Θα ξεκινήσω ανάποδα. Ας υποθέσουμε πως έχουμε στα χέρια μας ένα κοκτέιλ, μια μείξη ετερόκλητων πνευμάτων, του οίνου και λοιπών συναφών ψυχοδιεγερτικών, που ένας φίλος μας μόλις μας κέρασε. Με την προϋπόθεση πως δεν λαγοκοιμόμαστε στο υποβλητικό σκηνικό μιας περιπέτειας της Αγκάθα Κρίστι -οπότε σοφό θα ήταν να είμαστε υποψιασμένοι σχετικά με την πιθανότητα ο δολοφόνος να παραφυλά πίσω από δυσοίωνες κουρτίνες- θα πιούμε το ποτό στην υγεία του φίλου μας και στη μνήμη των τεθνεώτων, δίχως στιγμή να ανησυχήσουμε για την φύση των υλικών που το απαρτίζουν.
Ομοίως, αν υποθέσουμε ότι γευόμαστε για πολλοστή φορά το φαγητό της θείας Μαρίας, και η σκηνή διαδραματίζεται σε κουζίνα χωριού της Κρήτης, κουζίνα πλαντάζουσα από αρώματα και ανυπόμονες γευστικές ονειρώξεις που βασανιστικά στη μνήμη συνωθούνται, και ενώ διατηρούμε το θυμικό μας επαρκώς ταμπουρωμένο απ’ τις βολές των γκουρμεδιάρηδων της απογευματινής τηλεοπτικής ζώνης, μες στην χαμερπή επικράτεια της οποίας κάθε δεξιοτεχνία προηγείται του νοήματος και αναιδώς το επισκιάζει (κι εδώ το Νόημα ταυτίζεται με την επίδραση των διεγερτικών ξορκιών της θείας επάνω στους γευστικούς κάλυκες όχι της γλώσσας μα της ίδιας της ψυχής μας), ναι, εκεί, στο χωριό, μες στο ιερό των όψιμων φανερώσεων, θα αφήναμε το είναι μας ορθάνοιχτο, σαν λαγού αυτί, στο ψιθύρισμα ενός ανέλπιστα υποταγμένου στην τέχνη των αισθήσεων επέκεινα, ψιθύρισμα που από κάθε πόρο της συγκυρίας θα εκπορεύεται, θα ξεχειλίζει, θα ρέει και θα πλημμυρίζει την κουζίνα, αγκαλιασμένο καίριες λεπτομέρειες του σκηνικού όπως η ύφανση του τραπεζομάντιλου και η ακριβής θερμοκρασία και υγρασία των αισθημάτων, διόλου αισθηματικών μα αισθησιακών, ακραιφνώς λειτουργικών και για τη σημασία της στιγμής μοιραία αποκαλυπτικών.
Ομοίως, αν υποθέσουμε ότι ερωτευόμαστε την εικόνα ενός προσώπου που για ένα κομμάτι επίχρυσου χρόνου καταλαμβάνει την επιφανέστερη των λογισμών μας θέση και τους κανοναρχεί, υπάρχει η πιθανότης να ανακαλύψουμε, ρεμβάζοντας στο ξέφωτο αυτής της εθελούσιας τύφλωσης, ότι εκείνο που ερωτευτήκαμε σε τίποτα δεν είχε να κάνει με τα επί μέρους της εικόνας, με τις πολύχρωμες ψηφίδες που αυτονομούνται και συρρέουν ανεξέλεγκτες μέσα στο πλαίσιο της όρασης, μα μαγευτήκαμε απ’ την αόρατη αύρα που συνέχει αυτές τις λεπτομέρειες, το στρίφωμα που συγκρατεί ραμμένο το μυστικό σημείωμα, την ίδια την συνταγή της μάγευσης, ούτως ώστε αυτή να παραμένει ενεργή. Γιατί, κατανοώντας τα επί μέρους, αυτοστιγμεί απομαγευόμαστε, απέχουμε έτη φωτός απ’ τη μήτρα της συναστρίας που φώτισε το απέναντι πρόσωπο, αλλά κυρίως φώτισε τη σκοτεινή πλευρά του δικού μας αληθούς προσώπου, όπως μες σε μια ευλογημένη στιγμή αυτό αποτυπώθηκε στον ευαίσθητο σαν φιλμ χρόνο ενός άλλου. Στην ευγενή γειτονιά του παραπάνω παραδόξου κατοικεί ο αφοπλίζων κάθε αντίσταση θαυμασμός προς μια όμορφη γυναίκα, που πάει χέρι-χέρι με τη μελαγχολική επίγνωση ότι δεν θα αντέχαμε ούτε μια στιγμή δίπλα της. Η ακαταμάχητη τώρα έλξη που υπομονετικά υφαίνει τον ιστό της πίσω απ’ τις ασήμαντες λεπτομέρειες μιας τέτοιας εικόνας μοιάζει να καταφθάνει από τόπους τόσο μακρινούς, μυστηριώδεις, μυθικούς, και απ’ την τρέχουσα αντίληψη αδιαπέραστους, ώστε κάθε εχέφρων προνοεί, δηλώνοντας σταθερά απρόθυμος να εισέλθει στις υπόγειες στοές της και να τις εξερευνήσει.
Κατά (και) τα παραπάνω, η ζωή αποδεικνύεται μια εξαίσια μείξη ετερόκλητων υλικών που απαρτίζουν το κοκτέιλ της καθημερινότητας. Αν τώρα αυτό το εφαρμόσουμε, χάριν παιδιάς, στην επικράτεια των τεχνών, θα φωτιστεί ακαριαία το παράδοξο των ιερών κλοπών που κάποιοι σοβαρότατοι καλλιτέχνες μέσα στην ιστορία επιχείρησαν, γονιμοποιώντας το δικό τους προφίλ, γεννώντας, να το πω αλλιώς, ένα νέο πρόσωπο από δάνεια και διακριτά υλικά, σαν ενηλικιωμένα ωάρια που ήδη φανερώνουν τη μορφή της καταγωγής τους. Κι αυτό στην περίπτωση που όντως θα έχουμε γονιμοποιημένα ωάρια και όχι το κακοραμμένο πρόσωπο ενός νεογέννητου μες στην κούνια του Φραγκεστάιν. Και ποιος τώρα θα πει εάν ετούτο που χαμογελά μπροστά στα μάτια μας είναι θεός ή είναι τέρας;
Ο μοναχός ρίχνει τη ζαριά του μέσα στο κελί. Το δάχτυλο του Θεού του σπρώχνει λίγο ακόμα τον κύβο, στην κρίσιμη στιγμή. Τα μάτια του καθρεφτίζουν τα ακίνητα μάτια των ζαριών με την ουδετερότητα που αρμόζει σε άνθρωπο που ξέρει. Ο μοναχός θα υπηρετήσει ό, τι Εκείνος αποφάσισε. Μα η υπακοή του είναι τόσο ακλόνητη και διαρκής, που ούτε ένα τέρας δεν θα ήξερε πώς να της αντισταθεί. Θέλω να πω, πως, όπως πάντα, δεν έχει σημασία τόσο η ζαριά, όσο η πίστη του μοναχού.
[Κάποτε, στην ιδανική συνθήκη της παιδικής ηλικίας όσο και μιας ζώσας ελληνικής επαρχίας που ακόμα φιλοξενούσε ακέφαλες γυναίκες στο βάθος μιας υποφωτισμένης πάνινης σκηνής, στο μέσον μιας πλατείας περικυκλωμένης από ευκαλύπτους, στο παράξενα υποβλητικό σκηνικό μιας τέχνης υψηλής όσο κι αποκαρδιωτικά παρεξηγημένης, ναι, κάποτε, τότε, μπορούσε να γίνει διαρκώς και δημόσια και με κοινό για όλους τρόπο η επί τόπου μετάλλαξη του κιτς σε έρωτα, μια νέα γέννηση της ίδιας της φύσης των πραγμάτων. Αυτή η από πάντα επιμένουσα ικανότητά μας ευνουχίστηκε εσχάτως, ανασκολοπίστηκε, στραγγαλίστηκε και οριστικά θάφτηκε, τουλάχιστον για το ορατό σε μένα μέλλον.]
Με εξαίρεση την μελαγχολική ελπίδα της παραπάνω παρένθεσης, που εδώ καταδέχτηκε να περιοριστεί πίσω από πρόθυμες αγκύλες, θα ξέρουμε αν ο θεός είναι θεός ή τέρας μονάχα μέσα στην δική μας αίσθηση. Αυτό δεν εμποδίζει τον κάθε επίδοξο μπάρμαν να αναμειγνύει τα ποτά του ασταμάτητα, ώσπου να φτιάξει το κοκτέιλ που σε κάποιο νυχτερινό σημείο των φανερώσεων παραμονεύει για να μας κυριεύσει με το ακαταμάχητο της μοναδικής του υπογραφής.
Φτάνοντας λοιπόν τώρα στην αρχή, εκεί από όπου κανονικά θα ξεκινούσα αν δεν ξεκινούσα ανάποδα, θα πω ότι αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις ήταν ο νέος ψηφιακός δίσκος [πλεονασμός θα μου πείτε, αφού όλα είναι πλέον ψηφιακά και ο ψηφιακός δίσκος ηχεί σήμερα σαν ξαδερφάκι του κάποτε ιπτάμενου δίσκου που στοίχειωνε τη φαντασία των συνωμοσιολογιών στην δεκαετία του ‘50], ο νέος ψηφιακός, λέω, δίσκος της Κατερίνας Φωτεινάκη, με τον αποκαλυπτικό τίτλο Mixology.*