Οι σημειώσεις που ακολουθούν είναι οι ενθυμήσεις μου από τα σχόλια του Νίκου Γκάτσου πάνω σε κάποιους στίχους του μεγάλου ποιήματός του Αμοργός. Συνάντησα τον Νίκο για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1968, στην πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα. Ο φίλος του Πίτερ Λίβι [Peter Levi], είχε μεσολαβήσει γι’ αυτή τη συνάντηση και ξανασυναντηθήκαμε κι αργότερα κατά τη διάρκεια της παραμονής μου. Ειδωθήκαμε τουλάχιστον δύο φορές σε καθεμιά από τις τέσσερεις επισκέψεις μου στην Ελλάδα μεταξύ του 1970 και του 1976. Η φίλη μου Λόρα Μπρουσό [Laura Brousseau] ήταν μαζί μου σε πολλές, όχι όμως σε όλες τις συναντήσεις μας αυτές. Ένα βράδυ ο Νίκος μάς πήγε πρώτα για φαγητό κι έπειτα σε ένα νυχτερινό κέντρο προς τη μεριά της Ακρόπολης, όπου τρεις τραγουδιστές έλεγαν μόνο δικά του τραγούδια και μετά ήρθαν στο τραπέζι μας για να του κάνουν κομπλιμέντα και να του ευχηθούν να είναι καλά. Είδα ξανά τον Νίκο το 1984 ή το 1985 και, για πρώτη φορά, την Αγαθή στο GB Corner του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία στην Αθήνα· στη χαρούμενη παρέα μας ήταν και η τότε σύζυγός μου Αν Λούντμπεργκ [Anne Lundberg].
Αρχικά, είναι σημαντικό για μένα να πω πως ο Νίκος Γκάτσος αρνήθηκε το ότι έγραψε την Αμοργό σε μια νύχτα. Αυτό είναι ένα παραμύθι που το επινόησε ο Γιώργος Κατσίμπαλης και επαναλαμβάνεται συχνά ακόμα και σε πρόσφατα γραπτά για την Αμοργό.
Ι
Ι.2. «στων σφουγγαριών τα σεντόνια»: Ο Νίκος παραδέχτηκε ότι κάνει αναφορά στον στίχο 248 του ποιήματος The Scholar-Gipsy [Ο φοιτητής τσιγγάνος] του Μάθιου Άρνολντ [Matthew Arnold], που λέει «There, where down cloudy cliffs, through sheets of foam» [Εκεί, υπήρχαν από κάτω θολοί γκρεμοί, μέσα στου αφρού τα σεντόνια]. Arnold, Poetical Works [Ποιητικά έργα], Oxford University Press, Λονδίνο 1969, σ. 262.
Ι.4. «φρεσκοβαμμένα λατίνια»: αναφορά στους πίνακες με ιστιοπλοϊκά του Ραούλ Ντιφί [Raoul Dufy] και ίσως και άλλων Γάλλων ζωγράφων του τέλους του 19ου αι.
Ι.5. "ένας χαμένος ελέφαντας": αναφορά στην κλιμάκωση του 14ου κεφαλαίου του μυθιστορήματος A Passage to India [Το πέρασμα στην Ινδία] του Ε. Μ. Φόρστερ [E.M. Forster], όπου μία τετραμελής ομάδα, συμπεριλαμβανομένων δύο Ευρωπαίων επισκεπτών, βρίσκουν έναν ελέφαντα ως το πιο συναρπαστικό πράγμα σε ένα έρημο μέρος της Ινδίας.
Ι.9-15. Ο Νίκος είπε ότι οι στίχοι αυτοί έχουν ως πρότυπο το Song of Myself [Το τραγούδι του εαυτού μου] του Ουόλτ Ουίτμαν, ειδικότερα τις ενότητες 8 και 9. Είπε επίσης ότι και επόμενα τμήματα της Αμοργού απηχούσαν Ουίτμαν. Δείτε παρακάτω.
Ι.18. «όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα»: Ο Νίκος συμφώνησε ότι αυτό μπορεί να το εμπνεύστηκε από τον τρίτο στίχο του ποιήματος Wie wenn am Feiertage του Χαίλντερλιν: «Wenn aus heisser Nacht die kühlenden Blitze fielen» [όταν από μια καυτή νύχτα η δροσιστική αστραπή έπεσε].
Ι.21. «Μη γίνεσαι ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΝ»: Συζητήσαμε πολλές φορές γι’ αυτή τη μετάφραση στα αγγλικά «Don’t become fated». Ο Νίκος την ενέκρινε, αλλά μου επισήμανε ότι εννοούσε επίσης «don’t be passive» [μην είσαι παθητικός].
Ι.22. «Γιατί δεν είναι ο σταυραϊτός ένα κλεισμένο συρτάρι»: Αυτό, όπως επεσήμανε ο Νίκος, απηχεί ένα γνωστό σημείο από την εισαγωγή του Κωστή Παλαμά στο ποίημά του «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», το οποίο το είχε συνθέσει πολλά χρόνια νωρίτερα, αλλά το είχε εμπιστευτεί σ’ έναν φίλο του, τον Α. Πάλλη, να το φυλάξει σε ένα κλεισμένο συρτάρι («θα τον κρατούσ’ ακόμα στο συρτάρι»). Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμ. 3, σ. 289.
Ι.27. «Είναι προσκέφαλο μαραγκού, είναι ρολόι ζητιάνου»: O Νίκος επιβεβαίωσε την ανάγνωσή μου αυτών των μεταφορών –προσκέφαλο του μαραγκού είναι το χέρι του, όταν πλαγιάζει να ξεκουραστεί στο μέρος της δουλειάς του∙ ρολόι του ζητιάνου είναι το στομάχι του. Η πρώτη μεταφορά εμφανίζεται ξανά στους τελευταίους στίχους αυτής της ενότητας, όπου «μια τρυφερή μου αγάπη» περιγράφεται «με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό».
Ι.30-31. «Είναι λημέρι των Ούγγρων / Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται»: Ρώτησα τον Νίκο αν είχε κάποιες συγκεκριμένες φουντουκιές στον νου του, επειδή τα δέντρα αυτά με είχαν εντυπωσιάσει στα πρώτα μου χρόνια, και μου απάντησε ότι είχε στον νου του κάτι γιγαντιαίες φουντουκιές (οι οποίες είναι διαδεδομένες στην Ουγγαρία, αλλά δεν θυμάμαι αυτό να μου το είπε).
Ι.34. «φορούν το μισοφόρι της πάπιας»: Αυτό, φυσικά, είναι αρκετά προφανές, αλλά ρώτησα τον Νίκο αν το μισοφόρι της πάπιας είναι μια μεταφορά για τη γύμνια κι εκείνος μου είπε «Ναι, φυσικά».
Ι.35-53. Δεν συζητήσαμε αυτούς τους στίχους πέρα από την ιδέα μου ότι κι αυτοί, όπως οι στίχοι 9-15, φαίνεται να απηχούν τον τρόπο του Ουόλτ Ουίτμαν. Ο Νίκος συμφώνησε σ’ αυτό ελαφρώς, αλλά δεν νομίζω πως εννοούσε ότι οι στίχοι μιμούνταν τον Ουίτμαν.
Ι.54-61. Ρώτησα τον Νίκο αν σ’ αυτό το απόσπασμα ήθελε να αφήσει τον αναγνώστη σε αγωνία, σασπένς, για πάντα. Χαμογέλασε απλώς για να αναγνωρίσει ότι ήταν σκόπιμα μυστηριώδες. Οι στίχοι αυτοί περιγράφουν μια «τρυφερή μου αγάπη» που ξυπνάει «όταν το καλοκαίρι ανασαίνει» σε μια «κληματαριά». Το μέρος αυτό αναφέρεται στην «τρυφερή μου αγάπη» και τελειώνει με ένα θαυμαστικό, το οποίο έρχεται κλιμακωτά.
II
ΙΙ.9-12. Ο Νίκος κι εγώ μιλήσαμε αρκετές φορές για το εξαίρετο αυτό απόσπασμα που αναφέρεται στον Ηράκλειτο. Τα σωζόμενα θραύσματα της σκέψης του Ηράκλειτου μιλούν όλα με απρόσωπο τρόπο, απομακρύνοντάς τον από την καθημερινότητα. Ο Νίκος μού είπε ότι, κατ’ εκείνον, το πορτρέτο του Ηράκλειτου που δίνει το ποίημα θέτει υπό αμφισβήτηση την αφαίρεση της φιλοσοφικής σκέψης, η οποία είναι συνήθως πολύ υψιπετής και γενικά χωρίς αναφορά στις απλούστερες και λιγότερο δραματικές λεπτομέρειες της ζωής.
«Πετάτε τους νεκρούς είπ’ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει».
Βλέποντας τα δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται, ο Ηράκλειτος παραδέχεται ότι το σεξ κάνει όλη τη ζωή επεισοδιακή, όχι μόνο έναν χαρακτήρα ή ένα στοιχείο τού χαρακτήρα όπως υποδηλώνουν τα θραύσματά του. Και πέφτει να πεθάνει στο φιλόξενο χώμα. Καθώς πέφτει φιλάει το ίδιο του το πτώμα, όχι όπως φιλιούνταν τα κυκλάμινα, αλλά χωρίς σχέση με άλλο ον. Ανακαλεί το ποίημα του Χέλντερλιν «Ρουσσώ», το οποίο ξεκινά με έναν προβληματισμό για το πώς η οπτική του κάθε ατόμου είναι προσωπική και επικεντρώνεται στη ζωή του: