Θυμάμαι κάτι τελετουργικά από εκείνα που γνωρίζουν μόνο τα σκοτάδια και το αμίλητο νερό, που πίνεις σε μια κούπα πριν πας για ύπνο. Μυστηριακές τελετές. Εσωτερικές ή εξωτερικές δεν ξέρω να σου πω. Ζωντανές ή πεθαμένες αλήθεια δεν έχω καταλάβει. Μα κάπως ξέρει το νερό το αμίλητο και το συμπαγές σκοτάδι να πλέκουν ένα θελκτικό εγκώμιο στον ακατάδεκτο ύπνο. Και όσο το σκοτάδι γίνεται πορώδες και φθαρμένο, όσο η επίδραση του νερού στην κούπα ξεθυμαίνει κάτι παθαίνει ο ύπνος και στριφογυρνάει στο κρεβάτι του. Σαν να ζεσταίνομαι, σαν να με πνίγει η πιτζάμα, σαν να υποχώρησε το βαμβάκι και εκείνη η σούστα να γίνει λίγο πιο επιθετική. Δεν ξέρει ο ήλιος ο ζωηρός από τερτίπια βραδινά ημιθανή και ούτε και θέλει να του τα μάθω. Ήλιος με δόντια καλά τα λένε. Έμαθε και δαγκώνει για να με ξυπνήσει. Το φεγγάρι το φαφούτικο πιο πολύ το συμπαθώ.
Θα βγω λοιπόν να τον προϋπαντήσω τον Ήλιο με το χαμόγελο. Σαν παιδί κάνει που παίζει με ένα βλακώδες επαναλαμβανόμενο παιχνίδι και αρνείται να το βαρεθεί χρόνια τώρα. Θα κάνω και γω ότι χαίρομαι μην τον στεναχωρήσω τον χαζοχαρούμενο. Πάω στο μπαλκόνι να του πω και καλημέρα να πιω και τον καφέ μου μαζί του και ας τον να παίζει με τη σκιά μου. Και παίζει και γλεντάει με τις σκιές. Χαίρεται να παιδιαρίζει με σκοτεινές δισδιάστατες φιγούρες. Κάνει παλάμες αστερίες και πατούσες σταυρωμένες που λιάζονται ηδονικά τις βλέπει αυτός σαν πεταλούδες. Τους δείχνει το είδωλο τους στα πλακάκια και αυτές τρομαγμένες που βλέπουν την αντανάκλαση τους έτσι σκοτεινή και αναίσθητη κάνουν να πετάξουν. Μα ποιο λουλούδι να περιμαζέψει μια σκιά πεταλούδα μέσα σε μια πόλη με αλλεργία στο πράσινο. Θα βάλω εγώ κανένα, σκέφτομαι και πιάνω το βιβλίο μου από δίπλα.
Πήγα το μεσημέρι και βρήκα ένα φυτώριο που κάπως διστακτικά στεκόταν σε μια γωνιά που η πόλη με τους γκρίζους δήμιους δεν έψαχνε συχνά. Πήρα και φύτεψα ιβίσκο. Τι θαυματουργό πλάσμα είναι αυτό. Το αφήνεις μαραμένο και ντροπαλό το βράδυ και το βρίσκεις έκφυλο και εξωστρεφές το πρωί. Μπουμπούκια μαντρωμένα μέσα σε πράσινους υπνόσακους μέσα σε μερικά λεπτά ξυπνάνε και τεντώνονται και το πρωί σε περιμένουν ακίνητα. Ότι τάχα τίποτα δεν έγινε. Να τώρα είναι ωραία η βεράντα. Κάθεται εκεί στην άκρη ο ιβίσκος και της κάνει ψυχανάλυση έτσι που να σκάει και αυτή κανένα χαμόγελο τα πρωινά. Και έτσι βεράντα, ιβίσκος και άνθρωπος περνάμε τα πρωινά μας με γέλια και παιχνίδια. Και κάνω εγώ ότι δεν ξέρω πως θα ανθίσει ο ιβίσκος το πρωί, κάνω τον έκπληκτο και κάνει κι αυτός ότι μόνο από μένα θα δέχεται νερό. Και η βεράντα κάνει ότι χαίρεται να βλέπει σκιές πεταλούδες ανθρώπους και ιβίσκους να χορεύουν στην αγκαλιά της.
Βιάζομαι και γω να γυρίσω στην παρέα αυτή που κάθε πρωί πάλλεται και χαχανίζει. Έτσι βιαστικός που περπατάω ξεχνιέμαι καμιά φορά και δεν έχω το νου μου να παρατηρώ τα θαύματα και τις εκρήξεις. Μα να που ένα θαύμα τσουλάει άτσαλα στο δρόμο. Βολτάρει σε ένα τσιμέντο που δε φτιάχτηκε για σκαντζόχοιρους και λοιπές στρόγγυλες εκρήξεις. Τον πλησιάζω και αυτός ακίνητος. Φτιάχνει την άμυνα του. Καλοκουρδισμένες λεγεώνες από αγκάθια, φάλαγγες με δόρατα και ξίφη μου δείχνουνε τα δόντια. Πάω παραδίπλα και δανείζομαι ένα κουτί από τοστιέρα από έναν κάδο που εκείνη την ώρα ήταν αφηρημένος. Παίρνω και ένα φελιζόλ. Του κάνω νόημα να μπει και τον ενθαρρύνω με το φελιζόλ. Μην τον βασανίσεις λέει μια γυναίκα. Είχε κατέβει από ένα μηχανάκι που λίγο πριν διψούσε για αίμα σκαντζόχοιρου. Ούρλιαζε στην άσφαλτο και έτρεχε κατά πάνω του. Δε θα τον βασανίσω, λέω. Θα τον πάω στο δάσος. Αύριο όμως. Τώρα είναι αργά. Θα περάσει μια νύχτα σε κουτί ο φουκαράς.
Τώρα δίπλα στον ιβίσκο έχει και ένα κουτί από τοστιέρα. Πρόχειρος κοιτώνας που στήθηκε σε δευτερόλεπτα για να φιλοξενήσει έναν πρόσφυγα βουνίσιο. Μπερδεμένος θα διανυκτερεύσει σε χάρτινη φωλιά ενώ λίγο παραδίπλα κάποιος ψήνει ένα σάντουιτς σε μια τοστιέρα που άστεγη πια δουλεύει πυρετωδώς.
Έπεσε το βράδυ. Πήγαν για ύπνο οι πεταλούδες και άρχισε η νύχτα να αναρρώνει. Βάζει στην πόλη το καπάκι της. Της κλείνει τις κουρτίνες και την κρύβει μην τη δει το φεγγάρι και ντραπεί με την ασχήμια της. Και όσο σκουραίνει η παλέτα του ουρανού, όσο θεριεύει η σιγή η νυκτόβια και κάνει πραξικόπημα ο ύπνος. Όσο ξαποσταίνει η βεράντα, όσο δειλά κρυφοκοιτάζει ο ιβίσκος και όσο ονειροβατεί ο άνθρωπος βρίσκει ευκαιρία ο τετράποδος με το αγκάθινο στεφάνι. Δραπέτης και κατατρεγμένος αφήνει πίσω του τον χάρτινο ξενώνα. Και ανθίζει ο ιβίσκος και ονειρεύεται ο άνθρωπος. Και τεντώνεται να ξεμουδιάσει ο δραπέτης. Και ξαποσταίνει η βεράντα. Δεν τον βλέπει που πλησιάζει το απόκρημνο περιθώριό της. Κι αυτός που τόσα λίγα ξέρει από βεράντες κάνει ένα βήμα ακόμα. Και ανθίζει ο ιβίσκος φιλάρεσκος και εγωπαθής. Αιωρείται το αγκάθινο τετράποδο. Δίνει σάλτο και πετάει. Στήνει χορό με τον αέρα. Πυρρίχιο χορό βαρβαρικό. Χορεύει και χοροπηδάει όσο αιωρείται. Πετάνε και οι σκαντζόχοιροι τη νύχτα αυτή. Και αν δεν ονειρεύονταν οι άνθρωποι και αν δεν καλλωπίζονταν οι ιβίσκοι θα το βλεπαν κι αυτοί. Μα δεν το βλέπουν. Γιατί ανθίζουν οι ιβίσκοι και μόνο δε βλέπουν παρά μόνο τον ματαιόδοξο εαυτό τους. Πετάνε οι σκαντζόχοιροι. Ανθίζουν οι ιβίσκοι.
Το πρωί ένας ολάνθιστος ιβίσκος και ένας άνθρωπος ξεκούραστος. Θα δούνε μια κηλίδα με αγκάθια σφιχταγκαλιασμένη με την άσφαλτο. Και τον ήλιο αλλοπαρμένο να φτιάχνει σκιές με το κουφάρι.