Αγρίμια

Αγρίμια

Χαίρομαι που σας βλέπω. Είστε πάντα καθαρός, ήρεμος και μυρίζετε ωραία.
Θέλω να σας μιλήσω για ένα όνειρο που βλέπω από μικρή. Τώρα είμαι μεγάλη, δεκαπέντε.
Το ίδιο όνειρο σχεδόν πάντα. Βρίσκομαι στο σπίτι, αλλά δεν είναι σπίτι, είναι σαν φωλιά. Μέσα σε μια μεγάλη κουφάλα δέντρου που χωράει το κρεβάτι μου και ανοιχτή από πάνω. Είναι πάντα βράδυ και λίγα αστέρια φέγγουν αδύναμα. Θέλω να κοιμηθώ αλλά δεν το καταφέρνω. Γυρίζω μέσα στα σεντόνια και στα φύλλα που πέφτουν πάνω τους.
Ο πατέρας μάλλον λείπει κι ακούω τη μαμά να μουρμουρίζει, αλλά δεν τη βλέπω. Προσεύχεται στον θεούλη. Λέει πως ο θεός δεν την ακούει αλλά εκείνη συνεχίζει.
Εκεί στην αγωνία του ύπνου, μπαίνει εκείνος. Ψηλός, μελαχρινός, γεμάτος τρίχες παντού, να στέκεται στα δυο του πόδια. Ένας άγριος λύκος με δόντια να γυαλίζουν στο σκοτάδι και μάτια κατάμαυρα, σαν του μπαμπά, που με κοιτάζουν βαθιά.
Παγώνω. Δεν μπορώ να κουνήσω ούτε το δαχτυλάκι μου. Τα μάτια μου μένουν ορθάνοιχτα κι αρχίζει να τρέχει νερό από μέσα τους.
Έρχεται καταπάνω μου και με μυρίζει με τη μουσούδα του. Μυρίζει τα πόδια, την κοιλιά, το στήθος κι όταν φτάνει στο πρόσωπο, ανοίγει το λαχανιασμένο του στόμα και με τη μεγάλη γλώσσα του, το γλείφει. Μια απαίσια μυρωδιά βγαίνει από τα σωθικά του. Με αγκαλιάζει με όλη του τη δύναμη, να έτσι, όπως κάνω τώρα. Νομίζω πως θα σκάσω.
Ακίνητη από τον φόβο δεν μπορώ ούτε να μιλήσω. Μόνο όταν αρχίζει να σπρώχνει την κοιλιά μου με τη δικιά του, πονάω πολύ και φωνάζω. Αυτός ιδρώνοντας και ξεφυσώντας συνέχεια, μου κλείνει το στόμα με τη μεγάλη και γεμάτη νύχια πατούσα του. Γρυλίζει και βάζει μέσα μου αυτό που έχει ανάμεσα στα πόδια του. Πονάει πολύ το όνειρο… Καμιά φορά με ρίχνει στο πάτωμα, έρχεται από πίσω μου στα τέσσερα πόδια σα λύκος που είναι και κάνει ουουου κι εγώ φοβάμαι περισσότερο.
Ελπίζω να μη φοβάστε κι εσείς τους λύκους;
Σε κάποια όνειρα, έρχονται κι άλλοι. Χοντροί, αδύνατοι, γερασμένοι… Εκείνος με τα αυστηρά του μάτια κάθεται στην άκρη και προσέχει να μη φωνάξω, ό,τι και να μου κάνουν τα άλλα αγρίμια.
Μια φορά είδα τη μαμά που μπήκε στη φωλιά και φώναζε στον μαύρο λύκο να φύγει. Αυτός της έδειξε τα άσπρα δόντια του κι εκείνη έφυγε φοβισμένη.
Εγώ δε φοβάμαι στο όνειρο, μόνο πονάω. Πονάω ακόμα κι όταν ξυπνάω. Η μαμά λέει θα περάσει, όνειρο ήταν. Μετά κλαίει.
Το τελευταίο που θυμάμαι, ήταν εκείνο που είχα κρύψει ένα μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι μου. Όταν ξάπλωσε ο λύκος πάνω μου, το έμπηξα στην πλάτη του και μετά στην κοιλιά του πολλές-πολλές φορές. Ήθελα να σταματήσει ο πόνος. Εμφανίστηκε και η μαμά φωνάζοντας. Την πλήγωσα κι εκείνη, μάλλον κατά λάθος. Πάει ο λύκος και μαζί του ο πόνος.
Εδώ, δεν βλέπω τέτοια άσχημα όνειρα κι εσείς είστε τόσο καλός που με ακούτε όταν μιλάω. Και πάντα ντυμένος στα άσπρα.
Μόνο μια χάρη πριν φύγετε. Μπορείτε να ξεκουμπώσετε ένα κουμπάκι από τη ζακέτα που με σφίγγει; Είναι στην πλάτη και δεν φτάνω

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: