Ένα ακριβώς χρόνο μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Η Ερευνήτρια (Βραβείο Μυθιστορήματος «Αναγνώστη»), ο Μισέλ Φάις επιστρέφει στη φόρμα της νουβέλας με το Caput mortuum [1392] ολοκληρώνοντας έτσι το εγχείρημα της «αυτοπροσωπογραφίας ενός άλλου» που ξεκίνησε με το μυθιστόρημα Το μέλι και η στάχτη του θεού (2002) και συνεχίστηκε με την Ελληνική αϋπνία (2004) και την προαναφερθείσα Ερευνήτρια.
Στα πλαίσια του εικοσαετούς αυτού αφηγηματικού κύκλου, ο Φάις θεματοποιεί το βίο τεσσάρων προσωπικοτήτων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δικής του συγγραφικής ταυτότητας: του περιθωριοποιημένου ζωγράφου, λαογράφου και τεχνοκριτικού Τζούλιο Καΐμη, του παραγνωρισμένου στον καιρό του κορυφαίου διηγηματογράφου Γεωργίου Βιζυηνού, του Φραντς Κάφκα, με την εκκεντρική ιδιοφυΐα και του θεόπνευστου, πλην δυσπρόσιτου Ευριπίδη. Ενδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση ότι τμήμα του έργου των προαναφερθέντων έμεινε ημιτελές ή ανασυντέθηκε μετά θάνατον από διάφορα σπαράγματα.
Ο κρυπτικός τίτλος Caput mortuum [1392] καμουφλάρει τα πολύτιμα απομεινάρια της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής έκφρασης που επιβιώνουν της φυσικής φθοράς του δημιουργού. Αν επιστρατεύσουμε την αλχημική παράδοση για την ερμηνεία του, το «νεκρό κεφάλι» είναι το κατακάθι που προκύπτει από την οξείδωση των μετάλλων, μια παντελώς άχρηστη ουσία που δεν επιδέχεται καμία περαιτέρω μεταβολή. Αν πάλι μιλάμε με όρους ζωγραφικής, το χρώμα με το όνομα «caput mortuum» θυμίζει σκοτωμένο αίμα. Ο αριθμός 1392 εντός των αγκυλών παραπέμπει στον ακριβή αριθμό των διασωθέντων στίχων από τις Βάκχες και σε συνδυασμό με το «νεκρό κεφάλι», οδηγεί τον αναγνωστικό συνειρμό στη φιγούρα του Πενθέα, του πρωταγωνιστή της νουβέλας.
Η σύνθεση του Caput mortuum [1392] είναι μορφολογικά απαιτητική· το υπαγορεύει άλλωστε η πολυφωνικότητα και η ειδολογική υβριδικότητα του κειμένου εντός του οποίου συνοικούν η πρόζα, ο θεατρικός και ο ποιητικός λόγος. Ο έμπειρος στη χρήση της πολυφωνικής γραφής Φάις υφαίνει τέσσερα ξεχωριστά αφηγηματικά νήματα που εναλλάσσονται με μεθοδικότητα από την αρχή μέχρι το τέλος και απαρτίζουν μια κυκλική σύνθεση: τις «καθ’ ύπνον σημειώσεις», τα οικογενειακά βίντεο, τα τραγούδια για ραμμένο στόμα και το Project P.
Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την συγκεκριμένη νουβέλα με μια φούγκα, την υπέρτατη φόρμα της κλασικής πολυφωνικής μουσικής έκφρασης. Όπως στη φούγκα η κάθε μία από τις συνηχούσες φωνές διατηρεί τη μελωδική ή ρυθμική αυτοτέλειά της χωρίς να κυριαρχεί αλλά ούτε και να υποβιβάζεται από τις υπόλοιπες, έτσι κι εδώ κάθε νήμα είναι ξεκάθαρα αναπτυγμένο και μπορεί να σταθεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Τηρώντας ευλαβικά την αντιστικτική τεχνική που απαιτεί η φούγκα, ο συγγραφέας τα πλέκει ακολουθώντας συγκεκριμένη σειρά, σύμφωνα με την οποία η πρόζα των ενύπνιων σημειώσεων και του Project P περιβάλλει τις θεατρικές στιχομυθίες και τα ποιήματα. Ας εξετάσουμε όμως το καθένα ξεχωριστά.
Οι «καθ’ ύπνον σημειώσεις» του Ψευδο-Αγέλαστου ανοίγουν την πόρτα του συγγραφικού εργαστηρίου στον αναγνώστη. Την αφηγηματική αυτή ζώνη, τη χαρτογραφούμενη στο μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας που επιβάλλει ο υπνικός μηχανισμός, κατοικεί μια πρωτεϊκή οντότητα που σε πρώτο επίπεδο ταυτίζεται με τον Ευριπίδη και κατ΄επέκταση με το συγγραφικό υποκείμενο εντός της μυθοπλασίας. Με αξιοσημείωτη οικονομία, ο Φάις φιλτράρει τα στοιχεία του ιδιωτικού βίου του Ψευδο-Αγέλαστου κατασκευάζοντας το προσωπείο που φορά το ομιλούν υποκείμενο.
Ως άλλος Φλωμπέρ, ο γέρο-Αγέλαστος θα μπορούσε να είχε δηλώσει ότι: «Ο Πενθέας είμαι εγώ», διακωμωδώντας ένα θεμελιώδες αξίωμα που «παραδοσιακά» διέπει την καλλιτεχνική δημιουργία, με βάση το οποίο ο δημιουργός ταυτίζεται με τους χαρακτήρες του ως γεννήματα της νόησής του και αναπαραστάσεις των βιωμάτων του. Η γραφίδα λοιπόν μετεωρίζεται ανάμεσα στο κατακερματισμένο είδωλο του «ανθρώπου των θλίψεων», του νεαρού βασιλιά των Βακχών και στον γέρο δραματουργό, τον αυτοεξόριστο στη Μακεδονία ποιητή που θα έκλεινε συνωμοτικά το μάτι στον Κάφκα και τους κατεξοχήν αποσυνάγωγους ήρωες του, στον Βιζυηνό που με τόση σφοδρότητα λοιδωρήθηκε από το εγχώριο κατεστημένο και στον παρία Καΐμη.
«Τα οικογενειακά βίντεο» συναρθρώνουν ένα εγκιβωτισμένο θεατρικό, στο οποίο παρακολουθούμε διαλογικές σκηνές μεταξύ των dramatis personae των Βακχών. Οι στιχομυθίες παρουσιάζονται σε ζεύγη χαρακτήρων: των αδελφών Αγαύης και Σεμέλης, των ξαδερφιών Διονύσου-Πενθέα αλλά και των ακολούθων τους, του Τειρεσία και του Κάδμου, του Δία και του πατέρα του Πενθέα, Εχίονα. Στις στιχομυθίες επεμβαίνει με χειρονομίες και κινήσεις ο ανώνυμος Δραματοθεραπευτής προκειμένου να ρυθμίσει τη σκηνοθεσία και άλλοτε για να εκτονώσει ή και να υποδαυλίσει την ένταση μεταξύ των προσώπων του δράματος. Ο Δραματοθεραπευτής διευθύνει επίσης θεραπευτικές συνεδρίες με τις Μαινάδες και τους υπόλοιπους ήρωες, πρωτίστως όμως σκάβει επιμελώς το ευριπίδειο κείμενο προκειμένου να αναδείξει τις συνιστώσες του: την οικογένεια ως φυτώριο παθογένειας, το ξεχαρβάλωμα του συστήματος πολιτικών αξιών, την ωμή σωματικότητα που σπάει τα καλούπια της ευπρέπειας και το σκότος της ανθρώπινης ύπαρξης που έλκεται από αποτρόπαιες πράξεις βίας με αποκορύφωμα φυσικά τον κατασπαραγμό του Πενθέα από την οιστρηλατημένη του μητέρα.
«Τα τραγούδια για ραμμένο στόμα» που ακολουθούν τις στιχομυθίες θυμίζουν τα στάσιμα του αρχαίου δράματος. Είναι παράξενα, υπόκωφα μοιρολόγια, γραμμένα για την αδελφή του Πενθέα, την Ήπειρο. Από πλευράς τεχνικής παρατηρούμε την καλοζυγισμένη χρήση της επανάληψης που προσδίδει ένταση στους στίχους απογειώνοντας με στοχευμένες επωδούς την εξομολογητική και στοχαστική διάθεση των στροφών.
Στο «Project P» (P όπως Πενθέας), το τέταρτο και τελευταίο κομμάτι του πολυφωνικού παζλ, παρακολουθούμε τη μονολογική εκφορά μιας ηθοποιού με αφορμή μια ακρόαση για τον ανύπαρκτο ρόλο στο ευριπίδειο δράμα ρόλο της Ηπείρου. Η γυναίκα μεταφέρει την επαφή της με τον μυστηριώδη σκηνοθέτη που αναμετριέται με το αριστούργημα του Ευριπίδη προσπαθώντας κατά βάθος να απαντήσει στο ερώτημα "γιατί κάνω θέατρο". Τα μνημονικά θραύσματα από την εμπειρία της ενδοκειμενικής οντισιόν μπορούν να διαβαστούν ως μεταθεατρικά σχόλια που συνδέουν τη νουβέλα με το πρωτογενές υλικό του δράματος. Τα επεισόδια του Project P κλείνουν τον κύκλο καθεμιάς από τις αφηγηματικές ενότητες, συνδέοντας τον λόγο της νουβέλας με τη σκηνή του θεάτρου και συγκροτώντας το καλειδοσκόπιο που αποκαλύπτει το δίπολο Πενθέα/Διονύσου, τον ψευδο-Αγέλαστο και τον σκηνοθέτη του Project P ως αντικατοπτρισμούς της συγγραφικής συνείδησης.
Εν κατακλείδι, η τρίτη κατά σειρά νουβέλα του Φάις κατορθώνει να χωρέσει ένα άρτια αρχιτεκτονημένο πολυφωνικό σύμπαν σε έκταση μικρότερη του μυθιστορήματος. Το εγχείρημα της αυτοπροσωπογραφίας του άλλου ολοκληρώνεται με ένα κείμενο εξόχως θεατρικό που συνδέει τη θραυσματική, μεταμοντέρνα γραφή - σήμα κατατεθέν του συγγραφέα - με τη διονυσιακή της ρίζα, τη δραματουργία. Σε αυτή τη φούγκα του αφανισμού, ο πολυδιαμελισμένος Πενθέας (το alter ego της συγγραφικής συνείδησης) μετέρχεται το προσωπείο της φάρσας, φορά τους κοθόρνους της τραγωδίας και ως άλλος Άμλετ στέκεται στο μέσο της σκηνής κρατώντας το δικό του «caput mortuum», σύμβολο της φθοράς και του αναπόδραστου φυσικού θανάτου.