζωή που ήδη τη ζούσε ο έφηβος Νίκος. Μέσα στη δική του στιγμή κάνει την είσοδό της εκείνη. Της αφιερώνει όλη την τρυφερότητα που του ενέπνευσε.
«Ωσάν ως τότε να μην ήμουνα παρά το φάντασμα των ίδιων των επιθυμιών μου, μια προαγγελία της υπάρξεώς μου, κι είχα πραγματοποιηθεί, είχα γίνει ουσία κι αλήθεια και νόημα τη στιγμή που εκείνη μπήκε στο δωμάτιό μου. Εκείνη ως τότε μια εικόνα εκεί μέσα, μια ανελέητη στοιχειωμένη μορφή που πετούσε μέσα στο δωμάτιό μου γεμίζοντας το χώρο του και κυριαρχώντας — κι αφήνοντας έπειτα ένα κενό πίσω της και μιαν ανάγκη. Και τώρα ...από τη στιγμή που είχε μπει ήτανε σαν πάντα να είχε υπάρξει εκεί κι ο σημερινός ερχομός της δεν ήτανε παρά η επιβεβαίωση της προϋπαρξής της εκεί. Κάτι παραπάνω απ' αυτό — η επέκταση κι η συνέχεια εμένα του ίδιου, της δικιάς μου ζωής»
Μια ένωση που στοίχειωσε τη δική του ζωή — για όλη την υπόλοιπη ζωή. Ο συγγραφέας 30 χρόνια μετά κατορθώνει να αρθρώσει λόγο. Τριάντα χρόνια ολικής και αμετάκλητης δικής της απουσίας.
«Αυτό που ελάχιστοι βρίσκουνε μέσα σε μια ολόκληρη ζωή, όμως όλοι το ψάχνουνε συνεχώς, εμένα μου είχε δοθεί, ιδιαίτερη η εύνοια, από την αρχή ακόμη της ζωής μου. Ίσως από τότε δε σταμάτησα να ψάχνω να την ξαναβρώ σε κάθε γυναίκα που έρχεται μαζί μου. Ίσως γι’ αυτό η ατέρμονη αναζήτηση, τα άπειρα καινούργια πρόσωπα, ίσως γι’ αυτό η τόση μοναξιά»
Ενώ εκείνη δεν πρόλαβε. Ήταν Εβραία. Ένα απόγευμα “εκκένωσαν” τη γειτονιά από την παρουσία τους, λίγο μετά τους έσβησαν όσο μπόρεσαν από τον κόσμο όλο. Εκείνο το καμιόνι που τους παρέλαβε ως τη Γερμανία, εκείνο ακύρωσε τη ζωή, την ευτυχία. Αφαρπάχτηκαν στο επέκεινα με τρόπο οδυνηρό. Μόνη του παρηγοριά ότι ίσως το ό,τι μοιράστηκαν να απάλυνε έστω και ελάχιστα εκείνη από την οδύνη. Να λειτούργησε ως αντίδοτο στον θάνατο την κρίσιμη στιγμή.
«Σε κείνην τη λίγη ώρα συμπυκνωνότανε η ηδονή και η συγκίνηση ωρών και ημερών, τροφή και νόημα χωρίς ακόμα να το ξέρουμε, νόημα που θα γέμιζε το κενό που θ’ άφηνε πίσω της όταν θα ’χε φύγει για πάντα. Τις θυμούμαι με βαθύτατη ευγνωμοσύνη και παρακαλώ και προσεύχομαι, ο εφιάλτης που θα πρέπει να ’τανε οι τελευταίοι μήνες της ζωής της, να μαλάκωσε λιγάκι, να ’χασε κάτι από τη φρίκη του, με τη μνήμη των ωρών εκείνων, την πληρότητα της ζωής μας εκείνους τους τελευταίους τρομαχτικούς υπέροχους μήνες. Δε θα το μάθω ποτέ»