«Τρύπησε τον μπερντέ χωρίς να φάει κάποια αδέσποτη»
«Κορίτσι διπλωμένο, χαρτί υγρό και στυφό στην τσάκιση»
«Μια βουβαμάρα από τιτάνιο και τώρα είναι όλοι νεκροί»
«Ψαλιδοκόφτης το βλέμμα του σχίζει για τελευταία φορά τη θάλασσα»
«Βροχή και χάρος έχουν παντού το ελεύθερο»
«Με τον ιδρώτα να φτιάχνει λερούς σταλαγμίτες»
«Η νύχτα μπαλώνει τις οροφές […] καρικώνει τα σανίδια»
«Ανεξέλεγκτη σωματική ανάπτυξη»
«Ανήδονη βρώση και πόση»
Ιδού, δια χειρός Χρύσας Φάντη, μια πρόγευση από την εικονοπλασία της.
Το καινούργιο της βιβλίο, Σε θολά νερά, μπορεί τυπικά να χαρακτηριστεί διηγήματα, αφηγήματα, ακόμη και ποιητικές αφηγήσεις, όλα αυτά υπόκεινται όμως σε φιλολογικούς περιορισμούς. Θα τολμούσα λοιπόν να τα ονομάσω λογοτεχνικά-εικαστικά περιβάλλοντα. Η ιδιαιτερότητα της δύναμής τους και η αυτογενής πρωτοτυπία τους πηγάζουν από τον τρόπο που ανοιγοκλείνουν σαν στρείδια, που αλλοιώνουν τα περιγράμματά τους και που ενίοτε ψαύουν το ένα το άλλο ή εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο. Για παράδειγμα, το αθώο κορίτσι, με το ιδιαίτερο όνομα Μίκρα, της ιστορίας Χρυσόσκονη, το οποίο ζει μέσα σε έναν δημόσιο αγωγό, επανεμφανίζεται στο Εκείνο που δεν έγινε, με άλλη μορφή αλλά με το ίδιο όνομα, σε πορνογραφικά τσατ με κοπέλες από τη Γουατεμάλα «που σέρνουνε τα μέλη τους μέσα κι έξω από ένα σωλήνα». Η άμβλυνση και η συρρίκνωση τόπου και χρόνου παρατηρούνται σε όλα τα κείμενα, προκαλώντας καταβυθίσεις ή υγρές πτήσεις σε τόπους που μόνο η φαντασία, οι συνειρμοί και μια νεοϋπερρεαλιστική πένα μπορούν να πλάσουν.
Δε θα επιχειρήσω μια ανά κείμενο ανάλυση διότι θεωρώ ότι η πρακτική αυτή θα υπέσκαπτε την ποιητικότητα και τους διαύλους επικοινωνίας που ανοίγει ανάμεσα στις ιστορίες η Χρύσα Φάντη. Επιπλέον, μια τέτοια πρακτική, θολώνει το αρχιτεκτονικά μελετημένο σύμπαν της.
Τρεις άξονες θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ακόμη και σε μια επιδερμική ανάγνωση: το βιβλίο το χαρακτηρίζουν το υγρό στοιχείο, οι χαρακτήρες που αλλάζουν πρόσωπο, όπως και η αφήγηση, και, τέλος, ο χρόνος και ο τόπος που εισβάλλουν με μια ελαστική δυναμική. Όλα τα παραπάνω όμως, άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, σχηματίζουν το κεντρικό θέμα, που δεν είναι άλλο από τη μεταμόρφωση-παραμόρφωση.
Έτσι, η θάλασσα εισβάλλει στο τοπίο του ήρωα της ιστορίας «Σε θολά νερά», λες κι έρχεται να πέσει ανάποδα στις ξερολιθιές, ζωντανοί και ίσκιοι μιας οδυνηρής πολιτικά εποχής μπλέκονται μεταξύ τους δημιουργώντας σύγχυση ανάμεσα στο τώρα και στο χτες ή δύο εραστές δροσίζονται μέσα σ’ ένα βαρέλι στο ανώγι ενός πατρικού. Αλλού πάλι ένας εγχειρισμένος που έχει εμφύτευμα ονειρεύεται τη ζωή μιας κολοκύθας ή μιας φυσαλίδας, η βροχή αποκτά ταυτόχρονα υλική και μεταφυσική διάσταση («βροχή και χάρος») και ο ιδρώτας φτιάχνει σταλαγμίτες. Υδάτινη και ρευστή είναι επίσης η ατμόσφαιρα στο μπαρ που συναντάμε στο «Χωρίς όνομα». Αλλά και αλλού, τόπους τόπους, το υγρό στοιχείο αφήνει τα χνάρια του.
Σε αυτό το τοπίο, όπου το υγρό στοιχείο επικρατεί με τη μία ή με την άλλη μορφή, το στερεό υπακούει στην τήξη και οι χαρακτήρες της Χρύσας Φάντη αλλοιώνονται μορφικά, είτε μέσω της μνήμης που τους αναπλάθει, είτε μέσω της αποκόλλησης από τους εαυτούς τους. Στη «Χώρα του no man», για παράδειγμα, ένα παιδί χορεύει γύρω από τον άξονά του, στο Ανήδονα
οι άνθρωποι βγαίνουν από το περίβλημά τους και οι όγκοι αλλάζουν και στο «Α.Σ.Α.» οι κάτοικοι μιας πόλης πάσχουν από ανεξέλεγκτη σωματική ανάπτυξη, κάτι που μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή, ακόμη και στα πλακάκια ενός σχολείου ή στο μισό κομμάτι της αυλής του.
Ο χρόνος και ο χώρος άλλοτε επικοινωνούν αλληλοεξαρτώμενοι και άλλοτε περιβάλλουν και αλλοιώνουν ο ένας τον άλλον. Έτσι, στη λοξοδρόμηση που επιχειρεί το κορίτσι της «Χρυσόσκονης», ο χρόνος γίνεται φυγόκεντρος και η εξέλιξη ανεξέλεγκτη. Στην περιπλάνηση του σχολικού επιμελητή στο «Α.Σ.Α.», η πόλη μετασχηματίζεται και ο ίδιος πέφτει θύμα της περίφημης ανεξέλεγκτης σωματικής ανάπτυξης, στο «Αυτό που δεν συνέβη» χρόνος και χώρος στην αρχή αμβλύνονται ενώ στη συνέχεια ο χρόνος ορίζεται επίμονα από την επανάληψη της ώρας, ο τόπος αλλάζει καθώς οι ήρωες ταξιδεύουν, η κατάσταση όμως παραμένει παγερά η ίδια. Επιπλέον, η μεταφυσική αγωνία του επιμελητή-συγγραφέα-ποιητή στα «Καλλίστη», «Πανικός» και «Ανήδονα», καθώς και η επιλογή της Χρύσας Φάντη να περνά γραμματικά και δραματικά επιδέξια από το ένα πρόσωπο στο άλλο, και η ελεύθερη εναλλαγή ύφους –από το ασθματικό χωρίς στίξη στο στακάτο– δημιουργούν έναν συγγραφικό χωροχρόνο που παραπέμπει στη «Χαμένη λεωφόρο» του Λυντς και στο «Μητέρα» του Αρονόφσκι.
Δεν θα ήταν υπερβολή τέλος να πούμε ότι το Σε θολά νερά είναι ένα εικονοκλαστικά νεομπαρόκ-νεοϋπερρεαλιστικό παλλόμενο και πολλαπλώς σημαίνον σώμα που πόρρω απέχει από το να κείται.