Η δεκεμβριανή Οδός του Φωτός

Η δεκεμβριανή Οδός του Φωτός


Στη Λουκία

Γύρω στα μέσα του τελευταίου μήνα του έτους, τιμάται από τους Χριστιανούς όλων των δογμάτων η εορτή της Αγίας Λουκίας (13 Δεκεμβρίου), της παρθένας κόρης που μαρτύρησε στις βυζαντινές Συρακούσες την εποχή του Διοκλητιανού (4ος αιώνας) και καθώς φέτος συνέπεσε η επέτειος των 700 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου Ιταλού ποιητή Δάντη Αλιγκέρι (14 Σεπτεμβρίου 1321 στην άλλη παλιά βυζαντινή πόλη της Ραβέννας), μπορεί κανείς να αναλογιστεί πως σε ολόκληρο το τεράστιο ψηφιδωτό από μυθικά, αγιολογικά, πολιτικά, στρατιωτικά, ποιητικά πρόσωπα της Θείας Κωμωδίας υπάρχουν τρία μόνον γυναικεία που ενεργούν, η Παρθένος Μαρία, η Λουκία, η μόνη Αγία και η Βεατρίκη.
Η εμφάνιση της Λουκίας είναι σε καίρια σημεία. Στην αρχή του όλου έργου η Παρθένος Μαρία στέλνει την Αγία να βοηθήσει το Δάντη, που καθώς «la diritta via era smarrita» [«η ορθή οδός απωλέσθη»], βρίσκεται μπροστά σε ένα σκοτεινό δάσος σε μεγάλη «paura». Η Λουκία παρακινεί τη Βεατρίκη, που με τη σειρά της στέλνει τον Βιργίλιο να καθοδηγήσει τον Δάντη. Έτσι η περιγραφή της παρουσίας της Λουκίας είναι διπλά έμμεση, καθώς τα λόγια της Βεατρίκης τα αναφέρει ο Βιργίλιος στον ποιητή:

«Donna è gentil nel ciel che si compiange / di questo ’mpedimento ov’ io ti mando, / sic che duro giudicio là sù frange.
Questa chiese Lucia in suo dimando / e disse: —Or ha bisogno il tuo fedele / di te, e io a te lo raccomando.
Lucia, nimica di ciascun crudele, / si mosse, e vennal loco dov’ i’ era /…
Disse: —Beatrice, loda di Dio vera, / chè non soccori quei che t’ amò tanto, / ch’ uscì per te de la volgare schiera?
Non odi tu la pieta del suo pianto, / non vedi tu la morte che ’l combatte / su la fiumana ove ’l mare non ha vanto?»

(Inferno II 94-101, 103-108)

[ Μιλάει η Βεατρίκη: «Πάνω στον ουρανό είναι μια ευγενική Δέσποινα, που δείχνει ευσπλαχνία / γι’ αυτή τη δοκιμασία, που σε στέλνω / όπως ακόμη και για τη σκληρή καταδίκη που σε καταθλίβει.
Αυτή παρακάλεσε τη Λουκία για σένα / και της είπε: — Ο πιστός σου έχει τώρα ανάγκη / τη βοήθειά σου και σου την συνιστώ.
Η Λουκία, που αποστρέφεται κάθε ωμότητα, / ξεκίνησε, κι ήρθε στο μέρος που ήμουν /…
Είπε: — Βεατρίκη, δόξα του Θεού αληθινή / γιατί δεν βοηθάς αυτόν που σ’ αγάπησε τόσο, / που για σένα βγήκε από το χυδαίο πλήθος;
Δεν ακούς το έλεος των δακρύων του, / δεν βλέπεις το θάνατο που μάχεται / κοντά στον ποταμό που και η θάλασσα δεν ξεπερνά;»

(Κόλαση Β΄, 94-101, 103-108) ].

Η Θεοτόκος ευσπλαχνική πάντα, αντιδρά στη «duro giudicio» [«σκληρή καταδίκη»], που έχει επιβληθεί στο Δάντη· την βοηθάει η Αγία Λουκία, επειδή ως μάρτυρας αποστρέφεται κάθε ωμότητα («nimica di ciascun crudele») και επειδή ο ποιητής της είναι αφιερωμένος («fedele») και αγωνίζεται για τη σωτηρία του.

Giovanni Maria de Rossi, «Η Αγία Λουκία», 1667-8, μάρμαρο τραβερτίνο, ύψος 310 εκ. Βόρειο περιστύλιο Βασιλικής Αγίου Πέτρου, Ρώμη Θεοτόκος και Αγία Λουκία, 13ος αι., τοιχογραφία στην εκκλησία Santa Margerita στο Mέλφι, Μπαζιλικάτα, Νότια Ιταλία Tommaso de Viglia, «Η Αγία Λουκία», 15ος αι. τοιχογραφία, Palazzo Abatellis, Παλέρμο, Σικελία Cosimo Rosselli, «Η Αγία Λουκία», περ. 1470, αυγοτέμπερα σε ξύλο, San Diego Museum of Art, Καλιφόρνια Francesco del Cossa, «Η Αγία Λουκία», 1473-4, αυγοτέμπερα σε ξύλο 72x56 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσινγκτον Ανώνυμου [Ο Δάσκαλος της Αποκαθήλωσης Figdor], «Το Μαρτύριο της Αγίας Λουκίας», περ. 1505-10, λάδι σε ξύλο 132,4x101,7 (τμήμα καταστραμμένης στο Β΄Π. πόλεμο εικόνας της συλλογής Albert Figdor), Μουσείο Rijks, Άμστερνταμ Paolo Veronese, «Το Μαρτύριο και η τελευταία Κοινωνία της Αγίας Λουκίας», 1582, λάδι σε καμβά 140x173 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσινγκτον Peter Rubens, «Το Μαρτύριο της Αγίας Λουκίας» (σπουδή), 1616-20, (λάδι σε ξύλο 31,5x46,5 εκ., Μουσείο Καλών Τεχνών Quimper, Βρετάνη, Γαλλία

 

 

Με αυτά τα στοιχεία η Λουκία επεμβαίνει ακόμη μια φορά, στην είσοδο του Καθαρτηρίου. Εδώ εμφανίζεται θριαμβευτικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, το φως της αυγής και τα κατά τη μεσαιωνική παράδοση ωραία μάτια:

«Dianzi, ne l’alba che procede al giorno, / quando l’anima tua dentro dormia, / sovra li fiori ond’ è là giù addorno / venne una donna, e disse: —I’ sono Lucia; / lasciatemi pigliar costui che dorme; / sì l’agevolerò per la sua via.
… / ella ti tolse, e come ’l dì fu chiaro, / sen venne suso; e io per le suo orme.
Qui ti posò, ma pria mi dimostraro / li occhi suoi belli quella intrata aperta; / poi ella e ’l sonno ad una se n’ andaro».

(Purgatorio IX 52 -57, 59-63)

[ Μιλάει ο Βιργίλιος: «Πριν από λίγο, κατά το λυκαυγές πριν φωτίσει η μέρα, / όταν η ψυχή σου από μόνη της κοιμόταν, / ανάμεσα στα λουλούδια που σκεπάζουν την κοιλάδα / ήρθε μια δέσποινα και είπε: —Είμαι η Λουκία. / αφήστε με να πάρω αυτόν που κοιμάται, / θα διευκολύνω το δρόμο του.
…/ σε σήκωσε, και όπως ξημέρωνε, / ανέβηκε, κι εγώ ακολουθούσα.
Σε άφησε εδώ, αλλά πρώτα μου έδειξαν / τα τόσο ωραία μάτια της αυτή την ανοικτή είσοδο, / ύστερα η ίδια και ο ύπνος σου χάθηκαν μαζί»

(Καθαρτήριo Θ΄, 52 -57, 59-63) ].

Από τις πλέον γραφικές τερτσίνες, όπου η Λουκία σε μια βραδινή σκηνή σηκώνει τον καταπονημένο προστατευόμενό της και τον ακουμπά, ενώ κοιμάται, στην πύλη του Καθαρτηρίου. Η χάρη της Αγίας τον οδηγεί από το σκοτάδι στην αυγή της νέας ημέρας, στην είσοδο της σωτηρίας. Από την εποχή της Οδύσσειας ο εκλεκτός σώζεται με θεία επέμβαση και καθ’ ύπνους. Ο Βιργίλιος παρακολουθεί συγκινημένος και τρεις αιώνες αργότερα ένα άλλος ποιητής, ο Άγγλος John Donne θα θυμηθεί σιωπηρά την σκηνή αυτή, όταν ο ίδιος τα μεσάνυχτα της γιορτής της Αγίας Λουκίας θα προσεύχεται συντετριμμένος να έρθει και η δική του σωτηρία με το φως της αυγής.

Quirizio di Giovanni da Murano, «Η Αγία Λουκία και σκηνές από τη ζωή της», περ. 1470, αυγοτέμπερα σε ξύλο 58,5x73,5 εκ., Palazzo Roverella, Rovigo (Βενετία)
Quirizio di Giovanni da Murano, «Η Αγία Λουκία και σκηνές από τη ζωή της», περ. 1470, αυγοτέμπερα σε ξύλο 58,5x73,5 εκ., Palazzo Roverella, Rovigo (Βενετία)

Στους παρακάτω στίχους εντοπίζεται από ορισμένους μελετητές μία ακόμη εμφάνιση της Λουκίας.

«Ancor non era sua bocca richiusa, / quand’ una donna apparve santa e presta / lunghesso me per far colei confusa.
—O Virgilio, Virgilio, chi è questa?, / fieramente dicea; ed el venìa / con li occhi fitti pur in quella onesta.
L’ altra prendea, e dinanzi l’ apria / fendendo I drappi, e mostravami l’ventre; / quell mi svegliò col puzzo che n’ uscia».

(Purgatorio XIX 25-33)

[ Μιλάει ο Δάντης: «Το στόμα της δεν πρόλαβε να κλείσει, / όταν μια γρήγορη αγία δέσποινα εμφανίστηκε / κοντά μου να την αποστομώσει.
— Ε, Βιργίλιε, Βιργίλιε, ποιά είναι αυτή η γυναίκα; / είπε άγρια· και αυτός προχώραγε / με τα μάτια προσηλωμένα πάνω σ’ αυτή την ευλογημένη.
Την άλλη άρπαξε, κι από μπροστά την άνοιξε, / σκίζοντας το ρούχο της, και δείχνοντας την κοιλιά της· / η δυσωδία που έβγαλε με ξύπνησε»

(Καθαρτήριο ΙΘ΄, 25-33) ].

Πρόκειται για τη σκηνή όπου ο ποιητής στον ύπνο του σαγηνεύεται από το τραγούδι της Σειρήνας. Η ορμητική επέμβαση μιας αγίας γυναίκας, της Λουκίας για μερικούς, είτε προσωποποίηση της Σωφροσύνης κατ’ άλλους (αν θεωρηθεί η Σειρήνα προσωποποίηση της Πλάνης) που φωνάζει στον Βιργίλιο και αποκαλύπτει τη σαθρότητα του μυθολογικού όντος, εγείρει τον Δάντη.

Αν ωστόσο στο προηγούμενο απόσπασμα είναι αμφίβολη η παρουσία της Λουκίας, στο προτελευταίο άσμα του έργου υπάρχει η δοξαστική επανεμφάνισή της:

«e contro al maggior padre di famiglia / siede Lucia, che mosse la tua donna / quanto chinavi, a rovinar, le ciglia».

( Paradiso XXXII 136-138 )

[ Μιλάει ο Άγιος Βερνάρδος: «και απέναντι από τον πρώτο πατέρα της οικογένειας (τον Αδάμ) / κάθεται η Λουκία, που σου έστειλε τη κυρά σου (τη Βεατρίκη) / όταν έκλεινες τα μάτια μπροστά στο γκρεμό»

( Παράδεισος ΛΒ΄, 136-138 ) ].

Στο μακρύ δοξαστικό των τριών τελευταίων ασμάτων της Θείας Κωμωδίας, όπου ο ποιητής αντικρύζει τον Παράδεισο και βλέπει τη μεγάλη σειρά των Αγίων Δικαίων Πατέρων [« i gran patrici»] της Εκκλησίας του Χριστού να σχηματίζουν ένα «candida rosa» [«λευκό ρόδο»], τις εξηγήσεις αναλαμβάνει ο γέρος Άγιος Βερνάρδος. Ο ίδιος του δείχνει και τις θέσεις: κοντά στη Θεοτόκο στέκει ο Αδάμ και ο Άγιος Πέτρος με τα κλειδιά της Εκκλησίας, ακολουθεί ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και ο Μωυσής, απέναντι η Αγία Άννα και η δικαιωμένη Αγία Λουκία. Αυτοί και μόνον· ο Δάντης σταματά εδώ την περιγραφή. Πριν περάσει στο ύστατο προσευχητήριο άσμα, κλείνει με τη Λουκία, τη μορφή του φωτός και της θείας χάρης, που σε όλο το έργο, όταν βρισκόταν σε σύγχυση ή απορία του έδειχνε το φωτισμένο δρόμο, που έπρεπε να ακολουθήσει· ήταν η θεία παρέμβαση όπου δεν αρκούσε η βοήθεια της Βεατρίκης.

Στη Τοσκάνη, απ’ όπου κατάγεται άλλωστε ο Δάντης βρίσκεται, ανατολικά, ένα από τα πιο όμορφα μέρη της, η κοιλάδα του Casentino. Ο ποιητής, που δεν συνηθίζει να περιγράφει τοπία, μιλάει σε δύο σημεία της Θείας Κωμωδίας για τη ξεχωριστή αυτή περιοχή. Την πρώτη φορά αναφέρεται στο καταπράσινο γεμάτο νερά τοπίο:

«Li ruscelletti che d’ i verdi colli / del Casentin discendon giuso in Arno, / faccendo i lor canali freddi e molli,»

(Inferno XXX 64-66)

[ «Τα ρυάκια που από τους πράσινους λόφους / του Καζεντίνου κατεβαίνουν κάτω στον Άρνο / σχηματίζοντας δροσερά και νοτερά αυλάκια»

(Κόλαση Λ΄, 64-66) ].

και την άλλη για το πιο σημαντικό από αυτά τα μικρά ποτάμια, τον ορμητικό χείμαρρο Αρχιάνο, που πηγάζει από την επιβλητική σειρά των Απεννίνων (και ελικοειδώς καταλήγει όμοια στον Άρνο [περιγραφή και οργή του Δάντη για το χαρακτήρα των κατοίκων των περιοχών (του Casentino πρώτα) που διατρέχει ο Άρνος, Καθαρτήριο XIV]):

«…a piè del Casentino / traversa un’ aqua c’ha nome l’ Archiano, / che sovra l’ Ermo nasce in Apennino».

(Purgatorio V 94- 96)

[«…στους πρόποδες του Καζεντίνου / περνά ένα ποτάμι με το όνομα Αρχιάνος / που πιο πάνω από τ’ Ερημητήριο πηγάζει απ’ τα Απέννινα»

(Καθαρτήριο Ε΄, 94- 96) ].

Τριάντα χρόνια αργότερα ένας Ιάκωβος, από αυτή την περιοχή και επομένως συμπατριώτης «Tosco» [Τοσκάνος] του ποιητή, αλλά ζωγράφος, ο Jacopo del Casentino συναντάει και αυτός με τη τέχνη του τη Λουκία. Η δική του Αγία είναι στρογγυλοπρόσωπη με μακριά μύτη και θλιμμένα μάτια, στέκεται τυλιγμένη σε έναν εντυπωσιακό ερυθρό μανδύα και το βάθος είναι πάντα χρυσό, χρωματικοί συμβολισμοί του μαρτυρίου και του φωτός.

Jacopo del Casentino, «Η Αγία Λουκία με δωρήτρια», περ. 1335, αυγοτέμπερα σε ξύλο 130,5x68,5 εκ., Μουσείο Bonnefanten, Μάαστριχτ. (Δεξιά:) Jacopo del Casentino (και βοηθός), Η Αγία Λουκία, 1330 αυγοτέμπερα σε ξύλο 68x48 εκ., El Paso Museum of Art, Τέξας
Jacopo del Casentino, «Η Αγία Λουκία με δωρήτρια», περ. 1335, αυγοτέμπερα σε ξύλο 130,5x68,5 εκ., Μουσείο Bonnefanten, Μάαστριχτ. (Δεξιά:) Jacopo del Casentino (και βοηθός), Η Αγία Λουκία, 1330 αυγοτέμπερα σε ξύλο 68x48 εκ., El Paso Museum of Art, Τέξας


Μάρτυρας της τελευταίας μεγάλης δίωξης των Χριστιανών η Αγία Λουκία σπαθίστηκε στο λαιμό ( ή στο στήθος) αφού πρώτα προσπάθησαν να την σύρουν σε πορνείο και μετά να την κάψουν ενώπιον του έπαρχου Πασχάσιου (Έλληνας ίσως αντί του μονίμως κακού Ρωμαίου;). Κατά μία παράδοση πρώτα της βύθισαν το μαχαίρι στα μάτια, εξού και στην εικονογραφία εκτός από το κλαδί του φοίνικα (σύμβολο του Παραδείσου και νίκης επί του θανάτου) κρατάει συχνά και δίσκο με οφθαλμούς. Έτσι είναι προστάτρια της πόλης των Συρακουσών και προστάτρια της όρασης στην Καθολική Εκκλησία.

Στην Piazza Duomo της παλιάς πόλης στην Ορτυγία νήσο στον μεγάλο, περικαλλή και πολύπαθο Καθεδρικό Ναό με τους αρχαίους ελληνικούς δωρικούς κίονες, φυλάσσεται σε παρεκκλήσι το βαρύ ασημένιο simulacrum (ομοίωμα, ύψος 3 μ.) της Αγίας, που βγαίνει σε λιτανεία κάθε χρόνο, έργο τοπικού εργαστηρίου, ενδεικτικό ενός μπαρόκ σικελιώτικου ύφους του τέλους του 16ου αιώνα. Από την άλλη μεριά της πλατείας στο δρόμο για την πηγή της Αρέθουσας (μια άλλη κακόπαθη νύμφη μιας αρχαιότερης πίστης) βρίσκεται η μικρή εκκλησία Santa Lucia alla Badia (15 ου αι.), με πρόσοψη ιδιαίτερη από τα στολίδια του ισπανικού μπαρόκ. Η παλαιότερη βασιλική της Santa Lucia al Sepolcro (11ος αι.) με το οκταγωνικό Μαρτύριο βρίσκεται έξω από τα τείχη πάνω στις Κατακόμβες και στο σημείο όπου το αρκοσόλιο της Αγίας. Οι Φραγκισκανοί μοναχοί φροντίζουν την εκκλησία και τον από πορφυρίτη στύλο του μαρτυρίου. Από τον 6ο αιώνα η λατρεία της Αγίας Λουκίας επεκτάθηκε στις πόλεις της Ιταλίας: Santa Lucia in Selci (8 ος αι.) στη Ρώμη, τη Santa Lucia a Mare (9 ος αι.) στη Νάπολη, τη Santa Lucia delle Spianate (11 ος αι.) στη Ραβέννα κ.ά.

Σικελία: η βασιλική της Santa Lucia al Sepolcro με το Μαρτύριο, Συρακούσες Σικελία: Η εκκλησία Santa Lucia alla Badia, στην Piazza Duomo στις Συρακούσες Λιτανεία στη γιορτή της Αγίας Λουκίας στην Piazza Duomo στις Συρακούσες Το ασημένιο simulacrum της Αγίας Λουκίας με το ξίφος στο λαιμό (16ος αι.), Συρακούσες

 

 

Η λατρεία της νεαρής ευσεβούς κόρης που βοηθούσε τους φτωχούς και μαρτύρησε, αφού δεν συναίνεσε σε γάμο με ειδωλολάτρη, διαδόθηκε στην Κεντρική Ευρώπη από τις κινήσεις των εκχριστιανισμένων Λομβαρδών και από την ευρύτατη χρήση του Λειτουργικού Κανόνα του 10ου αιώνα Sacramentarium, που αποδίδεται στο Πάπα Γρηγόριο Α΄ τον Μέγα.
Κληροδότημα του ταραχώδη 17ου αιώνα, που μεταξύ των άλλων ρεφορμάρει με το σκληρό μπαρόκ στυλ του όλες τις προσόψεις των ιταλικών εκκλησιών της Αναγέννησης, είναι και ο πίνακας «Il Seppellimento di Santa Lucia» [Η ταφή της Αγίας Λουκίας] του Caravaggio.
Το έργο κλείνει όλα τα χαρακτηριστικά του ζωγράφου: τον εξωτερικό έντονο ρεαλισμό, τη χρήση του φωτός και των αποχρώσεων στην προσέγγιση του εσωτερικού νοήματος, την αντισυμβατική θεατρικότητα, τη δραματική κίνηση της σκηνής, την απόρριψη στη σύνθεση των παλαιότερων τυποποιήσεων. Ο ενταφιασμός στον περιορισμένο χώρο μιας Κατακόμβης με σκοτεινή, πνιγερή ατμόσφαιρα εντείνεται με τα γαιώδη χρώματα, τη σκόπιμη διαφορά της κλίμακας των δύο ανδρών που σκάβουν με την ομάδα των θρηνούντων στο βάθος, τη σκιαγραφία του αρκοσόλιου στην μια πλευρά. Θέαμα φοβερό με τη διαγώνια οργάνωση στην ανάπτυξη, το λιγοστό φως στη χαίνουσα πληγή του λαιμού και την αντίθεση με την κατακόκκινη κάπα του αγοριού. Σύνθεση παράδοξη όπου πρωταγωνιστεί μια αιμάτινη γραμμή στο κέντρο και δύο τερατώδεις μορφές του θανάτου περιμετρικά.

Michelangelo Merisi da Caravaggio: «Η ταφή της Αγίας Λουκίας» (λεπτομέρεια), 1608. Σικελία, βασιλική της Santa Lucia al Sepolcro, 1608 (λάδι σε καμβά, 408 x 300 εκ.)
Michelangelo Merisi da Caravaggio: «Η ταφή της Αγίας Λουκίας» (λεπτομέρεια), 1608. Σικελία, βασιλική της Santa Lucia al Sepolcro, 1608 (λάδι σε καμβά, 408 x 300 εκ.)


Τον ίδιον αιώνα ο Άγγλος ποιητής και κληρικός, πρωθιερέας κάποια στιγμή του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, John Donne προβάλλει την υποδηλωτική σημασία της θανατερής ιστορίας.

A nocturnal upon St. Lucy’s Day (1633)

Tis the year's midnight, and it is the day's,
Lucy's, who scarce seven hours herself unmasks;
The sun is spent, and now his flasks
Send forth light squibs, no constant rays;
The world's whole sap is sunk;
The general balm th' hydroptic earth hath drunk,
Whither, as to the bed's feet, life is shrunk,
Dead and interr' d; yet all these seem to laugh,
Compar' d with me, who am their epitaph.

Study me then, you who shall lovers be
At the next world, that is, at the next spring;
For I am every dead thing,
In whom Love wrought new alchemy.
For his art did express
A quintessence even from nothingness,
From dull privations, and lean emptiness;
He ruin' d me, and I am re-begot
Of absence, darkness, death: things which are not.

All others, from all things, draw all that's good,
Life, soul, form, spirit, whence they being have;
I, by Love's limbec, am the grave
Of all that's nothing. Oft a flood
Have we two wept, and so
Drown' d the whole world, us two; oft did we grow
To be two chaoses, when we did show
Care to aught else; and often absences
Withdrew our souls, and made us carcasses.

But I am by her death (which word wrongs her)
Of the first nothing the elixir grown;
Were I a man, that I were one
I needs must know; I should prefer,
If I were any beast,
Some ends, some means; yea plants, yea stones detest,
And love; all, all some properties invest;
If I an ordinary nothing were,
As shadow, a light and body must be here.

But I am none; nor will my sun renew.
You lovers, for whose sake the lesser sun
At this time to the Goat is run
To fetch new lust, and give it you,
Enjoy your summer all;
Since she enjoys her long night's festival,
Let me prepare towards her, and let me call
This hour her vigil, and her eve, since this
Both the year's, and the day's deep midnight is.

Νυχτερινό για την Ημέρα της Αγίας Λουκίας

Είναι τα μεσάνυχτα του χρόνου, και

η ημέρα της Λουκίας, που φωτίζει επτά μόλις ώρες.
Ο ήλιος βασίλεψε και το σούρουπο
στέλνει αμυδρές πια λάμψεις και όχι έντονες ακτίνες.
Ο χυμός του κόσμου όλου αποστραγγίστηκε.
Τον οπό από το καθετί η υδρωπική γη ρούφηξε,
Αφού και η ζωή, ως τα πόδια του κρεβατιού , συρρικνώθηκε,
νεκρή και ενταφιασμένη. Αλλά κι έτσι ακόμη όλα μοιάζουν χαρούμενα,
αν συγκριθούν μ’ εμένα, που είμαι ο επιτάφιος τους.

Προσέξτε με λοιπόν, εσείς που εραστές θα γίνετε,
στο νέο κόσμο, που θά’ ρθει με την επόμενη άνοιξη.
Γιατί είμαι κάθε νεκρό πράγμα,
όπου ο Έρωτας έκανε κάποτε νέα αλχημεία.
Γιατί η τέχνη του αποκάλυψε
μια κάποια πεμπτουσία ακόμη κι από το τίποτα,
από ανιαρές στερήσεις, και ισχνές ματαιότητες.
Με κατέστρεψε, και ξανά-γεννήθηκα
από την ανυπαρξία, το σκοτάδι, το θάνατο: από ανύπαρκτα πράγματα.

Όλοι οι άλλοι, απ’ όλα τα πράγματα, αντλούν κάθε καλό,
ζωή, ψυχή, μορφή, πνεύμα, που έχουν.
Εγώ, από του Έρωτα τον άμβυκα, είμαι ένας τάφος
Όπου μέσα του είναι το κενό. Πολλές φορές χείμαρρο
οι δυο μας χύναμε δάκρυα, και τόσο
των δύο μας ο κόσμος όλος πλημμύριζε. Πολλές φορές αναπτύξαμε
διπλό το χάος, όταν δείξαμε
φροντίδα σε οτιδήποτε πέραν από τον άλλον. Και συχνά οι απουσίες
μαραίναν τις ψυχές μας, και μας μετέτρεπαν σε σκέλεθρα.

Αλλά είμαι με το θάνατό της (λέξη αταίριαστη γι’ αυτήν)
από το πρώτο τίποτα το υπερωριμασμένο ελιξίριο.
Όταν ήμουν άνθρωπος, αυτός που κάποτε ήμουν
έπρεπε κατ’ ανάγκην να γνωρίζω. Έπρεπε να προτιμούσα
να ήμουν κάποιο ζώο,
κάποιο απομεινάρι, κάτι ευτελές. Ε, ναι! Φυτά, πέτρες αποστρέφονται,
και αγαπούν. Όλα, όλα κάποιες διαθέτουν ιδιότητες.
Αν ήμουν ένα συνηθισμένο τίποτα,
κάτι σαν σκιά, ένα φως και ένα σώμα έπρεπε να σχηματίζουν εδώ.


Αλλά δεν είμαι απολύτως τίποτα. Ούτε ο ήλιος μου θα λάμψει ξανά.
Εσείς ερωτευμένοι, που για χάρη σας ο μικρότερος ήλιος
αυτήν την ώρα στον Αιγόκερο κατευθύνεται,
να φέρει νέο πόθο, και σ’ εσάς να τον προσφέρει,
απολαύστε τη νέα καλοκαιρινή σας εποχή.
Αφού χαίρεται της μεγάλης νύχτα της τη γιορτή,
αφήστε με να προσπέσω ενώπιον της, και αφήστε με να την επικαλεστώ
αυτήν την ώρα της αγρυπνίας της, και της προσμονής της, αφού τώρα
είναι τα διπλά του χρόνου και της μέρας βαθιά μεσάνυχτα.

[Μικρογραφία από τον βίο της Αγίας Λουκίας], Iacobus de Voragine, Legenta aurea, (13ος αι.) χειρόγραφος κώδικας 24,7x 35 εκ., The Huntington Library Καλιφόρνια
[Μικρογραφία από τον βίο της Αγίας Λουκίας], Iacobus de Voragine, Legenta aurea, (13ος αι.) χειρόγραφος κώδικας 24,7x 35 εκ., The Huntington Library Καλιφόρνια

Εσωτερικός λόγος, δυσνόητος στίχος, αινιγματώδη εικονοποιία, θρησκευτικός μυστικισμός δείνουν μιαν άλλη σημασία, τελείως μεταφυσική. Η νυχτερινή διήγηση εκπληρώνοντας το βασικό κανόνα του «ενιαίου χρόνου» στην εξεζητημένη μπαρόκ λογοτεχνία, αρχίζει με το ηλιοβασίλεμα και φτάνει ως αργά τα μεσάνυχτα. Η γιορτή συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπου ο ήλιος προσεγγίζει τον αστερισμό του Αιγόκερου, τα μεσάνυχτα ολόκληρου του έτους, επικρατεί το πιο πολύ κρύο και το πιο βαθύ σκοτάδι, όλος ο φυσικός κόσμος είναι νεκρός. Σε αυτή τη συγκυρία ο ίδιος ο ποιητής βιώνει αβάστακτο πένθος και θλίψη, η αγάπη με τη μεταμορφωτική της δύναμη έχει χαθεί γι’αυτόν, ο θάνατος είναι μόνιμος και ο ποιητής συναισθηματικά νεκρός, η ψυχή του μοιάζει με «επιτάφιο», συμπερίληψη όλων των θλιβερών και νεκρών πραγμάτων, της ύπαρξης. Ωστόσο, καθώς πλησιάζουν τα μεσάνυχτα, που θα σηματοδοτήσουν το γύρισμα της εποχής, είναι ώρα περίσκεψης, περισυλλογής για το μεταφυσικό νόημα της αναγέννησης, της Ανάστασης. Το φως που θα αρχίσει να διαγράφεται είναι για τους άλλους η παραμονή μιας νέας εποχής ελπίδας και αγάπης· και η αγάπη είναι η επερχόμενη ανοιξιάτικη ανανέωση της ζωής. Για τον ίδιον όμως τον ποιητή αυτά δεν ισχύουν, για εκείνον είναι στιγμή επαγρύπνησης και ενσυναίσθησης, βαθιάς βίωσης του ευαγγελικού «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται», συντριβής και παράκλησης για την αναμενόμενη μόνο θεϊκή «παρηγορία» της ψυχής με την πρώτη αβέβαιη αχτίδα μετά τα μεσάνυχτα της Αγίας Λουκίας.
Σφιχτή στιχουργία, (πέντε εννιάστιχες στροφές από δεκασύλλαβους με σταθερή μεσαία τομή, μειώνονται σε εξασύλλαβο στη μέση και φτάνουν πάλι δεκασύλλαβοι, και ομοιοκαταληξία abbacccdd), αντιθέσεις και μεταφορές, τολμηρές ως και ακατάλυπτες της μεσαιωνική αλχημείας λέξεις, ρητορική κορύφωση στο τέλος επιχειρούν ένα ζοφερό κλίμα μεταφυσικής αγωνίας.

Ο ποιητικός μοντερνισμός των αρχών του 20ού αιώνα είναι φυσικό να προσεγγίζει τελείως διαφορετικά το θέμα. Ο Ισπανός (και κατά τεκμήριο και αγωγή πιστός Καθολικός) Federico Carcía Lorca δημοσιεύει το 1927 σε ένα μαδριλένικο περιοδικό το μακρύ πεζό ποίημα «Santa Lucía y San Lázaro» [«Η Αγία Λουκία και ο Άγιος Λάζαρος»] (Revista de Occidente, τχ. 53, Noέμ. 1927 από την ενότητα «Narraciones»[«Αφηγήσεις»]):

«Santa Lucía y San Lázaro» (1927) [Αποσπάσματα].

«A las doce de la noche llegué a la ciudad. La escarcha bailaba sobre un pie. "Una muchacha puede ser morena, puede ser rubia, pero no debe ser ciega". Esto decía el dueño del meson (…)
Y me acosté. Pero tomé la precaución de dejar abiertos los postigos, porque no hay nada más hermoso que ver una estrella sorprendida y fija dentro de un marco. Una. Las demás hay que olvidarlas.
Esta noche tengo un cielo irregular y caprichoso. Las estrellas se agrupan y extienden en los cristales, como las tarjetas y retratos en el esterillo japonés».

[ Τα μεσάνυχτα έφτασα στην πόλη. Η παγωνιά χόρευε στο ένα πόδι. «Ένα κορίτσι μπορεί να είναι μελαχρινό, μπορεί να είναι ξανθό, αλλά δεν πρέπει να είναι τυφλό». Αυτό είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου (…)
Και πλάγιασα. Πρόσεξα να αφήσω τα παντζούρια ανοικτά, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από το να βλέπεις ένα αστέρι που πιάνεται ξαφνικά και καρφώνεται μέσα σ’ ένα κάδρο. Ένα. Τα άλλα ας ξεχνιούνται.
Αυτή τη νύχτα ο ουρανός είναι ακανόνιστος και παράξενος. Τ’αστέρια μαζεύουν ή σκορπίζουν τα κρύσταλλά τους, όπως τα τραπουλόχαρτα και οι ζωγραφιές στα γιαπωνέζικα παραβάν.] [...]

«En la puerta leí este letrero. "Posada de Santa Lucía".Santa Lucía fue una hermosa doncella de Siracusa. La pintan con dos magníficos ojos de buey en una bandeja.
Sufrió martirio bajo el cónsul Pascasiano, que tenía los bigotes de plata y aullaba como un mastín. Como todos los santos, planteó y resolvió teoremas deliciosos, ante los que rompen sus cristales los aparatos de Física.
Ella demostró en la plaza pública, ante el asombro del pueblo, que mil hombres y cincuenta pares de bueyes no pueden con la palomilla luminosa del Espíritu Santo. Su cuerpo, su cuerpazo, se puso de plomo comprimido. Nuestro Señor, seguramente, estaba sentado con cetro y corona sobre su cintura.
Santa Lucía fue moza alta, de seno breve y cadera opulenta. Como todas las mujeres bravías, tuvo ojos demasiado grandes, hombrunos, con una desagradable luz oscura. Expiró en un lecho de llamas».

[ Στην πόρτα διάβασα αυτή την πινακίδα: “Πανδοχείο της Αγίας Λουκίας”. Η Αγία Λουκία ήταν μια όμορφη δεσποσύνη από τις Συρακούσες. Την ζωγραφίζουν με δύο υπέροχα μάτια σαν του βοδιού σ΄ένα ταψί.
Υπέστη το μαρτύριο κατά την εποχή του ύπατου Πασχάσιου, που είχε ασημί μουστάκι και γάβγιζε σα μαντρόσκυλο. Όπως όλοι οι Άγιοι, έθετε και έλυνε λεπταίσθητα θεωρήματα, που ενώπιον τους σπάνε τα κρύσταλλα των οργάνων της Φυσικής.
Απόδειξε στη δημόσια πλατεία, μπροστά στο έκπληκτο πλήθος, ότι χίλιοι άνδρες και πενήντα ζευγάρια βόδια δεν νικούν τη σπινθηροβόλα πεταλουδίτσα του Αγίου Πνεύματος. Το κορμί της, το κορμάκι της, έγινε σαν στερεό μολύβι. Ο Κύριος μας, ασφαλώς, ήταν καθισμένος με το σκήπτρο και την κορώνα ακόμη στη μέση της.
Η Αγία Λουκία ήταν μια ψηλή κοπέλα, με μικρό στήθος και φαρδιούς γοφούς. Όπως όλες οι ανυπότακτες γυναίκες, είχε μάτια πολύ μεγάλα, αντρίκια, με ένα δυσάρεστο σκοτεινό βλέμμα. Εξέπνευσε σε μια κλίνη φλεγόμενη ]. [...]

Και συνεχίζει πιο κάτω με το γνωστό λυρικό και ερμητικό του ύφος:

«Pude componer perfectamente hasta ocho naturalezas muertas con los ojos de Santa Lucía. Ojos de Santa Lucía sobre las nubes, en primer término, con un aire del que se acaban de marchar los pájaros.
Ojos de Santa Lucía en el mar, en la esfera del reloj, a los lados del yunque, en el gran tronco recién cortado.
Se pueden relacionar con el desierto, con las grandes superficies intactas, con un pie de mármol, con un termómetro, con un buey.
No se pueden unir con las montañas, ni con la rueca, ni con el sapo, ni con las materias algodonosas. Ojos de Santa Lucía».

[ Μπόρεσα να συνθέσω θαυμάσια ως και οχτώ νεκρές φύσεις με τα μάτια της Αγίας Λουκίας.
Τα μάτια της Αγίας Λουκίας πάνω από τα νέφη, πρώτα- πρώτα, με έναν αέρα δίχως πουλιά.
Τα μάτια της Αγίας Λουκίας στη θάλασσα, στο δίσκο του ρολογιού, στις πλευρές του άκμονα, σε ένα μεγάλο κορμό πρόσφατα πελεκημένο.
Μπορούν να ταιριάξουν με την έρημο, με τις μεγάλες άθικτες επιφάνειες, με ένα πόδι από μάρμαρο, με ένα θερμόμετρο, με ένα βόδι.
Δεν μπορούν να ενωθούν με τα βουνά, ούτε με τ’ αδράχτι, ούτε με φρύνο, ούτε με τα βαμβακερά υλικά. Τα μάτια της Αγίας Λουκίας ].[...]

«En la mesa y en silla. Santa Lucía y San Lázaro»
[Στο τραπέζι και τη καρέκλα. Η Αγία Λουκία κι ο Άγιος Λάζαρος].

Τα τυπικά γνωρίσματα από την αρχή είναι τα ίδια: η νύχτα, το κρύο, η νέα, η χαμένη όραση, ο έναστρος ουρανός, αλλά που με το «ακανόνιστο» σχήμα του αστερισμού «Capricornio », γίνεται εδώ «ακανόνιστος και caprichoso». Όμοια τα πραγματικά στοιχεία συμφύρονται κατά τον τυπικό υπερρεαλιστικό τρόπο με τα φανταστικά, τα αγιολογικά με λεπτή ειρωνία με τα φροϋδικά, η οραματική συναίσθηση με την αισθητισμό και οι παρηχητικοί και εικονοποιητικοί συμβολισμοί με έναν υπόγειο ερωτισμό.

Με τη λατινική λέξη lux, που σημαίνει φως, στη ρίζα του ονόματος και τη χρονική σύμπτωση του μαρτυρίου με την εποχή του χειμερινού ηλιοστασίου (με το παλιό ιουλιανό ημερολόγιο) η γιορτή της Αγίας Λουκίας φαίνεται να υποκαθιστά σταδιακά παγανιστικά λαϊκά δρώμενα των Ρωμαίων και των Κελτών. Ανεξάρτητα από τις ημερολογιακές προσαρμογές τρέπεται σε μια γιορτή που σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου των Χριστουγέννων. Ειδικά στις Σκανδιναβικές χώρες το έθιμο της νέας που, ντυμένη στα λευκά ως νύμφη και στεφανωμένη με κεριά φέρνει πρωινό ή καλούδια προαναγγέλλοντας μια νέα εποχή φωτός, είναι εξαιρετικά δημοφιλές και χαρακτηριστικό.

Oswald Achenbach: «Πυροτεχνήματα τη νύχτα της Αγίας Λουκίας (Νάπολη), 1875· λάδι σε καμβά 65,5x101,5 εκ., Μουσείο Ερμιτάζ, Πετρούπολη.
Oswald Achenbach: «Πυροτεχνήματα τη νύχτα της Αγίας Λουκίας (Νάπολη), 1875· λάδι σε καμβά 65,5x101,5 εκ., Μουσείο Ερμιτάζ, Πετρούπολη.


Οι επιρροές ωστόσο δεν οριοθετούνται μόνον στα μεσαιωνικά χρόνια. Ο Γεώργιος Βιζυηνός στο διήγημά του «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», το 1883, θυμάται: [Το ατμόπλοιο είναι δεμένο και ο ίδιος περιμένει να αποβιβαστεί· και πάλι εδώ είναι μεσάνυκτα.]


Μεγάλη Νεαπολίτις λέμβος έφερεν ένα των συνήθων μουσικών ομίλων, των επαιτούντων περί τα καταπλέοντα πλοία… Μετά τινα τεμάχια γνωστών ιταλικών μελοδραμάτων – Santa Lucia! cantate Santa Lucia! εκέλευσε μεγαλοφώνως εις των επιβατών· και πειθήνια τα οργανα των Νεαπολιτών απεκρίθησαν εις το κέλευσμα ανακρούσαντα το προοίμιον. Έπειτα άπας ο αόρατος εκείνος χορός ήρχισε να ψάλλη εν μέσω θρησκευτικής σιγής τον ύμνον της πολιούχου των Νεαπολιτών Αγίας, μετά πολλής, μα το ναι, τέχνης, διπλάζων, εν βαθεία κατανύξει μετά πάσαν στροφήν, την κατακλείδα: Santa Lucia! Santa Lucia!... η ωραία και κατανυκτική εκείνη μουσική, αόρατος επί του μελανού κατόπτρου της θαλάσσης, εν μέση νυκτί αντηχούσα, εξήσκει αναμφιβόλως επί της ψυχής των ακροωμένων θαυμασίως πραϋντικήν επίδρασιν».


Είναι ενδεικτικό πώς ένα λαϊκό ναπολιτάνικο τραγούδι, του τύπου barcarola, όταν στα μέσα του 19 ου αιώνα στην περίοδο του Risorgimento [της Ενοποίησης] μεταγλωττίστηκε στα κοινά Ιταλικά και αργότερα ηχογραφήθηκε από τον μεγάλο ναπολιτάνο Enrico Caruso, διαδόθηκε ευρύτερα και τελικά «υφάρπαξε» μελωδικά τα σκανδιναβικά «κάλαντα».
Η όμορφη νυχτερινή βαρκάδα στο παλιό Borgo Santa Lucia (το γραφικό παραλιακό προάστειο στη Νάπολη όπου η ιστορική εκκλησία) της λεμβωδίας:

«Sul mare luccica l’ astro d’ argento / Placida è l’ onda, prospero è il vento. / Venite all’ agile barchetta mia. / Santa Lucia ! Santa Lucia ! /… »
[ «Πάνω από τη θάλασσα λάμπει / το ασημένιο αστέρι (το φεγγάρι) / ήρεμα είναι τα νερά/ πρύμο τ’ αγέρι. / Έλάτε στη γρήγορη βαρκούλα μου!/ Αγία Λουκία! Αγία Λουκία! …» ]

μετατρέπεται στο σουηδικό Luciasången [τραγούδι της Λουκίας] μια για τη «julens brud » [«νύφη των Χριστουγέννων»] υμνωδία:

«Sankta Lucia, ljusklara hägring / Sankta Lucia, ljusklara hägring / Sprid i vår vinternatt glans av din fägring. / Drömma med vingesus under oss sia, / tänd dina vita ljus, Sankta Lucia. / … / Skänk oss, du julens brud, julfröjders aning…».

[ «Αγία Λουκία, φωτεινή οπτασία/ σκόρπισε στη χειμωνιάτικη μας νύχτα/ αχτίδες από την λάμψη σου / Τα όνειρα με το θρόισμα των φτερών / μας προμηνύουν/ Ανάψτε τα λευκά κεριά, Αγία Λουκία. [...] Χάρισέ μας, εσύ νύμφη των Χριστουγέννων, το πνεύμα της χριστουγεννιάτικης χαράς …» ].

Ή σε άλλη εκδοχή, για τη νύχτα που φεύγει:

«Natten går tunga fjät, runt gård och stuva. / Kring jord som sol’n förgät, skuggorna ruva. / Då i vårt mörka hus, stiger med tända ljus, / Sankta Lucia, Sankta Lucia.»

[ «Η νύχτα τριγυρνάει με βαριά βήματα, στην αυλή και το σπίτι. / Γύρω από τη γη που ο ήλιος έχει εγκαταλείψει, οι σκιές πυκνώνουν. / Και τότε, στο σκοτεινό μας σπίτι, εμφανίζεται με αναμμένα κεριά, / η Αγία Λουκία, η Αγία Λουκία…» ].

Στην εικονογραφία της Καθολικής Εκκλησίας όπως είναι φυσικό εικόνες της Αγίας Λουκίας υπάρχουν πολλές. Μία ωστόσο, που εικονίζει τρεις σκηνές από τη ζωή και το μαρτύριό της, βρίσκεται σε εκκλησία του Αγίου Ιακώβου· στην Sint-Jakobskerk (13ου αιώνα) στη Brugge του Βελγίου. Πρόκειται για έργο τυπικό της πλαστικής και λεπτογραφικής, με κοσμικά χαρακτηριστικά θρησκευτικής, φλαμανδικής ζωγραφικής. Το έργο (1480, λάδι σε ξύλο 79x18 εκ.) με τα ιδιάζοντα βαριά, γαιώδη χρώματα είναι ανώνυμου καλλιτέχνη, που έχει περάσει στην ιστορία της τέχνης με το όνομα Meester van de Lucialegende [Δάσκαλος των Επεισοδίων της ζωής της Αγίας Λουκίας].

Ανώνυμου: «Επεισόδια της ζωής της Αγίας Λουκίας», 1480, Eκκλησία Αγίου Ιακώβου, Μπρυζ
Ανώνυμου: «Επεισόδια της ζωής της Αγίας Λουκίας», 1480, Eκκλησία Αγίου Ιακώβου, Μπρυζ


Σε μία τουλάχιστον ακόμη περίπτωση η Λουκία συναντάει Ιάκωβο. Στο περίφημο μεσαιωνικό αγιολογικό έργο Legenta aureaLegenta sanctorum, 1260 περίπου) [Χρυσοί Βίοι (ή Βίοι Αγίων)] η ιστορία της αρχίζει με τα παρακάτω από το συγγραφέα Iacobus de Voragine:

«Lucia dicitur a luce. Lux enim habet pulchritudinem in aspectione, quia, ut dicit Ambrosius, lucis natura haec est, ut omnis in aspectu eius gratia sit. Habet etiam diffusionem sine coinquinatione, quia per quaecumque immunda diffusa non coinquinatur. Rectum incessum sine curvitate, longissimam lineam pertransit sine morose dilatione. Per hoc ostenditur, quod beata virgo Lucia habuit decorem virginitatis sine aliqua corruptione, diffusionem caritatis sine aliquo immundo amore, rectum incessum intensionis in Deum sine aliqua obliquitate, longissimam lineam divinae operationis sine neglegentiae tarditate. Vel Lucia dicitur quasi lucis via».

«Λουκία λέγεται εκ του φωτός [lux]. Και το φως έχει κάλλος στη θέαση, γιατί, όπως είπε ο [Άγιος] Αμβρόσιος, η φύση του φωτός είναι τέτοια, ώστε να είναι [θεία] χάρη στα βλέμματα όλων. Έχει ακόμη διάδοση άφθαρτη, γιατί όπου και αν διαχέεται παραμένει άσπιλο. Ακτινοβολεί κατευθείαν χωρίς παρέκκλιση, διανύοντας την πιο μακριά διαδρομή αστραπιαία. Και έτσι αναδεικνύεται η ευλογημένη παρθένος Λουκία να έχει ευσχημοσύνη ανεπίληπτη, πνεύμα χάριτος χωρίς το παραμικρό επίμεμπτο πάθος, ευθεία απαρέγκλιτη πορεία προς τον Θεό, τη μακρά θεία γραμμή ιερουργούσα με σπουδή και ζήλο (χωρίς νωθρή άργητα). Έτσι Λουκία σαν να λέγεται η οδός του φωτός».

Η δεκεμβριανή Οδός του Φωτός
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: