Mixology

Mixology
Mouloudakis 36 3

Θα ξεκινήσω ανάποδα. Ας υποθέσουμε πως έχουμε στα χέρια μας ένα κοκτέιλ, μια μείξη ετερόκλητων πνευμάτων, του οίνου και λοιπών συναφών ψυχοδιεγερτικών, που ένας φίλος μας μόλις μας κέρασε. Με την προϋπόθεση πως δεν λαγοκοιμόμαστε στο υποβλητικό σκηνικό μιας περιπέτειας της Αγκάθα Κρίστι -οπότε σοφό θα ήταν να είμαστε υποψιασμένοι σχετικά με την πιθανότητα ο δολοφόνος να παραφυλά πίσω από δυσοίωνες κουρτίνες- θα πιούμε το ποτό στην υγεία του φίλου μας και στη μνήμη των τεθνεώτων, δίχως στιγμή να ανησυχήσουμε για την φύση των υλικών που το απαρτίζουν.
Ομοίως, αν υποθέσουμε ότι γευόμαστε για πολλοστή φορά το φαγητό της θείας Μαρίας, και η σκηνή διαδραματίζεται σε κουζίνα χωριού της Κρήτης, κουζίνα πλαντάζουσα από αρώματα και ανυπόμονες γευστικές ονειρώξεις που βασανιστικά στη μνήμη συνωθούνται, και ενώ διατηρούμε το θυμικό μας επαρκώς ταμπουρωμένο απ’ τις βολές των γκουρμεδιάρηδων της απογευματινής τηλεοπτικής ζώνης, μες στην χαμερπή επικράτεια της οποίας κάθε δεξιοτεχνία προηγείται του νοήματος και αναιδώς το επισκιάζει (κι εδώ το Νόημα ταυτίζεται με την επίδραση των διεγερτικών ξορκιών της θείας επάνω στους γευστικούς κάλυκες όχι της γλώσσας μα της ίδιας της ψυχής μας), ναι, εκεί, στο χωριό, μες στο ιερό των όψιμων φανερώσεων, θα αφήναμε το είναι μας ορθάνοιχτο, σαν λαγού αυτί, στο ψιθύρισμα ενός ανέλπιστα υποταγμένου στην τέχνη των αισθήσεων επέκεινα, ψιθύρισμα που από κάθε πόρο της συγκυρίας θα εκπορεύεται, θα ξεχειλίζει, θα ρέει και θα πλημμυρίζει την κουζίνα, αγκαλιασμένο καίριες λεπτομέρειες του σκηνικού όπως η ύφανση του τραπεζομάντιλου και η ακριβής θερμοκρασία και υγρασία των αισθημάτων, διόλου αισθηματικών μα αισθησιακών, ακραιφνώς λειτουργικών και για τη σημασία της στιγμής μοιραία αποκαλυπτικών.
Ομοίως, αν υποθέσουμε ότι ερωτευόμαστε την εικόνα ενός προσώπου που για ένα κομμάτι επίχρυσου χρόνου καταλαμβάνει την επιφανέστερη των λογισμών μας θέση και τους κανοναρχεί, υπάρχει η πιθανότης να ανακαλύψουμε, ρεμβάζοντας στο ξέφωτο αυτής της εθελούσιας τύφλωσης, ότι εκείνο που ερωτευτήκαμε σε τίποτα δεν είχε να κάνει με τα επί μέρους της εικόνας, με τις πολύχρωμες ψηφίδες που αυτονομούνται και συρρέουν ανεξέλεγκτες μέσα στο πλαίσιο της όρασης, μα μαγευτήκαμε απ’ την αόρατη αύρα που συνέχει αυτές τις λεπτομέρειες, το στρίφωμα που συγκρατεί ραμμένο το μυστικό σημείωμα, την ίδια την συνταγή της μάγευσης, ούτως ώστε αυτή να παραμένει ενεργή. Γιατί, κατανοώντας τα επί μέρους, αυτοστιγμεί απομαγευόμαστε, απέχουμε έτη φωτός απ’ τη μήτρα της συναστρίας που φώτισε το απέναντι πρόσωπο, αλλά κυρίως φώτισε τη σκοτεινή πλευρά του δικού μας αληθούς προσώπου, όπως μες σε μια ευλογημένη στιγμή αυτό αποτυπώθηκε στον ευαίσθητο σαν φιλμ χρόνο ενός άλλου. Στην ευγενή γειτονιά του παραπάνω παραδόξου κατοικεί ο αφοπλίζων κάθε αντίσταση θαυμασμός προς μια όμορφη γυναίκα, που πάει χέρι-χέρι με τη μελαγχολική επίγνωση ότι δεν θα αντέχαμε ούτε μια στιγμή δίπλα της. Η ακαταμάχητη τώρα έλξη που υπομονετικά υφαίνει τον ιστό της πίσω απ’ τις ασήμαντες λεπτομέρειες μιας τέτοιας εικόνας μοιάζει να καταφθάνει από τόπους τόσο μακρινούς, μυστηριώδεις, μυθικούς, και απ’ την τρέχουσα αντίληψη αδιαπέραστους, ώστε κάθε εχέφρων προνοεί, δηλώνοντας σταθερά απρόθυμος να εισέλθει στις υπόγειες στοές της και να τις εξερευνήσει.
Κατά (και) τα παραπάνω, η ζωή αποδεικνύεται μια εξαίσια μείξη ετερόκλητων υλικών που απαρτίζουν το κοκτέιλ της καθημερινότητας. Αν τώρα αυτό το εφαρμόσουμε, χάριν παιδιάς, στην επικράτεια των τεχνών, θα φωτιστεί ακαριαία το παράδοξο των ιερών κλοπών που κάποιοι σοβαρότατοι καλλιτέχνες μέσα στην ιστορία επιχείρησαν, γονιμοποιώντας το δικό τους προφίλ, γεννώντας, να το πω αλλιώς, ένα νέο πρόσωπο από δάνεια και διακριτά υλικά, σαν ενηλικιωμένα ωάρια που ήδη φανερώνουν τη μορφή της καταγωγής τους. Κι αυτό στην περίπτωση που όντως θα έχουμε γονιμοποιημένα ωάρια και όχι το κακοραμμένο πρόσωπο ενός νεογέννητου μες στην κούνια του Φραγκεστάιν. Και ποιος τώρα θα πει εάν ετούτο που χαμογελά μπροστά στα μάτια μας είναι θεός ή είναι τέρας;

Ο μοναχός ρίχνει τη ζαριά του μέσα στο κελί. Το δάχτυλο του Θεού του σπρώχνει λίγο ακόμα τον κύβο, στην κρίσιμη στιγμή. Τα μάτια του καθρεφτίζουν τα ακίνητα μάτια των ζαριών με την ουδετερότητα που αρμόζει σε άνθρωπο που ξέρει. Ο μοναχός θα υπηρετήσει ό, τι Εκείνος αποφάσισε. Μα η υπακοή του είναι τόσο ακλόνητη και διαρκής, που ούτε ένα τέρας δεν θα ήξερε πώς να της αντισταθεί. Θέλω να πω, πως, όπως πάντα, δεν έχει σημασία τόσο η ζαριά, όσο η πίστη του μοναχού.

[Κάποτε, στην ιδανική συνθήκη της παιδικής ηλικίας όσο και μιας ζώσας ελληνικής επαρχίας που ακόμα φιλοξενούσε ακέφαλες γυναίκες στο βάθος μιας υποφωτισμένης πάνινης σκηνής, στο μέσον μιας πλατείας περικυκλωμένης από ευκαλύπτους, στο παράξενα υποβλητικό σκηνικό μιας τέχνης υψηλής όσο κι αποκαρδιωτικά παρεξηγημένης, ναι, κάποτε, τότε, μπορούσε να γίνει διαρκώς και δημόσια και με κοινό για όλους τρόπο η επί τόπου μετάλλαξη του κιτς σε έρωτα, μια νέα γέννηση της ίδιας της φύσης των πραγμάτων. Αυτή η από πάντα επιμένουσα ικανότητά μας ευνουχίστηκε εσχάτως, ανασκολοπίστηκε, στραγγαλίστηκε και οριστικά θάφτηκε, τουλάχιστον για το ορατό σε μένα μέλλον.]

Με εξαίρεση την μελαγχολική ελπίδα της παραπάνω παρένθεσης, που εδώ καταδέχτηκε να περιοριστεί πίσω από πρόθυμες αγκύλες, θα ξέρουμε αν ο θεός είναι θεός ή τέρας μονάχα μέσα στην δική μας αίσθηση. Αυτό δεν εμποδίζει τον κάθε επίδοξο μπάρμαν να αναμειγνύει τα ποτά του ασταμάτητα, ώσπου να φτιάξει το κοκτέιλ που σε κάποιο νυχτερινό σημείο των φανερώσεων παραμονεύει για να μας κυριεύσει με το ακαταμάχητο της μοναδικής του υπογραφής.
Φτάνοντας λοιπόν τώρα στην αρχή, εκεί από όπου κανονικά θα ξεκινούσα αν δεν ξεκινούσα ανάποδα, θα πω ότι αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις ήταν ο νέος ψηφιακός δίσκος [πλεονασμός θα μου πείτε, αφού όλα είναι πλέον ψηφιακά και ο ψηφιακός δίσκος ηχεί σήμερα σαν ξαδερφάκι του κάποτε ιπτάμενου δίσκου που στοίχειωνε τη φαντασία των συνωμοσιολογιών στην δεκαετία του ‘50], ο νέος ψηφιακός, λέω, δίσκος της Κατερίνας Φωτεινάκη, με τον αποκαλυπτικό τίτλο Mixology.*

F.W. Murnau, «Φάουστ» (1926)
F.W. Murnau, «Φάουστ» (1926)


Κι αφού έφτασα τώρα στο όνομα, και έδεσα προς στιγμήν τη βάρκα ετούτων των συλλογισμών που πολύ μοιάζουν με φλυαρία (όπως όμως κι θάλασσα μοιάζει με χωράφι εύφορο ενώ είναι σταγόνες μνήμης φορεμένες στην ανάγκη μας), εδώ τελειώνει η δουλειά μου. Τώρα θα πρέπει να φωνάξω τον καθ’ ύλην αρμοδιότερο να μας μιλήσει για το περιεχόμενο αυτού του παράξενου για τα ανυποψίαστα αυτιά κοκτέιλ.
Θα προσθέσω εδώ πως ο αρμοδιότερος μιλά στο τέλος αυτού του κειμένου, με αποσπάσματα σημειώσεων που περιγράφουν το έργο το οποίο στάθηκε αφορμή για τούτη τη φλυαρία. Κι ακόμα, την ανακουφιστική παρατήρηση ότι η κατεύθυνση που πήρε η Φωτεινάκη είναι παραδόξως συγγενής μου (κι εδώ θα επιχειρήσω την απρέπεια ενός προσωπικού φωτισμού εν ονόματι της Φωτεινάκη), καθώς η αφεντιά μου, ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, πάνω από είκοσι χρόνια πριν, είχε στήσει παρέα με την πάντα γονιμοποιητική, αλλά και εκ των ων ουκ άνευ, παρουσία του Studio 19, δηλαδή του Κώστα Μπώκου και του Βασίλη Κουντούρη, τον Faust ** (μια παράσταση πολυμέσων που, ειρήσθω εν παρόδω, είχε ενθουσιάσει τον Αρανίτση σε μια ιδιωτική προβολή που τότε του κάναμε —και μας έκανε— δώρο). Εκείνος ο σχεδόν βυθισμένος τώρα μέσα μας Φάουστ, χτίστηκε με υλικά όμοια με αυτά της Φωτεινάκη, υπακούοντας σε μια παρόρμηση που απ’ την μακρινή εκείνη απόσταση άρθρωνε καθαρά μέσα στα ανήσυχα αυτιά μας την ηθική επιταγή και των σημερινών ημερών: Αφού όλα είναι πλέον με κάποιον τρόπο «αντιγραφές», το πιο τίμιο που έχεις να κάνεις είναι να προετοιμάζεις τα καινούργια φαγητά σου, διαλαλώντας την καταγωγή των δάνειων, αρχαίων υλικών, και την αδιασάλευτη αγνότητά τους. Κάποτε μάλιστα, μέτρια υλικά σε χέρια μαστόρων, γίνονται αιτία για ενδοσκόπηση, ένα κατέβασμα στο υπόγειο με τα απαραίτητα που κάνουν τη ζωή κάπως υποφερτή, δοσμένη σε προοπτικές λίγο ψηλότερα απ’ την ανάγκη, λίγο πιο πάνω απ’ την υπνοβασία της επιβίωσης.

Η παρέα μας λοιπόν τότε, πριν την αλλαγή της χιλιετίας, κατάφερε ένα αποσιωπημένο στοίχημα, όμοιο με της Κατερίνας, χρησιμοποιώντας ανακλάσεις ανακλάσεων ήχων και εικόνων γνωστών και αγνώστων, φτιάχνοντας ένα πρωτόγνωρο κοκτέιλ που πρόσφερε στο Αγγλικό κοινό, το 2000, στο Purcell Room του Λονδίνου. Ασφαλώς η Φωτεινάκη δεν επιχείρησε καμιά αντιγραφή εκείνων των επιτευγμάτων μας, χώρια που δεν τα ήξερε. Άλλωστε, και ευτυχώς, εκείνο που πάντα θα μετρά είναι η μαστοριά του σεφ που ανακατεύει τα υλικά του σαν να ‘χαν μόλις εφευρεθεί, κι έτσι κι εγώ δεν θα πάψω να ονομάζω κάθε τέτοιο επιτυχές μείγμα ένα νεογέννητο σώμα. Σαν τους χοχλιούς με αρισμαρί της θείας της Μαρίας, που σε ανύποπτο χρόνο εγκαταστάθηκαν στην μνήμη, σημείο αναφοράς και εργαλείο αποσυμφόρησης του ψεύδους όταν αυτό πάει κατά πώς το ‘χει συνήθειο να δεσπόσει, και που ήταν πάντα νόστιμοι σαν την πρώτη φορά. Και όντως, με την πρωθύστερη ντρίμπλα μιας τέτοιας σκέψης, κάθε παραδοσιακή μουσική είναι ολοκαίνουρια μουσική μες στο στόμα του τίμιου μουσικού. Έτσι κι η Κατερίνα ανακάτεψε συλλαβές ωραίες και τετριμμένες, λέξεις καινούργιες και χιλιοειπωμένες, λέξεις και συλλαβές από γλώσσες άλλων και από γλώσσες δικές μας, ντυμένες με φορέματα μελωδικά που ξέραμε μα που για λίγο πιστέψαμε πως για το χατίρι μας και μόνο γράφτηκαν, και άρα έτσι ήταν, και με ήχους οδηγημένους μέσα απ’ το μεγαλειώδες των πολυεφέ του ονείρου μηχάνημα (μέσα απ’ το πολυεφέ που είναι το ίδιο το όνειρο, εννοώ), εκεί όπου όλα μοιάζουν κάπως κουνημένα μες στον τόπο και τον τρόπο τους, καθώς και μες στον χρόνο τους, κάπως σε λάθος θέση μα σωστά, κάπως ζαλισμένα, κάπως ακαταμάχητα εξασκημένα ώστε να περπατούνε ρυθμικά σαν μπαλαρίνες στον μονόδρομο τους, που οδηγεί με ασφάλεια σιδηροδρομικής γραμμής στο κεντρικό σημείο της μοναξιάς, εκεί από όπου ακούγεται στ’ αλήθεια η μουσική, εκεί όπου όμως, άμα τη αφίξει, διαισθάνεσαι πως είναι κι άλλοι για να έρθουν, κι είναι και άλλοι ήδη εγκατεστημένοι, κι είναι κάπου κρυμμένοι μην τρομάξει ο μηχανοδηγός που ξέρει με κλειστά τα μάτια τη διαδρομή, μην τρομάξει και τολμήσει πριν την ώρα της την αθέλητη στραβοτιμονιά που ισιώνει τον κόσμο μας. Κι αυτή η μοναξιά δεν περιέχει ούτε μια σταγόνα μελαγχολίας, αλλά μια τζούρα γενναιόδωρη γλυκόπικρης χαρμολύπης, από εκείνη των Ελλήνων, τότε που συμβαίνει ξανά και ξανά να βρίσκεις τρυπωμένο στην ξεχασμένη λεπτομέρεια, στο ρωμαλέο σώμα μιας κλωστής που κρέμεται απ’ το υφαντό, τον πλήρη καμβά της καταγωγής, που πάνω του ξαναγράφεις την ιστορία με έναν δεύτερο, θεραπευτικά οριστικό, τρόπο.

Είπα λοιπόν στην Φωτεινάκη όταν άκουσα τον δίσκο της με το ωραίο εξώφυλλο που σου χαϊδεύει το ίδιο σου το χάδι, πως ήταν αυτό ακριβώς το πράγμα που ετοιμαζόμουνα να κάνω. Κι ήταν αλήθεια, παρότι εκείνο που ετοίμαζα ηχούσε εντελώς διαφορετικά. Ήταν όμως χτισμένο με αυτόν τον ίδιο τρόπο ενός απελευθερωμένου από μουσικά στολίδια αυτοσχεδιασμού πάνω σε γνωστά υλικά, με ένα σαφές μες στην λεπτομερή απροσδιοριστία του σχέδιο, σαν αυτοκινούμενο τεριρέμ, σαν ξόρκι που δεν θυμάσαι, που κανείς ποτέ δεν σου αποκάλυψε, μα που πετιέται αυτόματα μέσα απ’ το στόμα σου σαν είσαι αφηρημένος, κι αυτή η αφηρημάδα τώρα δεν θα λέγεται πια μέθοδος, μα προσευχή αδιάλειπτη, στάση ακαταμάχητα υπεροπτική προς την ειδίκευση των υψηλόβαθμων στελεχών (μακριά από μας), προς τον εκάστοτε αρμόδιο να διεκπεραιώσει τις λεπτομέρειες (μακριά από μας), και μαζί έκφραση αδιασάλευτης πίστης προς την ζώσα ικανότητά μας να χειριζόμαστε τους εκατομμύρια αισθητήρες-δώρα που μας προίκισε η βιολογική συγκυρία για να αντιληφθούμε την μία ουσία που εμείς θεωρούμε Ουσία. Με αμετακίνητη εμπιστοσύνη προς την δοσμένη χάρη να συνθέτουμε χωρίς διαμεσολάβηση τον κόσμο μας, δίχως διόλου να γνωρίζουμε ποιος είναι αυτός ο κόσμος, πράγμα εκ των ων ουκ άνευ, όπως ακριβώς έκανε και ο πρωτόγονος (βοήθειά μας). Αυτό το «χωρίς να ξέρουμε» είναι που εξασφαλίζει την διαύγεια, φωταγωγεί τον πυρήνα που στον πυθμένα της απελπισίας φανερώνεται για να κατατροπώσει τις στρατιές των μισθοφόρων, είναι η μέθοδος της καθαρής θέασης, αυτής που πάντα και με μοναδικό τρόπο εργάζονταν τα έργα της στη διάφανη γεωγραφία του τόπου μας, μια ιερή, μεγάλη και ψυχογαληνευτική παράδοση.
Και θα τολμήσω μια ακόμη απρέπεια, λέγοντας μπράβο στην Φωτεινάκη, που ακολουθεί αυτήν την παράδοση -θέλοντας ή μη θέλοντας, αδιάφορο- παρότι κάποιοι θα πιστέψουν πως κάνει πρωτοπορία. Αυτός είναι νομίζω ο λόγος που και εγώ, κολυμπώντας, χωρίς να ξέρω το γιατί, μέσα στον κήπο της, μαγεύτηκα.

(*) Ο πιο πρόσφατος δίσκος της Κατερίνας Φωτεινάκη, μια μείξη ετερόκλητων ηχητικών τόπων, τραγουδιών, γλωσσών, και πιθανά γεύσεων, περασμένων απ’ το απόλυτο φίλτρο πιθανών και απίθανων συλλογικών μύθων, και κερασμένων σαν κοκτέιλ με τις ανάλογες προσδοκίες και τις γλυκές παρενέργειες. Εδώ, κάποια αποσπάσματα απ’ το εσώφυλλο:

[...] Είχα, από όταν άρχισα να φτιάχνω μουσική, μια δυσκολία να απαντήσω στην ερώτηση τι είδος μουσικής κάνετε; Αν έπρεπε οπωσδήποτε να απαντήσω κάτι, το έκανα περιφραστικά, με πολλούς αστερίσκους και ναι μεν αλλά. Στη Γαλλία, ως Ελληνίδα, αναγκαστικά εντάχθηκα στο είδος της World Music, γεγονός που προκάλεσε κάποιες αστείες παρεξηγήσεις, καθώς το κοινό των Φεστιβάλ όπου με καλούσαν περίμενε συχνά να ακούσει… μπουζούκι και Ζορμπά ενώ εγώ έπαιζα μελοποιημένο Ελύτη και Σολωμό. Όταν άρχισα να εμπνέομαι και από την ποίηση άλλων γλωσσών, Άγγλους, Αμερικάνους ή Γάλλους ποιητές όπως ο William Blake, η Edna St. Vincent Millay, και η Louise Labé αντίστοιχα, και από μουσικές διαφορετικών εποχών, μεσαιωνική, σύγχρονη, blues, jazz, punk, εκεί κατάλαβα ότι είναι πλέον μάταιο να προσπαθώ να απαντήσω.

Κατανοώ όμως την ερώτηση και την ανάγκη από την οποία πηγάζει. Αποφάσισα γι’ αυτό να καλέσω τους ακροατές της μουσικής μου να την αντιμετωπίσουν όπως αντιμετωπίζουν ένα κοκτέιλ: μια Μαργαρίτα είναι μια Μαργαρίτα – δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς αν έχει βότκα ή τεκίλα, λεμόνι ή λάιμ. Ένα Μοχίτο είναι ένα Μοχίτο – δεν παραγγέλνει κανείς ένα… Ρούμι με τριμμένο πάγο, ζάχαρη, λάιμ και μέντα.
Έτσι και τα κομμάτια αυτού του δίσκου: κάποια είναι μια μίξη διαφόρων υλικών, που προκύπτει από μια βαθειά προσωπική ανάγκη έκφρασης την οποία μόνο τα συγκεκριμένα υλικά μπορούσαν να υπηρετήσουν. Άλλα κομμάτια είναι σκέτα – ένα ουίσκυ ας πούμε. Άλλα είναι μία ολόκληρη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με πολλά διακριτά υλικά και στυλιστικές αλλαγές – όπως ένα B52 με τρεις ευδιάκριτες στρώσεις.
Ολόκληρος ο δίσκος με τις πολλαπλές του όψεις, φιλοδοξεί να επικοινωνήσει κάποιες αισθήσεις, ανεξαρτήτως γλώσσας, στυλ, ενορχήστρωσης, εποχής, να ξυπνήσει μνήμες, να ενεργοποιήσει τη φαντασία. Όπως ακριβώς ένα καινούργιο κοκτέιλ που μας δίνουν να δοκιμάσουμε και δεν ξέρουμε τι περιέχει
[...]
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΦΩΤΕΙΝΑΚΗ

[...] η κάμαρη της Κατερίνας έχει τοίχους καλυμμένους από μετάξι, που εκπέμπουν φως και μοσχοβολούνε ρίγανη, εγγλέζικο τσάι και θαλασσινό τριφύλλι.
Αν θελήσετε να μπείτε, θα βρείτε στα ράφια της ανθολογίες ποίησης διάσπαρτες, χωρίς ημερομηνία, που έρχονται από την Ελλάδα ή την Αγγλία, από τη Γαλλία ή την Αμερική.
Στο πάτωμα, λες και περιμένουν ένα σύνθημα που θα τα ξυπνήσει: κιθάρες, κρουστά, μια φυσαρμόνικα, ένα βιμπράφωνο, ντραμς, μια μαρίμπα, ένα βιολοντσέλο, ίσως κι ένα τζιτζίκι, που αποκοιμήθηκε πάνω στα φύλλα του φθινοπώρου.

[...] Μόνο η Κατερίνα γνωρίζει το βαθύ νόημα των ενώσεων αυτών, των γάμων και των διαλόγων που της προκύπτουν και που ραφινάρει έπειτα με την τέχνη της. Μόνο εκείνη γνωρίζει γιατί η « Habanera » από την Carmen αποζητά τόσο διακαώς μια manouche συνοδεία. Ή γιατί ο T. S. Eliot ή η Louise Labé καλούν μια ελληνική μουσική, ή γιατί η Barbara την Peggy Lee [...]

ΝΟÉΛ ΣΑΤΛÉ

** Παράσταση πολυμέσων, στηριγμένη στην ομώνυμη βωβή ταινία του 1926, του F.W. Murnau, με μουσική του Γιώργου Μουλουδάκη και ηχητικό σχεδιασμό του Studio 19. Εκεί δοκιμάστηκε για πρώτη φορά, και με εξαιρετικά πρώιμα μέσα, η ζωντανή διαμόρφωση μιας κλασικής κιθάρας μέσω Η/Υ, παράγοντας παράλληλους ηχητικούς κόσμους που μεταλλάσσονταν καθ’ όλη την διάρκεια της προβολής και περνούσαν στην αίθουσα μέσω ενός συστήματος surround, καθρεφτίζοντας με ακρίβεια το ηχητικό τοπίο της σκηνής. Πρώτη εκτέλεση Purcell Room/South Bank-London, 2000, στο πλαίσιο του Greece in Britain.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: