Η άποψη του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη πως ο «μύθος είναι η ανέκαθεν αλήθεια»[1] ερμηνεύει με ευσύνοπτο τρόπο την αξιοποίησή του συχνά ως πρώτη ύλη της συγγραφικής διαδικασίας, η οποία υλοποιείται στο πλαίσιο ενός διακειμενικού διαλόγου.[2] Στο έργο πολλών νεότερων λογοτεχνών, Ελλήνων και ξένων διαπιστώνεται ένας γόνιμος μετασχηματισμός των μυθικών συμφραζομένων που εξυπηρετεί προσωπικές ιδεολογικές αναζητήσεις και την άρθρωση συμβολικών αναγωγών που παραπέμπουν σε ιστορικά δεδομένα του παρόντος και επιτρέπουν καινοτόμες θεωρήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας.[3]
Το βιβλίο της Λουίζας Χριστοδουλίδου[4] συνεισφέρει με καίριο τρόπο στη μελέτη της αναδόμησης λογοτεχνικών μύθων, εξετάζοντας με διεισδυτική κριτική ματιά και αναλυτική μεθοδολογία την αινιγματική και συχνά ανατρεπτική «μετακένωση» του αρχαιοελληνικού μύθου στο ποιητικό έργο ενός αρχαιογνώστη σύγχρονου κύπριου ποιητή, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, η οποία επιτρέπει τη σύνθεση του δικού του «μεταμύθου» και επισφραγίζει την ιδιαίτερη ποιητική του ταυτότητα. Αξιοποιώντας με ενάργεια τη θεωρητική σκευή για τη διακειμενικότητα ή την αναβίωση δεδομένων αρχαιοελληνικών μύθων σε νεότερα λογοτεχνικά κείμενα και ειδικότερα τη μαρωνίτεια προσέγγιση αρχαιόθεμων και αρχαιόμυθων ποιημάτων,[5] η μελετήτρια ερευνά την ανάπλαση αναγνωρίσιμων μυθικών μορφών στο έργο του Χαραλαμπίδη, αλλά και την ένταξη σπαραγμάτων από αρχαιοελληνικά λογοτεχνικά έργα ή την παρουσία διάσπαρτων αναχρονισμών στα ποιήματά του και ερμηνεύει τις συμβολικές σημάνσεις τους.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην «Εισαγωγή» της μελέτης της, ο «Χαραλαμπίδης άλλοτε μεταγράφει πιστά ή σχεδόν πιστά την πρωτογενή πηγή, γεγονός που μαρτυρεί συμμόρφωση του σύγχρονου ποιήματος προς τη σκηνοθετική οδηγία του αρχαιοελληνικού προτύπου και άλλοτε δημιουργεί το δικό του παλίμψηστο, για να ανανεώσει δημιουργικά τον μύθο».[6] Η «αναβάπτιση» του αρχαιοελληνικού μύθου διαπιστώνεται ιδιαίτερα στις τελευταίες συλλογές του, Κυδώνιον μήλον (2006), Ίμερος (2012), Στη γλώσσα της υφαντικής (2013) και Ηλίου και Σελήνης άλως (2017) και συνδέεται με θεμελιώδη ζητήματα που προβάλλονται στο έργο του, όπως είναι «η τραγικότητα που διέπει τον άνθρωπο» και «το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης».[7]
Στο Α μέρος του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Πηνελόπη: έμφυλοι ρόλοι γυναικών» και αρθρώνεται από τα κεφάλαια Α΄ («Μεταμορφώσεις της Ελένης»), Β΄ (Νεοτερικός χειρισμός του αρχαιοελληνικού μύθου στο ποίημα “Κλυταιμνήστρα” (κατ’ όναρ και κατ’ ύπαρ)» και Γ΄ («Πηνελόπη: η “περίφρων” του ομηρικού έπους και οι αμφισημίες του προσώπου της»), εξετάζεται λεπτομερώς και τεκμηριωμένα πώς ο Κ. Χαραλαμπίδης προχωρεί στην ανασκευή της αρνητικής εικόνας γνωστών αρχετυπικών ηρωίδων και στην ανάδειξη της ανθρώπινης πλευράς τους ή ακόμη και στην απομυθοποίησή τους.
Αναφορικά με την ωραία Ελένη σκιαγραφεί τη δική του μυθολογική εκδοχή για την αμφιλεγόμενη απαγωγή της και το γεγονός της αμφισβήτησής της συνομιλώντας με γνωστά αρχαιοελληνικά λογοτεχνικά έργα, όπως με την ομηρική Ιλιάδα, την ευριπίδεια Ελένη και τα ποιήματα του Στησίχορου «Παλινωδία» και «Ελένη», αλλά και με το ποίημα «Ελένη» του Γ. Σεφέρη. Στα ποιήματα του Χαραλαμπίδη η αναβίωση της «ανδρόβουλης» Κλυταιμνήστρας ως σφετερίστριας της εξουσίας, η οποία βασίζεται στη αντιστροφή στοιχείων από διαφορετικά κείμενα της κλασικής αρχαιότητας, ακολουθείται από την προβολή της ηρωίδας κυρίως ως θύματος και συνυφαίνεται με γνωστά μοτίβα στην ποίηση του Χαραλαμπίδη, όπως είναι «το διαλεκτικό ζεύγος ύπνος/ύπαρ, καθώς και το όνειρο» ή τα μοτίβα «της μοίρας, της αλήθειας και του αληθοφανούς ψεύδους», αλλά και με ένα γοητευτικό παιχνίδι των λέξεων και των αριθμών ή με τη μουσικότητα που αναδύεται από τις παρηχήσεις. Διακρίνεται ακόμη στους στίχους του τόσο η επανεγγραφή της μυθικής Πηνελόπης ως πιστής συζύγου που αναμένει υπομονετικά τον σύζυγό της όσο και η απόκλιση από το αρχετυπικό πρότυπο ιδιαίτερα κατά το γεγονός της αναγνώρισης, η οποία εκδηλώνεται μέσα από την εξουσιαστική σχέση της με τον νοστήσαντα σύζυγό της και την απόπειρά της να τον ταπεινώσει για τις ερωτικές του παρασπονδίες.
Το Β’ μέρος του μελετήματος, που έχει τον τίτλο «Η Αφροδίτη και τα προσωπεία της», είναι επικεντρωμένο στις διαφορετικές εκδοχές της μυθικής θεάς Αφροδίτης στην ποίηση του Χαραλαμπίδη, η οποία, όπως υποστηρίζει η Χριστοδουλίδου, ως σύμβολο της ομορφιάς παρουσιάζεται άλλοτε πιο ανθρώπινη να «ταλαντεύεται μεταξύ ερωτισμού και θανάτου»,[8] καθώς συνδέεται με το κυρίαρχο δίπολο σχήμα: έρωτας / θάνατος, και άλλοτε να διακατέχεται από μια άυλη πνευματικότητα. Η προβεβλημένη σε ορισμένους στίχους του ευπάθεια της γεννημένης στην Κύπρο θεάς επιτρέπει στον ποιητή να προβεί σε υπαινιγμούς για την αντίστοιχη κατάσταση της πατρίδας του, συνομιλώντας παράλληλα με ποιήματα του Ά. Σικελιανού και συγκλίνοντας προς τον θρησκευτικό συγκρητισμό του με την ταύτιση του Χριστού με τον Άδωνη και της Αφροδίτης με την Παναγία.
Από τις μυθικές μορφές που αξιοποιούνται στο ποιητικό έργο του Χαραλαμπίδη η Χριστοδουλίδου εστιάζει, επίσης, στον Ηρακλή και στον Τιθωνό στο 3ο και 4ο μέρος του βιβλίου της αντίστοιχα, που έχουν τους ακόλουθους τίτλους: «Ένα ποίημα ποιητικής» και «Αργαλέον γήρας».
Στο αυτοαναφορικό ποίημα του «Πάρεργον» ο ποιητής εκφράζει τον προβληματισμό του αναφορικά με την ποιητική τέχνη και επιδιώκει τη σύνθεση μιας σύγχρονης επικής ραψωδίας, καταθέτοντας τον ουμανιστικό συλλογισμό του αναφορικά με τη ζωή και ενσωματώνοντας διακειμενικές αναγνώσεις του από το έργο του Μπορίς Παστερνάκ, με τις οποίες γίνονται αντιληπτοί διάσπαρτοι αναχρονισμοί. Προβαίνει στην ποιητική ανάπλαση ενός αρχετυπικού μύθου από τον κύκλο του Ηρακλή που αφορά έναν από τους άθλους του ήρωα (μετά τον ένατο και πριν από τον δέκατο) ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «πάρεργον»: την κατάληψη της Τροίας ως εκδίκηση για την παραβίαση της συμφωνίας τους από τον Λαομέδοντα. Ο Χαραλαμπίδης, κατά την Χριστοδουλίδου, ταυτιζόμενος με τον μυθικό ήρωα επιχειρεί ουσιαστικά να μιλήσει για τον δικό του ποιητικό άθλο οδεύοντας από την ένατη ποιητική συλλογή του (Δοκίμιν, 2000) προς τη δέκατη (Κυδώνιον Μήλον, 2006) και καταλήγει να αναμετριέται με τον εαυτό του και το έργο του.
Ένας άλλος μύθος ο οποίος ανακαλείται στην ποίηση του, μέσα από ποικίλες διακειμενικές συνομιλίες του με ομοτέχνους του, όπως είναι ο Όμηρος, η Σαπφώ και ο Καβάφης, αφορά το θέμα των γηρατειών και των επιπτώσεών τους. Πρόκειται για τον μύθο που αναφέρεται στον έρωτα της Ηούς και του Τιθωνού, γιου του βασιλιά της Τροίας, Λαομέδοντα, και στη μετατροπή της θεϊκής αθανασίας που εξασφάλισε η Ηώ για τον αγαπημένο της στην κατάρα ενός ατελείωτου γήρατος.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, που έχει τη θέση ενός ευσύνοπτου επιλόγου, σχολιάζεται κυρίως η αρνητική πρόσληψη της αρχαιόθεμης και αρχαιόμυθης ποίησης του Χαραλαμπίδη από την κριτική. Οι ενστάσεις αναφορικά με τη μη πιστή αποτύπωση του μυθικού προτύπου και τη διαφορετική, συχνά αινιγματική και ελλειπτική ή και εύκολη αναβάπτισή του αίρονται καταρχήν από τον ίδιο τον ποιητή, ο οποίος δηλώνει ότι «ο μύθος είναι το περίγραμμα, αλλά το βάθος πέφτει στις ίδιες τις λέξεις που αποκτούν συνείδηση του είναι τους, την εντελέχειά τους».[9] Γι’ αυτό και εύστοχα η Χριστοδουλίδου καταλήγει πως ο «μύθος ως προαιώνια πηγή σοφίας, αξιοποιείται έτσι, ώστε να τονωθεί η έκφραση της εσωτερικής εμπειρίας. Είναι γεγονός ότι οι αρχαιογνωστικές αναδιφήσεις του ποιητή φέρνουν στο φως την ουσία των πραγμάτων, δεδομένου ότι δεν στέκεται στο περίγραμμα του μύθου, αλλά διεισδύει βαθύτερα, για να μας δώσει την ουσία του. Γνωρίζει πολύ καλά ο αρχαιοδίφης ποιητής τη μανιέρα, ώστε να μας προσφέρει στιγμές ανάτασης, ευφορίας, “αντικειμενικής συστοιχίας”, μέθοδο που αξιοποιεί και χειρίζεται άριστα και που προϋποθέτει η υψηλής κοπής ποίηση».[10]
Το ειδικό βάρος της μελέτης έγκειται τόσο στην έξοχη διακειμενική προσέγγιση που επιχειρείται αναφορικά με την αρχαιόθεμη και αρχαιόμυθη ποίηση του Χαραλαμπίδη όσο και στην ιδιαίτερα σημαντική συμβολή της στην ερμηνευτική προσέγγιση των δίπολων σχημάτων (αλήθεια/ψέμα, ζωή/θάνατος, έρως/ψυχή, έρως/θάνατος, κάλλος/φθορά, νεότητα/γήρας) που απαντούν σ’ αυτήν. Στα κεφάλαια του βιβλίου διασταυρώνονται ενδιαφέροντα ερευνητικά πορίσματα από διαφορετικούς χώρους, όπως είναι οι κλασική και η νεοελληνική γραμματεία, η θεωρία της λογοτεχνίας και η συγκριτική γραμματολογία, καθώς και η κριτική της λογοτεχνίας και γίνονται παραπομπές σε άφθονες βιβλιογραφικές πηγές, που εξυπηρετούν την τεκμηρίωση και αποκαλύπτουν το μεγάλο εύρος της ερευνητικής πορείας. Η συγγραφέας αποτολμά μια εμπεριστατωμένη διακειμενική ανάγνωση του ποιητικού έργου του Χαραλαμπίδη επιχειρώντας μια γόνιμη κριτική θεώρηση της «μετεξέλιξης» του αρχαιοελληνικού μύθου στο έργο αυτό, στο πλαίσιο της οποίας προσεγγίζονται βασικά ερμηνευτικά ζητήματα της ποιητικής του και ανακύπτουν νέα πεδία έρευνας για τους μελλοντικούς ερευνητές του.