——— ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ ———
Σε αντίθεση με την παρήχηση που δημιουργεί ο τίτλος στα Ελληνικά, δεν πρόκειται για μια ακόμα παραλλαγή του «τραβάτε με κι ας κλαίω», καθώς η πρωταγωνίστριά μας, όχι μόνο γκαζώνει με τα χίλια, όταν πρόκειται να παρτάρει, αλλά το κάνει με κέφι και ζωντάνια που παρασέρνει. Έτσι, δεν μας προκαλεί καμία εντύπωση όταν η Όπερα ξεκινάει στο σπίτι της Βιολέτας Βαλερύ —δηλαδή της κεντρικής μας ηρωίδας— σε ένα από τα θρυλικά της πάρτι, παρουσία όλης της καλής κοινωνίας του Παρισιού. Οι κακές γλώσσες μιλάνε για όργια και άλλα τέτοια ανυπόστατα, αλλά ποιό είναι το Παρίσι που θα πιάσει στο στόμα του μια απ΄τις δημοφιλέστερες και πιο γκλάμουρους υπάρξεις των παριζιάνικων σαλονιών;
Σε ένα από τα πάρτι της, λοιπόν, γνωρίζει η Βιολέτα τον Αλφρέντο, έναν γόνο καλής οικογένειας, νεαρό και άπειρο στο δύσκολο παρκέ των κοινωνικών εκδηλώσεων. Η Βιολέτα, η οποία πάντα περιστοιχίζεται από ένα σωρό θαυμαστές και την αφρόκρεμα τού Παρισιού, στην αρχή δεν του δίνει και πολλή σημασία, καθ’ ότι μικρός και άσημος. Ο Αλφρέντο, όμως, παθαίνει πατατράκ με το που την βλέπει και της την πέφτει: δειλά στην αρχή, στη συνέχεια όμως με κάτι κορώνες τύπου Παβαρότι. Κάπου εδώ ακούμε μια από τις πιο διάσημες μελωδίες, που έχει γράψει ο Βέρντι, όταν όλοι σηκώνουν τα ποτήρια τους σε μια πρόποση. Σε μια αδύναμη στιγμή της και αφού καταφέρει να την ξεμοναχιασει, ο Αλφρέντο ζητάει την Τραβιάτα μας σε ραντεβού. Αυτή το δέχεται κάπως διστακτικά. Κάτι την έχει αγγίξει σε όλο αυτό το ξαφνικό ξέσπασμα συναισθήματος του Αλφρέντο και όταν πια όλοι έχουν φύγει, αναρωτιέται, αν όντως υπάρχει κάπου στον κόσμο και γι' αυτήν η ευτυχία που δεν κόβεται στα τρία. Ωστόσο, αμέσως μετά συνέρχεται και σε ένα φαντασμαγορικό φωνητικό πυροτέχνημα που εξακοντίζει, τα δίνει όλα μια κλωτσιά και άντε μου στα τσακίδια οι έρωτες και τα φιλιά.