Αλήθεια / Τα όνειρα μου, τα έργα μου, πρέπει να περιμένουν να τελειώσει η κόλαση

Αλήθεια  / Τα όνειρα μου, τα έργα μου, πρέπει να περιμένουν να τελειώσει η κόλαση


Η Γκου­έ­ντο­λιν Μπρουκς (Gwendolyn Brooks, 1917-2000) ήταν Αμε­ρι­κα­νί­δα ποι­ή­τρια. Η ζωή στις φτω­χο­γει­το­νιές των μαύ­ρων στο Σι­κά­γο, αλ­λά και το κί­νη­μα για τα πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τά τους απο­τέ­λε­σαν κά­ποια από τα κυ­ρί­αρ­χα θέ­μα­τα στην ποί­η­σή της. Η Μπρουκς δεν πε­ριό­ρι­ζε πο­τέ τον στί­χο, αλ­λά ού­τε και τις θε­μα­τι­κές της. Με­τέ­βαι­νε με ευ­κο­λία από τον ελεύ­θε­ρο στί­χο στα σο­νέ­τα, δια­τη­ρώ­ντας τη «λαϊ­κή αφή­γη­ση», όπως έλε­γε η ίδια. Ήταν η πρώ­τη Αφρο-Αμε­ρι­κα­νί­δα ποι­ή­τρια που κέρ­δι­σε βρα­βείο Pulitzer για την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Annie Allen τον Μάιο του 1950. Τα δύο ποι­ή­μα­τα προ­έρ­χο­νται από τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές A Street in Bronzeville (1945) και Blacks (1987).

——— ≈ ———


Αλήθεια

Και αν βγει ο ήλιος
Πώς θα τον χαιρετήσουμε;
Δεν θα τον τρέμουμε,
Δεν θα τον φοβηθούμε
Μετά από τόση
συνύπαρξη με τη σκιά;

Παρόλο που κλαίγαμε για εκείνον,
Παρόλο που προσευχόμασταν,
Όλα αυτά τα σκοτεινά χρόνια—
Αν ξυπνήσουμε ένα λαμπρό πρωί
Και ακούσουμε το άγριο χτύπημα
Των σκληρών του αρθρώσεων
Στην πόρτα;

Δεν θα ριγήσουμε; —
Δεν θα τραπούμε σε φυγή
Προς το καταφύγιο, το αγαπημένο αποπνιχτικό καταφύγιο
Της γνώριμης
κι αγαπημένης καταχνιάς;

Γλυκό που είναι, γλυκό που είναι
Να κοιμάσαι στη δροσιά
Της βολικής άγνοιας.

Το σκοτάδι απλώνεται βαρύ
Πάνω από τα μάτια.

Τα όνει­ρα μου, τα έρ­γα μου, πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νουν να τε­λειώ­σει η κό­λα­ση

Κρα­τώ το μέ­λι μου και φυ­λάσ­σω το ψω­μί μου
Σε μι­κρά βά­ζα και ντου­λά­πια που επι­θυ­μώ.
Το­πο­θε­τώ ξε­κά­θα­ρες ετι­κέ­τες, και κά­θε κα­πά­κι και μά­ντα­λο
Προ­στά­ζω, Κρά­τα γε­ρά ώσπου να επι­στρέ­ψω από την κό­λα­ση.
Πει­νάω πά­ρα πο­λύ. Εί­μαι ημι­τε­λής.
Και κα­νείς δεν ξέ­ρει πό­τε θα δει­πνή­σω ξα­νά.
Κα­νείς δεν μπο­ρεί να μου πει μια κου­βέ­ντα πα­ρά μό­νο Πε­ρί­με­νε,
Το ημί­φως. Εστιά­ζω τα μά­τια προς τα μέ­σα
Ελ­πί­ζο­ντας ότι όταν οι δια­βο­λε­μέ­νες μέ­ρες του καη­μού μου
Φτά­σουν να βρουν το κα­τα­κά­θι κι επα­νέλ­θω
Σε όποια πό­δια μού έμει­ναν, με τό­ση καρ­διά
Όση αντέ­ξω, θα θυ­μη­θώ να πάω στο σπί­τι μου,
Πώς το στό­μα μου δεν θα μεί­νει ασυ­γκί­νη­το
στο μέ­λι και στο ψω­μί που ήξε­ρε ν’ αγα­πά η πρώ­τη αγνό­τη­τα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: