Ανάμεσα στις γραμμές: Διαβάζοντας την αλληλογραφία του Νίκου Γκάτσου

Ανάμεσα στις γραμμές: Διαβάζοντας την αλληλογραφία του Νίκου Γκάτσου

Στο δεύ­τε­ρο ήμι­συ του 20ού αιώ­να και στις αρ­χές του 21ου, το θε­ω­ρη­τι­κό εν­δια­φέ­ρον έχει κι­νη­θεί προς διά­φο­ρες πλευ­ρές με­λέ­της της επι­στο­λο­γρα­φί­ας. Το εν­δια­φέ­ρον της λο­γο­τε­χνι­κής κρι­τι­κής για την επι­στο­λή (το γρα­πτό μή­νυ­μα που απο­στέλ­λε­ται συ­νή­θως εντός φα­κέ­λου) και τον επι­στο­λι­κό λό­γο ενι­σχύ­θη­κε προς το τέ­λος του 20ού αιώ­να, ίσως και εξαι­τί­ας της στρο­φής προς την ηλε­κτρο­νι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία και τε­λι­κά της κυ­ριαρ­χί­ας της τε­λευ­ταί­ας.[1]
Ο επι­στο­λι­κός λό­γος δια­κρί­νε­ται από τα άλ­λα εί­δη λό­γου, κα­θώς εί­ναι ένα πλή­ρες κει­με­νι­κό εί­δος, με συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.[2] Εί­ναι έτσι ένα μο­να­δι­κό εί­δος, που δια­κρί­νε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κά κει­με­νι­κά υπο-εί­δη:[3] Από τις επι­στο­λές της αρ­χαιό­τη­τας (τις επι­στο­λές του Κι­κέ­ρω­να, του Σε­νέ­κα, τις Epistulae heroidum του Οβι­δί­ου) μέ­χρι τη βι­βλι­κή επι­στο­λο­γρα­φία (τις επι­στο­λές του Απο­στό­λου Παύ­λου)∙ από τις με­σαιω­νι­κές επι­στο­λές που απο­τε­λού­σαν διοι­κη­τι­κά έγ­γρα­φα ή θε­ο­λο­γι­κές πραγ­μα­τεί­ες κα­τή­χη­σης μέ­χρι και την προ­σω­πι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία (οι επι­στο­λές του Αβε­λάρ­δου και της Ελο­ΐ­ζας)∙ από τις τα­ξι­διω­τι­κές επι­στο­λές και το De conscribendis epistolis του Ερά­σμου[4] έως την επι­στη­μο­νι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία του 17ου και του 18ου αιώ­να, και το επι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα της επο­χής αυ­τής.
Στην πρώ­ι­μη πε­ρί­ο­δο της νε­ώ­τε­ρης ιστο­ρί­ας[5] το­πο­θε­τεί­ται, όμως, η χρυ­σή επο­χή της επι­στο­λο­γρα­φί­ας. Κα­τά την πε­ρί­ο­δο αυ­τή, οδη­γοί αλ­λη­λο­γρα­φί­ας κα­θο­δη­γού­σαν εί­τε την ανώ­τε­ρη μορ­φω­τι­κά τά­ξη εί­τε τους απλούς αν­θρώ­πους πώς να γρά­φουν επι­στο­λές.[6] Διό­τι η με­τα­κί­νη­ση ή η με­τα­νά­στευ­ση από την Ευ­ρώ­πη πέ­ραν του Ατλα­ντι­κού, αλ­λά και τα τα­ξί­δια προς την Άπω Ανα­το­λή, ευ­νό­η­σαν τη διά­δο­ση ενός τρό­που επι­κοι­νω­νί­ας που οδή­γη­σε, για τη διευ­κό­λυν­σή του, και στην ίδρυ­ση του ανά­λο­γου θε­σμού – των επί­ση­μων τα­χυ­δρο­μι­κών υπη­ρε­σιών (στην Αγ­γλία, στη δε­κα­ε­τία του 1650).[7] Έτσι ανα­πτύ­χθη­κε μια ποι­κι­λία κοι­νω­νι­κών δια­λε­κτι­κών πρα­κτι­κών, που έλα­βαν υλι­κή υπό­στα­ση μέ­σω της επι­στο­λι­κής επι­κοι­νω­νί­ας.
Η ανά­πτυ­ξη και εξέ­λι­ξη των τα­χυ­δρο­μι­κών υπη­ρε­σιών οδή­γη­σε σε ανά­λο­γες εξε­λί­ξεις και την αν­θρώ­πι­νη φα­ντα­σία, με άλ­λα λό­για, η διεύ­ρυν­ση των γε­ω­γρα­φι­κών ορί­ων μέ­σω της διευ­κό­λυν­σης της επι­κοι­νω­νί­ας οδή­γη­σε και στη διεύ­ρυν­ση του νοη­τι­κού χώ­ρου.[8] Όπως επι­ση­μαί­νει η Sarah M. S. Pearsall: «Οι επι­στο­λές εί­ναι φυ­σι­κά το κα­τε­ξο­χήν εί­δος της κι­νη­τι­κό­τη­τας, και οι με­λε­τη­τές που εν­δια­φέ­ρο­νται για τις συν­δέ­σεις και τις απο­συν­δέ­σεις με­τα­ξύ των με­τα­να­στών του Ατλα­ντι­κού, των αποί­κων και των προ­σφύ­γων, έχουν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο στρέ­ψει την προ­σο­χή τους στις επι­στο­λές και στη λει­τουρ­γία τους. Πε­ριέρ­γως, για μια τό­σο με­ταιχ­μια­κή πη­γή, οι ερευ­νη­τές άρ­χι­σαν να με­λε­τούν τις επι­στο­λές ως υπε­ρα­τλα­ντι­κά τεκ­μή­ρια μό­νο προς τα τέ­λη του 20ού αιώ­να∙ οι πε­ρισ­σό­τε­ρες με­λέ­τες συ­νε­χί­ζουν να εστιά­ζουν σε εθνι­κές τρο­χιές επι­στο­λι­κό­τη­τας. Πα­ρό­λα αυ­τά, οι επι­στο­λές απο­τε­λούν υπό­στρω­μα για ένα φά­σμα υπε­ρα­τλα­ντι­κών ή ακό­μα και πα­γκό­σμιων δι­κτύ­ων, εί­τε αυ­τά εί­ναι οι­κο­γε­νεια­κά ή επαγ­γελ­μα­τι­κά, θρη­σκευ­τι­κά, πο­λι­τι­κά ή λό­για».[9]
Αν και ως λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος η επι­στο­λή κα­θιε­ρώ­θη­κε στον 16ο αιώ­να, η άν­θι­ση του δο­κι­μί­ου και του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος σε επι­στο­λι­κή μορ­φή κα­τά τον 18ο αιώ­να κα­τέ­στη­σε την επι­στο­λή τεκ­μή­ριο του εαυ­τού. Στο επι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, οι κε­ντρι­κοί χα­ρα­κτή­ρες επι­κοι­νω­νούν τη σκέ­ψη τους με­τα­ξύ τους δι’ αλ­λη­λο­γρα­φί­ας, δη­λα­δή σκέ­φτο­νται ή «δρουν» ανταλ­λάσ­σο­ντας επι­στο­λές.[10] Επι­στο­λές όμως εμ­φα­νί­ζο­νται και σε θε­α­τρι­κά κεί­με­να∙ εκα­τόν έντε­κα (111) επι­στο­λές εμ­φα­νί­ζο­νται στα έρ­γα του William Shakespeare, ενώ γί­νε­ται ανα­φο­ρά και σε πε­ρισ­σό­τε­ρες από τους χα­ρα­κτή­ρες των έρ­γων. Ο Shakespeare δεν χρη­σι­μο­ποιεί τις επι­στο­λές ως απλά δρα­μα­τι­κά επι­νο­ή­μα­τα, αλ­λά εξε­λίσ­σει την θε­α­τρι­κή πα­ρά­δο­ση και ανα­πτύσ­σει μια «γραμ­μα­τι­κή επι­στο­λών» που εντάσ­σε­ται στον πο­λι­τι­σμό της επι­στο­λο­γρα­φί­ας, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τις επι­στο­λές ως δη­μό­σια αντι­κεί­με­να του κα­θη­με­ρι­νού βί­ου της επο­χής.[11]

Από το τε­τρά­διο του ποι­η­τή

Η επι­στο­λή σή­με­ρα θε­ω­ρεί­ται υλι­κό τεκ­μή­ριο και με­λε­τά­ται ως αντι­κεί­με­νο που πα­ρά­γει ση­μα­σία, η οποία μπο­ρεί να υπερ­βαί­νει το προ­σω­πι­κό επί­πε­δο και να λαμ­βά­νει ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση, μέ­σω της κοι­νω­νι­κής και της πο­λι­τι­σμι­κής λει­τουρ­γί­ας που επι­τε­λεί.[12] Έτσι, σύμ­φω­να με τη σύγ­χρο­νη θε­ω­ρη­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση, η επι­στο­λο­γρα­φία απο­τε­λεί μορ­φή κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­σμι­κής πρα­κτι­κής, που αφο­ρά την ίδια τη συ­γκρό­τη­ση ατο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής ταυ­τό­τη­τας.[13] Αφε­νός, δια­θέ­τει μια υλι­κή υπό­στα­ση την οποία μπο­ρεί κα­νείς να με­λε­τή­σει όπως και κά­θε άλ­λο κεί­με­νο, απο­τε­λεί δη­λα­δή σώ­μα/ σώ­μα­τα κει­μέ­νων. Αφε­τέ­ρου, αυ­τό το σώ­μα/ σώ­μα­τα αναμ­φί­βο­λα απο­τε­λεί/ούν τεκ­μή­ριο/α (ντο­κου­μέ­ντο/α) έκ­φρα­σης και επι­κοι­νω­νί­ας.
Κα­τά την Gabriella Del Lungo Camiciotti, θα μπο­ρού­σαν να δια­κρι­θούν τρεις κύ­ριοι άξο­νες εν­δια­φέ­ρο­ντος για την έρευ­να του επι­στο­λι­κού λό­γου (αν και η έρευ­να αυ­τή, προς το πα­ρόν, εστιά­ζει κυ­ρί­ως στην πε­ρί­ο­δο της πρώ­ι­μης ευ­ρω­παϊ­κής νε­ώ­τε­ρης πε­ριό­δου):[14] Από την άπο­ψη της ιστο­ρι­κής γλωσ­σο­λο­γί­ας, η επι­στο­λο­γρα­φία πα­ρέ­χει πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ιστο­ρία των γλωσ­σών, αλ­λά και για την κοι­νω­νιο-ιστο­ρι­κή και κοι­νω­νιο-γλωσ­σο­λο­γι­κή έρευ­να. Από την άπο­ψη ενός πιο σύγ­χρο­νου το­μέα έρευ­νας, η επι­στο­λο­γρα­φία πα­ρέ­χει τα υλι­κά τεκ­μή­ρια στα οποία βα­σί­ζε­ται η ιχνη­λά­τη­ση των ανταλ­λα­γών πλη­ρο­φο­ριών και επο­μέ­νως η ανα­δό­μη­ση των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων πο­λι­τι­σμών του πα­ρελ­θό­ντος – ο επι­στο­λι­κός λό­γος, άλ­λω­στε, ίσως εί­ναι η αρ­χαιό­τε­ρη μορ­φή γρα­πτών τεκ­μη­ρί­ων.[15] Ο τρί­τος άξο­νας εί­ναι ο πα­ρα­δο­σια­κός τρό­πος αντι­με­τώ­πι­σης της επι­στο­λο­γρα­φί­ας, ως μορ­φής που, δια­μέ­σου των αιώ­νων, από την αρ­χαιό­τη­τα ώς σή­με­ρα, οδή­γη­σε στην ανά­πτυ­ξη λο­γο­τε­χνι­κών πρα­κτι­κών και ει­δών.
Όπως εξη­γεί η Janet Gurkin Altman, σε μια συμ­βο­λή που έχει ανα­γνω­ρι­στεί ως θε­με­λιώ­δης στη σύγ­χρο­νη αντι­με­τώ­πι­ση της επι­στο­λι­κής λο­γο­τε­χνί­ας ει­δι­κό­τε­ρα, το επι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα πε­ρι­λαμ­βά­νει έρ­γα που «πα­ρου­σιά­ζουν εμ­φα­νή ποι­κι­λία στο ύφος και το πε­ριε­χό­με­νο∙ και όμως, απο­κα­λύ­πτουν έναν απρό­σμε­νο αριθ­μό πα­ρό­μοιων λο­γο­τε­χνι­κών δο­μών και συ­ναρ­πα­στι­κά επί­μο­να μο­τί­βα όταν δια­βά­ζο­νται μα­ζί με άλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα του επι­στο­λι­κού εί­δους. Αυ­τές οι δο­μές –επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες θε­μα­τι­κές σχέ­σεις, τύ­ποι χα­ρα­κτή­ρων, αφη­γού­με­να γε­γο­νό­τα και ορ­γά­νω­ση– μπο­ρούν με τη σει­ρά τους να συν­δε­θούν με εγ­γε­νείς ιδιό­τη­τες της ίδιας της επι­στο­λής. Σε πο­λυά­ριθ­μες πε­ρι­πτώ­σεις, τα βα­σι­κά μορ­φο­λο­γι­κά και λει­τουρ­γι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της επι­στο­λής, κά­θε άλ­λο πα­ρά εί­ναι απλώς δια­κο­σμη­τι­κά, αντι­θέ­τως επη­ρε­ά­ζουν ση­μα­ντι­κά τον τρό­πο με τον οποίο δο­μεί­ται συ­νει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα η ση­μα­σία από τους συγ­γρα­φείς και τους ανα­γνώ­στες των επι­στο­λι­κών έρ­γων».[16] Η Gurkin Altman αντι­με­τω­πί­ζει την επι­στο­λι­κό­τη­τα («epistolarity») ως πα­ρά­με­τρο ανά­γνω­σης του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου, διευ­κρι­νί­ζο­ντας ότι «η έν­νοια της επι­στο­λι­κό­τη­τας εί­ναι κυ­ρί­ως ένα πλαί­σιο ανά­γνω­σης. Η επι­στο­λι­κό­τη­τα ενός έρ­γου δεν μπο­ρεί να με­τρη­θεί επι­στη­μο­νι­κά. Μπο­ρεί μό­νο να συ­ζη­τη­θεί από μια ερ­μη­νευ­τι­κή πρά­ξη, που πε­ρι­λαμ­βά­νει την πε­ρι­γρα­φή που πα­ρέ­χει ο κρι­τι­κός για την επι­στο­λι­κό­τη­τα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, εξί­σου με την πραγ­μά­τω­ση, από τον μυ­θι­στο­ριο­γρά­φο ή το μυ­θι­στό­ρη­μα, της δυ­να­τό­τη­τας της επι­στο­λής να δη­μιουρ­γεί αφη­γη­μα­τι­κούς, με­τα­φο­ρι­κούς και άλ­λους τύ­πους ση­μα­σί­ας».[17]
Από την άπο­ψη της ιστο­ρι­κής γλωσ­σο­λο­γί­ας, της κοι­νω­νιο-γλωσ­σο­λο­γί­ας και της πραγ­μα­το­λο­γί­ας, ο επι­στο­λι­κός λό­γος πα­ρέ­χει, κα­ταρ­χάς, τη δυ­να­τό­τη­τα να με­λε­τη­θεί η εξέ­λι­ξη της γλώσ­σας, από την αρ­χαιό­τη­τα ώς σή­με­ρα. Συμ­βάλ­λει επί­σης στην κα­τα­νό­η­ση εξε­λί­ξε­ων που ανα­φέ­ρο­νται στις κοι­νω­νιο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα γλωσ­σι­κές πρα­κτι­κές ή σε πο­λι­τι­σμι­κές συν­θή­κες των επο­χών και των δια­φο­ρε­τι­κών πο­λι­τι­σμι­κών συ­στη­μά­των. Με­ρι­κές από αυ­τές εί­ναι η εγ­γραμ­μα­το­σύ­νη των γυ­ναι­κών, όπως και ο χει­ρι­σμός της γλώσ­σας, που μπο­ρεί να με­λε­τη­θεί από ιδιω­τι­κές επι­στο­λές αρ­κε­τά πριν από την εμ­φά­νι­ση των πρώ­των τυ­πω­μέ­νων έρ­γων από γυ­ναί­κες συγ­γρα­φείς, που εμ­φα­νί­ζο­νται προς το τέ­λος της πρώ­ι­μης νε­ώ­τε­ρης πε­ριό­δου, αλ­λά φυ­σι­κά ακό­μη και η δια­μόρ­φω­ση των κοι­νω­νι­κών ποι­κι­λιών που δη­λώ­νουν το φύ­λο.[18]
Η πραγ­μα­το­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση, που με­λε­τά την επι­στο­λή ως πρά­ξη που σχε­διά­ζε­ται να έχει ένα απο­τέ­λε­σμα στον απο­δέ­κτη της, μπο­ρεί να απο­κα­λύ­ψει τον βαθ­μό σύν­δε­σης των προ­σώ­πων που αλ­λη­λο­γρα­φούν, αλ­λά και το εί­δος της δια­προ­σω­πι­κής ή κοι­νω­νι­κής αλ­λη­λε­πί­δρα­σης που πα­ρά­γει τη ση­μα­σία (συ­γκε­κρι­μέ­νη ση­μα­σία, με συ­γκε­κρι­μέ­νους στό­χους). Η με­λέ­τη των γλωσ­σι­κών συμ­βά­σε­ων, των ρη­το­ρι­κών στρα­τη­γι­κών κ.λπ. μπο­ρεί να οδη­γή­σει ακό­μη και στην ανα­σύ­στα­ση του πα­ρελ­θό­ντος, του τρό­που ομι­λί­ας, σκέ­ψης κ.τ.ό. των αν­θρώ­πων μιας επο­χής.[19] Από την άπο­ψη της σύγ­χρο­νης ανα­δό­μη­σης των επί­ση­μων θε­σμών και γε­νι­κό­τε­ρα των σχέ­σε­ων κοι­νω­νι­κής αλ­λη­λε­πί­δρα­σης, ο επι­στο­λι­κός λό­γος πα­ρου­σιά­ζει εξαι­ρε­τι­κό εν­δια­φέ­ρον ως σώ­μα τεκ­μη­ρί­ων. Η επι­στο­λή ως υλι­κό αντι­κεί­με­νο μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει πλη­ρο­φο­ρί­ες για τον απο­στο­λέα της, αλ­λά και για το απο­τέ­λε­σμα που επι­φέ­ρει η δια­με­σο­λά­βη­ση του συ­γκε­κρι­μέ­νου μέ­σου στη συ­γκρό­τη­ση της ση­μα­σί­ας.[20] Άλ­λω­στε, η επι­στο­λή ανα­δεί­χτη­κε στο πλαί­σιο της τε­χνο­λο­γί­ας της γρα­φής ως μια τε­χνο­λο­γία του εαυ­τού.[21]
Εί­ναι εντού­τοις προ­φα­νές, ότι, κα­θώς δεν μπο­ρούν να προσ­διο­ρι­στούν συ­γκε­κρι­μέ­να όρια ανά­με­σα στην αλη­θι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στη μυ­θο­πλα­σία, οι ίδιες οι επι­στο­λές μπο­ρούν να θε­ω­ρού­νται λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος.[22] Σύμ­φω­να δε με τη σύγ­χρο­νη θε­ω­ρη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, ακό­μη και η αυ­το­βιο­γρα­φία και/ή η βιο­γρα­φία, η κα­τε­ξο­χήν γρα­φή του εαυ­τού, που συ­χνά βα­σί­ζο­νται σε υλι­κό επι­στο­λών, θε­ω­ρού­νται, σε ση­μα­ντι­κό βαθ­μό, μυ­θο­πλα­σία.[23]


Στο Όνο­μα του Πα­τέ­ρα

εδώ πέ­ρα το μυ­στι­κό της με­λαγ­χο­λί­ας κλη­ρο­νο­μού­νταν από νε­κρό σε νε­κρό: ο πα­τέ­ρας μα­κροη­μέ­ρευε, όπως όλοι οι πε­θα­μέ­νοι, χά­ρη στις λέ­ξεις και ο γιος του αρ­γο­πέ­θαι­νε απ’ τον αγιά­τρευ­το μα­ρα­σμό τής επ’ άπει­ρον εκλέ­πτυν­σης του βι­βλί­ου ίσα­με το μη­δέν.[24]

Τα όρια ανά­με­σα στη μυ­θο­πλα­σία και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι συ­γκε­χυ­μέ­να σε αυ­τό το από­σπα­σμα από κεί­με­νο του Ευ­γέ­νιου Αρα­νί­τση, στο οποίο συ­νο­πτι­κά επι­χει­ρεί­ται η ερ­μη­νεία της ζω­ής και του έρ­γου του Γκά­τσου.
Το από­σπα­σμα αυ­τό εξη­γεί­ται αντλώ­ντας από στοι­χεία της ζω­ής και της οι­κο­γε­νεια­κής ιστο­ρί­ας του ποι­η­τή. Ο Νί­κος Γκά­τσος γεν­νή­θη­κε από τη Βα­σι­λι­κή Βα­σι­λο­πού­λου στην Ασέα Αρ­κα­δί­ας το 1911 και γιόρ­τα­ζε τα γε­νέ­θλιά του με το νέο ημε­ρο­λό­γιο στις 8 Δε­κεμ­βρί­ου. Πέ­θα­νε στην Αθή­να, πό­λη στην οποία έζη­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ζω­ής του, στις 12 Μα­ΐ­ου του 1992. Πο­λύ μι­κρός (σε ηλι­κία πε­ρί­που 5 ετών) έχα­σε τον πα­τέ­ρα του. Ο Γε­ώρ­γιος Γκά­τσος πέ­θα­νε από πνευ­μο­νία γύ­ρω στα 1916, κα­τά τη διάρ­κεια τα­ξι­διού του στον Ατλα­ντι­κό Ωκε­α­νό, όπου και ρί­χτη­κε το λεί­ψα­νό του.
Στην αλ­λη­λο­γρα­φία του Γκά­τσου με τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι, η ανα­ζή­τη­ση ακό­μη και στις ΗΠΑ της χα­μέ­νης ει­κό­νας του πα­τέ­ρα, μιας φω­το­γρα­φί­ας αρ­χι­κά λη­σμο­νη­μέ­νης σε φω­το­γρά­φο της Τρί­πο­λης, εί­ναι εν­δει­κτι­κή της επα­νερ­χό­με­νης, ως εμ­μο­νής, επι­θυ­μί­ας κα­τα­γρα­φής της απώ­λειας, της επα­νεύ­ρε­σης και διά­σω­σης των ανε­ξί­τη­λων ιχνών της απου­σί­ας, του τεκ­μη­ρί­ου/ ντο­κου­μέ­ντου που δια­σφα­λί­ζει τη διάρ­κεια του πέν­θους, τη μο­νι­μό­τη­τά του. Πέν­θος για την απώ­λεια του πα­τέ­ρα, για τη χα­μέ­νη δυ­να­τό­τη­τα οι­κο­γε­νεια­κής ευ­τυ­χί­ας, για τον θά­να­το, εν τέ­λει, που πα­ρα­μό­νευε και εμ­φα­νί­στη­κε αιφ­νι­δια­στι­κά. Αλή­θεια, πό­σο επεί­γων ήταν ο λό­γος για τον οποίο ο πα­τέ­ρας του Γκά­τσου δια­κιν­δύ­νευ­σε ένα τό­σο πα­ρά­τολ­μο υπε­ρα­τλα­ντι­κό τα­ξί­δι, ενώ βυσ­σο­δο­μού­σε ο πρώ­τος με­γά­λος πό­λε­μος; Ένα ερώ­τη­μα που θα πρέ­πει να εί­χε απα­σχο­λή­σει πο­λύ τον ποι­η­τή.
Στην Πα­να­γία τη Χο­ζο­βιώ­τισ­σα της Αμορ­γού, πά­ντως, φυ­λάσ­σε­ται στο κα­θο­λι­κό μία δί­ζω­νη ει­κό­να του 1619 που απει­κο­νί­ζει την Πα­να­γία Βρε­φο­κρα­τού­σα, ανά­με­σα στην Αγία Πα­ρα­σκευή και στον Άγιο Γε­ώρ­γιο τον Βαλ­σα­μί­τη, στην άνω ζώ­νη, και τη διά­σω­ση ενός ναυα­γί­ου, στην κά­τω. Σύμ­πτω­ση, προ­φα­νώς, η οποία όμως μας θυ­μί­ζει την επι­λο­γή του τί­τλου του πρώ­του και μο­να­δι­κού ποι­η­τι­κού βι­βλί­ου του Γκά­τσου, πα­ράλ­λη­λα με το ναυά­γιο της προ­σω­πι­κής του ζω­ής, την κα­θο­ρι­στι­κή για τον γιο απώ­λεια του πα­τέ­ρα, ακρι­βώς με την έξο­δό του από την Οι­δι­πό­δεια φά­ση, αμέ­σως μό­λις, δη­λα­δή, εί­χε ανα­κα­λύ­ψει το Όνο­μα του Πα­τέ­ρα.


Ο ολι­γο­γρά­φος ποι­η­τής

Ανά­με­σα στους μύ­θους της ζω­ής και του έρ­γου του Γκά­τσου ξε­χω­ρί­ζουν ο μύ­θος του ολι­γο­γρά­φου ποι­η­τή και ο μύ­θος του πα­ντο­γνώ­στη. Για τον τε­λευ­ταίο, υπεύ­θυ­νος εί­ναι ανά­με­σα σε άλ­λους και ο Μά­νος Χα­τζι­δά­κις. Λό­γου χά­ρη, στο πε­ρί­φη­μο Ο κα­θρέ­φτης και το μα­χαί­ρι, ο Χα­τζι­δά­κις δη­λώ­νει ότι ο Γκά­τσος τού προσ­διό­ρι­σε με σα­φή­νεια τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στο ύφος του έρ­γου του Ευ­ρι­πί­δη και σε αυ­τό του Αι­σχύ­λου.[25] Αλ­λά και ο Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος ενι­σχύ­ει τον ίδιο μύ­θο, με­τα­το­πί­ζο­ντας όμως την έμ­φα­ση στη γνώ­ση της γλώσ­σας και της λει­τουρ­γί­ας της: «[η] δύ­να­μή του η μο­να­δι­κή βρί­σκε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στη γλώσ­σα του. Μα­θη­μα­τι­κή από­δει­ξη η με­τά­φρα­ση του Μα­τω­μέ­νου Γά­μου (Bodas de sangre). Αυ­τή στά­θη­κε η κύ­ρια συμ­βο­λή του στα γράμ­μα­τά μας, η γλώσ­σα του».[26]
Ο μύ­θος του ολι­γο­γρά­φου ποι­η­τή βα­σί­ζε­ται στο γε­γο­νός ότι ο Γκά­τσος εί­ναι γνω­στός ως ποι­η­τής κυ­ρί­ως για το εκτε­νές ποί­η­μά του Αμορ­γός, που εκ­δό­θη­κε, με κό­σμη­μα του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου, τον Δε­κέμ­βριο του 1943 από τις εκ­δό­σεις «Αε­τός», σε 308 αντί­τυ­πα.[27] Η ποί­η­σή του πε­ρι­λαμ­βά­νει ακό­μη τα πρώ­τα έξι ποι­ή­μα­τά του, τα οποία δη­μο­σί­ευ­σε στα πε­ριο­δι­κά Νέα Εστία, το 1931 και το 1932, και Ρυθ­μός, το 1933.[28] Επί­σης, τα ποι­ή­μα­τα «Ελε­γείο» (1946)[29] και «Ο ιπ­πό­της και ο θά­να­τος» (1947),[30] όπως και το «Τρα­γού­δι του πα­λιού και­ρού»[31] δη­μο­σιευ­μέ­νο αρ­κε­τά αρ­γό­τε­ρα, πε­ρί­που την επο­χή της δεύ­τε­ρης έκ­δο­σης της Αμορ­γού (1963), με αφορ­μή το τι­μη­τι­κό αφιέ­ρω­μα στα τριά­ντα χρό­νια της Στρο­φής του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη.
Με­τά τον δεύ­τε­ρο πα­γκό­σμιο πό­λε­μο, ο Γκά­τσος συ­νερ­γά­στη­κε με την Αγ­γλο­ελ­λη­νι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση ως με­τα­φρα­στής, με το Εθνι­κό Ίδρυ­μα Ρα­διο­φω­νί­ας, κυ­ρί­ως ως ρα­διο­σκη­νο­θέ­της, όπως και με το Εθνι­κό Θέ­α­τρο, το Θέ­α­τρο Τέ­χνης και το Λαϊ­κό Θέ­α­τρο, με­τα­φρά­ζο­ντας ση­μα­ντι­κά έρ­γα του σύγ­χρο­νου δρα­μα­το­λο­γί­ου.[32]
Βέ­βαια ο Γκά­τσος εί­ναι ευ­ρέ­ως γνω­στός ως στι­χουρ­γός. Ξε­κί­νη­σε να γρά­φει στί­χους πά­νω σε μου­σι­κή του Μά­νου Χα­τζι­δά­κι,[33] ενώ συ­νερ­γά­στη­κε ακό­μη με τον Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη, τον Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο, τον Δή­μο Μού­τση, τον Λου­κια­νό Κη­λαη­δό­νη, τον Χρι­στό­δου­λο Χά­λα­ρη, κ.ά. Ανο­λο­κλή­ρω­τος έμει­νε ο «Μα­νιά­τι­κος εσπε­ρι­νός». Η συμ­βο­λή του στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή στι­χουρ­γία εί­ναι τέ­τοια,[34] ώστε μάλ­λον θα πρέ­πει να ομο­λο­γη­θεί ότι ο Γκά­τσος ποι­η­τής εί­ναι και ο δη­μιουρ­γός των στί­χων των τρα­γου­διών του.


Ο ολι­γο­γρά­φος αλ­λη­λο­γρά­φος

Στους δύο πα­ρα­πά­νω μύ­θους (του πα­ντο­γνώ­στη και του ολι­γο­γρά­φου) θα μπο­ρού­σε ίσως να προ­στε­θεί και ένας ακό­μη μύ­θος, αυ­τός του ολι­γο­γρά­φου αλ­λη­λο­γρά­φου. Αφε­νός, ο Γκά­τσος φαί­νε­ται συ­χνά να μην απα­ντά σε επι­στο­λές ακό­μη και πο­λύ ση­μα­ντι­κών αν­θρώ­πων των γραμ­μά­των και της τέ­χνης. Αφε­τέ­ρου, αν και αλ­λη­λο­γρα­φεί με αν­θρώ­πους με τους οποί­ους συν­δέ­ε­ται με στε­νή φι­λία – τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη και τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι, κυ­ρί­ως–, συ­χνά προ­κα­λεί την έκ­φρα­ση των πα­ρα­πό­νων τους, διό­τι αμε­λεί να απα­ντή­σει άμε­σα και μπο­ρεί να εί­ναι, συ­γκρι­τι­κά με τις δι­κές τους επι­στο­λές, συ­νο­πτι­κός έως φει­δω­λός στις απα­ντή­σεις του. Εί­ναι εντυ­πω­σια­κό, απε­να­ντί­ας, ότι εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά συ­νε­πής στην επαγ­γελ­μα­τι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία του, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης βέ­βαια της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας του με τους στε­νούς συ­νερ­γά­τες του, όπως τον Κων­στα­ντί­νο Λαρ­δά ή τον Edmund Keeley.


Η αλ­λη­λο­γρα­φία

Η έκ­δο­ση της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας του Νί­κου Γκά­τσου έχει ως αφε­τη­ρία το αρ­χείο του,[35] στο οποίο πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται κυ­ρί­ως οι επι­στο­λές τις οποί­ες έλα­βε ο ίδιος ως πα­ρα­λή­πτης (όπως και ορι­σμέ­να αντί­γρα­φα δι­κών του επι­στο­λών). Εντού­τοις, η έκ­δο­ση της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας ενός συγ­γρα­φέα θα πρέ­πει φυ­σι­κά να πε­ρι­λαμ­βά­νει τις επι­στο­λές και των δύο προ­σώ­πων που συμ­με­τέ­χουν στη δια­δι­κα­σία αυ­τής της ανταλ­λα­γής, με τη σει­ρά ως απο­στο­λέ­ας και πα­ρα­λή­πτης, και αντι­στρό­φως. Η Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα έθε­σε στη διά­θε­σή μας τό­σο τις επι­στο­λές του αρ­χεί­ου όσο και επι­στο­λές του Γκά­τσου προς τον Κων­στα­ντί­νο Λαρ­δά, οι οποί­ες δια­τέ­θη­καν από την οι­κο­γέ­νειά του. Ο Γιώρ­γος Χα­τζι­δά­κις διέ­θε­σε τις επι­στο­λές (γρα­πτές και ηχη­τι­κές) του Μά­νου Χα­τζι­δά­κι, όπως και αυ­τές του Γκά­τσου προς τον Χα­τζι­δά­κι.[36] Κα­τά την ανα­ζή­τη­σή μας εντο­πί­στη­καν επί­σης νέ­ες επι­στο­λές (κυ­ρί­ως απα­ντή­σεις του Γκά­τσου) σε άλ­λα αρ­χεία (λό­γου χά­ρη, στο Αρ­χείο Edmund Keeley και στο προ­σω­πι­κό αρ­χείο του Stephen Utz). Όμως, κά­ποια αρ­χεία συ­νο­μι­λη­τών του πα­ρα­μέ­νουν κλει­στά, με κά­ποιο τρό­πο, ενώ δεν επι­τρέ­πε­ται η έκ­δο­ση ορι­σμέ­νου υλι­κού. To Αρ­χείο Peter Levi δεν εί­ναι δια­θέ­σι­μο, προς το πα­ρόν, ενώ οι επι­στο­λές του Οδυσ­σέα Ελύ­τη δεν μπο­ρούν να δη­μο­σιο­ποι­η­θούν ακό­μη, βά­σει δι­κής του σχε­τι­κής οδη­γί­ας. Επι­πλέ­ον, δεν απο­κλεί­ε­ται να εντο­πι­σθούν μελ­λο­ντι­κά και άλ­λες επι­στο­λές του Γκά­τσου προς δια­φο­ρε­τι­κά πρό­σω­πα (όπως και οι απα­ντή­σεις τους προς εκεί­νον). Αν και πρό­κει­ται βέ­βαια για ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν γε­νι­κό­τε­ρα την έκ­δο­ση (λο­γο­τε­χνι­κής) αλ­λη­λο­γρα­φί­ας, για λό­γους όπως οι πα­ρα­πά­νω, η έκ­δο­ση της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας του Νί­κου Γκά­τσου μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως μια εκ­δο­τι­κή από­πει­ρα εν εξε­λί­ξει.


Τα πρό­σω­πα και τα θέ­μα­τα

Η υπό έκ­δο­ση αλ­λη­λο­γρα­φία πε­ρι­λαμ­βά­νει επι­στο­λές στις οποί­ες συ­ζη­τού­νται θέ­μα­τα τα οποία συν­δέ­ο­νται εί­τε με την Αμορ­γό και την ποι­η­τι­κή, και τη στι­χουρ­γι­κή ερ­γα­σία του Γκά­τσου εί­τε με το με­τα­φρα­στι­κό έρ­γο του. Αλ­λά το με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας αφο­ρά τις προ­σω­πι­κές του σχέ­σεις με έλ­λη­νες και ξέ­νους συγ­γρα­φείς.
Οι πα­λαιό­τε­ρες επι­στο­λές του αρ­χεί­ου ανή­κουν σε Σου­η­δούς φί­λους του, τον Bo Freusson και τον Per ή Pelle Olsson, και προ­έρ­χο­νται από την πε­ρί­ο­δο 1937-1938. Πρό­κει­ται κυ­ρί­ως για κάρ­τες, αλ­λά και έναν αριθ­μό επι­στο­λών, που εστά­λη­σαν στον Γκά­τσο από το Gothenburg. Δεν δια­σώ­ζο­νται οι απα­ντή­σεις του ιδί­ου ού­τε έχουν ταυ­το­ποι­η­θεί τα δύο πα­ρα­πά­νω πρό­σω­πα.
Χρο­νο­λο­γι­κά έπε­ται ένα σύ­ντο­μο τμή­μα, με τις επι­στο­λές ή τα επι­στο­λι­κά δελ­τία που εστά­λη­σαν στον Γκά­τσο ως απά­ντη­ση για την πα­ρα­λα­βή αντι­τύ­που από την πρώ­τη έκ­δο­ση της Αμορ­γού. Οι οκτώ επι­στο­λές ή επι­στο­λι­κά δελ­τία από τον Πα­ντε­λή Πρε­βε­λά­κη, τον Κων­στα­ντί­νο Τσά­τσο, τη Μά­τση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, τον Νί­κο Παπ­πά, τον Τά­κη Βαρ­βι­τσιώ­τη, τη Φα­νή Μα­ντο­πού­λου, τον Γιάν­νη Σφα­κια­νά­κη και τον Γιώρ­γο Θέ­με­λη εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρου­σες, ως πρώ­τες προ­σω­πι­κές αντι­δρά­σεις υπο­δο­χής του έρ­γου αυ­τού.
Ο με­γα­λύ­τε­ρος αριθ­μός επι­στο­λών το­πο­θε­τεί­ται στη με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο, από τη δε­κα­ε­τία του 1940 μέ­χρι και λί­γο πριν από τον θά­να­το του Γκά­τσου. Εδώ δια­κρί­νο­νται δύο ενό­τη­τες, στην πρώ­τη από τις οποί­ες εντάσ­σε­ται η επι­στο­λο­γρα­φία ελ­λή­νων και στη δεύ­τε­ρη οι επι­στο­λές των ξέ­νων απο­στο­λέ­ων – φυ­σι­κά και οι απα­ντή­σεις του Γκά­τσου, εφό­σον έχουν εντο­πι­σθεί.

Στην πρώ­τη ομά­δα, των ελ­λή­νων επι­στο­λο­γρά­φων, πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται οι λί­γες αριθ­μη­τι­κά επι­στο­λές του Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη, του Μί­νου Αρ­γυ­ρά­κη, του Ζή­σι­μου Λο­ρεν­τζά­του και του Ν.Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λου. Επί­σης, οι πέ­ντε επι­στο­λές που του έγρα­ψε ο Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα, επι­στο­λές στις οποί­ες στη­ρί­χτη­κε η κα­θο­ρι­στι­κή, για τη ζωή και των δύο, γνω­ρι­μία της με τον Γκά­τσο. Δια­σώ­ζε­ται ακό­μη μία επι­στο­λή της Ελέ­νης Κόκ­κου (αδελ­φής της Άλ­κης Ζέη) προς τον Ελύ­τη, η οποία πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν σε φά­κε­λο με επι­στο­λή του Γκά­τσου προς τον Ελύ­τη και έχει συ­μπε­ρι­λη­φθεί στην έκ­δο­ση της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας του Γκά­τσου, διό­τι μαρ­τυ­ρά τη σχέ­ση της Ελέ­νης Κόκ­κου με τον Γκά­τσο, αλ­λά και τη σχέ­ση των τριών προ­σώ­πων. Οπωσ­δή­πο­τε εκ­πλήσ­σει το γε­γο­νός πως δεν υπάρ­χουν επι­στο­λές από Έλ­λη­νες με τους οποί­ους γνω­ρί­ζου­με ότι ο Γκά­τσος συν­δε­ό­ταν, όπως οι πολ­λοί συν­θέ­τες με τους οποί­ους συ­νερ­γά­στη­κε, αλ­λά και οι πολ­λοί νε­ό­τε­ροι ποι­η­τές, που θα μπο­ρού­σαν να του έχουν γρά­ψει.
Από την άλ­λη πλευ­ρά, υπάρ­χουν πολ­λές κάρ­τες τις οποί­ες τα­χυ­δρο­μού­σε η Νά­να Μού­σχου­ρη από διά­φο­ρες πό­λεις, κα­τά τη διάρ­κεια των πε­ριο­δειών της στο εξω­τε­ρι­κό. Και βέ­βαια, ιδιαί­τε­ρη θέ­ση κα­τέ­χουν οι επι­στο­λές προς τον Ελύ­τη (κα­τά το διά­στη­μα της απου­σί­ας του τε­λευ­ταί­ου από την Ελ­λά­δα, δη­λα­δή με­τα­ξύ 1948-1951), και από και προς τον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι (όταν εκεί­νος βρι­σκό­ταν στο εξω­τε­ρι­κό, με έδρα τη Νέα Υόρ­κη, στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1960). Οι δύο τε­λευ­ταί­οι, άλ­λω­στε, απο­δει­κνύ­ε­ται και από την αλ­λη­λο­γρα­φία ότι ήταν πο­λύ στε­νοί φί­λοι του, του­λά­χι­στον για τα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα γύ­ρω στις πε­ριό­δους αλ­λη­λο­γρα­φί­ας τους.
Πο­λυά­ριθ­μες εί­ναι οι επι­στο­λές που αντήλ­λα­ξε ο Γκά­τσος με τον Κων­στα­ντί­νο Λαρ­δά. Δια­σώ­ζο­νται πά­νω από 30 επι­στο­λές, οι οποί­ες εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κές όχι μό­νο λό­γω του αριθ­μού τους αλ­λά και της χρο­νι­κής συ­νέ­πειας – απο­τέ­λε­σμα κυ­ρί­ως των απαι­τή­σε­ων αντα­πό­κρι­σης που έθε­τε το γε­γο­νός ότι ο Λαρ­δάς χρεια­ζό­ταν τις διευ­κρι­νί­σεις του Γκά­τσου τό­σο για τη με­τά­φρα­ση της Αμορ­γού, όσο και για την εκ­πό­νη­ση της δι­δα­κτο­ρι­κής δια­τρι­βής του με θέ­μα αυ­τό το ποί­η­μα. Οι απα­ντή­σεις του εκ­θέ­τουν συ­στη­μα­τι­κά τον τρό­πο με τον οποίο ο τε­λευ­ταί­ος σκε­φτό­ταν και για τα δύο αυ­τά ζη­τή­μα­τα. Κα­θώς δεν δια­σώ­ζο­νται (ή δεν έχουν εντο­πι­σθεί ώς σή­με­ρα) άλ­λες εξί­σου συ­στη­μα­τι­κές απα­ντή­σεις του, αυ­τές δεί­χνουν επί­σης τον τρό­πο με τον οποίο αντι­με­τώ­πι­ζε συ­νο­μι­λη­τές που δεν ήταν τό­σο στε­νοί φί­λοι του όσο ο Ελύ­της και ο Χα­τζι­δά­κις. Δεί­χνουν ακό­μη τον τρό­πο με τον οποίο αντι­με­τώ­πι­ζε το έρ­γο του, ει­δι­κό­τε­ρα την Αμορ­γό, αλ­λά και γε­νι­κά το θέ­μα της σύν­θε­σης ποί­η­σης. Τέ­λος, δεί­χνουν τον τρό­πο με τον οποίο αντι­με­τώ­πι­ζε και έναν νε­ό­τε­ρο ομό­τε­χνο, αφού απα­ντά με σχό­λια και για τις ποι­η­τι­κές από­πει­ρες του Λαρ­δά. Θα πρέ­πει να το­νι­σθεί ότι δεν υπάρ­χουν στο αρ­χείο επι­στο­λές από και προς άλ­λους νε­ό­τε­ρους έλ­λη­νες ποι­η­τές, πράγ­μα μάλ­λον ασυ­νή­θι­στο για έναν ποι­η­τή του οποί­ου το έρ­γο γνώ­ρι­σε την ανα­γνώ­ρι­ση αλ­λά και άσκη­σε, προ­φα­νώς, επί­δρα­ση στην με­τα­γε­νέ­στε­ρη ποί­η­σή μας. Επο­μέ­νως, οι επι­στο­λές στις οποί­ες ο Γκά­τσος εκ­θέ­τει τις από­ψεις του για την ποί­η­ση του Λαρ­δά εί­ναι μο­να­δι­κές προ­κει­μέ­νου να σχη­μα­τί­σει ο ανα­γνώ­στης μια ει­κό­να και για τον Γκά­τσο ως κρι­τι­κό ποί­η­σης.
Από τους ξέ­νους, με αφορ­μή τη με­τά­φρα­ση της ποί­η­σής του, ο Γκά­τσος ανέ­πτυ­ξε συ­νερ­γα­σία βέ­βαια και με τον Edmund Keeley, και πράγ­μα­τι δια­σώ­ζο­νται πε­ρί τις πέ­ντε επι­στο­λές του τε­λευ­ταί­ου στο αρ­χείο (και άλ­λες τό­σες, πε­ρί­που, επι­στο­λές του Γκά­τσου ανευ­ρέ­θη­καν στο Αρ­χείο Edmund Keeley στη Βι­βλιο­θή­κη του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Princeton). Τα­κτι­κή όμως φαί­νε­ται πως ήταν και η επι­κοι­νω­νία του με τον Peter Levi, γύ­ρω στα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του 1960. Δια­σώ­ζο­νται αρ­κε­τές επι­στο­λές και κάρ­τες του στο αρ­χείο του Γκά­τσου, όμως δεν ήταν εφι­κτό, πα­ρά τις προ­σπά­θειές μας, να εντο­πι­σθούν οι απα­ντή­σεις του Γκά­τσου, που εί­ναι βέ­βαιο ότι υπήρ­ξαν και ίσως δια­σώ­ζο­νται. Το Aρ­χείο Peter Levi έχει με­τα­φερ­θεί και αυ­τό στις ΗΠΑ και, σύμ­φω­να με τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που λά­βα­με τό­σο από την οι­κο­γέ­νειά του, όσο και από το ίδρυ­μα στο οποίο στε­γά­ζε­ται, δεν έχει ακό­μη τα­κτο­ποι­η­θεί ώστε να εί­ναι δυ­να­τή η αξιο­ποί­η­σή του.
Με­γά­λο αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κού τύ­που εί­ναι το εν­δια­φέ­ρον επι­στο­λών συγ­γρα­φέ­ων όπως o Arthur Miller (και η σύ­ζυ­γός του, Inge Morath-Miller) και o Gore Vidal, με τους οποί­ους ο έλ­λη­νας ποι­η­τής γνω­ρί­στη­κε κα­τά τα τα­ξί­δια τους στην Ελ­λά­δα. Αν και αυ­τοί με εν­θου­σια­σμό τού ζή­τη­σαν να απα­ντή­σει για να συ­νε­χί­σουν την επι­κοι­νω­νία τους, εί­ναι μάλ­λον βέ­βαιο γε­γο­νός ότι ο Γκά­τσος ου­δέ­πο­τε το έκα­νε (όπως απέ­δει­ξε η έρευ­να στο Αρ­χείο Arthur Miller).
Τέ­λος, πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και επι­στο­λές (σπα­νί­ως και οι απα­ντή­σεις του Γκά­τσου) από τη Laura Brousseau, τον Charles Haldeman, τη Lillian Hellman, τον Archibald MacLeish (με αφορ­μή πρό­τα­ση του τε­λευ­ταί­ου για με­τα­φρα­στι­κή συ­νερ­γα­σία), τον Ken McCormick (για το ίδιο θέ­μα), τον Morton Marcus, την Elizabeth Meese, τον Armando Romero, τον Alexis Eudald Solà, τον Stephen G. Utz και τον David Levine.


Και ορι­σμέ­να δείγ­μα­τα επι­στο­λών

Από τις επι­στο­λές αυ­τές, μπο­ρούν να πα­ρου­σια­σθούν εδώ με­ρι­κά απο­σπά­σμα­τα. Προ­κει­μέ­νου να έχει ο ανα­γνώ­στης μια πρώ­τη ει­κό­να, αυ­τά τυ­πώ­νο­νται χω­ρίς σχο­λια­σμό, σε δι­κή μας με­τα­γρα­φή ή και με­τά­φρα­ση – ο πλή­ρης σχο­λια­σμός τους πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στον υπό έκ­δο­ση τό­μο. Ξε­κι­νώ­ντας με μία κάρ­τα της Νά­νας Μού­σχου­ρη, και απο­σπά­σμα­τα επι­στο­λών του Χα­τζι­δά­κι, του Peter Levi και του Arthur Miller.

1

Πρό­κει­ται για την τε­λευ­ταία κάρ­τα του αρ­χεί­ου από την Νά­να Μού­σχου­ρη. Συ­νο­λι­κά δια­σώ­ζο­νται πά­νω από 50 κάρ­τες της, από το 1980 ώς το 1983:

Mr Νί­κον Γκά­τσον
Υα­κίν­θου 2-6 / ΚΥ­ΨΕ­ΛΗ / Athens / Greece

Προ­σπά­θη­σα να σας τη­λε­φω­νή­σω, αλ­λά δεν υπήρ­χε απά­ντη­σις. Ελ­πί­ζω ότι εί­σθε κα­λά. Σας φι­λώ και τους δυο. Με πολ­λή αγά­πη. Νά­να


2

Το επό­με­νο εί­ναι από­σπα­σμα επι­στο­λής που ανή­κει στον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι:

Μά­νος Χα­τζι­δά­κις
c/o EDWARD MARNO, 162, KING'S ROAD / CHELSEA, LONDON S.W.3

Κύ­ριον
ΝΙ­ΚΟΝ ΓΚΑ­ΤΣΟΝ
Σπε­τσών 101 / Κυ­ψέ­λη / ATHENS 811 / GREECE[37]

Λονδίνο, Κυριακή, 18 Μαΐου 1969

Αγα­πη­τέ μου Νί­κο,
Ετοι­μά­ζο­μαι αύ­ριο να πε­τά­ξω στην Τε­χε­ρά­νη, για να μα­ζέ­ψω πρό­σω­πα και μύ­θους. Η επί­ση­μη εκ­δο­χή εί­ναι, για να ηχο­γρα­φή­σω το υλι­κό που θα μου χρη­σι­μεύ­σει στους ΗΡΩ­ΕΣ.
Ο Σταύ­ρος ήταν μια πο­λύ ευ­χά­ρι­στη κι ευ­τυ­χι­σμέ­νη έκ­πλη­ξη. Έκ­πλη­ξη για το πώς προ­χω­ρά­ει μ’ όλες τις αντι­ξο­ό­τη­τες που πε­ριέ­χει. Ο Ιγνά­θιός του, πα­ρα­μέ­νει ακό­μα στ’ αυ­τιά μου εντα­τι­κός και γε­μά­τος από πρω­τό­γο­νη τρα­γι­κό­τη­τα.
[…] Σαν τον δεις, να του δώ­σεις ακό­μα μια φο­ρά την αγά­πη μου.
Επί τέ­λους Νι­κό­λα, θάρ­θεις να μι­λή­σου­με;
Μην σκέ­πτε­σαι το Λον­δί­νο σαν Αγ­γλία. Να το σκε­φτείς σαν μια γει­το­νιά των Αθη­νών, που κα­τοι­κώ. Όλα μου γύ­ρω εί­ναι Αθή­να. Οφεί­λεις να τ’ απο­φα­σί­σεις. Για­τί σε λί­γο θα γε­ρά­σου­με και δεν θά­χου­με άλ­λο να πού­με εκτός από τις ανα­μνή­σεις της επο­χής της νειό­της μας.
Θέ­λω να σου ετοι­μά­σω ένα τέιπ. Να δω αν θα το προ­φτά­σω πριν φύ­γω ή με­τά σαν γυ­ρί­σω. Το τι σκο­πεύω να σου πω σ’ αυ­τό το τέιπ, δεν λέ­γε­ται ή μάλ­λον... δεν γρά­φε­ται. Φί­λη­σέ μου την Ντί­να κι εσέ­να πολ­λές φο­ρές.

Μά­νος

3

Από­σπα­σμα επι­στο­λής του Peter Levi:

Peter Levi
Heythrop College / Chipping Norton / Oxon / England

κ. Νί­κος Γκά­τσος,
101 Σπε­τσών / Αθή­ναι (811) / Greece[38]

[19; Ιαν. 1964]

Αγα­πη­τέ Νί­κο,

Εί­ναι θαυ­μά­σιο να έχω επι­τέ­λους το ποί­η­μά σου – πραγ­μα­τι­κά το κα­λύ­τε­ρο πράγ­μα που συ­νέ­βη αυ­τό τον χει­μώ­να, πέ­φτο­ντας σαν το πρώ­το πρά­σι­νο φύλ­λο από τον αέ­ρα πά­νω στο δέ­ντρο του. Σ’ ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ, πά­ρα πο­λύ. Κα­τα­φέρ­νω να κα­τα­λά­βω το πε­ρισ­σό­τε­ρο, πα­ρό­λο που υπάρ­χουν λί­γες λέ­ξεις που δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στο φτη­νό λε­ξι­κό μου. Αλ­λά εί­μαι τό­σο ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος που το έχω που θα ήμουν ευ­τυ­χής απλώς να ξε­χω­ρί­ζω τις λέ­ξεις στην Ασ­συ­ρια­κή [γλώσ­σα] αν ήταν ανα­γκαίο.
Όσο προ­χω­ρώ τό­σο πιο βα­θιά θαυ­μά­ζω και αγα­πώ τη σύγ­χρο­νη Ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα – εν­νοώ τη γλώσ­σα σου, όπως εί­ναι στο στό­μα σου και στην ποί­η­σή σου και στου Σε­φέ­ρη. Η με­τά­φρα­σή σου του Αι­σχύ­λου οπωσ­δή­πο­τε θα εί­ναι θαυ­μά­σια! – και ίσως μια προ­σέγ­γι­ση σε πε­ρισ­σό­τε­ρη δι­κή σου δου­λειά.
Σου εί­πα ότι σου γρά­φω ένα ποί­η­μα; Ένα μα­κρύ ποί­η­μα σε ένα νέο ύφος, που βα­σί­ζε­ται εν μέ­ρει στο παι­χνί­δι που παί­ξα­με την τε­λευ­ταία βρα­διά στην Αθή­να: «Εί­σαι ένα μυ­στι­κό βου­νό;» – αλ­λά θα πά­ρει πο­λύ και­ρό για να το γρά­ψω, ίσως δύο χρό­νια (αυ­τό φαί­νε­ται σαν ένα μα­γι­κό όριο για κά­ποιο λό­γο) και σ’ αυ­τό το διά­στη­μα ίσως κά­τι πά­ει στρα­βά: έχω γρά­ψει μό­νο τους πρώ­τους εί­κο­σι στί­χους μέ­χρι τώ­ρα.

4

Και ένα από­σπα­σμα επι­στο­λής του Arthur Miller:

Arthur Miller

Mr. Nikos Gatsos
101 Spetson Street / Athens 811 / Greece[39]

15 Μαΐου 1964

Αγα­πη­τέ Νί­κο:

Μό­λις τώ­ρα ανα­κα­λύ­πτω ότι ο εκ­δό­της μου αμέ­λη­σε να σου στεί­λει ένα αντί­τυ­πο του έρ­γου μου. Πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω ότι ήταν εν μέ­ρει δι­κό μου λά­θος κα­θώς εί­χα χά­σει για λί­γο και­ρό το βι­βλίο των διευ­θύν­σε­ών μου – αν και όχι όλο αυ­τό το διά­στη­μα.
Σκέ­φτο­μαι συ­χνά εσέ­να και την Ελ­λά­δα – ίσως διό­τι πά­ντα η σχέ­ση μου με τη Νέα Υόρ­κη και την Αμε­ρι­κή εί­ναι δι­φο­ρού­με­νη· ένα μέ­ρος μου επι­θυ­μεί να βυ­θι­στεί στη ζωή και τα προ­βλή­μα­τα της χώ­ρας, αλ­λά το άλ­λο μέ­ρος επι­θυ­μεί από­στα­ση και γα­λή­νη. Δεν σε παίρ­νω βέ­βαια για γα­λή­νιο άν­θρω­πο αλ­λά ως κά­ποιον που ξέ­ρει σε ποια πράγ­μα­τα πρέ­πει να απο­δί­δει αξία.
Ήταν δι­πλά δύ­σκο­λα τα πράγ­μα­τα για μέ­να τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες διό­τι μου επι­τέ­θη­καν τό­σο σκλη­ρά για το θε­α­τρι­κό μου· κυ­ρί­ως η κα­τη­γο­ρία για σκλη­ρό­τη­τα, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, απέ­να­ντι στη Marylin Monroe. […]
Αφό­του επέ­στρε­ψα στην πα­τρί­δα περ­νάω τις συ­νη­θι­σμέ­νες μου ασκή­σεις επί­θε­σης-οπι­σθο­χώ­ρη­σης κά­θε μέ­ρα, προ­σπα­θώ­ντας να ανα­κα­λύ­ψω τι υπάρ­χει μέ­σα μου για να γρά­ψω τώ­ρα. Πε­ριέρ­γως, δεν ένιω­σα πο­τέ πιο ικα­νός, πιο πο­λύ σε θέ­ση να έχω τον έλεγ­χο της τέ­χνης μου, αλ­λά δεν εί­μαι βέ­βαιος ακό­μη ότι έχω ανα­κα­λύ­ψει το θέ­μα μου. Όπως πά­ντα, τε­λι­κά έρ­χε­ται με­τά από ατε­λεί­ω­τα χτυ­πή­μα­τα στα σκο­τει­νά. […]
Νί­κο, πραγ­μα­τι­κά ελ­πί­ζω ότι θα μου γρά­ψεις. Θα επι­στρέ­ψου­με μια μέ­ρα στην Ελ­λά­δα, όχι στο πο­λύ απώ­τε­ρο μέλ­λον. Στο με­τα­ξύ, την αγά­πη μας.

Arthur

Ως πα­ρά­δειγ­μα από τις επι­στο­λές του ίδιου του Γκά­τσου έχει επι­λε­γεί εδώ η ιδιαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση των επι­στο­λών του προς τον Ελύ­τη και τον Χα­τζι­δά­κι.

5

Από­σπα­σμα από επι­στο­λή στον Ελύ­τη, που μό­λις έχει φύ­γει από την Ελ­λά­δα, για το πρώ­το τα­ξί­δι του και την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πα­ρα­μο­νή του στη Γαλ­λία. Αν και ο Γκά­τσος πα­ρα­λεί­πει το έτος, πρό­κει­ται σί­γου­ρα για τον Φε­βρουά­ριο του 1948:

Αθήνα, 27 Φεβ. [1948]

Αγα­πη­τέ μου Οδυσ­σέα,

Σή­με­ρα έλα­βα το γράμ­μα σου από τη Λω­ζάν­νη και χά­ρη­κα που εί­σαι κα­λά. Γέ­λα­σα αρ­κε­τά με τη λα­μπά­δα που άνα­ψες, αλ­λά όταν σκέ­φτο­μαι ότι πα­ρά λί­γο μπο­ρού­σε τη στιγ­μή αυ­τή να βρί­σκε­σαι ποιος ξέ­ρει σε ποια κορ­φή της Στε­ρε­άς ή της Πε­λο­πον­νή­σου, δι­καιο­λο­γώ το κα­θε­τί. Αυ­τές τις μέ­ρες ήρ­θε ο Σταύ­ρος[40] από τη Βλα­χο­κε­ρα­σιά –μου εί­πε να σου γρά­ψω χαι­ρε­τί­σμα­τα– και οι πε­ρι­γρα­φές του για τις συν­θή­κες ζω­ής που περ­νούν θα σε προ­ω­θού­σαν ώς τη Νό­τια Αμε­ρι­κή του­λά­χι­στο, αν μπο­ρού­σα να στις με­τα­δώ­σω ακρι­βώς. Γι’ αυ­τό, κά­τσε ήσυ­χος, άσε τις νο­σταλ­γί­ες, συ­νή­θι­σε στη ζωή του Πα­ρι­σιού, και μό­νο να γρά­φεις μη ξε­χνάς.
Εί­μαι πε­ρί­ερ­γος να μά­θω ποιες εί­ναι οι και­νούρ­γιες σου ιδέ­ες για την ποί­η­ση, αν δεν άλ­λα­ξαν βέ­βαια στο ανα­με­τα­ξύ. Πι­στεύω πως όταν κα­τα­στα­λά­ξεις στο Πα­ρί­σι, θα βρεις τον και­ρό να σκε­φτείς ωρι­μό­τε­ρα και πιο βα­θειά πολ­λά πράγ­μα­τα που στα εξη­γού­σα όταν εί­σουν εδώ, αλ­λά δεν μπο­ρού­σα από­λυ­τα να σε πεί­σω. Πε­ρι­μέ­νω με ανυ­πο­μο­νη­σία τα νέα σου και τις εντυ­πώ­σεις σου από τη Γαλ­λία, που φα­ντά­ζο­μαι να τη βρεις πο­λύ πιο δια­φο­ρε­τι­κή από την άχρω­μη και πα­γω­μέ­νη Ελ­βε­τία. Εδώ, πά­ντως, η κα­τά­στα­ση εί­ναι χει­ρό­τε­ρη από κά­θε φο­ρά και δεν ξέ­ρω πού μπο­ρεί να κα­τα­λή­ξει.

6

Και, τέ­λος, ένα από­σπα­σμα από επι­στο­λή στον Χα­τζι­δά­κι. Όπως συ­νή­θως, στην αλ­λη­λο­γρα­φία που απευ­θύ­νε­ται σε πο­λύ κο­ντι­νά του πρό­σω­πα, ο Γκά­τσος πα­ρα­λεί­πει το έτος σύν­θε­σης της επι­στο­λής:

17 Νοεμβρίου

Αγα­πη­τέ μου Μά­νο,

Με συγ­χω­ρείς που άρ­γη­σα να σου γρά­ψω, αλ­λά ξέ­ρεις τη φυ­σι­κή μου δυ­σκο­λία στην αλ­λη­λο­γρα­φία και τη σχε­δόν πα­θο­λο­γι­κή μου ανα­βλη­τι­κό­τη­τα. Έλα­βα και τα δυο σου γράμ­μα­τα και θαυ­μά­ζω (για να μην πω ζη­λεύω) το ανε­ξά­ντλη­το κέ­φι σου. Μου λεί­πεις πο­λύ και η εβδο­μά­δα που πε­ρά­σα­με μα­ζί στην Αθή­να μ’ έκα­με να ξε­χά­σω λι­γά­κι την απελ­πι­σία όπου βρι­σκό­μου­να. Δεν ξέ­ρω αν θα μπο­ρέ­σεις να ξα­νάρ­θεις τα Χρι­στού­γεν­να, και, πα­ρ’ όλο που θα το ευ­χό­μου­να, δεν μπο­ρώ να σου το συ­στή­σω για­τί δεν ξέ­ρω πό­σο ανα­γκαία εί­ναι για σέ­να η πα­ρα­μο­νή σου στη Νέα Υόρ­κη.

Βλέ­που­με εδώ, σε αυ­τό το τε­λευ­ταίο σύ­ντο­μο από­σπα­σμα επι­στο­λής, όχι απλώς τη με­γά­λη φι­λία, αλ­λά και την ανά­γκη πα­ρου­σί­ας του Χα­τζι­δά­κι την οποία ένιω­θε ο Γκά­τσος. Πα­ρα­τη­ρού­με επί­σης τη λε­πτό­τη­τα και την ευαι­σθη­σία, που δεί­χνουν την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα μιας βα­θιάς καλ­λιέρ­γειας, ενός πραγ­μα­τι­κά σπά­νιου πνεύ­μα­τος.

Αυ­τή εί­ναι και η κύ­ρια εντύ­πω­ση που απορ­ρέ­ει από τη με­λέ­τη της συ­νο­λι­κής αλ­λη­λο­γρα­φί­ας του Νί­κου Γκά­τσου και από την ερ­γα­σία προ­ε­τοι­μα­σί­ας της έκ­δο­σής της. Πι­στεύ­ου­με, εντού­τοις, ότι αυ­τή δεν θα εί­ναι η μό­νη εντύ­πω­ση που θα μοι­ρα­στού­με σύ­ντο­μα με τον ανα­γνώ­στη της.

[1] Το πα­ρόν κεί­με­νο, το οποίο ανα­φέ­ρε­ται στην επι­κεί­με­νη έκ­δο­ση του τό­μου Η αλ­λη­λο­γρα­φία του Νί­κου Γκά­τσου (από τις εκ­δό­σεις Πα­τά­κη, σε επι­μέ­λεια της γρά­φου­σας), πα­ρου­σιά­στη­κε στις 22 Ιου­νί­ου 2021 στο πλαί­σιο του Με­τα­πτυ­χια­κού Colloquium του Προ­γράμ­μα­τος Με­τα­πτυ­χια­κών Σπου­δών Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας, «Νε­ο­ελ­λη­νι­κή Φι­λο­λο­γία. Ερ­μη­νεία, Κρι­τι­κή και Κει­με­νι­κές Σπου­δές», του Τμή­μα­τος Φι­λο­λο­γί­ας του Α.Π.Θ., του ακα­δη­μαϊ­κού έτους 2020-2021. Ευ­χα­ρι­στώ και από εδώ τους διορ­γα­νω­τές για την πρό­σκλη­ση. Ευ­χα­ρι­στώ πρω­τί­στως την Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα, για την άδεια έκ­δο­σης της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας του Νί­κου Γκά­τσου.
[2] Janet Gurkin Altman, Epistolarity; Approaches to a Form, Columbus: Ohio State University Press, 1982, σ. 4.
[3] Marina Dossena και Gabriella Del Lungo Camiciotti, «Introduction», στο Marina Dossena και Gabriella Del Lungo Camiciotti (επιμ.), Letter Writing in Late Modern Europe, Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins Publishing Company, 2012, σσ. 1-12 (κυ­ρί­ως 1-6). Gabriella Del Lungo Camiciotti, «Letters and Letter Writing in Early Modern Culture: An Introduction», Journal of Early Modern Studies, 3 (2014), σσ. 17-35 (κυ­ρί­ως 25-28) (http://​www.​fupress.​com/​bsfm-​jems. Ανά­κτη­ση 19.6.2021, 22:56).
[4] Εκ­δό­θη­κε το 1552, ενώ λί­γο πιο πριν, το 1534, εκ­δό­θη­κε μια πραγ­μα­τεία με τον ίδιο ακρι­βώς τί­τλο από τον Juan Luis Vives.

[5] Για την πρώ­ι­μη πε­ρί­ο­δο της νε­ώ­τε­ρης ιστο­ρί­ας, βλ. Heather Dubrow και Frances E. Dolan, «Τhe Term Early Modern», PMLA, 109. 5 (Oct. 1994), σ. 1025-1027. Hamish Scott, «Introduction: “Early Modern” Europe and the Idea of Early Modernity», στο The Oxford Handbook of Early Modern European History, 1350-1750: Volume I: Peoples and Place, επιμ. Hamish Scott, Oxford Handbooks Online; Oxford University Press, 2015, σ. 1-43. Ronald Hutton (επιμ.), Medieval or Early Modern; The Value of a Traditional Historical Division, Newcastle upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing, 2015. Ευ­χα­ρι­στώ την Άν­να Κα­ρα­κα­τσού­λη για τις βι­βλιο­γρα­φι­κές επι­ση­μάν­σεις της σχε­τι­κά με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο.
[6] Carol Poster και Linda C. Mitchell (επιμ.), Letter-Writing Manuals and Instruction from Antiquity to the Present: Historical and Bibliographic Studies. Studies in Rhetoric/ Communication. Columbia: University of South Carolina Press, 2007. Ο τό­μος αυ­τός πα­ρου­σιά­ζει οδη­γούς συγ­γρα­φής επι­στο­λών από την κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα ώς τη σύγ­χρο­νη επο­χή των e-mails.
[7] Στην Ελ­λά­δα ιδρύ­ε­ται το Γε­νι­κόν Τα­χυ­δρο­μεί­ον, με ψή­φι­σμα που υπο­γρά­φε­ται από τον Ιω­άν­νη Κα­πο­δί­στρια αρ­κε­τά αρ­γό­τε­ρα, το 1828.
[8] J.S. How, Epistolary Spaces: English Letter-Writing From the Foundation of the Post Office to Richardsons Clarissa, Ashgate: Aldershot, 2003.
[9] Sarah M. S. Pearsall, «Letters and Letter Writing», DOI: 10.1093/OBO/9780199730414-0187 (Last modified: 19 Dec. 2012), Introd. Όλες οι με­τα­φρά­σεις των αγ­γλι­κών πα­ρα­θε­μά­των εδώ εί­ναι δι­κές μου.

[10] Στη Γαλ­λία τυ­πώ­θη­καν το 1669 το έρ­γο Les Lettres portugaises του Gabriel-Joseph de Lavergne, comte de Guilleragues και τα Lettres persanes (1721) του Montesquieu (Charles-Louis de Secondat, Baron de La Brède et de Montesquieu), Η νέα Ελο­ΐ­ζα του Jean-Jacques Rousseau (Julie, ou la nouvelle Héloïse, 1761) και οι Επι­κίν­δυ­νες σχέ­σεις του Pierre Choderlos de Laclos (Les liaisons dangereuses, 1782). Στην Αγ­γλία ακο­λού­θη­σαν τα επι­στο­λι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Samuel Richardson Pamela or Virtue Rewarded (1740) – το οποίο άσκη­σε επί­δρα­ση στο αι­σθη­μα­τι­κό ρο­μα­ντι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα αλ­λά και οδή­γη­σε στη συγ­γρα­φή του σα­τι­ρι­κού An Apology for the Life of Mrs. Shamela Andrews (1741) του Henry Fielding –, αλ­λά και τα Clarissa (1748) και Sir Charles Grandison (1753), όπως και το μυ­θι­στό­ρη­μα του John Cleland Fanny Hill (1748).
Στη Γερ­μα­νία, το εξαι­ρε­τι­κής επί­δρα­σης έρ­γο του Wolfgang Goethe Die Leiden des jungen Werther (1774), αλ­λά και ο Hyperion; oder, Der Eremit in Griechenland (1797, 1799) του Friedrich Hölderlin. Στην Ιτα­λία, στις αρ­χές του 19ου αι. εκ­δό­θη­κε το Ultime lettere di Jacopo Ortis (1802) του Ugo Foscolo, ενώ ο επι­στο­λι­κός χα­ρα­κτή­ρας επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται κα­θ’ όλη της διάρ­κεια αυ­τού του αιώ­να σε έρ­γα των Jane Austin (Lady Susan, 1794), Mary Shelley (Frankenstein, 1818), Πα­να­γιώ­τη Σού­τσου (Λέ­αν­δρος, 1834), Honoré de Balzac (Mémoires de deux jeunes mariées, 1841), Anne Brontë (The Tenant of Wildfell Hall, 1848) και Bram Stoker (Dracula, 1897).
[11] Alan Stewart, Shakespeares Letters, Oxford: Oxford University Press, 2008, σ. 5 και Ch. 1, κυ­ρί­ως.
[12] Marina Dossena, «The Study of Correspondence: Theoretical and Methodological Issues», στο Marina Dossena και Gabriella Del Lungo Camiciotti (επιμ.), Letter Writing in Late Modern Europe, ό.π., σ. 13-29. Πβ. Gabriella Del Lugo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 21.
[13] Βλ. για πα­ρά­δειγ­μα, Rebecca Earle (επιμ.), Epistolary Selves: Letters and Letter-Writers, 1600–1945. Warwick Studies in the European Humanities. Aldershot: Ashgate, 1999. Στον τό­μο αυ­τό πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται με­λέ­τες οι οποί­ες ανα­δει­κνύ­ουν το γε­γο­νός ότι οι επι­στο­λές πλη­ρο­φο­ρούν όχι μό­νο για τη ζωή των συγ­γρα­φέ­ων τους, αλ­λά και για τις ιστο­ρι­κές, κοι­νω­νι­κές, πο­λι­τι­κές, κ.λπ. γε­νι­κό­τε­ρες εξε­λί­ξεις. Επί­σης, Theresa Strouth Gaul και Sharon M. Harris (επιμ.), Letters and Cultural Transformations in the United States, 1760-1860. Farnham: Ashgate, 2009. Στις με­λέ­τες που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στον τό­μο αυ­τό, εξε­τά­ζε­ται η δια­μόρ­φω­ση του εί­δους της επι­στο­λο­γρα­φί­ας σε συ­νάρ­τη­ση με τη δια­μόρ­φω­ση της ίδιας της ταυ­τό­τη­τας του υπό-συ­γκρό­τη­ση κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1760-1860 πο­λι­τι­σμού, όπως και της ίδιας της εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας των ΗΠΑ. Βλ. ακό­μη David Barton και Nigel Hall (επιμ.), Letter Writing as a Social Practice. Studies in Written Language and Literacy 9. Philadelphia: Benjamins, 1999. Οι συμ­βο­λές στον τε­λευ­ταίο αυ­τό τό­μο εστιά­ζουν κυ­ρί­ως στη ση­μα­σία, από πλευ­ρά κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή, της δρα­στη­ριό­τη­τας της συγ­γρα­φής επι­στο­λών.
[14] Gabriella Del Lungo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 17.
[15] Βλ. Armando Petrucci, Scrivere lettere. Una storia plurimillenaria, Roma-Bari: Laterza, 2008.

[16] Janet Gurkin Altman, Epistolarity: Approaches to a Form. Columbus: Ohio State University Press, 1982, σσ. 3-4. Πβ. και το πα­λαιό­τε­ρο Natascha Würzbach (επιμ.), The Novel in Letters: Epistolary Fiction in the Early English Novel 1678-1740, London: Routledge & Kegan Paul, 1969.
[17] Janet Gurkin Altman, 1982, ό.π., σ. 4, δι­κή μου έμ­φα­ση Βε­βαί­ως η Altman εστιά­ζει στον 18ο αιώ­να, λαμ­βά­νο­ντας εντού­τοις υπό­ψη επι­στο­λές από την αρ­χαιό­τη­τα ώς την επο­χή του μο­ντερ­νι­σμού. Αν και η βά­ση της με­λέ­της της εί­ναι κυ­ρί­ως φορ­μα­λι­στι­κή, και επί­σης αντλεί από τη γερ­μα­νι­κή και τη γαλ­λι­κή αφη­γη­μα­το­λο­γία, εντού­τοις η συγ­γρα­φέ­ας ανα­γνω­ρί­ζει δά­νεια από τον Jean Rousset και τον François Jost μέ­χρι και τον Jacques Derrida. Το πε­δίο της εί­ναι αρ­κε­τά ευ­ρύ, πε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας ζη­τή­μα­τα όπως η αφη­γη­μα­τι­κή δο­μή, η δια­με­σο­λά­βη­ση, η εμπι­στο­σύ­νη και η εκ­μυ­στή­ρευ­ση, η ανα­γνω­στι­κό­τη­τα της επι­στο­λο­γρα­φί­ας.
[18] Gabriella Del Lungo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 18-21. Πβ. Terttu Nevalainen, An Introduction to Early Modern English, Edinburgh: Edinburgh University Press, 2006. Terttu Nevalainen και Sanna-Kaisa Tanskanen (επιμ.), Letter Writing, Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins, 2007.
[19] Minna Palander-Collin, «Patterns of Interaction: Self-Mention and Addressee Inclusion in the Letters of Nathaniel Bacon and his Correspondents», στο Arja Nurmi, Minna Nevala και Minna Palander-Collin (επιμ.), The Language of Daily Life in England (1400-1800), Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins, 2009, σ. 53-74. Minna Palander-Collin, «Correspondence», στο Andreas H. Jucker και Irma Taavitsainen (επιμ.), Historical Pragmatics, Berlin & ΝΥ: De Gruyter Mouton, 2010, σ. 651-677.
[20] Gabriella Del Lungo Camiciotti. 2014, ό.π., σ. 22.
[21] James Daybell, The Material Letter in Early Modern England: Manuscript Letters and the Culture and Practices of Letter-Writing, 1512-1635, ΝΥ: Palgrave Macmillan, 2012, σ. 233.
[22] Gabriella Del Lungo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 27.
[23] Mary Evans, Missing Persons; The impossibility of auto/biography, London & NY: Routledge, , 1999. Muchativugwa Hove και Kgomotso Masemola (επιμ.), Strategies of Representation in Auto/biography, Houndmills, Basingstoke, Hampshire & NY: Palgrave Macmillan, 2014. Lucia Boldrini και Julia Novak (επιμ.), Experiments in Life-Writing; Intersections of Auto/Biography and Fiction, Cham-Switzerland: Palgrave Macmillan, 2017. Kate Douglas και Ashley Barnwell (επιμ.), Research Methodologies for Auto/biographical Studies, NΥ & London: Routledge, 2019.

[24] Ευ­γέ­νιος Αρα­νί­τσης, [Άτι­τλο], στο Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα και Δη­μή­τρης Αρ­βα­νί­της (επιμ.), Ένας χα­μέ­νος ελέ­φα­ντας, Εκα­τό χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Νί­κου Γκά­τσου, Πρα­κτι­κά Διε­θνούς Συ­νε­δρί­ου Πα­ρα­σκευή 23 – Κυ­ρια­κή 25 Σε­πτεμ­βρί­ου 2011, Μου­σείο Μπε­νά­κη – Κτή­ριο Οδού Πει­ραιώς, Μου­σείο Μπε­νά­κη, 2015, σ. 326.
[25] Μά­νος Χα­τζι­δά­κις, «Ο Νί­κος Γκά­τσος – ένας πο­λύ αυ­στη­ρός φί­λος», Ο κα­θρέ­φτης και το μα­χαί­ρι, Ίκα­ρος 1989, σσ. 135-36.
[26] Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, Collectanea, Δό­μος 2009, σ. 528.
[27] Ακο­λού­θη­σαν η 2η έκδ. (με τέσ­σε­ρα σχέ­δια του Νί­κου Χα­τζη­κυ­ριά­κου Γκί­κα) από τις εκ­δό­σεις Ίκα­ρος το 1963, η 3η έκδ. επί­σης από τον Ίκα­ρο το 1969 (με τέσ­σε­ρα σχέ­δια του Νί­κου Χα­τζη­κυ­ριά­κου Γκί­κα και στο εξής με την προ­σθή­κη τού «Ο ιπ­πό­της και ο θά­να­τος [1513]» και του ποι­ή­μα­τος «Ελε­γείο», σε επε­ξερ­γα­σμέ­νη μορ­φή), κ.ά. Από το 2000, και η Αμορ­γός κυ­κλο­φο­ρεί (με κό­σμη­μα του Γιώρ­γου Στα­θό­που­λου) από τις εκ­δό­σεις Πα­τά­κη.
[28] Νί­κος Γκά­τσος, «Της μο­να­ξιάς», Νέα Εστία 10.119-120 (1-5 Δεκ. 1931), σ. 1255∙ «Πή­ρες», Νέα Εστία 11.121 (1 Ιαν. 1932), σ. 39∙ «Οχτά­στι­χα», Νέα Εστία 11.126 (15 Μαρτ. 1932), σ. 312∙ «Ρω­μα­ντι­σμός», Νέα Εστία 12.134 (15 Ιουλ. 1932), σ. 761∙ «Ερη­μι­κός διά­λο­γος», Νέα Εστία 12.139 (1 Οκτ. 1932), σ. 1022∙ «Το χιό­νι», Ρυθ­μός 7 (Απρ. 1933), σ. 203.
[29] Βλ. Νί­κος Γκά­τσος, «Ελε­γείο», Φι­λο­λο­γι­κά Χρο­νι­κά 41 (15 Μα­ΐ­ου 1946), σ. 119.
[30] Βλ. Νί­κος Γκά­τσος, «Ο ιπ­πό­της κι’ ο θά­να­τος», Μι­κρό Τε­τρά­διο 1 (Ιαν. 1947), σ. 31-33.
[31] Βλ. Νί­κος Γκά­τσος, «Τρα­γού­δι του πα­λιού και­ρού», Ο Τα­χυ­δρό­μος, αφιέ­ρω­μα στον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη, 2 Νο­εμ. 1963, σ. 21.
[32] Βλ. Φε­δε­ρί­κο Γκαρ­θία Λόρ­κα, Θέ­α­τρο και ποί­η­ση: Μα­τω­μέ­νος γά­μος, Ο Περ­λι­μπλίν και η Μπε­λί­σα, Το σπί­τι της Μπερ­νάρ­ντα Άλ­μπα, Πα­ρα­λο­γή του μι­σοΰπνου, Θρή­νος για τον Ιγνά­θιο Σάν­τσιεθ Με­χί­ας, από­δο­ση Νί­κος Γκά­τσος, επιμ. Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα, Πα­τά­κης, 2000 (2η έκδ. - 1η έκδ. Ίκα­ρος, 1990). Βλ. ακό­μη Αύ­γου­στος Στρίντ­μπεργκ, Ο πα­τέ­ρας, από­δο­ση Νί­κος Γκά­τσος, Πα­τά­κης 2001 (2η έκδ. – 1η έκδ. Ίκα­ρος, 1995).
[33] Σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρία της Αγα­θής Δη­μη­τρού­κα.

[34] Οι δύο τό­μοι με τους στί­χους των τρα­γου­διών του Γκά­τσου εί­ναι οι: Νί­κου Γκά­τσου, Φύ­σα αε­ρά­κι φύ­σα με μη χα­μη­λώ­νεις ίσα­με, επι­λο­γή Νί­κου Γκά­τσου, προ­με­τω­πί­δα Οδυσ­σέα Ελύ­τη και μου­σι­κό κεί­με­νο Μά­νου Χα­τζι­δά­κι, Ίκα­ρος 1992∙ Νί­κου Γκά­τσου, Όλα τα τρα­γού­δια, επιμ. Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα, ει­κα­στι­κά σχέ­δια Χρή­στου Μαρ­κί­δη, Πα­τά­κης 1999∙ και Νί­κου Γκά­τσου, Όλα τα τρα­γού­δια, νέα ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη έκδ., επιμ. Αγα­θή Δη­μη­τρού­κα, εξώ­φυλ­λο Γιάν­νη Τσα­ρού­χη, Πα­τά­κης 2018.
[35] Η με­λέ­τη του αρ­χεί­ου για την προ­ε­τοι­μα­σία της έκ­δο­σης της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας του Νί­κου Γκά­τσου ολο­κλη­ρώ­θη­κε πριν από τη με­τα­φο­ρά του, τον Μάρ­τιο του 2018, στη Βι­βλιο­θή­κη Houghton του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Harvard.
[36] Ευ­χα­ρι­στώ και από εδώ τον Γιώρ­γο Χα­τζι­δά­κι για την άδεια έκ­δο­σης των επι­στο­λών του Μά­νου Χα­τζη­δά­κι.
[37] Χει­ρό­γρα­φη επι­στο­λή.
[38] Η επι­στο­λή γραμ­μέ­νη με το χέ­ρι στα αγ­γλι­κά.
[39] Δα­κτυ­λο­γρα­φη­μέ­νη επι­στο­λή στα αγ­γλι­κά.
[40] Πρό­κει­ται για τον Σταύ­ρο Γκά­τσο, δεύ­τε­ρο εξά­δελ­φο του Νί­κου Γκά­τσου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: