Ξόμπλι κι αρμηνειά

«Σι­γού­λια, σι­γού­λια, μά­να μου, άμε στο κρε­βα­τά­κι σου». Σταύ­ρω­μα και φι­λί· όλα γα­λη­νε­μέ­να στο τέ­λος της ημέ­ρας. Εσύ δε θα κοι­μη­θείς ακό­μη: έχεις να ετοι­μά­σεις το ζυ­μά­ρι για να φουρ­νί­σεις αύ­ριο. Ξυ­πνώ­ντας, ένα πε­ντά­χρο­νο θα σε δει τρο­μαγ­μέ­νο να πιά­νεις την καυ­τή λα­μα­ρί­να από τον χτι­στό φούρ­νο έξω από το σπί­τι, το μη­τρι­κό του πα­τέ­ρα: «Θα κα­είς, για­γιού­λι μου!».

«Των αμ­μα­θιών μου το νε­ρό φτά­νει μου να ζυ­μώ­σω                                                    
και τση καρ­διάς μου η φω­θιά το φούρ­νο να πυ­ρώ­σω
» θα γε­λά­σεις.

Έτοι­μα τα φραν­τζο­λά­κια. Με­τά θα τάι­ζες τις κό­τες, το γου­ρού­νι, τα σκυ­λιά και όλα τα εγ­γό­νια σου που τύ­χαι­νε να τρι­γυρ­νούν κά­που εκεί. Και με αυ­τά τα κα­θη­με­ρι­νά τε­λε­τουρ­γι­κά θα περ­νού­σαν τα χρό­νια και, ενώ πό­τι­ζες τους κα­τι­φέ­δες σου, θα άκου­γες μια φοι­τή­τρια εγ­γο­νή σου:
«Για­γιά, ο κο­μα­ντά­ντε Μάρ­κος λέ­ει: λου­λού­δι το σώ­μα μας, γεν­νά με­ρι­κά λου­λού­δια και μα­ραί­νε­ται· ξα­να­νοί­γει ο κά­λυ­κας της καρ­διάς μας. Το πι­στεύ­εις;»
«Ναι! Κα­λό παι­δί φαί­νε­ται αυ­τός. Έναν τέ­θοιον θες».
«Μα μέ­νει στην Τσιά­πας, στο Μεξ…»
«Κι ο παπ­πούς σου και τσά­πα εδού­λευε και κα­σμά. Κι ήτα­νε από τον Απο­κό­ρω­να, πό­σα χω­ριά μάς εχω­ρί­ζα­νε, ξέ­ρεις; Αλ­λά έκα­νε την από­φα­ση κι ήρ­θε εδώ, για μέ­να».

Η μέ­ρα κυ­λά σαν πο­τα­μά­κι με τις φρο­ντί­δες. Ένα σύ­μπαν από έγνοιες το πε­ρι­δέ­ραιο των χρό­νων σου, μα δε σου σφίγ­γει το λαι­μό. «Εις τους λο­γι­σμούς της, συ­γκε­φα­λαιού­σα όλην την ζω­ήν της, έβλε­πεν ότι πο­τέ δεν εί­χε κά­μει άλ­λο τί­πο­τε ει­μή να υπη­ρε­τή τους άλ­λους»: η κα­τα­κλεί­δα του βιο­γρα­φι­κού σου θα έμοια­ζε άρα­γε με της συ­νο­νό­μα­τής σου Φρα­γκο­γιαν­νούς;
Κυ­ρια­κή χα­ρά­μα­τα. Πλάι σου το παι­δί που ίσως θα εί­χε ξε­ρα­θεί σαν άνυ­δρη γη αν δεν εί­χες γί­νει πυ­κνή βρο­χή αγά­πης. Ξυ­πνού­σε μα­ζί σου, να στρι­μω­χτεί στο στα­σί­δι σου στην εκ­κλη­σία, στη στα­θε­ρή θαλ­πω­ρή σου — ανή­ξε­ρη από χά­δια, κι όμως αρα­χνο­ΰ­φα­ντη.
Ομί­χλη μέ­σα στο σπί­τι, πα­ρά­ξε­νη σιω­πή —ενώ τό­σα λό­για χά­χα­να—, ρωγ­μές στους τοί­χους, το­μά­ρια ζώ­ων στην κρε­μά­στρα και δί­πλα μια κυ­νη­γε­τι­κή κα­ρα­μπί­να, γε­μά­τη φυ­σίγ­για. Του δρά­κου. Το χει­μώ­να μου­νού­χι­σμα γου­ρου­νιών, σφά­ξι­μο, κου­ρές των προ­βά­των τον Ιού­νη. Άι-Γιάν­νης Νη­στευ­τής στο ξω­κλή­σι. Αλώ­νι μύ­λος μπα­ξές χω­ρά­φι σπί­τι: ο διά­κο­σμος της ζω­ής σου. Να αλα­φρο­δια­βαί­νεις μες στα χρό­νια τα χώ­μα­τα που σε γέν­νη­σαν. Που πή­ρες απʼ το αί­μα τους κι από την ανα­πνιά τους. Τα τα­ξί­δια σου: Ανε­μο­σέφ­κου­λο, Τούρ­κας λάκ­κα, Ρου­σα­λί­μνη, Πε­τρα­δο­λάκ­κια… Έγνε­θες, ύφαι­νες, έβο­σκες, άρ­με­γες, ξε­γεν­νού­σες ζώα —ξε­γέν­νη­σες κά­ποιες φο­ρές κι εσέ­να στη ρί­ζα του ασφε­ντά­μου, πλάι στο κο­πά­δι—, φά­σκιω­νες μω­ρά (δε­κα­πέ­ντε τα δι­κά σου), έκλαι­γες πε­θα­μέ­να νή­πια (δύο τα δι­κά σου), αρ­μή­νευ­γες, θέ­ρι­ζες όσα έσπερ­νε ο λευ­κός άνε­μος της ζω­ής.


Και στο κέ­λυ­φός σου, το αρ­χο­ντι­κό σου, κά­θε Μάη να λιά­ζεις το γιού­κο με ευ­λά­βεια — πρώ­τα τα χα­λιά, με­τά τα χι­ρά­μια, οι πα­τα­νί­ες… και τέ­λος τα μα­ξε­λά­ρια. Όλα κο­χε­μέ­να. Στη γε­ω­με­τρία του μπα­ού­λου τα έρ­γα των χε­ριών σου με τη ρό­κα, την ανέ­μη, το βε­λο­νά­κι. Την ίδια τύ­χη εί­χε ο αρ­γα­λειός σου, το αρ­γα­στή­ρι σου, με το όπλο εκεί­νου του γιου που σε αγά­πη­σε, του αντάρ­τη που δεν το πα­ρέ­δω­σε με­τά τη Βάρ­κι­ζα: σε κά­ποιο χω­ρά­φι πε­τα­μέ­να πε­θα­μέ­να, αγκα­λια­σμέ­να, όλο πιο βα­θιά στη γη — της μνή­μης.
Πώς λά­ξευ­σες τον εαυ­τό σου; Στο κα­μί­νι της ζω­ής χα­ρές ου­λές πλη­γές σκιές, λη­ξιαρ­χι­κές πρά­ξεις συμ­βο­λαιο­γρα­φι­κές πρά­ξεις κλά­σμα­τα αγρο­τε­μα­χί­ων στο Ε9, τε­λε­τές, ξε­νι­τιές, αχα­ρι­στία, λα­τρεία, κι­νή­σεις, ξε­ρο­βό­ρια, κε­νά, αγριά­δες, παι­διά νύ­φες γα­μπροί. Ση­μείο εκ­κί­νη­σης το σώ­μα σου για ένα φο­νιά και μια δι­κα­στί­να, έναν θλιμ­μέ­νο ντα­λι­κέ­ρη και μια Μις Ελ­λάς, έναν…: αλ­λό­κο­το χα­λι­φά­το συγ­γε­νών ξέ­νων τα τριά­ντα εγ­γό­νια σου. Στην αρ­πά­γη του χρό­νου ντα­γιά­ντι­ζες. Σαν άπρα­γη κο­πε­λιά, με πί­στη έπλε­ες στο καλ­ντε­ρί­μι του βί­ου, κά­νο­ντας μά­ταιες από­πει­ρες να μα­ντέ­ψεις το μέλ­λον — «Την ωμο­πλά­τη του κρι­γιού τη λέ­γα­νε κου­τά­λα /  και με ση­μά­δια μαρ­τυ­ρεί για πρά­μα­τα με­γά­λα».

Στη σά­λα φω­το­γρα­φί­ες από πρό­σω­πα πε­θα­μέ­να, τα επτά αδελ­φά­κια σου· όλα εί­χαν αιφ­νί­διο θά­να­το πριν από τα δέ­κα (Επε­θά­ναν απʼ τα γράμ­μα­τα τα έρ­μα. Στε­νο­χώ­ρια το σκο­λειό, έλε­γε η μά­να μας, ερ­ρω­σταί­ναν τα παι­διά. Γι’ αυ­τό εμέ­να μ’ εστεί­λα­νε μό­νο στην πρώ­τη κι έζη­σα). «Εδώ ο παπ­πούς σου φο­ρεί λε­βέ­ντι­κα το μα­ντι­λέ του. Αλ­λά ήμουν κι εγώ με­ρα­κλί­να. Εφυ­τεύ­α­νε τα κο­ρί­τσια βα­σι­λι­κό κι, αν εγι­νό­τα­νε κα­λός, ελέ­γα­νε ότι την ίδια χρο­νιά θα πα­ντρευ­τού­νε. Εκεί­νος εί­χε φί­λους στο χω­ριό. Γλέ­ντια στο Μεϊ­ντά­νι ως το πρωί. Πού τα κα­τέ­χε­τε εσείς του­τα­νά εδά με τσι τη­λε­ο­ρά­σεις και τους σι­νε­μά­δες; Μου ʼκα­νε κα­ντά­δα, με λυ­ρά­ρη τον Στρα­βό πα­ρα­κα­λώ. Θυ­μού­μαι μια μα­ντι­νά­δα που ʼβγα­λε για μέ­να:

Η λάμ­ψη του προ­σώ­που σου τη σκο­τει­νιά μοι­ρά­ζει
και βρί­νει ο ήλιος πε­ρα­σά κι όπου πε­ρά­σεις λιά­ζει.
[1]

Νύ­χτα, σκο­τί­δι κι έβρε­χε κι εκεί­νος κά­τω από το πα­ρα­θύ­ρι μου. Έμει­να κλει­σμέ­νη μέ­σα. Έβα­λα με το νου μου ότι με θέ­λει για την πε­ριου­σία του πα­τέ­ρα μου. Εί­χε λε­φτά, ζα, χτή­μα­τα, ελιές — αφαι­ρώ που στον πό­λε­μο χά­σα­με τα πιο πολ­λά, αφαι­ρώ που όλα τώ­ρα ερη­μά­ξα­νε... Το άλ­λο βρά­δυ:

Κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα στα μά­γου­λά τζη αν­θού­νε
κι επή­γα να τα μυ­ρι­στώ, μα τα κλα­διά τζι­μπού­νε.

Εσά­λε­ψε η κουρ­τί­να στο πα­ρα­θύ­ρι. Εθάρ­ρε­ψε, ήρ­θε στον πα­τέ­ρα μου, αντά­μα με την προ­ξε­νή­τρα. Επί­ε­ζε το δί­σκο που του εί­χα τον κα­φέ και το γλυ­κό κυ­δώ­νι (ε, σα­ρά­ντα χρό­νια θα πί­να­με επαέ τον κα­φε­δά­κο μας πα­ρε­ού­λα!). Εγύ­ρευε να με ρε­ζι­λέ­ψει, κα­τά­λα­βες; Μʼ εδο­κί­μα­ζε. Στα μά­θια δεν ημπο­ρού­σα να τον κοι­τά­ξω, άγνω­στο άντρα. Μό­νο στον με­γά­λο κα­θρέ­φτη τον εξά­νοι­γα κι εβα­στού­σα δύ­να­μη.
Κι εκεί­νος εκοι­τού­σε τις πλε­ξού­δες μου. Ξέ­ρεις τι μαλ­λιά εί­χα, ελά­μπα­νε! Μα­γκού­φι­κα, πέ­φτουν τώ­ρα από το σύ­γνο­φο που έχε­τε στην Αθή­να. Σεβ­ντα­λής ο μα­κα­ρί­της. Βιό­λα μου με φώ­να­ζε. Χάι­δω χαϊ­δε­μέ­νη και στον κό­σμο ξα­κου­σμέ­νη. Πε­ρα­σμέ­να όλα…». Στρώ­νεις στο κε­φά­λι τη μαύ­ρη μπό­λια. Και χύ­νεις λί­γο κρα­σί στη γη: αρ­χαί­ες χο­ές — το υπό­λοι­πο το πί­νεις. «Άντε, εβί­βες! Κι όξω απ’ άδι­κο!»

——— ≈ ———

«Μας χτύ­πη­σε η αστυ­νο­μία, για­γιά. Δα­κρυ­γό­να, αί­μα, βρι­σιές».
«Δε φε­λά­νε οι λύ­πες. Να σου φτιά­ξω λί­γο ξι­νό­χο­ντρο να ζε­στα­θείς;» λες σιρ­γου­λευ­τά. «Κι εμέ­να στην ηλι­κία σου μʼ εχτυ­πή­σα­νε οι να­ζή­δες. Εξε­πέ­ρα­σά το, μά­να μου. Το ʼ44 που εκά­ψα­νε οι Γερ­μα­νοί το χω­ριό επή­γα­με στα πα­ρα­δί­πλα. Έχε­τε διο­ρία τρεις ώρες, μας εί­παν. Θα χα­λά­σου­με το χω­ριό σας. Κα­μέ­να σπί­τια, κα­μέ­να ζώα — να πο­νεί η ψυ­χή σου. Οι πα­τά­τες ήτα­νε στον αχυ­ρώ­να. Όταν εκά­η­κε το σπί­τι επέ­σα­νε τ’ άχε­ρα πά­νω στις πα­τά­τες και εψη­θή­κα­νε, γί­νη­καν οφτές. Από τη φω­τιά ακού­σα­με τη μυ­ρω­διά της πα­τά­τας: εί­χα­νε ψη­θεί και εμο­σχο­μυ­ρί­ζα­νε. Εί­χα πά­ρει σε ένα κα­λά­θι δυο αλ­λα­ξιές ρού­χα».[2] Δυο αλ­λα­ξιές έχεις και στη βα­λί­τσα σου, εσω­τε­ρι­κή με­τα­νά­στρια όπου ανά την επι­κρά­τεια κα­τοι­κούν παι­διά σου, τσιγ­γά­να του χει­μώ­να.

«Για­γιά, για­τί εί­ναι με­γά­λη η κοι­λιά σου;»
«Για να χω­ρά­ει τις στε­νο­χώ­ριες, παι­δά­κι μου. Χω­ρίς να λέω κα­κό λό­γο».

Σή­με­ρα, δη­λα­δή πριν από δε­κα­πέ­ντε χρό­νια, στο μπαλ­κό­νι του μπαλ­κο­νιού της Κρή­της. Μό­νες στον κό­σμο. Μι­κροί χεί­μαρ­ροι του χρό­νου στο πρό­σω­πό σου. Έχεις αρ­χί­σει να ξε­χνάς. «Άσ’ τη­νε, τι κου­βέ­ντα σταί­νεις μα­ζί τζη; Χαϊ­μέ­να τα ʼχει, δεν το θω­ρείς;» Ο γε­ρο-Ψη­λο­ρεί­της όμως κι η εγ­γο­νή σου σε ακού­νε: «Παι­διά ανά­σται­να; Πί­κρες ανά­σται­να; Δεν ξέ­ρω να σου μο­λο­γή­σω». Κε­ρά­κι αφτού­με­νο στη δί­νη των ανέ­μω, να πορ­πα­τείς σε δύ­σβα­το φως, να μα­κραί­νεις από τα λέ­πια του δρά­κου. Όπως τό­τε που πα­ρα­λί­γο να σε δα­γκώ­σει φί­δι στο κα­τώι. «Οχιά ήτα­νε» εί­πες ήσυ­χα.

«Πά­ρε το σφουγ­γά­ρι, έλα τρί­ψε μου την πλά­τη που δε φτά­νει η χέ­ρα μου. Αχ, άμα θα ʼρ­θεις στα χρό­νια μου θα κα­τα­λά­βεις… Να ʼχεις την ευ­κή μου!»
«Κι εσύ με έπλε­νες όταν ήμουν μι­κρή».
Κι έξαφ­να η πλά­τη σου άνοι­ξε στα δυο σαν σύ­κο γι­νω­μέ­νο. Ανά­με­σα στους ώμους σου μια βα­θιά σπη­λιά. Και μέ­σα της ρού­χα με νή­μα από με­τά­ξι και χρυ­σο­κε­ντη­μέ­να. Στο­λί­δια με πέ­τρες πο­λύ­τι­μες, ρου­μπί­νια, ζα­φεί­ρια, μαρ­γα­ρι­τά­ρια, δια­μα­ντό­πε­τρες. (Στο πα­λά­τι της μνή­μης εί­σαι πά­ντα η πιο γεν­ναία βα­σί­λισ­σα.) Τώ­ρα θα πεις, όπως στο πα­ρα­μύ­θι: Εί­ναι όλα για σέ­να, κό­ρη μου. Πά­ρ’ τα και ντύ­σου και στο­λί­σου και τρέ­ξε στη γιορ­τή![3] Πο­τέ δε στέ­ρη­σες από κα­νέ­ναν τη γιορ­τή· ού­τε από τον εαυ­τό σου τα σε­μνά βή­μα­τα του συρ­τού.

«Να τη γυρ­νά­τε να μην ανοί­ξει η πλά­τη της». Η δι­πλή βέ­ρα αγκι­στρω­μέ­νη στο ακί­νη­το λε­πτό δά­χτυ­λο, οροί-όροι για τη ζωή. Από τη με­ταλ­λι­κή υφή των μαλ­λιών σου το ένιω­σε: Σι­γού­λια σι­γού­λια, για­γιού­λι μου, κα­λο­στρα­θιά... Και πώς εσύ, βου­νί­σια κα­πε­τά­νισ­σα, νη­σιώ­τισ­σα που δεν ξέ­ρει κο­λύ­μπι, θα πλεύ­σεις στην αντί­πε­ρα όχθη — ανά­με­σα στις αν­θι­σμέ­νες μυ­γδα­λιές και τη σιω­πη­λή μου­σι­κή του χιο­νιού;

«σα­γα­πο­πο­λι ισε­στιν­καρ­δια­μου»: και­ρό­ο­οο με­τά ανα­κα­λύ­φθη­κε πε­λε­κη­μέ­νο σε βι­βλίο.

«Ανέ­κα­θεν πε­ρί­με­νε εσέ­να, στο δά­σος μέ­σα σου, μια με­γά­λη γυ­ναί­κα. Θα δια­βείς το σκο­τά­δι που σε συν­θλί­βει, για να φτιά­ξει δια­μά­ντια, την έρη­μο που σε γδύ­νει, αλ­λά σε συ­ντη­ρεί με κρυμ­μέ­νο νε­ρό» (τι κι αν δεν μπο­ρού­σες να δια­βά­σεις εκεί­νη τη σε­λί­δα;). «Στην κορ­φή του κα­ταρ­ρά­κτη η πιο με­γά­λη από τις με­γά­λες γυ­ναί­κες σε προ­σμέ­νει στέλ­νο­ντας μη­νύ­μα­τα μέ­σα από κά­θε ρί­ζα της ψυ­χής σου: αυ­τό εί­ναι το με­γα­λειώ­δες έρ­γο της» (φω­λιά­ζεις ανά­με­σα στις λέ­ξεις). «Και το πιο με­γα­λειώ­δες δι­κό σου έρ­γο εί­ναι να τη βρεις και να τη δια­φυ­λά­ξεις για πά­ντα».[4]

«Ρού­σα κι άσπρη εί­σαι, μου μοιά­ζεις».
«Τι μας κά­νει γυ­ναί­κες, για­γιά;». Ρα­γι­σμα­τιά χρυ­σή — …αφού ό,τι έχει τσα­κι­στεί στη μέ­ση εί­ναι θη­λυ­κό.

«Πού πά­ει ο ήλιος σαν βα­σι­λεύ­ει;» ρω­τάς στο δι­κό σου λιό­γερ­μα — και την πά­ντα νε­α­νι­κή φω­νή σου αγκα­λιά­ζει στορ­γι­κά ένα χα­μη­λό φα του ανέ­μου.
Πού πά­ει, για­γιά, το άγριο κι ευ­γε­νι­κό αί­μα της γε­νιάς μας σαν λεί­ψει η ρί­ζα; Πού πά­ει η κλη­ρο­νο­μιά μιας γυ­ναί­κας που φέγ­γει; Μυ­στή­ριο και φυ­λα­χτό η ζωή των προ­γό­νων. Ερεί­πιο εκεί­νο το σπί­τι της αρ­χαί­ας γεν­ναιο­δω­ρί­ας. Αντέ­χουν, αντέ­χουν τα όντα, τα πράγ­μα­τα, και ξαφ­νι­κά... Στο όνει­ρο ξα­να­περ­πα­τώ­ντας τα χνά­ρια σου. Κρα­τάς το λυ­χνά­ρι κι όλα τα μα­γι­κά ερ­γα­λεία: γά­λα, Μην ξε­χνάς, γέ­λιο, δυο φυλ­λα­ρά­κια δυό­σμο, τσι φι­λιές μας!, βλέμ­μα που γρι­κά βα­θιά, στο δέρ­μα της ψυ­χής, στο κύ­μα της ζω­ής.

Ευ­χα­ρι­στώ το φί­λο μου­σι­κό Γιά­γκο Χαι­ρέ­τη για τις αυ­στη­ρές διορ­θώ­σεις σχε­τι­κά με το ανω­γεια­νό ιδί­ω­μα! Το Ανώ­γεια —αγά­πη και τι­μή— απο­τε­λούν απλώς σκη­νι­κό, μην έχο­ντας κα­μία σχέ­ση με τα πρό­σω­πα της μυ­θο­πλα­σί­ας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: