Το βιβλίο του Λουκόπουλου δεν με χρειάζεται, δεν έχει την ανάγκη καμίας διαμεσολάβησης, είναι εδώ και περιμένει να διαβαστεί, πρέπει να διαβαστεί, μην του αντισταθείτε όπως αντιστεκόμαστε οι Έλληνες συνήθως στα γενόσημα.
Τώρα, γιατί Γενόσημα.
Αν το πάμε φαρμακολογικά, πιθανό να πέσουμε πάνω στον Ιάσονα Κλέανδρο, ποιητή εν Κομμαγηνή και στη μελαγχολία του (εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω κλπ. κλπ.), και είναι τόσο φρικτή η πληγή, που παίρνουμε εν ανάγκη και γενόσημα, τα φθηνά, τ' αντίγραφα των εγκεκριμένων. Εξ άλλου το ποίημα «Καβάφης» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, κάνει τα παραπάνω να μην φαίνονται τελικά και τόσο αυθαίρετα. Γενόσημος είναι ο δηλωτικός του γένους. Αυτός που το γένος φανερώνει. Ίσως λοιπόν ο Λουκόπουλος δεν κάνει επίκληση στα φάρμακα της ποίησης αλλά τείνει το χέρι για να μας δείξει το γένος του ή για μια χειραψία, τείνει το χέρι του για να μας συστηθεί, για να μας πει ποιος είναι. (Κατά Μπωντλέρ εξ άλλου, όποιος γράφει αποφθέγματα, αγαπά να τονίζει τον χαρακτήρα του, και ο Λουκόπουλος εν πολλοίς είναι ή γίνεται ενίοτε απφθεγματικός: «Η αμφιβολία είναι μια πάγια βεβαιότητα. Το δίχως άλλο».).
Γενόσημα, λοιπόν. 278 πεζά ποιήματα, λοιπόν.
Βέβαια, ανεξάρτητα από τη δική του βούληση, τα πεζά ποιήματά του, όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος, θα μπορούσαν κάλλιστα εκτός από ποιήματα να σταθούν και να λειτουργήσουν ένεκα της εθιστικότητάς τους, και σαν φιξάκια, σαν δόσεις, ηρωίνης, κοκαΐνης, που τα σουτάρεις, τα σνιφάρεις ή τα καπνίζεις και που όπως όλοι ξέρουμε, ξεκίνησαν την κυκλοφορία τους σαν φάρμακα, οπότε, επιστρέφουμε στα φάρμακα και πάλι.
Ο Ντεριντά έλεγε πως ο λόγος περί τη γραφή δεν μπορεί παρά να είναι λογοτεχνικός, και είναι κοινό μυστικό ότι συχνά οι παρουσιάσεις βιβλίων υπόκεινται σε μια προκρούστεια λογική και σε μια προσπάθεια να υπαγάγουμε το εκάστοτε παρουσιαζόμενο έργο σε μια πρόσφατή μας επιρροή, που αποτελεί την μείζονα πρόταση της υπαγωγής (έχω άλλωστε και το ποίημα με την κόρη του Μανιού που άλλοτε τεντωνόταν και άλλοτε κοβόταν, να συνηγορεί σε αυτό). Έτυχε λοιπόν να επιχειρώ να ξαναδιαβάσω αυτές τις μέρες Ντεριντά, οπότε τον «κόλλησα» εδώ γιατί δεν ταίριαζε αλλού και έπρεπε οπωσδήποτε κάπου να μπει για να δικαιολογήσει όμως τ' αδικαιολόγητα. Ποια δηλαδή, ότι μπορεί να εκφράζομαι λίγο πιο λογοτεχνικά απ' ό,τι ίσως αρμόζει στην περίσταση.
Πεζά ποιήματα ξαναλέω λοιπόν, μας προλαβαίνει ο συγγραφέας, που αυτοταξινομείται και δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μικροκείμενα, για μπονζάι, πόσο μάλλον για σπαράγματα, στοχασμούς, ρήσεις, ορισμούς ή αφορισμούς. Τη δίνει βεβαίως την απάντηση σε όλα αυτά, εξηγεί γιατί δεν είναι ορισμοί, γιατί δεν είναι αφορισμοί, αρκεί ο αναγνώστης να έχει υπομονή. Μας λέει λοιπόν:
«Οι ορισμοί
Δεν με απασχολούν οι ορισμοί εκτός κι αν παράγονται αφ' εαυτοί ώστε να δηλώνουν την έννοιά τους σαν ένα ποίημα της γλώσσας. Τότε μόνο έχουν ένα ενδιαφέρον εξ ορισμού: ως κατασκευές, ως έργα τέχνης.
Οι αφορισμοί
Είναι κι αυτοί ισχυροί και ποιητικοί με τη διαγώνια αλήθεια τους. Αίρουν κάποια ιδιότητα που παραχωρήθηκε τιμητικά, άρα ατιμάζουν. Πάντα υπάρχει κρυμμένο δράμα σε μια ατίμωση».
Μα ο ποιητής απέχει από το θρήνο, όπως μας βεβαιώνει και ο Χουάν Χέλμαν στο εκτενές πεζοποίημά του για τον Κομαντάντε Γκεβάρα: Σκέψεις. Άρα απέχει μάλλον και απ' τους αφορισμούς.
Πεζά ποιήματα, λοιπόν, ούτε ορισμοί ούτε αφορισμοί, που με οδήγησαν διαβάζοντάς τα στη Φυσική του Αρανίτση και λέω, νά το, εδώ είμαστε!, είναι και ο Λουκόπουλος φυσικός, κουμπώνει! Τη Φυσική τη διάβασα πριν χρόνια, δανεική, εξαντλημένη ήδη από τότε, την ρούφηξα κυριολεκτικά, την επέστρεψα στον ιδιοκτήτη της και δεν προνόησα να τη φωτοτυπήσω: για την ακρίβεια, ήταν η εποχή που η αστυνομία είχε ρημάξει τους φωτοτυπάδες της Σόλωνος και ένας φίλος φωτοτυπάς που κόπιαρε ένα ολόκληρο πανεπιστημιακό σύγγραμμα πέρασε αυτόφωρο. Είπα λοιπόν να μην βάλω κανέναν σε κίνδυνο και δυστυχώς δεν σκέφτηκα το δικό μου κίνδυνο, να μείνω χωρίς Φυσική. Τα λέω όλα αυτά, γιατί μετά από τόσα χρόνια, η ανάμνηση του κειμένου τρεμοσβήνει εννοείται καλά ακόμα στο μυαλό μου, και η αίσθηση που μου είχε αφήσει είναι πάρα πολύ κοντά σε αυτή των Γενοσήμων.
Ποίηση λοιπόν και φυσική, μια γλώσσα διχαλωτή κομμένη στη μέση από ένα δαγκωμένο εγχειρίδιο ή πιο απλά:
Αν τα Γενόσημα ήταν εγχειρίδιο φυσικής, που θα μπορούσαν κάλλιστα, τότε σίγουρα θα είχα πάει στην 1η δέσμη.
Τώρα, στο γιατί 278 πεζά ποιήματα, δεν μπορώ να απαντήσω. Θα ήθελα όμως να μάθω, εφόσον παρατίθεται ως υπότιτλος στο βιβλίο, αν υπάρχει κάποιος λόγος, αν ο αριθμός είναι ας πούμε φίλιος με κάποιον άλλον που κάτι δηλώνει ή αν θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον κύκλο ημερών μιας πλήρους ανθρώπινης κυήσεως.
Νεαρή μητέρα, μεσαία τάξη, εκτύπωση σε αργυρούχα ζελατίνη, αλλά ήδη έχω πει τόσα και είμαι ακόμα στο εξώφυλλο.
Προχωρώ λοιπόν στα ενδότερα και συντομεύω.
Ο ποιητής ξεκινάει, με τι άλλο, με την τυφλότητα και διαλέγει ή συμπίπτει την 20ή Οκτώβρη να παρουσιάσει το βιβλίο του, ανήμερα της γιορτής της οσίας Ματρώνας της αόμματης. Δηλώνει το στάτους του που είναι αυτό της οικειοθελούς τυφλότητας και πάει ψηλαφιστά, έτσι όπως μόνο έχουν ελπίδα να αποκαλυφθούν οι μεγάλες αλήθειες. Και επανέρχεται επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως στην τυφλότητα: «Εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι τα νιάτα μας που βούλιαξαν προς τα μέσα». «Ένα τραγούδι από στάχυα και νύχτα κι ο ουρανός να επιμένει: πού χάσατε τα μάτια σας;». «Μάτια αφού δεν θα έχουμε να αντιληφθούμε την έκθεση ιδίοις όμμασι». «Θα στείλω το κορίτσι με τα σπασμένα βλέφαρα να γίνει η δίδυμη νεκρή σου». Θέλει να είναι σίγουρος ότι καταλάβαμε, και επανέρχεται, και επαναδιατυπώνει, ή κάποιες φορές επεξηγεί, μα με έναν τρόπο συγγνωστό και συγκινητικό, τον τρόπο του εκπαιδευτικού: «Η απελπισία φυτρώνει εκεί όπου η συνοχή διακόπτεται. Η συνοχή είπα, όχι η συνέχεια».
Κάποιες από τις θεματικές γύρω από τις οποίες νομίζω στρέφεται και στρέφονται κι αυτές σ' εκείνον.
Ο χρόνος.
Ο χώρος.
Το κέντρο.
Ο κύκλος.
Τα όρια.
Ο έρωτας.
Η ποίηση.
Το σώμα και οι παθήσεις του, όλες ψυχογενείς.
Το ήπαρ, η ηπατοψυχή.
Οι νόμοι της φυσικής.
O ενώσεις της χημείας.
Το σκότος και το φως.
Η μνήμη και η λήθη.
Η επανάσταση.
Η γαλλική επανάσταση.
Τα λύματα. Ο βόθρος.
Ο Ήσκιος βαρύς κι ο Χάροντας λευκός.
Αλλά ειλικρινά. Αρχίζω και αισθάνομαι σαν να μαδάω ένα λουλούδι. Και δεν μ' αρέσει. Και δεν θέλω να τεμαχίσω ούτε να αποδομήσω αυτό που έχει γραφτεί. Δεν θέλω να ταράξω την παρά τα άλματα οργανική ενότητά του, την ησυχία του, γιατί κάθε ολοκληρωμένο έργο είναι ησυχία, αλλιώς είναι θόρυβος, όπως μας έχει μάθει ο Πόρτσια. Δεν θέλω να το κάνω φύλλο φτερό, δεν θέλω να το θερίσω, να το ξαπλώσω στο κρεβάτι του ανατόμου, να το κρεουργήσω, δεν θέλω να μιλήσω για πιθανές και απίθανες επιρροές, για το ποιητικό συμβάν ή αίτιο ή σύμπαν του Λουκόπουλου, για το τι πολύτιμο αγγείο μπορεί να έσπασε και προέκυψαν αυτά τα θραύσματα, για το τι οίστρος μπορεί να τον καβάλησε, τον κατέλαβε και τον ακολουθούσε κατά πόδας απ' το Λουτράκι ως τη Λουβαίν λα Νεβ. Ο ίδιος βέβαια κατάγεται από την Ελευσίνα, επομένως ένα πεζό ποίημα απ' τα 278, τουλάχιστον ένα, θα όφειλε να λέγεται και λέγεται φυσικά: παλίμψηστο.
Μακάρι να είχα την επάρκεια αλλά και την εγκράτεια και να απομόνωνα μία απ' τις πολλές θεματικές των Γενοσήμων, ή ακόμη καλύτερα, να έμενα αποκλειστικά στη φόρμα, το μόνο που όπως ο ίδιος λέει μας χρωστάει, τη φόρμα. Όπως ακριβώς μας δίδασκαν οι δάσκαλοι του ποινικού, ότι για να είμαστε πειστικοί, θα πρέπει να επιλέξουμε ένα σημείο της υπεράσπισης και να κολλήσει η βελόνα μας σ' αυτό, όχι και σε τούτο και σε κείνο, και στο άλλο και στο παράλλο. Ένα στοιχείο ν' αναδεικνύουμε, τα υπόλοιπα να τα υποφωτίζουμε.
Στην περίπτωσή μας θα έλεγα πως το βιβλίο θα άξιζε πολλαπλών αναγνώσεων, υπό διαφορετικό όμως κάθε φορά φακό. Ένα πρίσμα τη φορά. Οντολογικό. Φιλοσοφικό. Μορφολογικό. Γλωσσικό. Ιστορικό. Και πάει λέγοντας.
Ο Λουκόπουλος μας εντυπωσιάζει κυρίως γιατί καταφέρνει να μη μας κάνει να νιώσουμε πως είναι αυτή η απόβλεψή του. Αυτό που νομίζω τον νοιάζει είναι να μας εντυπωθούν, όχι να μας εντυπωσιάσουν τα αποστάγματά του. Κι εμένα μου εντυπώθηκαν και το θυμάμαι απ' έξω σχεδόν όλο του το βιβλίο, σα να το 'γραψα εγώ.
Όπως νομίζω το έχει θέσει εξαιρετικά ο Ηρακλής Λογοθέτης, και το αναπαράγω από στήθους οπότε συγχωρέστε τις ανακρίβειες, ο ποιητής προσπαθεί να προδιαγράψει τα προσημαινόμενα, αυτά που ακόμα δεν φαίνονται, τη φουσκάλα που δεν έχει ακόμη ανέβει στην επιφάνεια, μολονότι έχει αρχίσει ο βρασμός.
Και είναι ακριβώς γι' αυτό το προορατικό, και είναι επίσης επειδή ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος ομνύει στη μικρή φόρμα, αυτή εμπιστεύεται, στην πύκνωση κι εκείνος ειρηνεύει, χωράει το μεγάλο στο μικρό, ιστορίες παλάμης γράφει, είναι για όλα τούτα λοιπόν, που τον ευχαριστώ προσωπικά για το βιβλίο αυτό, είν' ένα δώρο που μας έκανε, και τον προειδοποιώ ότι θα παραμείνω ενστικτικά και ενθουσιαστικά δίπλα του και μέσα στα ίδια μαύρα νερά.