Ο Καραβέλας ή κατά κόσμον Θωμάς Καψάλης είναι «άντρας εξήντα χρονών, μα ζωηρός ακόμα και γεμάτος υγεία», «με ροδοκόκκινα χοντρά κι όμορφα χείλη» (σ. 29) πλην όμως άτεκνος και ταλαιπωρημένος από τη μακροχρόνια ασθένεια της γυναίκας του Αγγέλας, η οποία παρατημένη, λερή και σκουληκιασμένη σιγοσβήνει για αρκετό καιρό στο διπλανό σπίτι των Στατήριδων. Το ταλαιπωρημένο, σχεδόν άψυχο, σώμα της Αγγέλας μέσα στο καπνισμένο δωμάτιο περιγράφεται με όρους νατουραλιστικούς: «Και μέσαθε από το παλιό, σκισμένο και λιγδερό πάπλωμα, κι από το λερό χοντρό σεντόνι, έβγαινε ένα γέρικο, λιγνό, σουρωμένο πρόσωπο, […] Τα μάτια της ήταν κλειστά μέσα στες βαθουλωμένες κι άπλυτες κώχες τους […] ξεχτένιστα τ’ άσπρα μαλλιά της έφευγαν μέσα από τες λερές μέριζες, της σκέπαζαν ταυτιά, κολλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλά της […] κι εξεχώριζε ξερός, σαν από ξύλο, ο λάρυγγας, που κάθε τόσο ανεβοκατέβαινε. Και τα χέρια της, μαύρα, ζαρωμένα, κοκκαλιάρικα, παλιωμένα από την εργασία κι από την αρρώστια εψηλαφούσαν αδιάκοπα το λιγδερό πάπλωμα, εσηκωνόνταν ανήσυχα ως το κεφάλι της […] και ξανάπεφταν σιμά στο κορμί της, που κάπου κάπου ένας τρόμος το τίναζε ολόκληρο» (σ. 41). Αν και η ασθένεια της γερόντισσας δεν έχει καμία σχέση με την ευλογιά που θερίζει την αισθησιακή Νανά του Ε. Ζολά (1961: 535), η αποπνικτική αίσθηση που σκορπά το σάπιο σώμα στον περίγυρο είναι παρόμοια: «μια αηδιαστική οσμή εχύθηκε σ’ όλο το σπίτι, τόσο άσκημη που κ’ οι τρεις τους αθέλητα εσφάλισαν τη μύτη τους […] “Ω, ω Θωμά!” είπε η σαβανώτρα· “την άφηκες και την έφαγαν ζωντανή τα σκουλήκια!”» (σ. 54). Η νατουραλιστική αναπαράσταση του εν σήψει γυναικείου σώματος ως «ψειροθήκης» (σ. 55), επιπλέον, ανασύρει μνήμες από τη μακάβρια ποιητική και καλλιτεχνική παραγωγή του όψιμου Μεσαίωνα, όπου η πρόσληψη του πτώματος ως «σάκου με ακαθαρσίες» και η αισθητοποίησή του διά των λιπόσαρκων και αποξηραμένων σκελετών δεν εξυμνούν παρά την ύλη, η οποία καθώς σβήνει εκπνέει τον αχό του memento mori/carpe diem
(Ariès 2009: 167-207, Ρασιδάκη 2012: 83-108).
Ο Θωμάς, παρ’ ότι εκ των υστέρων θα συνειδητοποιήσει τον ρόλο της συζύγου του στην υποφερτή έστω οικογενειακή του κατάσταση, δεν φαίνεται να συγκινείται από την ταλαιπωρία της. Λίγες ώρες πριν τον θάνατό της, χλευάζοντας την προεξοφλημένη στειρότητά της,[4]
θα σχολιάσει στον Αργύρη: «Δεν εφελούσε […] πλια για τίποτα… Ας επήγαινε στο καλό μία ώρα αρχύτερα… Κρίμα στα βυζανταρούδια που θ’ άφινε κατόπι της» (σ. 35). Αλλά και τα τελευταία λόγια της Αγγέλας μέσα στο παραλήρημα του επιθανάτιου ρόγχου δεν είναι λόγια ούτε αγάπης ούτε συγχώρεσης: «Μ’ έβαλες αποκάτου από τη γης, Καραβέλα!» (σ. 45).
Στο άκουσμα του παρωνυμίου «Καραβέλας» ο Θωμάς χολώνεται, αφιονίζεται και αναθεματίζει. Στο χωριό η χρήση των παρωνυμίων δεν είναι ασυνήθιστη: τον Γιάννη τον φωνάζουν Σκουφά, επειδή το ψάθινο καπέλο πέφτει μικρό στο μεγάλο του κεφάλι και πιθανότατα επειδή τον θεωρούν κουτό («κούταυλο» σ. 18), ενώ κατά τα λεγόμενα της αδερφής του Θωμά «τα παρατσούκλια όλοι άντρες και γυναίκες τα έχουν για να γνωρίζονται»[5]
(σ. 109). Ωστόσο, κανείς δεν αντιδρά σε αυτά όμοια με τον Θωμά. Μήπως γιατί άλλη η βαρύτητα του «σκουφά» και άλλη του «μπόγια»; Στην κηδεία της Αγγέλας, όταν η αδερφή της θα τον αποκαλέσει με το παρατσούκλι του, ο Θωμάς θυμωμένος θα απαντήσει: «ω, που να γενώ Καραβέλας για να κόψω τα κεφάλια των παιδιών σου! Εμέ με λένε Θωμά, Θωμά Καψάλη. Καραβέλα λένε το μπόγια, το ξέρεις!» (σ. 59). Τα παρωνύμια στην ελληνική εθνογραφία (λ.χ. Campbell 1967: 312-315) έχουν διαβαστεί ως δείκτες κοινωνικού ελέγχου και μάλιστα δριμύτατου σε συνδυασμό με το κουτσομπολιό και τη διάθεση χλευασμού. Ο Θωμάς δεν φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για την κοινή γνώμη. Όταν αναγκάζεται να συνοδεύσει την Αγγέλα στον νοτάριο για τη διευθέτηση των κληρονομικών τους ζητημάτων, ντρέπεται που ο κόσμος τους περιγελά για την ανημποριά της και συγκρατεί τον εαυτό του με δυσκολία, για να μην τον αρχίσουν «με τα παρανόμια» (σ. 36). Το λυσσαλέο μένος που του προκαλεί το συγκεκριμένο παρωνύμιο μαρτυρά τη σχέση του με τους άλλους· μοιάζει με συναίσθημα κατασκευασμένο και ως επί το πλείστον οφειλόμενο στα γνωρίσματα του ονόματος που του αποδίδεται και όχι στη συνήθεια να παρονομάζουν αυτήν καθαυτήν. Με άλλα λόγια, αυτό που υπονομεύεται στην περίπτωσή του είναι το κοινωνικό του πρόσωπο, η αξιοπρέπεια παρά η ανατομία του: ο περίγυρος τον αναγνωρίζει με την ιδιότητα του δήμιου, αυτού που παίρνοντας κεφάλια αφανίζει τη ζωή με σκληρό και άτεγκτο τρόπο, με μιαν απειλητική, δηλαδή, για το ανθρώπινο σύνολο ταυτότητα. Η υπονόμευση αυτή αν συνδυαστεί με την κοινωνικά αρνητική σημασιοδότηση της ατεκνίας και της μη συνέχισης του γένους του, δηλαδή της γραμμής του αίματος, ενδεχομένως να μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με το αίσθημα της ανδρικής τιμής και της κοινωνικής απομόνωσης που φαίνεται να βιώνει ο «απόχηρος», «καλόγερος», «κακομοίρης» και «αδιάντροπος» Καραβέλας (σ. 30, 37, 61, 67-68). Σύμφωνα με την Ε. Αβδελά (2002: 30-32, 244), το περιεχόμενο του κώδικα τιμής δεν είναι στατικό, είναι όμως έμφυλο και αποτιμά τη σχέση του εαυτού με τον κόσμο. Ανάλογα με τα πολιτισμικά συμφραζόμενα, ό,τι ερμηνεύεται ως προσβολή της τιμής γεννά έντονα συναισθήματα και προκαλεί αντιδράσεις, ενίοτε βίαιες. Η τιμή παραπέμπει άμεσα στο συναίσθημα, διότι προσλαμβάνεται ως συναίσθημα (φιλότιμο: ευαισθησία για υπόληψη αναφορικά με την τιμή) και εγείρει συναισθήματα είτε θετικά (υπερηφάνεια), είτε αρνητικά (ντροπή, αίσθημα αποτυχίας ν’ ανταποκριθεί κανείς στις κοινωνικές προσδοκίες). «Το συναίσθημα αποκτά νόημα και ισχύ μέσα από την επιτέλεσή του στο δημόσιο πεδίο του λόγου»: «γεννιέται στο πεδίο της κοινωνικής διαντίδρασης» και «δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τη διατύπωσή του».
Το ενδιαφέρον, εξάλλου, του Θωμά για τις αξίες και τους ιδανικούς κοινωνικούς κανόνες δεν υπονομεύεται ολοκληρωτικά, όταν υποκύπτει στις πιέσεις του Αργύρη να δεχτεί τη βοήθεια των ξένων και όχι των όμαιμων ανιψιών του: «Εγώ σ’ ορμηνεύω σαν παιδί μου» (σ. 34) λέει ο Θωμάς στον Αργύρη, όταν ο τελευταίος χολώνεται με τη νύφη του. «Εγώ σ’ αγαπάω σαν τον πατέρα μου» (σσ. 37, 69), του λέει και ο Αργύρης, που μεγάλωσε σχεδόν χωρίς πατέρα, επικαλούμενος την ανωτερότητα των συμβολικών δεσμών προκειμένου να τον πείσει να συμμαχήσει μαζί του. «Σ’ άφηνα καμιά φορά να κάνεις αστεία, γιατί σ’ έπαιρνα για γέροντα, για πατέρα μου» (σ. 125), λέει η Μαρία στον Θωμά προκειμένου να συμφιλιωθούν μετά από έναν βίαιο καβγά που έπεται της υπογραφής της ισόβιας προσόδου. Το πάθος και η ερωτική επιθυμία του Θωμά για τη Μαρία που τον σπρώχνουν τελικά να υπογράψει τη συμφωνία είναι αναμφίβολα. Ωστόσο, δεν φαίνονται μονόδρομος για εκείνον.
Είναι φανερό ότι ο εξηντάχρονος άνδρας δεν νιώθει ότι ο κύκλος της ζωής του κλείνει με τον τερματισμό του έγγαμου βίου του: «Α όχι, εσκέφτηκε, δεν ήθελε να πεθάνει» (σ. 32). Λίγους μήνες πριν μείνει κλινήρης η γυναίκα του, φροντίζει να τακτοποιήσει με νοταριακό έγγραφο («ζωντοβούλι» σσ. 36, 63) τη μεταβίβαση της περιουσίας της. Λίγες ώρες πριν η ίδια πεθάνει, ο Θωμάς λογαριάζει τα εργατικά έξοδα και τις δουλειές που τον περιμένουν στα κτήματά του (καπνός, ελιές), υπολογίζοντας στη βοήθεια των Στατήριδων. Μετά τον θάνατό της μοιράζεται τον προβληματισμό του για το αν πρέπει να βρει μια σύντροφο, μια «δούλα χάρισμα» (σ. 73), και να κάνει και κανένα παιδί, δεδομένου ότι θεωρεί τον εαυτό του ακόμα δυνατό και έχοντα οικονομικούς πόρους (σσ. 70-71). Όλες του οι κινήσεις συνηγορούν υπέρ του ότι έχει απόλυτη επίγνωση των συνθηκών που ορίζουν το μη αναπαραγμένο σπιτικό του και ότι εξετάζει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα για το μέλλον του: «Δεν αιστανότουν ούτε λύπη, ούτε στενοχώρια, μα ούτε και χαρά για το θάνατο της Αγγέλως του. Ήξερε μόνο πως αυτός ο θάνατος θα ’ταν η αιτία που θ’ άλλαζε τέλεια η ζωή του. Θα καλυτέρευε, θα χειροτέρευε; Ποιος το ’ξερε;» (σ. 52).
Οι χρείες του σώματος και του νοικοκυριού του τον αναγκάζουν να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά της εισόδου νέων μελών σε αυτό, προκειμένου να εξασφαλίσει τα υλικά μέσα επιβίωσής του. Σύμφωνα με την Ε. Καλπουρτζή (2001: 97, 102, 119, 159-189), τα νοταριακά έγγραφα μιας άλλης νησιώτικης κοινωνίας, της Νάξου του 17ου αι., δείχνουν ότι ήταν σύνηθες για τους ηλικιωμένους με ή χωρίς παιδιά να προνοούν για τη ζωοτροφία και το γεροντοτρόφι τους. Οι ανταλλαγές αποτελούσαν κυρίαρχο σχήμα της κοινωνικής τους οργάνωσης, με τη μεταβίβαση ακίνητης και κινητής περιουσίας να πρωτοστατεί στις στρατηγικές σύναψης πλασματικής και πρακτικής συγγένειας, ενίοτε κόντρα στους εθιμικούς κανόνες, με σκοπό τη διατήρηση των παραγωγικών και αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων του νησιού. Η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία απαιτούν νέους ανθρώπους με ζωτικές δυνάμεις και θέληση να παράγουν αγαθά και για τα μη παραγωγικά μέλη ενός οίκου, τα οποία καταναλώνουν αναγκαστικά.[6]
Συνεπώς, ο Θωμάς κάθε άλλο παρά σκέφτεται αδιάντροπα μετά τον θάνατο της Αγγέλας. Η ανταλλαγή υπηρεσιών μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων υπαγορεύεται από τη βιοποριστική ανάγκη να συμπράξει με τους γείτονες και να συνάψει πλασματικά συγγενικές σχέσεις εκεί όπου δεν υπάρχει γενεαλογία, προκειμένου να διασφαλίσει τη συνέχειά του στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η επιλογή του, άλλωστε, να εισέλθει στο νοικοκυριό των Στατήριδων, πέρα από υλικά οφέλη, υπόσχεται και την απάλειψη της κοινωνικής του απομόνωσης, δηλαδή οφέλη συμβολικά. Οι επιθυμίες του δεν διαμορφώνονται εν κενώ, ενώ οι επιλογές του πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις επιλογές των άλλων.
Οι σκέψεις του Θωμά δεν ηχούν απόλυτα παράξενες ούτε μέσα στην κειμενική πραγματικότητα, εφόσον ο νοτάριος του χωριού παίρνει ξεκάθαρα το μέρος του, αναθεματίζοντας μάλιστα τον Αργύρη και τα εγγόνια του («Παρακαλώ το Θεό να μη μείνει ψυχή σπίτι τους, να πεθάνουνε όλα τα γγόνια μου!» σ. 177). Ο ογδοντάχρονος πατέρας της Μαρίας αντιμετωπίζοντας ανάλογο δίλημμα με τον Καραβέλα, αν και δεν είναι άτεκνος, εκδηλώνει ενδιαφέρον για την «κουμπάρα» του με το επιχείρημα ότι στάθηκε στις κόρες του «σαν μάνα» (σ. 122) μετά την απώλεια της βιολογικής τους μητέραΣ. Με άλλα λόγια, ο -κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερος του Θωμά- άνδρας, ο οποίος εξ επαγγέλματος υπηρέτησε τα ιδανικά της κοινότητας ρυθμίζοντας έννομα τις διαφορές των άλλων, σκέφτεται απολύτως πρακτικά, όταν το γήρας βρίσκεται προ των πυλών και χρειάζεται ν’ αποφασίσει αν προτιμά ν’ ακουμπήσει το τέλος του σε μια σύζυγο/σχεδόν ξένη ή στις παντρεμένες κόρες του. Οι τελευταίες, επικαλούμενες τη ντροπή και την κοινωνική απόρριψη, δεν εγκρίνουν την επιθυμία του γέροντα. Ο ίδιος, ωστόσο, θα τη «στεφανωθεί» αποδίδοντας τη στάση τους στον φόβο ανατροπής της ισορροπίας των κληρονομικών δυνάμεων, επειδή η εν λόγω γυναίκα δεν διαθέτει περιουσία: «Αν είχε κι αυτή χτήματα και τάλλαρα, θα βλέπατε πώς θα την ηθέλανε, θα βλέπατε» (σ. 121). Οι παράλληλες ιστορίες του Καραβέλα και του νοδάρου, των δύο γερόντων που αποτρέλανε η Μαρία και με την «ορμήνεια» (σ. 89, 137) του Αργύρη έγδυσε από τα υπάρχοντά τους, από τις εγγυήσεις δηλαδή για την κοινωνική τους υπόληψη, αφηγούνται τις στρατηγικά σχεδιασμένες πράξεις διαπραγμάτευσης των φυσικοποιημένων ρυθμιστικών κανόνων της ιδιοκτησίας χάριν της προσωπικής και συλλογικής επιβίωσης· και αυτό στην περίπτωση του Θωμά με εύγλωττη αμφιθυμία, αφού για την πράξη της ισόβιας προσόδου όλο το χωριό κατηγορεί τον «άτιμο» Καραβέλα αλλά συγχαίρει με κρυφό φθόνο τον «αδικητή» και «πλεονέκτη» Αργύρη (σσ. 14, 19, 102, 107-108, 161)! Με τα λόγια της Τζ. Πολίτη (1996: 164) για την αναντίστοιχη σχέση φυσικών (δαρβινικών) και ανθρώπινων νόμων: «Ο ανθρώπινος Νόμος» την ώρα που καταδικάζει την πράξη της αμοραλιστικής συναλλαγής «υποκριτικά στηρίζει ακριβώς μια τέτοια κοινωνία -- του σκληρού ανταγωνισμού και του νόμου του ισχυρού».
Το ίδιο διφορούμενη είναι η στάση των Στατήριδων απέναντι και στον ιδανικό κανόνα της απαγόρευσης της αιμομιξίας, γεγονός που υπογραμμίζει την πάση θυσία αδιάσπαστη γραμμή τους, όχι μόνο όσον αφορά στην επιθετική αλλά και στην αμυντική πολιτική τους. Η Χρυσάνθη κατηγορεί τη Μαρία για τη σχέση της με τον ξάδερφό της λίγο πριν το γάμο της με τον Γιάννη, ωστόσο, Μαρία και Χρυσάνθη παρ’ ότι βλέπουν ανησυχητικά τα παιδιά τους, Ανδρέα και Αμαλία, πατροπλευρικά παραλληλεξαδέλφια,[7]
να «ετσιμποτραβιούνται» καθώς μεγαλώνουν (σσ. 25,110), κάνουν τελικά ησυχία κατά παραγγελία του Αργύρη, όταν πιάνουν τον Ανδρέα να «κάνει γυναίκα του την Αμαλία» στην αποθήκη (σ. 151). Η Χρυσάνθη και ο Αργύρης τα βάζουν με τον «Καραβέλα» που έσπειρε την πονηριά στα παιδιά τους και τα «εκακομοίριασε» (σ. 152). Ο δε Γιάννης, ο πατέρας της Αμαλίας, ο οποίος δεν αγαπά τις φασαρίες, λήγει τον καβγά αβασάνιστα λέγοντας πως η μόνη ζημιωμένη της υπόθεσης είναι η κόρη του η οποία ως «δευτερωμένη» (σ. 153) θ’ αναγκαστεί να παντρευτεί έναν φτωχό, ενώ θα μπορούσε να διεκδικήσει έναν καλύτερο γάμο. Ενώ δηλαδή όλο το χωριό καταριέται τα «αιμομίχτικα» (σ. 152), οι συγγενείς εξ αίματος τακτοποιούν το ζήτημα με συνοπτικές διαδικασίες και συνεχίζουν απερίσπαστοι το σχέδιο καταπάτησης της περιουσίας του Θωμά. Η «ατιμία» της πράξης, που ακούγεται σε όλο το χωριό ενάντια στον κανόνα που θέλει τις γυναίκες να μην ακούγονται, δεν στέκεται ικανή να προσβάλλει ηθικά τον πατέρα της Αμαλίας, ως είθισται στις Κορφιάτικες Ιστορίες αλλά και σε διάφορες νεοελληνικές εθνογραφίες (Campbell 1967, Handman 1987, Σερεμετάκη 1999). Οι όροι της υπεργαμίας για την κόρη, η κοινωνική δηλαδή αποτίμηση του συμβάντος και πάλι παραγκωνίζει τις φυσικές του συνέπειες. Η αποφυσικοποίηση του κοινωνικού κανόνα της απαγόρευσης της αιμομιξίας χάριν της οικογενειακής συνοχής και αλληλεγγύης στο σημείο αυτό είναι παραπάνω από ενδεικτική στρατηγική (Heritier 2005: 31).
Για τη φυσική πράξη που σώζει τον Ανδρέα από το «χτικιό» (σ. 145) αλλά απειλεί με κοινωνικές ποινές («κακομοιριά» σ. 152) την οικογένεια των Στατήριδων, κατηγορείται ως ηθικός αυτουργός ο «άτιμος Καραβέλας» (σ. 152) που προσπαθεί να τους ντροπιάσει, όπως τον ντρόπιασαν («“Τι ζωή μου κάνετε εδώ μέσα! Δεν έχετε κρίμα; Δεν έχετε κρίμα;” Και αναστέναξε με βαρύ παράπονο. “Πώς θα ζήσω έτσι;”» σ. 126). Νιώθοντας εξαπατημένος και μην αντέχοντας τις καθημερινές εντάσεις, ως εκ τούτου, ζητάει «να μην είναι πια στην εξουσία» τους. Ο Αργύρης επανειλημμένα τον ρωτά ρητορικά τι του λείπει παραπάνω από το φαγητό, το συγύρισμα και την καθημερινή αμοιβή του, επειδή σ’ εκείνους δεν συμφέρει «να χαλάσουν τα γράμματα», την έγγραφη συμφωνία (σ. 116, 136, 154, 160-161). Ο Θωμάς απαντά ότι ενώ του είχαν υποσχεθεί φροντίδα και σεβασμό σαν σε δικό τους άνθρωπο, του συμπεριφέρονται αντ’ αυτού αναιδώς και προκλητικά. Του λείπουν, επομένως, ο συσχετισμός και η σύμπλευση. Σύμφωνα με τον E. Durkheim (1980), ο οποίος αξιολογεί ως ευεργετικές τις λειτουργίες της κοινωνίας και ως κοινωνικό τον χαρακτήρα του ηθικού χρέους, η αποξένωση αποτρέπεται μόνο όταν οι κοινωνικές αναπαραστάσεις εσωτερικεύονται συλλογικά με τρόπο θετικό, ώστε οι κοινωνικοί δεσμοί και συμβολισμοί να μην αποκηρύσσονται ευκόλως. Στις προβιομηχανικές κοινωνίες, συγκεκριμένα, όπου ο καταμερισμός της εργασίας είναι λιγότερο εξειδικευμένος, η συνοχή της κοινωνικής δομής επιτελείται μέσα από τις συλλογικές εμπειρίες και μια κοινή συνείδηση για τα πράγματα (collective conscience, shared awareness, Bohannan και Glazer 1973: 233). Στην περίπτωση του Θωμά οι επωφελείς αυτοί κοινωνικοί δεσμοί παρουσιάζονται μάλλον ασθενικοί, καθώς η καθημερινότητά του δεν μπορεί να βιωθεί μέσα σε θετικό κλίμα ούτε πριν τον θάνατο της γυναίκας του ούτε πολύ περισσότερο μετά την αναγκαστική διάλυση της οικιακής τους ομάδας. Η προσπάθειά του να δημιουργήσει απογόνους με την Αγγέλα απέβη άκαρπη ενώ η απόπειρά του να ενσωματωθεί πρακτικά και συμβολικά στην οικογένεια των Στατήριδων, επωφελούμενος των όποιων (παράνομων ή μη) βιωματικών της κανόνων, αποτυγχάνει παταγωδώς. Ό,τι κέρδισε ζώντας σε πείσμα τής έλευσης του απρόβλεπτου φυσικού τέλους, άλκιμο γήρας και αξιόλογη περιουσία, δεν προσφέρονται με αντάλλαγμα την κοινωνική αναγνώριση· ο προσωπικός και κοινωνικός του χρόνος κάθε άλλο παρά συλλογικά βιώνεται, γεγονός που προεξοφλεί την «επίθεση στο βιολογικό του κεφάλαιο» (Baudrillard 2008), καθώς μάταια ζητά την αποδέσμευσή του από την κυριαρχία τους.
Και αφού καμιά από τις επιθυμίες και τις ανάγκες του δεν βρίσκουν ανταπόκριση, αποφασίζει να γίνει «Πειρασμός», για να εκδικηθεί τα επιθετικά πειράγματα όλου του κόσμου: «Αχ! θα γενώ κακός! Μου φταίνε όλοι οι άνθρωποι· όλοι, όλοι! Είμαι μάρτυρας σε αυτόν τον κόσμο, με μισήσανε όλοι, είμαι του χωριού το κορόιδο!» (σσ. 138, 140). Για τον Θωμά «Όλοι μπορούσαν να ζουν, όλοι να λησμονούν την πίκρα του θανάτου και μόνος αυτός έπρεπε αδιάκοπα να συλλογίζεται το τέλος του, να παλεύει κάθε στιγμή με το Χάρο, γιατί σαν θάνατος ήταν φαρμακερή η ζωή του» (σ. 139). Έχοντας μετανιώσει που δεν εμπιστεύτηκε τα γεράματά του στ’ ανίψια του, αποτείνεται στη φροντίδα του δημόσιου φτωχοκομείου. Η ελεημοσύνη που ζητά δεν του δίνεται, επειδή δεν κρίνεται ανήμπορος, και έτσι επιστρέφει καταφρονεμένος στο καταπατημένο σπίτι του το οποίο ανακαινίζεται πυρετωδώς: «Μα τι κόσμος! Ως την ύστερη στιγμή θα με σταυρώνουν! Κι είναι όλοι τους σύμφωνοι… όλοι, όλοι! Αυτή η ζωή πρέπει να λάβει ένα τέλος, είναι ώρα, είναι ώρα!» (σ. 159). Λίγο πριν αποσυρθεί στην κάμαρά του παραδέχεται απελπισμένα: «Ήρθα για να τελειώσω εδώ τη ζωή μου! Το κρίμα μου όμως θα σας κυνηγάει!» (σ. 161).