Τι κάνει μια ξανθιά στο ιερό μιας εκκλησίας... (Λάθος το ξεκίνησα. Αυτό είναι άλλο ανέκδοτο.)
Τι κάνει μια ξεποδαριασμένη ξανθιά που όλο ξενοπροσευχόταν και τώρα στα γεράματα, με πρησμένα από τις ολονύχτιες μετάνοιες γόνατα, γυρεύει... ένα στασίδι, βρε αδερφέ, να ξαποστάσει, μαζί με το θρασύτριχο σκυλάκι της και μια ξινισμένη ανοργανικιά στο πεζοδρόμιο; Κήρυγμα σε ανυποψίαστους περαστικούς: πώς να φορτωθείς σε κανέναν αγαθιάρη μηχανόβιο —προσποιούμενη, π.χ. την ανήμπορη, ή την έγκυο στην τελική— σε πέντε (άντε και δέκα!) απλά βήματα! Καλό; (Έλα, υπερβολή. Ποιος απελπισμένος...) Ωραία... Ωραία... Είναι χομπίστες και στον ελεύθερο χρόνο τους καίνε αυτοκίνητα! (Παγωμένα βλέμματα και αποδοκιμασίες: Πω... Δεν πας καλά... Έλεος κάπου δηλαδή... Τι άλλο θ’ ακούσουμε...)
(Ντάξει, βλακεία. Την άλλη φορά θα πω ένα ποντιακό)
Όποιος κατάλαβε
πάντως
καλά θα κάνει να προσέχει
το όχημά του.