Κι ενώ αναμένω την πανσέληνο, ενώ αναμένω κάποια βιβλία να έρθουν να με βρουν, ενώ πίνω τα ποτήρια μου στην οδό Αληθείας, με το σημειωματάριο επ᾽ ώμου, ενώ πανηγυρίζω την έκδοση του Τούνελ, ενώ ρουφάω την εύγευστη ψαρόσουπα, ενώ θυμάμαι αιφνιδίως τις ντρίπλες τού Ζιντάν κι εκείνη τη θρυλική κεφαλιά του, ενώ στραφταλίζει και φέγγει και φλέγεται στο μέσα μου σύμπαν εκείνη η πλάτη που απαθανάτισε ο Πικαμπιά και ζωντανεύει πάλι νυχθημερόν στο μέσα από τα βλέφαρά μου, ενώ ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο, ενώ σκέφτομαι ότι είμαι αδικαιολογήτως αξύριστος, ενώ ξετρελαίνομαι με την ιδέα του εικαστικού μπαγάσα Τιμ Γιουντ —Tim Youd, παρακαλώ!— που αναδακτυλογραφεί, με επιλεγμένη κάθε φορά γραφομηχανή, υπό ειδικές συνθήκες, τα εκατό αγαπημένα του μυθιστορήματα —μα τι ιδέα! τι ιδέα! τι ιδέα!—, το σύνολο των σελίδων τους, μόλις τις προάλλες ολοκλήρωσε γκαζώνοντας το Τούνελ του Γκας, κοπανώντας τα πλήκτρα μιας IBM, βίνταζ που λένε, ενώ υπερεκθειάζω μέσα μου τον μέγιστο Γουίλιαμ Χ. Γκας για το επίτευγμά του, είκοσι πέντε χρόνια εργασίας για ένα μοναδικό (με όλες τις έννοιες) μυθιστόρημα και για το ότι φρόντισε να διαβάσει όλες τις σελίδες του και να μας προσφέρει ηχογραφημένη τη μουσική των λέξεων του Τούνελ, σαράντα πέντε ώρες να απαγγέλλει ο Γκας, ενώ υπερεκθειάζω επίσης Κυριαζή και Μπέκο και Καστανιώτη, Γιώργο και Γρηγόρη και Αργύρη γιατί φορτώθηκαν με κέφι και ευθύνη την ελληνική έκδοση του ανδραγαθήματος, αδραγαθώντας με τη σειρά τους, ενώ —
Μέσα σ᾽ όλα, έχω στήσει και αυτί εδώ, στο φαγάδικο «Μυρτιά», γωνία Κερκύρας και Αληθείας, καθημερινό κονάκι, στέκι, κρύπτη, στέγη, κι ακούω τους θαμώνες —μέσος όρος ηλικίας ογδονταφεύγα, κι όλοι φίνοι και καλοφαγάδες κι εγλεντζέδες και με αρίφνητα ένσημα και εύσημα, κι ένας μάλιστα διατέλεσε πρωταθλητής κολύμβησης με τον Παναθηναϊκό, ολέ!—, κι όπως έχω στήσει αυτί (και μ᾽ έχει στήσει αυτή, για να λογοπαίξω φτηνά και κάτω από τη ζώνη), ένας απ᾽ τους τακτικούς μιλάει μ᾽ έναν άλλο τακτικό, η κουβέντα είναι για αμάξια και παραδοξότητες και κινητήρες και κούρσες, και του λέει, Άκου να δεις, οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο, κι αναστατώνεται το μέσα σύμπαν μου και πάλι, και μου έρχονται στο νου όλα τα βιβλία του Κορτάσαρ, συν το αριστούργημα του Χάντκε, η Κλέφτρα των Φρούτων, μαζί με τη διακαή επιθυμία, λαχτάρα ας την πω, να πάω μ᾽ Εκείνη να τα πιω στο μπαρ του Καουρισμάκι στο Ελσίνκι προβάλλοντας εκ των προτέρων σ᾽ όσους με ξέρουν, και ξέρουν ότι θέλω βασιλικά έξοδα για να ξεμυτίσω απ᾽ την Κυψέλη, ότι το Ελσίνκι προάστιο της Κυψέλης είναι και ότι του Καουρισμάκι το ποτοσχολαστήριο με τις άφθονες ωραίες σταχτοθήκες κυψελιώτικο προάστιο είναι —
Κι ενώ, αναμένω στο φαγάδικο, ενώ γίνεται μίξερ μνήμης το μυαλό μου, τρέχω πάλι, νοερώς, στο Καπνεργοστάσιο, και βλέπω ξανά και πάλι και εκ νέου την πλάτη του Πικαμπιά, με έχει στοιχειώσει, με εξάπτει, με ηδύνει, είναι η πλάτη μέσα από τα βλέφαρά μου, ενώ με ταράζει η εν λόγω πλάτη, και με διαολίζει (με την καλή έννοια!) το ότι είναι φιλοτεχνημένη από τον υπερντανταϊστή Πικαμπιά, κι ενώ σκέφτομαι το μονόκλ του Τζαρά και προτείνω, όχι μόνον νοερώς, στον φίλο ποιητή Αντώνη Τσόκο να πει στη φίλη του τη ζωγράφο να ζωγραφίσει τον Τριστάν με το αιώνιο μονόκλ του έξω από το βιβλιοπωλείο «Μονόκλ», όπου τα Σάββατα πίνουμε τα ποτήρια μας και λέμε ιστορίες και προτείνουμε ο ένας στον άλλον βιβλία και μουσικές, ενώ πάλι στο Τούνελ τρέχει ο λογισμός μου, στη μουσική των λέξεών του, ναι, μουσική, ας ειπωθεί και πάλι, ας ειπώνεται για χρόνια, για δεκαετίες ας το λέμε, ενώ τέτοια είναι η λογική των συνειρμών, από μια εκπομπή του Σταθόπουλου να πετάγεσαι στο θέατρο που επιθυμεί ο Μαντάς να διακονήσει, κι από κει να φτάνεις μ᾽ ένα άλμα στην περιπέτεια του Νταντά, και κατόπιν να κουρνιάζεις κάτω από τις φυλλωσιές, και μ᾽ ένα άλμα να βρίσκεσαι στο Καπνεργοστάσιο και πάλι, και να θυμάσαι έπειτα τις μπίρες και τα ούζα και τα ουίσκι στη Δεξαμενή, κάθε κυριακάτικο ηλιόλουστο πρωί, με τον Αρανίτση ν᾽ αγορεύει για τον Κάμμινγκς, και μετά να σου σφηνώνεται στο νου η ιδέα ότι δίχως τον Ντυσάν δεν θα υπήρχε Μπόυς και δίχως τον Μπόυς δεν θα υπήρχε Γιουντ, ο οποίος, είπαμε, ο Γιουντ, αναδακτυλογραφεί εκατό βαρβάτα μυθιστορήματα, και τέλειωσε του Τούνελ την αναδακτυλογράφηση, και εύγε, προστάζει ο συνειρμός, στους Κυριαζή, Μπέκο, και Καστανιώτη —
Μέσα σ᾽ όλα, κι έχοντας στήσει αυτί, έχω ακούσει τη φράση «Οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο», φράση θαυμαστή για την ακρίβειά της, φράση ντανταϊστική, φράση μακάβρια κι αισιόδοξη μαζί, φράση που με ταξιδεύει σ᾽ όλα τα γλέντια μας με τους αείζωούς μας φίλους και με την Κοπέλα Που Χορεύει Χαμόγελα, φράση που είναι αιχμηρή αλλά και στρόγγυλη, φράση που είναι τόπι, φράση που με καλεί ν᾽ απολαύσω ακόμα μια ψαρόσουπα, φράση που με προτρέπει να ξαναδιαβάσω την Κλέφτρα των Φρούτων, φράση που με πάει στο λούνα παρκ των συνειρμών να δω αν έρχομαι, φράση που με κερνάει ιδέες για ένα μυθιστόρημα καμωμένο από όλες τις φράσεις που με κέρασαν ιδέες, φράση που με κάνει ξανά ρακοσυλλέκτη στιγμών και εθνογράφο των δρόμων, παίκτη/ρέκτη της διαλεκτικής του εφήμερου με το αιώνιο, βουτηχτή στον ποταμό του Ηράκλειτου, φυγά θεόθεν και αλήτη, φράση που θα αιωρείται πάντα στης εμπνεύσεως τις στέγες —
Κι ενώ στροβιλίζεται εντός μου αυτή η αναπάντεχη φράση ακριβείας, ενώ αναμένω την πανσέληνο, ενώ με στοιχειώνει του Πικαμπιά η πλάτη, ενώ η ψαρόσουπα είναι δώρο θεού, ενώ το τσίπουρο είναι η δρόσος δύο αγγέλων που σμίγουν ερωτικά, ενώ του τσιγάρου ο καπνός είναι το τέχνασμα που μας κρατάει ζωντανούς πεθαίνοντάς μας, ενώ ο Φέθρυ Ντακ είναι ο ντανταϊστής του Ντίσνεϊ, ενώ όλα έχουν γραφτεί και τα πάντα μένουν να γραφτούν, ενώ ευωδιάζει η γαζία στο αυτοσχέδιο γραφείο μου, ενώ τα μολύβια μου παίρνουν φωτιά καθώς γράφω στο σημειωματάριο τη σύνοψη για ένα δοκίμιο με θέμα το νόημα της αγάπης στον Έγελο, ενώ ξέρω πια για τα καλά ότι Εκείνη είναι θάλπος και θάμβος, ενώ στριφογυρίζει μες στο νου μου η ρήση του Σταθόπουλου «Ό,τι μας δόθηκε, καλά μας δόθηκε», θυμάμαι τον Ευγένιο στη Δεξαμενή να μου λέει «Το ένα δεν είναι το μισό τού δύο αλλά τα δύο μισά τού ένα» —