Υπερασπιζόμενη την ανωτερότητα της φύσης έναντι του ανθρώπου, για πολλά χρόνια αντιμετώπιζα ελεεινολογώντας την απομάκρυνση από τη "φυσικότητα". (Ανωτερότητα με την έννοια ότι η φύση είναι η γενική έννοια κι ο άνθρωπος η ειδική, άρα υπόκειται στους νόμους της). Η φύση είναι το αγαθό, η ανθρώπινη επέμβαση μωρία. Έτσι πίστευα κι ακόμα δεν έχω πάψει να το πιστεύω.
Ωστόσο, μια μέρα απερίσκεπτα φύτεψα στην αυλή μου μια ναβελίνα, ένα πορτοκαλόδεντρο που ο καρπός του στην πίσω πλευρά μοιάζει με αφαλό, εξού και το όνομα navel. Κι έβαλα μπελά στο κεφάλι μου, γιατί άρχισα να ψάχνω από πού κρατάει η σκούφια της. Στο μεταξύ τα άνθη της άρχισαν να μοσχοβολούν κι έβλεπες, σιγά - σιγά, να σχηματίζεται μέσα τους ένα στρογγυλό μπαλάκι αδιόρατο στην αρχή, μετά πιο μεγάλο, μέχρι που πέσαν τα πέταλα και φάνηκε ότι αυτό ήταν ο καρπός.
Όσο άνθιζε αυτή, εγώ μάθαινα ότι η μητέρα φύση μικρή σχέση έχει με τη ναβελίνα μου. Κι όσο κι αν εγώ ήθελα να φαντάζομαι Πορτογάλους κηπουρούς να κεντρίζουν χρόνια και χρόνια τις κιτρολεμονιές και να περιμένουν, να δοκιμάζουν το φρούτο αν γλύκανε, αν το ξινόπικρο μεταμορφώθηκε σε γλυκό, και να προσπαθούν και να ξαναπροσπαθούν, μέχρι να αποκτήσει ο καρπός αυτή τη χυμώδη σάρκα με τις ίνες γεμάτες γλύκα, η ιστορία λέει ότι δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Μόνο του, αφεαυτού, εμφανίστηκε, λέει, το θαυμαστό κλωνάρι σ᾽ έναν οπωρώνα μοναστηριού στη Βραζιλία. Το είδε για πρώτη φορά ένας μοναχός περιδιαβαίνοντας ανάμεσα στα δέντρα.
Μπερδεύτηκα κι άλλο. Δεν ήξερα τι να αισθανθώ. Από τη μια καθόμουν δίπλα στη ναβελίνα κι απολάμβανα με θαυμασμό το άρωμα των λουλουδιών της, ταξιδεύοντας με ευάλωτη φαντασία στους οπωρώνες της μονής, όπου πρωτοκαλλιεργήθηκε στις αρχές του 19 αιώνα, κι από την άλλη το απαξίωνα το δεντράκι, διότι είναι στείρο, νόθο και υβρίδιο, ένα τέρας δηλαδή, προϊόν όχι φυσικό. Δεν μπορείς να το σπείρεις και να φυτρώσει, πρέπει να το κεντρίσεις με μπόλι. Κάθε καινούργιο δέντρο είναι κλώνος του πρώτου εκείνου δέντρου της Βραζιλίας. Και φυσικά δεν έχει κουκούτσι, έχει μέσα του ένα "δίδυμο" μωρό που δε γεννήθηκε.
Την αμηχανία μου επέτειναν γλυκές παιδικές αναμνήσεις. Η μάνα μου να καθαρίζει τον καρπό από τις ίνες, να μου σερβίρει σε πιατάκι τις φέτες και χώρια να μου βάζει στο στόμα χαμογελαστή το εξαίσιο έδεσμα, τα “παιδάκια" του πορτοκαλιού, παραμένοντας δίπλα μου μέχρι να τα φάω. Συνέθλιβα τα μωράκια με μεγάλη ηδονή στο στόμα μου κι ήταν πράγματι πολύ νόστιμα. Η γλύκα τους με οδηγούσε όχι στο χορτασμό, αλλά σε ένα τόπο ζεστό με ηλιόλουστα αγγίγματα, χορούς και μαργαριταρένια γέλια. Ξεφύλλιζα τότε, κατά σύμπτωση, και τα κλασικά εικονογραφημένα κι είχα κολλήσει εκεί στον Ηρακλή με τον κήπο των Εσπερίδων που του δίνουν το χρυσό μήλο, και μασώντας αργά και βασανιστικά το πορτοκάλι μου, προσευχόμουν με το δικό μου τρόπο, που ποτέ κανείς δε μου τον δίδαξε - πώς τον έμαθα, άγνωστο - να γίνω κι εγώ όχι ο Ηρακλής, αλλά μια Εσπερίδα και να ζω στην Εσπερία και να φυλάω το υπέροχο δέντρο. Κι αν ερχόταν κι ο Ηρακλής, καλοδεχούμενος, μάλλον θα τον ερωτευόμουνα, αλλά πλέον η ιστορία έφευγε απ' τα χρυσά μήλα και πήγαινε αλλού. Μην ξεφύγω κι εγώ τώρα από το θέμα μου.
Με φρίκη, φέτος την άνοιξη, καθισμένη τώρα κοντά στη θυσανωτή ναβελίνα, σκεπτόμουν ότι τότε έτρωγα το υπανάπτυκτο έμβρυο που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει σπόρος. Μεγάλο το πλήγμα για τη "φυσικότητά" μου.
Ήρθε και πέρασε το καλοκαίρι, οι καρποί του μικρού δέντρου έδεσαν. Κάτι καινούργια βλαστάρια, που είχαν βγει χαμηλά στη βάση του δέντρου ο κύριος Βαγγέλης ο κηπουρός μια μέρα τα ξεπάτωσε, πριν προλάβω να τον σταματήσω.
«Γιατί τα κόψατε, κύριε Βαγγέλη;», ρώτησα, έτοιμη για καυγά, υπερασπιζόμενη τώρα τη φυσικότητα του φραγκενστάιν δέντρου μου.
«Ήτανε κάτω απ' το μπόλι, μάτια μου, της έπιναν το αίμα της ναβελίνας!», απαντάει αυτός.
Μου 'κοψε τη φόρα, απόρησα.
«Νερατζιά είναι τούτα, καλέ! Κοίτα! Τώρα που τα 'κοψα ,το δεντράκι θ' ανασάνει!». Και μου τίναξε στη μούρη τα κομμένα κλαδιά.
Και, πράγματι, από την επόμενη μέρα οι καρποί άρχισαν να παίρνουν χρώμα. Τότε, μόλις τότε, βλέποντας να στρογγυλεύουν τα πορτοκάλια και μέρα με τη μέρα να βαθαίνει το φως τους, η ναβελίνα άστραψε σαν καθρέφτης. Την είδα μέσα μου κι εμένα μέσα της.
Ήταν μια μέρα που ήμουν πολύ λυπημένη. Τόσο λυπημένη, που το φυσικό μου δεν το αντέχει. Την πλησίασα. Μου 'ρθε ξαφνικά στο νου ο Ηρακλής, τον οποίο ως φέρελπις Εσπερίς πρόλαβα κι ερωτεύτηκα, καπάκι η μάνα μου με τα τρυφερά της χέρια, μετά η χτεσινή μου ημέρα που γλίστρησε ύπουλα μέσα απ' τα χέρια μου και πάει στ' αγύριστα, κι όλα τα αγαπημένα του κόσμου μου πλάσματα που η κάθε μέρα η χτεσινή κι η παραπροχτεσινή τα κομματιάζει στο στόμα της, και πικράθηκα αφάνταστα. Ήθελα κάτι γλυκό. Όχι να το φάω, αλλά να γίνω. Και της είπα: «Τώρα σε καταλαβαίνω, κυρία Ναβελίνα! Η φύση ώρες - ώρες δεν αντέχεται. Θέλει ένα μπόλι από γλυκύτητα. Είναι εφεύρεση το να μπορείς να χαίρεσαι ανθίζοντας πάνω απ' την πίκρα».