1.
Λίγο μετά τη γέννησή της
σημειώθηκε
η Μεγάλη Έκρηξη.
Ραδιενεργή και ακαριαία δημιούργησε ένα κύμα διαδοχικών γεγονότων
– μέχρι σήμερα φαίνεται να την ακολουθούν
κρόταλα που κουδουνίζουν στην ουρά της ιστορίας.
Ήταν μωρό
μερικών ημερών
όταν την τύλιξε
το σεντόνι της μοίρας
βρεγμένο στα δάκρυα εκείνης
της πρώτης έκρηξης.
Βέβαια
δεν ήταν ακριβώς η πρώτη
καταγράφονται κι άλλες πολλές κατά καιρούς.
Ήταν όμως η πρώτη γι’ αυτήν και
δέθηκε μαζί της, όπως συνηθίζεται
σε τέτοιες περιπτώσεις.
2.
Πόλεις·
γκρίζες και βρόμικες αχνίζουν
τη ζέστη του οδοστρώματος
αντικατοπτρίζουν στα τζάμια
το λιπαρό πρόσωπο του ιδρώτα
τα κόκκινα μάγουλα
τα βρεγμένα μαλλιά.
Ενώ, όταν κοιτάς
ένα φύλλο·
3.
Η έκρηξη δεν έγινε κοντά στον τόπο κατοικίας.
Όσο σχετικές κι αν είναι οι αποστάσεις
συνέβη μακριά
και δεν γνωρίζουμε επαρκώς
πόση καμένη γη άφησε στη διαδρομή.
Όταν η ζέστη αυξάνεται
τα πράγματα είθισται ν’ αλλάζουν
λιώνουν τα μόρια τής ύλης που χτίζουν το σώμα
μετατρέπονται σε ελαφριές μπαλίτσες
αιωρούνται.
Οι παγιδευμένες μνήμες
τις αναγκάζουν να ταξιδεύουν ασταμάτητα
μέχρι να ξεφουσκώσουν
πέφτοντας απότομα
στη βελόνα της λήθης.
Το κορίτσι βλέπει τους γύρω της
ειδικά τους πιο αγαπημένους.
Αναρωτιέται
πότε σιωπηλά θα εκραγούν
για να γίνουν ιριδίζουσα σκόνη
στο νεφέλωμα του διαστέλλοντος χρόνου.
4.
Κάθομαι στο κέντρο
κάποια πόλη επεκτείνεται γύρω μου
ξεχειλώνουν οι δρόμοι
γαντζώνονται
στα σπίτια, στις γειτονιές.
Ο ήλιος καίει ακριβώς από πάνω
στοχεύει το στρογγυλό μου τραπέζι
με τα πυρωμένα βέλη του.
5.
Το κορίτσι αφαίρεσε
τα υπολείμματα από το σώμα του:
άνθισε ένα δέντρο στο λαιμό του – το ξερίζωσε – το φύτεψε στην άσφαλτο –
εμπόδιο στη μέση του δρόμου – μήπως και – σταματήσει – την εξάπλωση του κόσμου.
Ονειρεύεται το παγωμένο νερό τού καταρράκτη.
Τη βουτιά, την κομμένη ανάσα, τα μουδιασμένα άκρα.
Κορίτσια φωσφορίζουν στο σκοτάδι
γεννημένα όλα κοντινές μέρες
και οι κόρες τους
λουλούδια
σε δέντρο της πόλης.