Η ενότητα των πέντε αυτών ποιημάτων για τον Νίκο Γκάτσο, αφιερώνεται στην Αγαθή Δημητρούκα
Ἐς νῆσον ἐρήμην
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, γ 270
Ι.
Τα δέντρα ετούτα εγώ τα φόρεσα χιλιάδες χρόνια
Κάτω απ’ το δέρμα μου κλώνο τον κλώνο μεγαλώσαν
Οι ρίζες τους γίνανε φλέβες μου. Στ’ αλώνια
Των ματιών μου, ίσκιων κύματα, πουλιά απλώσαν.
*
Να μην μιλάς γι’ αυτές τις θάλασσες του Νότου
Για του Θεού την σμαραγδένια γλώσσα στους ανθρώπους.
Γιατί σκάβαν τα οστά μου ασίγαστα με τον ρυθμό τους
Και τα βαθειά τους μυστικά μ’ ανάψαν σ’ άλλους τρόπους.
*
Γι’ αυτό σου λέω, άγριο ελάφι μου της Πύλου
Χειμώνα-καλοκαίρι εδώ τα δέντρα μου φυτεύω
Στην ίδια πάντα στάση. Στον σκοπό του ξύλου
Απ’ την σιωπή τους λόγια θερισμένα όλο παιδεύω.
*
Μα δεν περνούνε στις θαλασσινές διάφανες πλάκες
Κι όπως μου σβήνει το νερό λέξεις κι εικόνες
Κι όπως μαλώνω με την Μάνα μου τη θάλασσα, ατάκες
Πως είμαι νούμερο, πετούν των καφενέδων οι θαμώνες.
ΙΙ. [ Νεοπτόλεμος ]
Σ’είδανε πάλι στο καυτό λιοπύρι
Την άμμο να κοιτάζεις πόντο-πόντο.
Στο πρόσωπό σου λάμπει πανηγύρι
Στάλες και φύκια, δώρα των απόντων.
*
Γυμνό το πανωκόρμι σου στο άγριο φως
Δέρμα του ζαρκαδιού στα πέδιλά σου.
Τρελός για δέσιμο εγγράφεσαι — ευτυχώς,
Ο κόσμος σού φωνάζει: «Βρε! Φυλάξου,
*
Τι τρέχεις μες στην πύρα και στα μεσημέρια
Και κάθε τόσο ρίχνεις στο σακκούλι
Τις πεταλίδες και τις λες αστέρια»;
*
Αλλά, Κυρά μου, οι φτωχοί σου δούλοι
Με το άγγιγμα από τα δικά σου χέρια
Στην άμμο βρίσκουν ουρανό κι αστέρια.
ΙΙΙ. [Νηλεύς ]
Στο καφέ-ζυθεστιατόριον «Ο Νηλέας»,
Αμίλητος καθόσουνα στην άκρη της παρέας.
Ολημερίς στης θάλασσας την στυγνή πάχνη
Περίμενες Εκείνον που ο καθένας ψάχνει.
*
Μ’ ακόμη μια φορά είχες αργήσει
Κι ούτε πετούμενο δεν είχες συναντήσει.
Έγειρε η μέρα, πέσανε τ’ απόσκια
Και ήρθες σιωπηλός κάτω απ’ τα κιόσκια.
*
Κανείς δε σ’ έβλεπε άλλος από μένα
Κι απ’ το γκαρσόνι που τα ’χε χαμένα.
Σου ’φερε τσίπουρο χωρίς μεζέ
*
Κι εσύ μουρμούρισες, «τα ’χω γραμμένα,
Άλλος θα ’ρθεί, ν’ ανάψει περασμένα».
Γύρισα και γινόσουν ίσκιος. Άχνιζες.
IV. [ Αrs poetica ]
Μορφή για να της δώσουνε και χάρη
Την πέτρα πελεκούσαν οι μαστόροι.
Πώς έφεγγε η ψυχή τους σαν φεγγάρι
Κι από της πέτρας τα νερά, όπως Κόρη
*
Έβγαινε στάζοντας μαργαριτάρι.
Κάναν οι πελεκάνοι τον σταυρό τους.
Κάθονταν ιδρωμένοι στο χορτάρι.
Καμάρωναν τα έργα των χεριών τους.
*
Γνωρίζανε ότι πέτρα δεν μερεύει
Όσο το χέρι σου κι αν την παιδεύει,
Δίχως πνοή Θεού να τους φυσήξει.
*
Καλά το ξέρανε. Η πέτρα όταν αγριεύει
Τα μυστικά νερά της τα χωνεύει.
Ο κάλπης δεν μπορεί να τα ξανοίξει.
V. [ Κοντογόνι, +9.1.2022 ]
Δέκα γερόντοι με παιδιά στην Αυστραλία
Κι άλλοι καμπόσοι συνταξιούχοι της Αθήνας,
Στέκονται στου σχολείου την άκρη, εύκολη λεία
Του γκρίζου καρχαρία που βγαίνει τέτοιο μήνα,
Από του ηλίου τον καταμέλανο πυρήνα
Αόρατος και άγνωστος σε οθόνες και βιβλία.
Στέκονται στης μουριάς τον ίσκιο, δεν μιλούνε.
Η θάλασσα των περασμένων δώσ’ του και φρεσκάρει
Κι ανάμεσά τους κύματα τραγουδούνε,
Για χρόνους παλαιούς με κρύο νερό φεγγάρι,
Που ζήσανε, κι ο πόθος να τους ξαναβρούνε
Με κάνει να πιστεύω πως η Χάρη
Στέλνει στην ώρα τους τούς κοιμηθέντες.
*
Περνούν προσηλιακά, από καιρό μεταταχθέντες
Σε άλλα τάγματα, παλαίμαχοι φαντάροι,
Μ’ ένα κερί στο χέρι του ο καθένας.
Τους νιώθουν οι γερόντοι, σκύβουν το κεφάλι.
Κι εγώ, καθώς παιδί μικρό στο καφενείο,
Ψάχνω τις λέξεις να τους πω «αμήν» κι «αντίο».
*
Νύχτα θα ’ρθεις κι εσύ, σβηστές οι τηλεοράσεις
Με μια φωνή νυχτοπουλιού να με δικάσεις.