Δύο από τις φορές που βρέθηκα με τον Νίκο Γκάτσο μόνος μου στον Φλόκα, είτε γιατί ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είχε φτάσει ακόμα είτε γιατί δεν υπήρχε και κανένας άλλος, θυμάμαι.
Την πρώτη, που τον ρώτησα για τη μετάφρασή του στον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» του Λόρκα, όπου ο Γκάτσος τα caracolas είχε προτιμήσει να τα πει στα ελληνικά σαλιγκάρια κι όχι όστρακα, βούκινα, μπουρούδες δηλαδή, για τα φθινοπωρινά κυνήγια των Ισπανών. Του είπα πως εγώ πίστευα πως καθόλου άνευ λόγου γνώσεως το είχε αποφασίσει κι ας κάποιος τότε κάπου τον είχε γι’ αυτό επιτιμήσει. ―Ε, βέβαια, παιδί μου, μού απάντησε, και βέβαια μετά λόγου γνώσεως. Γιατί, τι να σημαίνει το βούκινο για τον Έλληνα σε σχέση με το φθινόπωρο; Ενώ τι πιο σημάδι για μας του φθινοπώρου από τα σαλιγκάρια, τι πιο δικό μας και ποιητικά;
Τη δεύτερη φορά, πάλι ίσως ο Μάνος Χατζιδάκις να είχε αργήσει. Αλλά στο μεσοδιάστημα εμφανίστηκε και πήρε θέση στο τραπέζι τους ένας γνωστός δημοσιογράφος, γνωστός ακόμα και σήμερα, που εύκολα αυτό το θάρρος κι εκεί ακόμα θα το έπαιρνε.
Αυτός, αφού επί αρκετή ώρα επιδόθηκε σε γλυκερές προς τον Γκάτσο κολακείες, μετά στράφηκε και προς εμένα, επειδή κάτι ίσως να είχε πάρει το αυτί του για την αρχή και των δικών μου ποιητικών πραγμάτων, και επί ένα πάλι, μικρότερο τώρα, διάστημα, απηύθυνε και προς εμένα παρόμοιες υπερβολές και λόγια.
Μετά, έφυγε.
Έγινε τότε μια μάλλον βαριά σιωπή ανάμεσά μας, κι ύστερα ο Γκάτσος είπε: ―Να παρακαλάτε τον Θεό, κύριε Κακίση, να μη σας γράψει καλό. Αν σας γράψει κακό, δεν πειράζει.
(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )
γίνονται πολλά μέσα μου. όχι πιο πολλά από παλιά, αλλά πιο λίγα σαν πολλά, σαν πάρα πολλά. τ’ αηδόνι στην καρδιά μου πάνω σαν Λόρκα και σαν Γκάτσος, σαν ταυρομάχος τ’ αηδόνι μου αυτό πάντα, με σπαθί του μουσικές και αίματα, αίματα όρθια σαν ψυχές προς τα πάνω μετά τη ζωή, μετά τα αίματα. τ’ αηδόνι στην καρδιά μου πιο μέσα μιλάει τώρα σαν άνθρωπος ξαφνικά, ώρες-ώρες δεν βλέπει την ώρα να πετάξει, να ξαναπετάξει. να ξαναπάει όλο καημό δηλαδή στο φεγγάρι, σαν αστροναύτης να ξαναπερπατήσω λίγο εκεί πάνω : ανάλαφρα πάλι, μισός πουλί, και μισός άνθρωπος.
Σ. Κ: Δεν βλέπω την ώρα , Ερατώ 2010