Το τραγούδι μπορεί να είναι το κατεξοχήν συνώνυμο του ταξιδιού. Στο τραγούδι δημιουργούνται κόσμοι και σχεδιάζονται οι διαδρομές ανάμεσά τους. Αν αυτό αμφισβητείται, τότε προτρέπω τους αναγνώστες να ταξιδέψουμε μαζί σε έναν συνοπτικό χάρτη από στίχους του τραγουδιού «Στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα» που παραθέτω στη συνέχεια. Αν αυτές οι διαδρομές αναδύονται πραγματικά από τους στίχους ή πρόκειται για αντικατοπτρισμό από δικές μου προσωπικές προβολές, θα το κρίνουν οι μελετητές των χειρογράφων και βιβλίων του ποιητή. Αυτό το τραγούδι, όπως πολλά άλλα του Γκάτσου, αποτελούν πρόσφορο έδαφος για πολυδιάστατη φιλολογική μελέτη, αλλά ο γλυκός πειρασμός του ταξιδιού με κέρδισε περισσότερο.
Ο ποιητικός κόσμος του Γκάτσου είναι αχανής, εμπεριέχει μια ανθρωπότητα ολόκληρη, όχι φυλετικά αλλά πολιτισμικά. Με λόγο ελληνικό διατυπώνει τις εμπειρίες της ανθρώπινης ύπαρξης από τις γνωστές απαρχές της. Με κέντρο την Ελλάδα, κοιτάζει γύρω του και ενσωματώνεται στον περίγυρό του. Τόσο ελληνικά και τόσο πανανθρώπινα. Αυτή η διαπίστωση πηγάζει από μια γενικότερη ανάγνωση του έργου του Γκάτσου, ωστόσο οι στίχοι του τραγουδιού «Στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα» αποτελούν για μένα ιδανική απόδειξη.
Το τραγούδι, το οποίο κυκλοφόρησε το 1988 στον δίσκο Οι μύθοι μιας γυναίκας σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη, φέρει μια ιδιαίτερη αφιέρωση από τον ποιητή: «Μια ελεγεία για την Om Kalsoum». Ο συνθέτης γράφει στον δίσκο επίσης, με παρόμοια εκτίμηση, «η Ουμ Καλσούμ υπήρξε και γυναίκα και Μύθος». Οι δύο στενοί φίλοι μοιράζονται την ίδια αγάπη στη γυναίκα-μύθο του αραβικού κόσμου. Η Αιγύπτια τραγουδίστρια, η μεγαλύτερη διεθνώς κατά τη Φλέρυ Νταντωνάκη,[1]
έτυχε της προσοχής του ποιητή Ν. Γκάτσου χωρίς εκείνος να έχει πρόσβαση στο πρωτότυπο κείμενο των τραγουδιών της. Γι’ αυτόν αρκούσε η φωνή της. Αυτή η φωνή υπήρξε το μέλημα του συνθέτη άλλωστε, γι’ αυτό λέει «το θέμα ανήκει σ’ έναν αυτοσχεδιασμό από τραγούδι της Ουμ Καλσούμ. Και με βοήθησε πολύ να θυμίσω στο τραγούδι μου τη φωνή της». Η σπουδαία Ουμ Καλσούμ, η οποία δέσποζε στην αραβική μουσική σκηνή μεταξύ των ετών 1920 και 1975, ξεχώρισε για το ιδιαίτερο ταλέντο της από την παιδική ακόμα ηλικία και έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Ο χαρακτηρισμός που της αποδίδει ο Χατζιδάκις αποκαλώντας την «Μύθο» εκφράζει ανεξαιρέτως όλους τους Άραβες. Παρότι το πραγματικό της όνομα είναι Φάτιμα ωστόσο έμεινε στην ιστορία με το όνομα Ουμ Κουλθούμ που δέχτηκε διάφορες παραλλαγές − εκ των οποίων αυτή του Χατζιδάκι που θα υιοθετήσω ως επικρατέστερη και στον αραβικό κόσμο.
Η Αίγυπτος της Ουμ Καλσούμ είναι αραβική και αποτελεί βασικό πυλώνα του σύγχρoνου αραβικού κόσμου. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την πρότερή της ταυτότητα, η οποία εκβάλλει μοναδικά στο σήμερα δημιουργώντας μια μαγευτική χώρα. Μια άλλη αραβική χώρα, σήμερα, αποτελεί έναν θεμέλιο λίθο του ανθρώπινου πολιτισμού: εννοώ το σημερινό Ιράκ που περιλαμβάνει την ιστορική Μεσοποταμία, τη χώρα του Κεμάλ από το ομότιτλο τραγούδι του Γκάτσου, το οποίο μας συντροφεύει σε κάθε ήττα και σε κάθε επανάσταση.
Το Ιράκ κληροδότησε στην ανθρωπότητα το αρχαιότερο σωζόμενο έπος, αυτό του Γκιλγκαμές. Η δε Αίγυπτος, τη Βίβλο των Νεκρών. Η ελεγεία του Γκάτσου με πάει και στα δύο έργα, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν ότι το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1988 και οι μεταφράσεις του έπους του Γκιλγκαμές και της Βίβλου των Nεκρών το 1975[2] και 1983[3] αντίστοιχα.
«Στης Ανατολής τα μέρη» πρόγονος του Κεμάλ υπήρξε ένας ανήσυχος και παράτολμος βασιλιάς που τον έλεγαν Γκιλγκαμές. Στο έπος, στο οποίο πρωταγωνιστεί, μαθαίνουμε ότι αναζητούσε την αιώνια ζωή. Η αναζήτηση της αιωνιότητας πυροδοτήθηκε από την απώλεια του επιστήθιου φίλου του. Ο απρόσμενος θάνατος τον συντάραξε, ο φίλος του «έγινε χώμα»[4] και για τη δική του μοίρα αναρωτιέται: «δεν είμαι σαν κι αυτόν τάχα κι εγώ; Θα ξαπλώσω ποτέ να μην σηκωθώ;».[5] Ένας, όμως, άνθρωπος μπορούσε να του αποκαλύψει το μυστικό της αιωνιότητας. Μόνο σε αυτόν την είχαν χαρίσει οι θεοί. Ο «Μακρινός», ο αθάνατος πλέον θνητός, θα μεταδώσει στον Γκιλγκαμές το μυστικό για να βρει την αιωνιότητα που τόσο θέλει. «Υπάρχει ένα φυτό, που η ρίζα του σαν της λευκαγκαθιάς ομοιάζει, / Τ’ αγκάθια της, σαν του τριαντάφυλλου, θα σου τρυπήσουνε τα χέρια».[6] Ο Γκάτσος «μεταφυτεύει» την αθανασία στη χώρα της Ουμ Καλσούμ. Τα ύδατα της θάλασσας, στα οποία βρισκόταν το φυτό σύμφωνα με το έπος, μετατρέπονται ποιητικά σε «αμμοχώραφα». Η απεραντοσύνη της θάλασσας αντικαθίσταται με εκείνη της ερήμου. Είτε στη Μεσοποταμία είτε στη χώρα του Νείλου, το φυτό της αιωνιότητας αντιστέκεται σε δύσκολες συνθήκες. Οι δυσκολίες το φυλάνε μαζί με τα δικά του αγκάθια. Ο Γκιλγκαμές βούτηξε στον βυθό, το βρήκε και το έκοψε ταυτόχρονα, όπως λέει το έπος, κόπηκε και «ξοδεύτηκε το αίμα της καρδιάς».[7] Σαν να μην αρκούσε αυτό, η ολέθρια συμφορά ολοκληρώνεται με την απώλεια του φυτού. Ο Γκιλγκαμές, αφού βρήκε με τόσο κόπο το φυτό της αθανασίας, επαναπαύτηκε, το εγκατέλειψε για να πλυθεί «σε μια πηγή με δροσερό νερό».[8] Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, όπως λέει ο Γκάτσος, «όποιος το βρει το χάνει».
Η ελεγεία −κυριολεκτικά− του Γκάτσου, όπως αναφέρεται στην αφιέρωση του τραγουδιού, έγκειται στον ενεστώτα στην πρώτη στροφή (κόβεται, χάνει). Ο Γκιλγκαμές είναι ο κάθε άνθρωπος, η δική του αναζήτηση παραμένει η κοινή αναζήτηση όλων. Μοιραία και βέβαια, το φυτό της αιωνιότητας «όποιος το βρει το χάνει».
Από τη Μεσοποταμία ταξιδεύει η σκέψη στους Φαραώ. Η αναζήτηση της αθανασίας έστω ως ψευδαίσθηση μας άφησε τις σπουδαίες μούμιες. Παρότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν χάρισαν στους βαλσαμωμένους άρχοντες την πολυπόθητη αθανασία όπως αυτοί την ονειρεύονταν, ωστόσο η ανθρώπινη έλξη προς τη σταθερότητα και την αφθαρσία βρίσκει στις μούμιες μια αδιάσειστη μαρτυρία για την απ’ αιώνος ύπαρξή της.
Στην αρχαία Αίγυπτο μαζί με τα κτερίσματα των νεκρών ήταν και οι επωδές (νεκρώσιμες δεήσεις) τις οποίες τοποθετούσαν στις σαρκοφάγους με την ελπίδα να περάσουν τα επόμενα στάδια του ταξιδιού τους. Σ’ αυτές τις επωδές πρωταγωνιστεί ο Όσιρις με τον γιο του τον Ώρο, οι οποίοι δίνουν μάχες ενάντια στο κακό που αντιπροσωπεύεται από τον Σεθ.[9] Ο νεκρός στο ταξίδι του προς τον άλλο κόσμο καλείται να περάσει από διάφορα στάδια τα οποία είχε περάσει ο Όσιρις με επιτυχία προηγουμένως, γι’ αυτό έχει τον Όσιρι για παράδειγμα. Οι επωδές είναι γραμμένες κατά κύριο λόγο σε πρώτο πρόσωπο και σε τόνο γεμάτο αυτοπεποίθηση για τη νίκη και τη δικαίωση, όπως ακριβώς μιλάει ο αφηγητής του τραγουδιού του Γκάτσου. Ο ενεστώτας μεταφέρει τον ακροατή (ή / και τον αναγνώστη) στη στιγμή της δράσης, εισχωρεί στον χρόνο της αφήγησης και ταυτίζεται με τον μαχόμενο αφηγητή. Παρόμοιο ενεστώτα μπορεί κανείς να παρατηρήσει σε επωδές της Βίβλου των Νεκρών.[10]
Στον Γκάτσο είναι φανερή η πυκνότητα της αφήγησης και των συμβολισμών. Ο αφηγητής τραβάει για τους ουρανούς, όπου θα δώσει την τελευταία μάχη και την οποία όμως θα κερδίσει παρότι σκληρή. Αυτή η περιληπτική περιγραφή εξυπηρετεί την οικονομία ενός τραγουδιού, κάτι που δεν έχει ανάγκη να τηρήσει μια επωδή. Στην τελευταία, οι λεπτομέρειες έχουν σημαντική θέση καθώς προετοιμάζουν τον θανούντα για την επερχόμενη πορεία και τον ενθαρρύνουν για τη μάχη που θα ακολουθήσει. Από τις επωδές της Βίβλου των Νεκρών πιο πολύ μου έρχεται στο μυαλό η 130ή[11] όταν ακούω την ελεγεία για την Ουμ Καλσούμ, γι’ αυτό και την παραθέτω στη συνέχεια.
Μέσα στους στίχους αυτού του τραγουδιού φυλάσσεται μια θέση και στον Θεό. Η Αιγύπτια τραγουδίστρια ήταν μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, όπως οι περισσότεροι Άραβες. Σε διάφορες γλώσσες, όπως για παράδειγμα και στα ελληνικά, η λέξη Αλλάχ, που σημαίνει «ο Θεός», πέρασε και ως αμετάφραστη λέξη. Το γεγονός αυτό ωφέλησε τη μουσικότητα του ρεφραίν, όπου πέραν της παραλλαγής της λέξης Αλλάχ η οποία επαναλαμβάνεται δύο φορές υπαινίσσεται η ισλαμική διαπίστωση «Άσχαντου αν λα ιλάχα ίλα Αλλάχ» η οποία σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία θεότητα πέραν του Θεού. Οι ξεκάθαρες, θαρρώ, αναφορές στο ισλάμ συναντώνται και στη συνέχεια του ρεφραίν «είν’ ο Θεός που δε μιλά». Στο ισλάμ δεν μιλάει ο ίδιος ο Θεός πουθενά, μονάχα μεσολαβεί ο άγγελος Γαβριήλ και μεταβιβάζει το θείο μήνυμα.
Κάθε ταξίδι πρέπει να σταματήσει κάπου για να επανέλθει η συνήθης ροή των γεγονότων. Ο Γκάτσος με τους στίχους του μου χάρισε μια αφορμή για ένα ανεπανάληπτο ταξίδι σε τόσο μακρινούς μα συνάμα κοντινούς μας κόσμους. Όπως ο κόσμος του Κεμάλ «δε θ’ αλλάξει ποτέ» έτσι και του Γκάτσου δεν θα τελειώσει ποτέ.
Στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα[12]
Μια ελεγεία για την Om Kalsoum
Στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα
φυτρώνει ένα βοτάνι
όποιος το κόβει κόβεται
κι όποιος το βρει το χάνει.
Κοιμάμαι τα χαράματα
ξυπνώ το μεσημέρι
και ξεκινώ τ’ απόβραδο
για τ’ ουρανού τα μέρη.
Κι εκεί στων άστρων τις ρωγμές
στου φεγγαριού τη ράχη
αρχίζω τον αγώνα μου
και τη στερνή μου μάχη.
Αλά αλά αλά αλαϊλά
είναι ποτάμι και κυλά.
Αλά αλά αλά αλαϊλά
είν’ ο Θεός που δε μιλά.
Στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα
και στα νερά τα μαύρα
σαλεύει τα μεσάνυχτα
του κάτω κόσμου η σαύρα.
Με το χρυσό της το κλουβί
και τ’ ασημένιο τάσι
μαζεύει αδύνατες ψυχές
τον Άδη να χορτάσει.
Μα εγώ στων άστρων τις ρωγμές
στου φεγγαριού τη ράχη
κερδίζω τον αγώνα μου
και τη σκληρή μου μάχη.
Αλά αλά αλά αλαϊλά
είναι ποτάμι και κυλά.
Αλά αλά αλά αλαϊλά
είν’ ο Θεός που δε μιλά.
Επωδή 130[13]
Μια άλλη Επωδή της τελειοποίησης του Φωτεινού Όντος –που πρέπει να διαβάζεται στα γενέθλια του Όσιρη και της απόδοσης αιώνιας ζωής στην ψυχή. Ο Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα, ο Νου ο θριαμβευτής, λέει:
Οι ουρανοί ανοίγουν, η γη ανοίγει, η Αμέντα ανοίγει, η Ανατολή ανοίγει, το νότιο ημισφαίριο του ουρανού ανοίγει, το βόρειο ημισφαίριο του ουρανού ανοίγει και οι πύλες ανοίγουν διάπλατα για τον Ρα, όταν υψώνεται από τον ορίζοντα. Η βάρκα Σεκτέτ ανοίγει τις διπλές θύρες και η βάρκα Μάδες του ανοίγει τις πύλες. Αναπνέει και δημιουργεί τον Σώση και την Τεφνούτ. Εκείνοι που συνοδεύουν τον Όσιρη ακολουθούν την πορεία του και ο Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα, ο Νου ο θριαμβευτής, επίσης ακολουθεί την πορεία του Ρα.
Παίρνω το σιδερένιο όπλο και ανοίγω το ιερό, σαν τον Ώρο και προχωρώ όπως αυτός, στους κρυμμένους τόπους διαμονής του με χοές στο ιερό· ένας θείος αγγελιαφόρος σ' αυτόν που αγαπά. Εγώ ο Όσιρης Νου −Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα− ο θριαμβευτής, φέρνω την Αλήθεια και την παρουσιάζω στον Όσιρη. Εγώ, ο Όσιρης Νου −Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα− ο θριαμβευτής παίρνω το σχοινί και περιμένω το ιερό. Οι τυφώνες είναι μίασμα για μένα, ας μην φθάσει σε μένα η πλημμυρίδα. Εγώ, ο Όσιρης Νου −Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα− ο θριαμβευτής, ας μην εκδιωχθώ ενώπιον του Ρα. Ας μην απωθηθώ, γιατί το Μάτι είναι στα χέρια του. Εγώ, ο Όσιρης Νου −Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα− ο θριαμβευτής, ας μην οδηγηθώ στην κοιλάδα του σκότους. Ας μην εισέλθω στη Λίμνη των κακούργων, ας μη βρεθώ ανάμεσα στους καταδικασμένους. Ας μην πέσω σε κείνους που πιάνουν αιχμαλώτους και ας μη βρεθεί η ψυχή μου ανάμεσά τους. Ας βρεθώ πίσω από το βωμό του θεού Σείριου.
Χαίρετε θεία όντα της Μεγάλης Άρκτου. Τα μαχαίρια του θεού χτυπούν αόρατα και τα χέρια του ακτινοβολούν φως. Είναι ευχάριστο γι’ αυτόν να του παρουσιάζεις τον πρεσβύτερο μαζί με τον νεώτερο. Ιδού, ο Θωθ ζει στους μυστικούς τόπους του και κάνει χοές στο θεό των εκατομμυρίων ετών, ανοίγει το στερέωμα και διώχνει τα σύννεφα. Κι εγώ, ο Όσιρης Νου -Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα- ο θριαμβευτής, φθάνω στους τόπους του. Ω Θεία Όντα της Μεγάλης Άρκτου, απομακρύνετε τη θλίψη, την οδύνη και τον πόνο· ας εξαλειφθεί τελείως η λύπη του Όσιρη Νου. Εγώ, ο Όσιρης Νου –Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα− ο θριαμβευτής, χαροποιώ τον Ρα. Ας ανοίξει έναν δρόμο στον ορίζοντα του Ρα, η βάρκα του ας ετοιμαστεί για μένα και ο Θωθ ας φωτίσει την καρδιά μου. Τότε εγώ ο Όσιρης Νου ο θριαμβευτής, θα εξυμνήσω και θα δοξάσω τον Ρα κι Εκείνος θα ακούσει τα λόγια μου και θα συντρίψει τα εμπόδια που βάζουν οι εχθροί μου. Δεν θα ναυαγήσω. Δεν θα απωθηθώ στον ορίζοντα, γιατί είμαι ο Ρα-Όσιρης. Εγώ, ο Όσιρης Νου −Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα−δεν θα ναυαγήσω στη Μεγάλη Βάρκα. Το πρόσωπο μου είναι στο θεό της Μεγάλης Άρκτου, γιατί το όνομα του Ρα είναι στο όνομα του Όσιρη Νου, Επόπτη του οίκου του Σφραγιδοφύλακα και το μεγαλείο του είναι στο στόμα μου. Θα μιλήσω στον Ρα κι εκείνος θα ακούσει τα λόγια μου.
Χαίρε ω Ρα. Κύριε του ορίζοντα. Χαίρε εσύ που εξαγνίζεις με φως τους κατοίκους του ουρανού, εσύ που έχεις εξουσία στον ουρανό της στιγμή που οι κωπηλάτες των εχθρών στρέφονται εναντίον σου. Εγώ, ο Όσιρης Νου −Επόπτης του οι και του Σφραγιδοφύλακα− ο θριαμβευτής συγκαταλέγομαι ανάμεσα σε εκείνους που διαδίδουν την αλήθεια, γιατί είμαι στο στερέωμα της Αμέντας. Έχω νικήσει τη θύελλα του Άποφη, ω Διπλό Λιοντάρι, εκπληρώνοντας την υπόσχεσή μου. Ω εσείς, που στέκεστε προ του Μεγάλου Θρόνου, ακούστε με. Κατέρχομαι μαζί με τα Μεγάλα Όντα, διασώζω τον Ρα από τον Άποφη κάθε μέρα και δεν μπορεί κανείς να με προσβάλει, γιατί εκείνοι που τον συνοδεύουν, αγρυπνούν. Φυλάω εκείνα που είναι γραμμένα, δέχομαι προσφορές και εξοπλίζω τον Θωθ με ό,τι χρειάζεται ισχυροποιώ την αλήθεια στη Μεγάλη Βάρκα, κατέρχομαι μαζί με τα Μεγάλα Όντα, αποκαθιστώ τον Κύριο των εκατομμυρίων ετών, οδηγώ τους λάτρεις του, τους διασφαλίζω ένα ευχάριστο ταξίδι. Εκείνοι που συνοδεύουν τον Ρα, περιφέρονται γύρω από τη λαμπρότητά του. Η Μαάτ ισχυροποιείται και παρουσιάζεται ενώπιον του και ύμνοι αναπέμπονται στον Κύριο του Κόσμου.
Εγώ, ο Όσιρης Νου −Επόπτης του οίκου του Σφραγιδοφύλακα− ο θριαμβευτής, παίρνω τη ράβδο κι ανοίγω δρόμο μ’ αυτήν στον ουρανό και οι κάτοικοί του με εξυμνούν όπως εξυμνούν εκείνον που στέκει ακούραστος. Δοξάζω τον Ρα για ό,τι έχει κάνει, διαλύω τα σύννεφα, βλέπω το κάλλος του, εμπνέω το δέος γι΄ αυτόν και τονώνω τους κωπηλάτες, όταν η Βάρκα διασχίζει τον ουρανό το πρωί. Ο Θωθ με οδηγεί μέσα στο Μάτι του και κάθομαι στην πλώρη της Μεγάλης Βάρκας του Χεπερά. Έρχομαι σε ύπαρξη και ό,τι λέω εκδηλώνεται. Διασχίζω τον ουρανό ως την Αμέντα και τα πύρινα όντα νιώθουν αγαλλίαση καθώς και ο Σώσης και παίρνουν μόνα τους τα κουπιά από τους κωπηλάτες και έτσι ο Ρα συνεχίζει το ταξίδι του κοιτάζοντας τον Όσιρη. Είμαι ατάραχος. Είμαι ατάραχος. Δεν θα εκδιωχθώ. Η πύρινη πνοή της ισχύος σου δεν θα με απωθήσει. Ο ανεμοστρόβιλος που εκπορεύεται από το στόμα σου δεν θα με χτυπήσει. Δεν θα ακολουθήσω το μονοπάτι του κροκόδειλου, γιατί έχει μιανθεί και δεν θα αναγκαστώ να συρθώ κοντά του. Ανεβαίνω στη βάρκα, παίρνω τη θέση μου και είμαι ένα Πνευματικό Ον. Ακολουθώ το μονοπάτι του Ρα το πρωί, εκδιώκω τον Νεβ, ο οποίος πλησιάζει στη φλόγα της Βάρκας σου πάνω στη Μεγάλη Άρκτο. Γνωρίζω το όνομά του και δεν θα επιτεθεί στη Βάρκα σου, γιατί είμαι σ' αυτήν και ετοιμάζω τις προσφορές.
[1] https://fagottobooks.gr/blog/fleri-ntantonaki/
[2] Νάνσυ Σάνταρς, Το έπος του Γκιλγκαμές, μτφρ. Περικλής Ροδάκης, Ατέρμων 1975.
[3] Επαμεινώνδας Μπουφαλής, Η αιγυπτιακή βίβλος των νεκρών, Πύρινος Κόσμος 1983.
[4] Αύρα Ward, Το έπος του Γκιλγκαμές, Ιστός 2001, σ. 126.
[5] ό.π.
[6] ό.π., σ. 143.
[7] ό.π., σ. 144.
[8] ό.π., σ. 144
[9] Ανδρέας Τσάκαλης, Η αιγυπτιακή βίβλος των νεκρών, Πύρινος Κόσμος 1993, σσ. 147, 154.
[10] ό.π., σ. 320.
[11] ό.π.
[12] Νίκος Γκάτσος, Όλα τα τραγούδια, (νέα αναθεωρημένη έκδοση) επιμ. Αγαθή Δημητρούκα, Εκδόσεις Πατάκη 2018, σσ. 440-441.
[13] Ανδρέας Τσάκαλης, ό.π, σσ. 320-323.