Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Με τον πασίγνωστο στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου (Μπολιβάρ) καλωσορίζουμε στις σελίδες αυτές ποιητές της Λατινικής Αμερικής, οι οποίοι χρησιμοποιούν στην ποίησή τους ελληνικά θέματα και τους παρουσιάζουμε μέσω ενός ή και περισσότερων χαρακτηριστικών ποιημάτων τους, ενός σύντομου βιογραφικού και ενός κειμένου που μας στέλνουν για τη σχέση τους με την Ελλάδα. § Γιατί σκεφτήκαμε αυτή την ιδέα; Γιατί οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, αποικίες της Ισπανίας, εμψυχώθηκαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αγωνίστηκαν για την Ανεξαρτησία τους με πρωτεργάτη τον Ελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ. Επιπλέον, ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. § Έτσι, με καρυοφύλλι την πένα του ο καθένας και με λάβαρο την ποίηση, συναντιόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από τη φλόγα που μας ένωσε. § Ξεκινήσαμε με έναν ποιητή κάθε μήνα, αλλά αμέσως συνεχίσαμε με δύο, και τώρα, λόγω της τεράστιας ανταπόκρισης που συναντήσαμε και η οποία θα οδηγήσει στην έκδοση μιας πολυσέλιδης ανθολογίας εν ευθέτω χρόνω, προχωράμε παρουσιάζοντας δὐο με τρεις ποιητές κάθε φορά. § Επίσης, πληροφορούμε τους αναγνώστες που θα ήθελαν να διαβάσουν τα πρωτότυπα κείμενα στα ισπανικά, ότι θα τα βρουν στο ηλεκτρονικό περιοδικό http://arcagulharevistadecultura.blogspot.com/ όπου, με τον τίτλο Bolívar, eres bello como un griego, δημοσιεύονται έπειτα από δεκαπέντε μέρες.

Μεξικό
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Ούρσους Σαρτόρις

Ο Ursus Sartoris (Πόλη του Μεξικού, 1971) είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, εκδότης και καθηγητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού, στο οποίο και σπούδασε Ισπανική φιλολογία και Νομική. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, δοκίμια και μεταφράσεις, με χαρακτηριστικό βιβλίο ποίησης το Islote de garzas [Βραχονησίδα ερωδιών] (2011). Από ταξίδι του στην Ανατολή, προέκυψαν δύο ποιητικές συλλογές, οι οποίες παραμένουν ανέκδοτες. Μία εξ αυτών, η Senderos de seda [Μεταξωτά μονοπάτια], έχει αποκλειστικά ελληνικά θέματα, όπως μπορεί να δει κανείς στα ποιήματα που μας εμπιστεύτηκε ο ίδιος ο ποιητής από τη συγκεκριμένη συλλογή.


— 3 —

Let us have wine and women, mirth and laughter,
Sermons and soda-water the day after.

LORD BYRON

Στην ταράτσα του Γαβρήλου είναι μία περιστέρα με λαιμό κεχριμπαρένιο
που ’χει βγάλει δυο μικρά αυτό το καλοκαίρι.
«Τούτη η περιστέρα» είπ’ ο καπετάνιος, «ήρθ’ από την Κύπρο
γουργουρίζοντας στην πλώρη κάποιου φορτηγού».
Ούτε τα σφυρίγματα ούτε οι ξέφρενες καμπάνες
έχουν καταλάβει τη χαρά της.
Η κεχριμπαρένια αστραπή που έχουνε στο στήθος
τα πιτσούνια της τους δίνει αύρα θεϊκή.
Ο αρχάγγελος είν’ ένας άντρας που ακτινοβολεί καθώς μιλάει.
Κάτω, στο λιμάνι της Πάτρας,
ο αφρός της Μεσογείου
αναγεννιέται μυστικά
πάνω στην πληθώρα των γιοτ,
ενώ ο Γαβρήλος ανασταίνει παιχνίδια αεροπλάνα
με τα σκουπίδια της θάλασσας.

— 4 —

“Whom the gods love die young” was said of yore.
LORD BYRON

Πώς να φτάσω σ’ αυτή τη λάρνακα από γυαλί και λάβδανο αντί για μάρμαρο;
Γιατί αισθάνομαι σταματημένος πάνω απ’ την άβυσσο των νερών;
Πού είναι η απολλώνια μάσκα μου,
τα πόδια μου σατύρου και τα φτερά μου εξόριστου αγγέλου;
Πού πήγαν τα κανόνια του εισβολέα,
πού η στιγμή των αστραπών
                                που καταιγίδα ανήγγειλαν εν μέσω μάχης;
Γιατί δεν αντηχεί στις απλωτές ακτές πολεμική ιαχή;
Ο Τούρκος είπε: «Το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου».
Κι όλο το σκοτάδι που βασίλευε στον κόσμο
πήρε φωτιά με μία μόνη λέξη.
Θυμάμαι απλώς το ανάσασμα της θάλασσας και τη νεκρική πυρά
εκείνου που ταξίδεψε αναζητώντας το Άγιο Δισκοπότηρο στα Ηλύσια Νησιά
και μας άφησε φυλακισμένους στο τραγούδι ενός κύματος.
Τώρα είν’ ανάγκη να κοιμηθώ, τ’ άστρο μου ακόμα τρεμοπαίζει
κι ακούω από παντού πως είμαι άλλος,
πως σε κάθε ον είμαι άλλος και σε κάθε πράγμα πάλλομαι
σαν το ηλιοβασίλεμα που μπαίνει μεμιάς από ένα παράθυρο
και γεννιέται και πεθαίνει στη γωνιά κάποιας κρασοταβέρνας.


— 5 —

Στην Κασταλία πηγή ξεπλένουμε το πρόσωπό μας.
Στα νερά της κυλάνε τα δικά μας νερά
και στον πυθμένα της διακρίνουμε την αντανάκλαση άλλων ζωών,
                πράσινα μούσκλια που αναβλύζουν,
σμήνη φωτός σχεδόν κεχριμπαρένια,
                 και σ’ αυτή τη σκοτεινή διαφάνεια
η σκιά αυτού που είμαστε και δεν είμαστε.
Στην Κασταλία πηγή ξεπλένουμε το πρόσωπό μας
και τα λόγια πίνουμε της μούσας.
Τι είν’ αυτό που αναζητάμε στους Δελφούς,
η καθαρότητα του ήλιου κρυμμένου μες στο γράμμα Ε
ή το κεφάλι του φιδιού
που αιμορραγεί πάνω στις πέτρες;
Το υπάρχον θα γίνει υπήρξαν.
Ο ύπνος, αδερφός του θανάτου, είν’ ένα παιδί
που παίζει στους καθρέφτες με τη ζωή μας.


— 6 —

Τ’ άκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα,
που ο κύρης σου μ’ εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

Θα ’μαθες, Αρετούσα μου,
πως το βράδυ αφήνω την πόλη και φεύγω για την εξορία.
Η Αθήνα πάλλεται πιο γρήγορα κι απ’ τα τραγούδια της.
Τριγυρνούσα όλο τ’ απόγευμα
                 και τα δερμάτινα σανδάλια μου
δεν αντέχουν τους φλεγόμενους μαρμάρινους όγκους.
Όλα πεθαίνουν σε τούτη την τελευταία χοή οίνου,
το καλοκαίρι και οι ανεμώνες του παραδίνονται στον ψίθυρο των ξένων
που πλημμυρίζουν τα λιθόστρωτα κάτω απ’ τη γέρικη Ακρόπολη.
                 απομακρύνοντάς μας απ’ τα τζιτζίκια.
Η εξέγερση των βουνών πουλιέται τώρα στις κρασοταβέρνες.
Η λαξευτή κλεψύδρα στους Αέρηδες,
ορεσίβια που μοσχοβολάει λεβάντα, κεράσι και λεμόνι,
αναγγέλλει ότι έχει έρθει η ώρα μου.
Μόνο ο γερο-Σταύρος χαλάει τα κύματα του μέλλοντος.
Με το κρουστό του επισμαλτωμένο με γαρίφαλα και τριαντάφυλλα
τραγουδάει α καπέλλα το ίδιο τραγούδι αγάπης και μίσους.
Η φωνή του έχει έναν αέρα νοσταλγίας πάνω από τους ελαιώνες,
μαγεμένη φιγούρα που γυρνάει και γυρνάει
πάνω σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο μουσικό κουτί.


— 7 —

Στην ιερά οδό ουρούν οι γάτες της αυγής,
έπειτα γλείφουν τα ενδύματά τους
και ξανάρχονται να μας κοιτάζουν
από τη σκεπή σαν σφίγγες.
Αλλά μια γάτα περσική δεν είν’ αληθινή
στο Μοναστηράκι
μέχρι που φταρνίζεται
κουνάει την ουρά της και ζητάει τροφή.
Κουρασμένη και κακόκεφη
εμφανίζεται κι εξαφανίζεται από την αγορά
εξαιτίας αυθόρμητου εκφυλισμού.
Όταν δονούνται οι καμπάνες
στο Μοναστηράκι
τα πάντα παύουν να υπάρχουν
εκτός από τις γάτες.

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Μανουέλ Ίρις

Ο Manuel Iris (Πόλη του Μεξικού, 1983) είναι Μεξικανός ποιητής ριζωμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου αναγορεύτηκε Επίτιμος Ποιητής του Σινσινάτι (2018-2020). Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές σε Μεξικό, Βραζιλία, Ελ Σαλβαδόρ, Βενεζουέλα και ΗΠΑ, από τις οποίες η Cuaderno de los sueños [Τετράδιο των ονείρων] απέσπασε το κρατικό βραβείο Μέριδα και η Los disfraces del fuego [Οι μεταμφιέσεις της φωτιάς], το περιφερειακό Ροδούλφο Φιγερόα.


ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ

να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος
Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ, «Ιθάκη»


Όπως καθένας που ήταν νέος
και διάβασε αυτό το ποίημα
φαντάστηκα τον εαυτό μου Οδυσσέα: οι δρόμοι μου ήταν Ιθάκη
η ζωή το ταξίδι
κι ο γυρισμός
ένα μακρινό μυστήριο.

Είν’ όμορφο να σκέφτεσαι πως κάποιος ενσαρκώνει την περιπέτεια.
Αλλά γεννήθηκες
και μια μέρα θα φύγεις
για τους δικούς σου Λαιστρυγόνες,
για να παλέψεις εναντίον του δικού σου Ποσειδώνα
στον δρόμο για μέρη ανεξερεύνητα.

Εγώ θα είμαι εδώ, να περιμένω
να μου διηγηθείς τι έχεις δει,
τα πράγματα που είδες.

Υπήρξα Οδυσσέας προτού να δω τα μάτια σου.

Τώρα, γαλήνια
γίνομαι Ιθάκη.


ΙΚΑΡΟΣ

Να υψώνουμε την πέννα
σαν εκείνον που υψώνει την πτήση
και να πλησιάζουμε στον ήλιο
που δεν είναι φως
αλλά διαύγεια
αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε−−
αυτό που ποτέ δε μεταφράζεται

να υψώνεσαι
—με λέξεις—
πάνω από το λεξιλόγιο
και να σκέφτεσαι
ακριβώς
όταν πέφτεις
πως μία αλήθεια
αποκαλύφτηκε
που κάπως θα ενδιαφέρει
που θ’ απομείνει μνήμη

και να γράφουμε
να γράφουμε
καθώς κοιτάμε
στη γη
τη σκιά μας
μια σιλουέτα
που μόλις πριν λίγο
είχε φτερά.

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Ποτέ δεν ταξίδεψα στα νησιά που είδαν τον Οδυσσέα να ξυπνάει. Συγχρόνως, όπως ο καθένας, ξυπνάω κάθε μέρα κάτω από τον ίδιο ήλιο που φώτισε την παιδική ηλικία του Αγαμέμνονα και τα ποιήματα της Σαπφώς και του Καβάφη. Είναι αδύνατον να ζήσεις στον κόσμο, ή να ζήσεις στις λέξεις, χωρίς να έχεις κάποια σχέση με την Ελλάδα. Αγαπημένοι φίλοι, που τώρα τους βλέπω πάντα στην πόλη που ζω, έρχονται από εκεί, και μιλάνε αυτή τη γλώσσα που έχει τα ίδια φωνήεντα με τη δική μου. Για όλα αυτά αισθάνομαι πως είναι αδύνατον να πάω στην Ελλάδα: Η Ελλάδα είναι ένας τόπος στον οποίο μπορεί κανείς μόνο να επιστρέφει, στον οποίο ανήκουμε (τουλάχιστον, εν μέρει) όλοι όσοι κατοικούμε τη δύση. Η σχέση μου με την Ελλάδα είναι καμωμένη από βιβλία, ιστορίες, και πολλούς ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να μοιράζομαι το κρασί. Δεν είναι λίγο: Η σχέση μου με την Ελλάδα χτίστηκε με τα ίδια υλικά όπως η σχέση μου με τον έρωτα, ή με τη λογοτεχνία.


——— ≈ ———

Ενημερώνουμε τους αναγνώστες της στήλης ότι εδώ ολοκληρώνεται η «επετειακή» αυτή σειρά και προχωράμε στη συγκρότηση της ανθολογίας, ελπίζοντας να εκδοθεί την επόμενη χρονιά. Θα επανέλθουμε τον Μάρτιο με μια νέα ιδέα.
Σας ευχαριστούμε.
Α. Δ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: