Ο José Hierro γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1922, όπου και και πέθανε το 2002. Υπήρξε ποιητής, κριτικός τέχνης και μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Γλώσσας της Ισπανίας από το 1989. Το 1988 έλαβε την ύψιστη διάκριση των ισπανικών γραμμάτων, το βραβείο Θερβάντες. Μεγάλωσε στο Σανταντέρ της Κανταβρίας, στον ισπανικό βορά, όπου και σπούδασε το επάγγελμα του μηχανικού βιομηχανικής τεχνολογίας.
Έφηβος ακόμη δίνει κάποια πρώτα δείγματα του ταλέντο του συνεργαζόμενος με έντυπα προσκείμενα στους Δημοκρατικούς. Την άνοιξη του 1936 κερδίζει τo πρώτο λογοτεχνικό βραβείο σε διαγωνισμό που διοργάνωσε το πολιτιστικό και κοινωνικό κέντρο Λαϊκό Αθήναιο του Σανταντέρ για ένα διήγημά του τιτλοφορούμενο La leyneda del almendro
(Ο θρύλος της αμυγδαλιάς). Το πρώτο του ποίημα, «Μια σφαίρα τον σκότωσε», δημοσιεύτηκε το 1937.
Το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου τον βρίσκει καταδικασμένο και φυλακισμένο για πέντε χρόνια. Η κατηγορία ήταν ότι βοηθούσε τον πατέρα του, συνδικαλιστή τηλεγραφικό υπάλληλο, να παρεμποδίζει με κάθε τρόπο την επικοινωνία των φρανκικών με συνεργάτες τους στο στρατιωτικό διοικητήριο του Σανταντέρ, προκειμένου να προετοιμάσουν εξέγερση κατά της νόμιμης κυβέρνησης των Δημοκρατικών. Ο νεαρός Χοσέ επισκεπτόταν τον φυλακισμένο πατέρα του στη φυλακή μεταφέροντας μηνύματα. Θα παραμείνει στη φυλακή μέχρι το 1944. Εκεί αρχίζει να ενδιαφέρεται συστηματικά για τη λογοτεχνία, παρουσιάζοντας στα πρώτα του γραπτά διάφορα γεγονότα που έζησε κατά την διάρκεια του πολέμου.
Όταν βγαίνει από την φυλακή, εγκαθίσταται στην Βαλένθια, όπου αφιερώνεται στο γράψιμο, συμμετέχει σε ένα λεξικό μυθολογίας και, μαζί με τον ποιητή και ζωγράφο José Luís Hidalgo, συμβάλλει στην ίδρυση του περιοδικού Corcel. Η φιλία του, σε πολύ νεανική ηλικία με τον J.L. Hidalgo ήταν βαθύτατη και καθοριστική. Χρονολογείται από το 1936, όταν και ο δύο γνωρίστηκαν στην Βαρκελώνη, όπου ο J.L. Hidalgo σχεδίαζε αφίσες για του Λαϊκούς Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, που διοργανώθηκαν από τους Δημοκρατικούς, με την αξιοσημείωτη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, ως αντίπραξη στους Θερινούς Ολυμπιακούς που διοργάνωνε η ναζιστική Γερμανία. Ο J.L. Hidalgo επιστρατεύθηκε αργότερα από τις δυνάμεις τού Φράνκο και αναγκάστηκε να εργαστεί ως καταμετρητής πτωμάτων στις μάχες.
Τη δεκαετία του ‘40 ο Γιέρρο επιστρέφει στο Σανταντέρ και βιοπορίζεται συνεργαζόμενος με την επιθεώρηση του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, στην οποία γράφει για θέματα οικονομίας και για προσωπικότητες του βιομηχανικού κόσμου της Κανταβρίας. Το 1947 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Tierra sin nosotros (Γη χωρίς εμάς).
Το 1950 δημοσιεύει τη συλλογή Con las piedras, con el viento (Με τις πέτρες, με τον άνεμο), με θέμα τον έρωτα, τις χαρές του και την αποτυχία του, και το 1953 εμφανίζεται η Ποιητική Ανθολογία του, μια συλλογή πολλών ποιημάτων. Αυτό το διάστημα είναι πλέον εγκατεστημένος μόνιμα στη Μαδρίτη, εργάζεται στην Ισπανική Εθνική Ραδιοφωνία, ενώ ταυτόχρονα εργάζεται και ως τεχνοκριτικός συνεργαζόμενος με περιοδικά και εφημερίδες. Για ένα χρονικό διάστημα εργάστηκε και στο CSIC (Ανώτερο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών).
Στην εντυπωσιακή συλλογή του Cuanto sé de mí (Όσα ξέρω για μένα), που κυκλοφόρησε το 1957, σε πρωτοφανή για την εποχή αντιρρεαλιστική προσπάθεια με όχημα τον ίδιο τον λόγο, απομακρύνεται από την ιστορία και τον χρόνο αι εξερευνά φανταστικούς χώρους, προκειμένου να έχει πρόσβαση «στο ηχηρό σπήλαιο του αινίγματος». Το 1962 εκδίδει τον τόμο Poesías completes (Ολοκληρωμένα ποιήματα).
Κατά τις επόμενες δεκαετίες συνεχίζει να γράφει ποίηση, συμμετέχει σε λογοτεχνικές δραστηριότητες, δραστηριοποιείται στην κριτική ζωγραφικής και γλυπτική. Δίνει πολλές διαλέξεις σχετικά με την ποίηση και την τέχνη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται σε διακεκριμένες ανθολογίες της σύγχρονης ποίησης. Πασίγνωστη και παροιμιώδης ήταν η αδυναμία του γράψει ενόσω ήταν μέσα στο σπίτι του· το πλούσιο έργο του έχει συγγραφεί, σχεδόν ολόκληρο, σε καφέ.
O José Hierro ανήκει στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά συγγραφέων της Ισπανίας, τα «παιδιά του πολέμου», εκείνους δηλαδή που ανδρώθηκαν μέσα στον εμφύλιο. Θεωρείται μία από τις πιο δύο-τρεις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της λεγόμενης μεταπολεμικής ποίησης της Ισπανίας (poesía de posguerra) – η αναφορά είναι στον Ισπανικό Εμφύλιο, 1936-1939.
Ο José Hierro, δεν γράφει κοινωνική ποίηση, όπως σχεδόν όλοι οι άλλοι της γενιάς του ή και της αμέσως επόμενης. Η παραμονή στη φυλακή τα χρόνια της πρώτης νιότης του τον έχει προικίσει με μια εντυπωσιακή ωριμότητα, η οποία τον ωθεί να μην ακολουθεί τον συρμό, εφόσον, όπως λέει, ο ποιητής φέρει ούτως ή άλλως εντός του την εποχή του. Είναι μάλλον συνεχιστής ποιητών που είχαν μεσουρανήσει μέχρι 30 χρόνια πριν, όπως ο Antonio Machado, o Juan Ramón Jiménez, ο Pedro Salinas κ.ά. Η ποίησή του θυμίζει, ως προς τα θέματα, ενίοτε δε και το ύφος και τον τόνο, με τον ένα ή τον άλλο τροπο, τη σκέψη του υπαρξισμού της εποχής του, στο βαθμό που τον ενδιαφέρει να «τραγουδήσει την αξία της καθαρής ύπαρξης», πράγμα που, όπως ισχυρίζεται, θα έκανε ο καθένας αν είχε μέσα του έναν ποιητή. Ως προς τη γραφή του θεωρεί πως «…είναι ανάγκη να γράφει κανείς καθαρά. Ό,τι είναι σκοτεινό μαρτυρεί εκφραστική αδυναμία». Το ύφος το θέλει «φτωχό, γυμνό, χωρίς εικόνες». Η απομάκρυνσή του από τη λεγόμενη κοινωνική ποίηση του καιρού του τον οδήγησε, περιστασιακά, στο κολάζ, τον δραματικό μονόλογο και τον culturalismo (αλληγορική ή και δραματική χρήση πολιτιστικών στοιχείων και περιστατικών από ποικίλους τόπους και χρόνους), κάτι που τον καθιστά μακρινό προάγγελο μεταγενέστερων ισπανικών ποιητικών ρευμάτων, των δεκαετιών του ’60, του ’70 και του ‘80.
Σ᾽ένα πεσμένο φύλλο
Σ᾽ένα πεσμένο φύλλο
…φύλλο, το πράσινο,
δεν ξέρω τι μου θυμίζεις,
δεν ξέρω αν μια ζωή η το θάνατο, αλλά μου αρκεί σαν σε βλέπω
τη μετάβαση να καταλάβω
που ανάμεσα σε αρώματα και θρύλους
σημάδι έχει τον άνθρωπο·
…στο δέντρο έζησες από κούνια,
την όχθη με ομορφιά φώτισες,
τα βουνά, τον αγρό,
κι εκεί ακριβώς, σκιά έδωσες ·
…χτυπημένο απ’ το βοριά, απ’ την πάχνη
κι απ’ την καταιγίδα ακόμα,
σφιχτά σφίγγοντας τον κορμό
που τότε σε προστάτεψε
μη σπάσεις και, ίσως, μπορεί,
μη και καείς·
…όμως καλά κρατάς τα γλυκά μυστικά
των παιχνιδιών με το αεράκι,
με τ’ άστρα, με το φεγγάρι,
με τα πουλιά που κελαηδάν,
μάρτυρας ερωτευμένων
που με σιγουριά βαδίζουν.
…πέρασε ο καιρός της ελπίδας
ανάμεσα βοριάδες, ανάμεσα πουλιά και φεγγάρια·
η αρχή ήταν και φυγή
αυτού που ο κόσμος έχει πει
«σύντομη ζωή»·
… βαριά θλίψη με ποτίζεις
«γέρικο» να σε λέω,
κίτρινο να σε βλέπω,
πουλί αιωρούμενο να δείχνεις
που τρικλίζει·
…αποκομμένο και χαμένο από τον κόσμο κείνο που το δέντρο ήταν,
σκουπίδι ταπεινό του ξύλου έγινες που,
ξερό και αδρανές νιώθοντάς σε,
μια μέρα του Οκτώβρη
τέλος έβαλε στο κράτημά σου·
έτσι τώρα σε κοιτάζω, ακίνητο,
στη σκόνη βυθισμένο του δρόμου
που με οδηγεί·
και φτάνοντας, εσύ μπορεί και νάσαι χώμα·
…περνώντας σε πάτησα
και του τρίξιμού σου το βογγητό να σε δω και να σε νιώσω με έκανε,
και το χάλι σου σκεπτόμενος να μου δείξεις
του προορισμού μου του μοιραίου το πλησίασμα.