Εσωτερικός λόγος, δυσνόητος στίχος, αινιγματώδη εικονοποιία, θρησκευτικός μυστικισμός δείνουν μιαν άλλη σημασία, τελείως μεταφυσική. Η νυχτερινή διήγηση εκπληρώνοντας το βασικό κανόνα του «ενιαίου χρόνου» στην εξεζητημένη μπαρόκ λογοτεχνία, αρχίζει με το ηλιοβασίλεμα και φτάνει ως αργά τα μεσάνυχτα. Η γιορτή συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπου ο ήλιος προσεγγίζει τον αστερισμό του Αιγόκερου, τα μεσάνυχτα ολόκληρου του έτους, επικρατεί το πιο πολύ κρύο και το πιο βαθύ σκοτάδι, όλος ο φυσικός κόσμος είναι νεκρός. Σε αυτή τη συγκυρία ο ίδιος ο ποιητής βιώνει αβάστακτο πένθος και θλίψη, η αγάπη με τη μεταμορφωτική της δύναμη έχει χαθεί γι’αυτόν, ο θάνατος είναι μόνιμος και ο ποιητής συναισθηματικά νεκρός, η ψυχή του μοιάζει με «επιτάφιο», συμπερίληψη όλων των θλιβερών και νεκρών πραγμάτων, της ύπαρξης. Ωστόσο, καθώς πλησιάζουν τα μεσάνυχτα, που θα σηματοδοτήσουν το γύρισμα της εποχής, είναι ώρα περίσκεψης, περισυλλογής για το μεταφυσικό νόημα της αναγέννησης, της Ανάστασης. Το φως που θα αρχίσει να διαγράφεται είναι για τους άλλους η παραμονή μιας νέας εποχής ελπίδας και αγάπης· και η αγάπη είναι η επερχόμενη ανοιξιάτικη ανανέωση της ζωής. Για τον ίδιον όμως τον ποιητή αυτά δεν ισχύουν, για εκείνον είναι στιγμή επαγρύπνησης και ενσυναίσθησης, βαθιάς βίωσης του ευαγγελικού «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται», συντριβής και παράκλησης για την αναμενόμενη μόνο θεϊκή «παρηγορία» της ψυχής με την πρώτη αβέβαιη αχτίδα μετά τα μεσάνυχτα της Αγίας Λουκίας.
Σφιχτή στιχουργία, (πέντε εννιάστιχες στροφές από δεκασύλλαβους με σταθερή μεσαία τομή, μειώνονται σε εξασύλλαβο στη μέση και φτάνουν πάλι δεκασύλλαβοι, και ομοιοκαταληξία abbacccdd), αντιθέσεις και μεταφορές, τολμηρές ως και ακατάλυπτες της μεσαιωνική αλχημείας λέξεις, ρητορική κορύφωση στο τέλος επιχειρούν ένα ζοφερό κλίμα μεταφυσικής αγωνίας.
Ο ποιητικός μοντερνισμός των αρχών του 20ού αιώνα είναι φυσικό να προσεγγίζει τελείως διαφορετικά το θέμα. Ο Ισπανός (και κατά τεκμήριο και αγωγή πιστός Καθολικός) Federico Carcía Lorca δημοσιεύει το 1927 σε ένα μαδριλένικο περιοδικό το μακρύ πεζό ποίημα «Santa Lucía y San Lázaro» [«Η Αγία Λουκία και ο Άγιος Λάζαρος»] (Revista de Occidente, τχ. 53, Noέμ. 1927 από την ενότητα «Narraciones»[«Αφηγήσεις»]):
«Santa Lucía y San Lázaro» (1927) [Αποσπάσματα].
«A las doce de la noche llegué a la ciudad. La escarcha bailaba sobre un pie. "Una muchacha puede ser morena, puede ser rubia, pero no debe ser ciega". Esto decía el dueño del meson (…)
Y me acosté. Pero tomé la precaución de dejar abiertos los postigos, porque no hay nada más hermoso que ver una estrella sorprendida y fija dentro de un marco. Una. Las demás hay que olvidarlas.
Esta noche tengo un cielo irregular y caprichoso. Las estrellas se agrupan y extienden en los cristales, como las tarjetas y retratos en el esterillo japonés».
[ Τα μεσάνυχτα έφτασα στην πόλη. Η παγωνιά χόρευε στο ένα πόδι. «Ένα κορίτσι μπορεί να είναι μελαχρινό, μπορεί να είναι ξανθό, αλλά δεν πρέπει να είναι τυφλό». Αυτό είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου (…)
Και πλάγιασα. Πρόσεξα να αφήσω τα παντζούρια ανοικτά, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από το να βλέπεις ένα αστέρι που πιάνεται ξαφνικά και καρφώνεται μέσα σ’ ένα κάδρο. Ένα. Τα άλλα ας ξεχνιούνται.
Αυτή τη νύχτα ο ουρανός είναι ακανόνιστος και παράξενος. Τ’αστέρια μαζεύουν ή σκορπίζουν τα κρύσταλλά τους, όπως τα τραπουλόχαρτα και οι ζωγραφιές στα γιαπωνέζικα παραβάν.] [...]
«En la puerta leí este letrero. "Posada de Santa Lucía".Santa Lucía fue una hermosa doncella de Siracusa. La pintan con dos magníficos ojos de buey en una bandeja.
Sufrió martirio bajo el cónsul Pascasiano, que tenía los bigotes de plata y aullaba como un mastín. Como todos los santos, planteó y resolvió teoremas deliciosos, ante los que rompen sus cristales los aparatos de Física.
Ella demostró en la plaza pública, ante el asombro del pueblo, que mil hombres y cincuenta pares de bueyes no pueden con la palomilla luminosa del Espíritu Santo. Su cuerpo, su cuerpazo, se puso de plomo comprimido. Nuestro Señor, seguramente, estaba sentado con cetro y corona sobre su cintura.
Santa Lucía fue moza alta, de seno breve y cadera opulenta. Como todas las mujeres bravías, tuvo ojos demasiado grandes, hombrunos, con una desagradable luz oscura. Expiró en un lecho de llamas».
[ Στην πόρτα διάβασα αυτή την πινακίδα: “Πανδοχείο της Αγίας Λουκίας”. Η Αγία Λουκία ήταν μια όμορφη δεσποσύνη από τις Συρακούσες. Την ζωγραφίζουν με δύο υπέροχα μάτια σαν του βοδιού σ΄ένα ταψί.
Υπέστη το μαρτύριο κατά την εποχή του ύπατου Πασχάσιου, που είχε ασημί μουστάκι και γάβγιζε σα μαντρόσκυλο. Όπως όλοι οι Άγιοι, έθετε και έλυνε λεπταίσθητα θεωρήματα, που ενώπιον τους σπάνε τα κρύσταλλα των οργάνων της Φυσικής.
Απόδειξε στη δημόσια πλατεία, μπροστά στο έκπληκτο πλήθος, ότι χίλιοι άνδρες και πενήντα ζευγάρια βόδια δεν νικούν τη σπινθηροβόλα πεταλουδίτσα του Αγίου Πνεύματος. Το κορμί της, το κορμάκι της, έγινε σαν στερεό μολύβι. Ο Κύριος μας, ασφαλώς, ήταν καθισμένος με το σκήπτρο και την κορώνα ακόμη στη μέση της.
Η Αγία Λουκία ήταν μια ψηλή κοπέλα, με μικρό στήθος και φαρδιούς γοφούς. Όπως όλες οι ανυπότακτες γυναίκες, είχε μάτια πολύ μεγάλα, αντρίκια, με ένα δυσάρεστο σκοτεινό βλέμμα. Εξέπνευσε σε μια κλίνη φλεγόμενη ]. [...]
Και συνεχίζει πιο κάτω με το γνωστό λυρικό και ερμητικό του ύφος:
«Pude componer perfectamente hasta ocho naturalezas muertas con los ojos de Santa Lucía. Ojos de Santa Lucía sobre las nubes, en primer término, con un aire del que se acaban de marchar los pájaros.
Ojos de Santa Lucía en el mar, en la esfera del reloj, a los lados del yunque, en el gran tronco recién cortado.
Se pueden relacionar con el desierto, con las grandes superficies intactas, con un pie de mármol, con un termómetro, con un buey.
No se pueden unir con las montañas, ni con la rueca, ni con el sapo, ni con las materias algodonosas. Ojos de Santa Lucía».
[ Μπόρεσα να συνθέσω θαυμάσια ως και οχτώ νεκρές φύσεις με τα μάτια της Αγίας Λουκίας.
Τα μάτια της Αγίας Λουκίας πάνω από τα νέφη, πρώτα- πρώτα, με έναν αέρα δίχως πουλιά.
Τα μάτια της Αγίας Λουκίας στη θάλασσα, στο δίσκο του ρολογιού, στις πλευρές του άκμονα, σε ένα μεγάλο κορμό πρόσφατα πελεκημένο.
Μπορούν να ταιριάξουν με την έρημο, με τις μεγάλες άθικτες επιφάνειες, με ένα πόδι από μάρμαρο, με ένα θερμόμετρο, με ένα βόδι.
Δεν μπορούν να ενωθούν με τα βουνά, ούτε με τ’ αδράχτι, ούτε με φρύνο, ούτε με τα βαμβακερά υλικά. Τα μάτια της Αγίας Λουκίας ].[...]
«En la mesa y en silla. Santa Lucía y San Lázaro»
[Στο τραπέζι και τη καρέκλα. Η Αγία Λουκία κι ο Άγιος Λάζαρος].
Τα τυπικά γνωρίσματα από την αρχή είναι τα ίδια: η νύχτα, το κρύο, η νέα, η χαμένη όραση, ο έναστρος ουρανός, αλλά που με το «ακανόνιστο» σχήμα του αστερισμού «Capricornio », γίνεται εδώ «ακανόνιστος και caprichoso». Όμοια τα πραγματικά στοιχεία συμφύρονται κατά τον τυπικό υπερρεαλιστικό τρόπο με τα φανταστικά, τα αγιολογικά με λεπτή ειρωνία με τα φροϋδικά, η οραματική συναίσθηση με την αισθητισμό και οι παρηχητικοί και εικονοποιητικοί συμβολισμοί με έναν υπόγειο ερωτισμό.
Με τη λατινική λέξη lux, που σημαίνει φως, στη ρίζα του ονόματος και τη χρονική σύμπτωση του μαρτυρίου με την εποχή του χειμερινού ηλιοστασίου (με το παλιό ιουλιανό ημερολόγιο) η γιορτή της Αγίας Λουκίας φαίνεται να υποκαθιστά σταδιακά παγανιστικά λαϊκά δρώμενα των Ρωμαίων και των Κελτών. Ανεξάρτητα από τις ημερολογιακές προσαρμογές τρέπεται σε μια γιορτή που σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου των Χριστουγέννων. Ειδικά στις Σκανδιναβικές χώρες το έθιμο της νέας που, ντυμένη στα λευκά ως νύμφη και στεφανωμένη με κεριά φέρνει πρωινό ή καλούδια προαναγγέλλοντας μια νέα εποχή φωτός, είναι εξαιρετικά δημοφιλές και χαρακτηριστικό.