Η Χάραφτη του Μπογαζιού

Η Χάραφτη του Μπογαζιού

Μια αγριοσυκιά κει πέρα βρίσκεται μεγάλη, φυλλωμένη,
κι η Χάρυβδη η θεϊκιά στη ρίζα της αναρουφάει το κύμα.

Τρεις το ξερνάει κάθε μερόνυχτο φορές και τρεις βρουχιώντας το αναρουφάει
να μη σου τύχαινε να 'σαι, ως ρουφάει, κοντά της,

τι απ᾿ το χαμό δε θα σε γλίτωνε μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!
ΟΔΥΣΣΕΙΑ, μ


Έχασε τη φωνή της από τότε, από το συμβάν με τη Χάραφτη που κατάπιε μιαν ολόκληρη βάρκα κι ο αδελφός της ο Βαρνής δεν γύρισε ποτέ. Η αστυνομία δεν τη βρήκε όσο κι αν έψαξε. Ούτε τη βάρκα ούτε τον αδελφό της. Θυμάται την Αδριανή τη χωρίς νι, την αρραβωνιαστικιά του, να λύνει τα μαύρα κορακίσια μαλλιά της που έφταναν ως τη μέση της και να τα τραβά με λύσσα βγάζοντας αφρούς από τα μάτια κι από το στόμα.

Μικρά δεν τη φοβούνταν τη Χάραφτη. Η ρουφήχτρα ήταν πιο μακριά από εκεί που πατούσαν τα πόδια τους. Αλλά οι μεγάλοι την ήξεραν. Μπορεί οι ψαράδες να την είχαν δει κιόλας από μακριά, γιατί δεν θα μπορούσαν να είχαν κοντέψει. Πιο πολύ την ήξερε ο κύριος Χαράλαμπος, ο δάσκαλος. «Ανακυκλίζει τη γη σαν τη σβούρα», έλεγε, «βρυχιέται ογκώδης και μελανή, έχει τη γλοιώδη υφή του φιδιού που τυλίγει και σφίγγει και τη δύναμη της πέτρας που τσακίζει». Οι γυναίκες, μ’ εκείνη την αιώνια ιδιότητα να γνωρίζουν τα παράξενα του τόπου, να τα φοβούνται και να τα εξημερώνουν μέσα στις κουβέντες, ορκίζονταν ότι είχε και μάτια. Κάτι γυαλιστερά μαύρα μάτια και κάτι κρεάτινες πλάτες-νερά και κάτι κορακίσια μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της όπως της Αδριανής της χωρίς νι. Όποιος έβλεπε τα μάτια της, έλεγαν, δεν κατάφερνε να επιζήσει. Τον έσφιγγε, τον ρουφούσε στη νερένια της άβυσσο αφού του έσπαζε τα κόκκαλα και δεν έβρισκαν ύστερα τίποτε.

Τη μέρα που έφυγε ο Βαρνής, καθάριζε κουκιά στη ρίζα της συκιάς. Βαριόθυμη, σκεφτική, ο Βαρνής έκανε θόρυβο μες στην αυλή κι η μάνα έπλενε ασπρόρουχα στη σκάφη.

— Μεν πάεις Βαρνή. Είδα όρομαν εψές. Ότι σε έφαεν η Χάραφτη.
— Πελλάρες. Στην θάλασσαν του Μπογαζιού πααίννουμεν που μωρά. Εν έσει Χάραφτην τζαι πελλάρες. Επίστεψες των γεναικών ή του δασκάλου;

Τη φίλησε στη ρίζα των μαλλιών της ο Βαρνής. Κι έφυγε. Την ίδια ώρα παγωμένος ιδρώτας ξεκίνησε να τη λούζει από τη ρίζα που φίλησε ο Βαρνής. «Έσει Βαρνή. Είδα την λαλώ σου. Ξέρω». Μα πού μπορούσε να την ακούσει πια; Και πού μπορούσε να το πει;
Δεν ήξερε κανένας άλλος πέρα από τη μάνα της ότι τα κακά της όνειρα έβγαιναν αληθινά. Την πρώτη φορά που της είπε, έκαμε το σημείο του σταυρού τρεις φορές πάνω στο μέτωπό της, θυμιάτισε τα σεντόνια της, έφερε τον παπά να διαβάσει μιαν ευχή κι όσο η φωνή του παπα-Γαβρίλη προχώραγε (ὁ δὲ Θεὸς βασιλεὺς ἡμῶν πρὸ αἰώνων, σὺ ἐκραταίωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν, σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος, σὺ συνέθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, σὺ διέρρηξας πηγὰς καὶ χειμάρρους, σὺ ἐξήρανας ποταμοὺς Ἠθάμ), εκείνη ένιωθε ότι είχε πράγματι καταληφθεί από δαιμονικό. Ύστερα η μάνα της είπε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Για πάντα. Και να το ανοίγει και να το λέει μόνο άμα βλέπει αγίους στον ύπνο της. Μα την έβλεπε η μάνα, έβλεπε τον πυρετό της, τη βαριοθυμιά της, τα μάτια της, την έγνοια της την άλλη μέρα όποτε έβλεπε τη νύχτα όνειρο κακό.

Το πρώτο όνειρο ήταν όταν ο παππούς ο Πολύδωρος έπεσε από τη λεμονιά. Ήταν λέει πάνω στην ψηλή σκάλα κι ύστερα άρχισε να κόβει τα λεμόνια, έμπηγε το δάχτυλο στη σάρκα τους, τους άνοιγε μια τρύπα, ρουφούσε λαίμαργα τον χυμό τους γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Ρουφούσε ένα λεμόνι, ύστερα το πετούσε, ανέβαινε πιο ψηλά, έπιανε άλλο, το τρυπούσε, το ρουφούσε, ανέβαινε κι άλλο, στο τέλος «Έλα κόρη μου στον ήλιον», έλεγε και χανόταν μέσα στη λαμπερή στρογγυλάδα που τύφλωνε. Ήταν μεσημέρι. Και το άλλο μεσημέρι ο παππούς έπεσε από τη λεμονιά κι απεδήμησε εις Κύριον.

Το δεύτερο όνειρο ήταν με τη γριά Αρκοντού. Τόσα χρόνια ζούσε κι όταν είχε έρθει η ώρα της, εκείνη την είδε στον ύπνο της να βαστά ένα φασκιωμένο μωρό. «Θκεια Αρκοντού, άφησμε να το πιάσω λλίον. Να μεν δυσκολεύκεσαι. Μα ποιος σου το άφησεν;» Κι η Αρκοντού πετούσε το μωρό με δύναμη κάτω στην πέτρα και ξεκινούσε να τρέχει με βήμα νεαρής ελαφίνας σαν να ήταν πάλι είκοσι χρόνων, γεμάτη τρόμο. «Έρκονται τα πλοία. Πέρκι τα φάει η Χάραφτη, μα εν το θωρώ. Βούρα». Την άλλη μέρα είπαν ότι η Αρκοντού τους είχε αφήσει χρόνους.

Το όνειρο με τον Βαρνή ήταν ως τότε το πιο φρικτό, αν υπάρχουν βαθμοί στη φρίκη. Γιατί δεν τον είδε ούτε να τρώει λεμόνια και να πετά τη φλούδα τους ούτε να πετά το φασκιωμένο μωρό πάνω στην πέτρα. Ήρθε στον ύπνο της το τέρας, όπως το περιέγραφε ο δάσκαλος ο Χαράλαμπος, η Χάραφτη του Μπογαζιού. Είδε το τέρας. Είδε τα μάτια του. Παναγία μου, όποιος το δει θα πάθει κακό. «Μεν πάεις Βαρνή. Η βάρκα σου εν καρυδότσουφλο. Εν θέλουμε ψάρκα. Μεν πάεις. Εν ανάγκη να φάμεν ψάρκα;». Αλλά πήγε ο Βαρνής. Και με το ένα γυαλιστερό μαύρο χέρι της η ρουφήχτρα έσπασε τη βάρκα του και με το άλλο της χέρι στροβίλισε τον Βαρνή γρήγορα κι άγρια και τον κατάπιε. Ύστερα γύρισε και την κάρφωσε στα μάτια. Γύρω πετάγονταν τα ψάρια. Κι έκλαιγαν. «Εξανάκουσες ψάρκα να κλαίσιν Βαρνή;»
Τι θα γινόταν τώρα που είδε το τέρας; Θα μιλούσε; Θα χανόταν κι η ίδια;

Και μίλησε. Και δεν την άκουσε και τη φίλησε στη ρίζα των μαλλιών. Και χάθηκε την άλλη μέρα ο Βαρνής. Κι όταν ήρθε η Αδριανή η χωρίς νι να τους το πει ουρλιάζοντας, ένιωσε πως κατάπιε κάτι βαρύ και ζωντανό, ένα κουβάρι: τη φωνή της. Οι γιατροί τους είπαν ότι ήταν ψυχολογικό. Μαζί με τη φωνή της σταμάτησαν τα όνειρα.
Μόνο εκείνο το καλοκαίρι που έγινε το κακό κι εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει και την έσερνε η μάνα της βουβή στην εκκλησία να της διαβάσει ο παπα-Γαβρίλης τους ψαλμούς του Δαβίδ, το καλοκαίρι που άκουγε πιο πολύ τα ψάρια να κλαίνε από τα τζιτζίκια να τραγουδούν, ήρθε το τελευταίο όνειρο, εκείνο που την έκανε να καίγεται να μιλήσει, μα η φωνή της δεν την άκουγε πια. Ήταν λέει πάλι η Αρκοντού, φώναζε πως έρχονταν τα πλοία, πήγαινε να πετάξει το μωρό στη θάλασσα, η Πιπίνα το άρπαζε από τα χέρια της και σαν άνοιγε τη φασκιά, έβλεπε ένα σωρό σάπια λεμόνια ρουφηγμένα από τον παππού Πολύδωρο. Η γριά Αρκοντού έτρεχε στα κύματα που ψήλωναν, τα ψάρια έκλαιγαν φωναχτά κάνοντας κύκλους μέσα στη θάλασσα κι ύστερα τραβούσαν γραμμή κατά τον Απόστολο. Κι η Χάραφτη, μ’ ένα γλυκασμένο βλέμμα, μέσα σ’ εκείνο τον χαμό και τη βουή, δείχνοντάς την έτσι αποσβολωμένη με τα λεμόνια στη φασκιά, δείχνοντάς την έτσι με το μελανό της δάχτυλο, έτοιμο να μπηχτεί στο μάτι της, «εσύ», της έλεγε, «εσύ, νόμισες πως μου ξέφυγες. Δε με σεβάστηκες. Νόμισες πως θ’ αλλάξεις το γραφτό. Με τη φωνή. Μα θα περάσουν και τα πλοία. Όχι από εδώ, μα θα περάσουν. Από τη θάλασσα θα έρθει το κακό. Και θα θέλεις να πεις, μα δε θα μπορείς. Τούτη θα είναι η τιμωρία σου».

Τότε ένιωσε τη φωνή της ν' ανεβαίνει πάλι σαν φωτιά από το στομάχι της ως τον λάρυγγα και να πηγαίνει ύστερα πίσω στα σωθικά της να κρυφτεί και τα ψάρια έκλαιγαν κι έκλαιγαν κι έκλαιγαν ένα κλάμα απαίσιο, κακοσήμαδο, τσιριχτό.

— Τζαι πότε ηύρες την φωνήν σου;
— Μετά που ησυχάσαν τα πράματα τζαι εκατάφερα να ξαναπάω στην θάλασσαν δίχως να φοούμαι. Επέρασεν τζαιρός. Εμπήκα μέσα ως τα γόνατα. Έπιασα νερόν μες στην χούφταν μου, εσταύρωσα μόνη μου το μέτωπόν μου, όπως τότε ο παπάς, τζι η φωνή εφκήκεν δύσκολη, ποσταμένη τζαι θολή. Θάλασσα ήταν η πρώτη λέξη μου. Μα ψάριν εν εκατάφερα να ξαναφάω. Ακούω τα κάποτε να κλαίουν, αθθυμούμαι τζαι κλαίω τζι εγώ, σύ ἐκραταίωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν, σύ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ούτε όνειρα εξαναείδα, σύ συνέθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, ἀνάστα, ὁ Θεός, δίκασον τὴν δίκην σου, ούτε την Χάραφτην εξαναείδα την. Ούτε εξανάκουσα. Ποττέ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: