Και στο κέλυφός σου, το αρχοντικό σου, κάθε Μάη να λιάζεις το γιούκο
με ευλάβεια — πρώτα τα χαλιά, μετά τα χιράμια, οι πατανίες… και τέλος τα
μαξελάρια. Όλα κοχεμένα. Στη γεωμετρία του μπαούλου τα έργα των χεριών σου με τη ρόκα, την ανέμη, το βελονάκι. Την ίδια τύχη είχε ο αργαλειός σου, το αργαστήρι σου,
με το όπλο εκείνου του γιου που σε αγάπησε, του αντάρτη που δεν το
παρέδωσε μετά τη Βάρκιζα: σε κάποιο χωράφι πεταμένα πεθαμένα,
αγκαλιασμένα, όλο πιο βαθιά στη γη — της μνήμης.
Πώς λάξευσες τον εαυτό σου; Στο καμίνι της ζωής χαρές ουλές πληγές
σκιές, ληξιαρχικές πράξεις συμβολαιογραφικές πράξεις κλάσματα
αγροτεμαχίων στο Ε9, τελετές, ξενιτιές, αχαριστία, λατρεία, κινήσεις,
ξεροβόρια, κενά, αγριάδες, παιδιά νύφες γαμπροί. Σημείο εκκίνησης το
σώμα σου για ένα φονιά και μια δικαστίνα, έναν θλιμμένο νταλικέρη και
μια Μις Ελλάς, έναν…: αλλόκοτο χαλιφάτο συγγενών ξένων τα τριάντα
εγγόνια σου. Στην αρπάγη του χρόνου νταγιάντιζες. Σαν άπραγη κοπελιά, με
πίστη έπλεες στο καλντερίμι του βίου, κάνοντας μάταιες απόπειρες να
μαντέψεις το μέλλον — «Την ωμοπλάτη του κριγιού τη λέγανε κουτάλα / και
με σημάδια μαρτυρεί για πράματα μεγάλα».
Στη σάλα φωτογραφίες από πρόσωπα πεθαμένα, τα επτά αδελφάκια σου· όλα είχαν αιφνίδιο θάνατο πριν από τα δέκα (Επεθάναν απʼ
τα γράμματα τα έρμα. Στενοχώρια το σκολειό, έλεγε η μάνα μας,
ερρωσταίναν τα παιδιά. Γι’ αυτό εμένα μ’ εστείλανε μόνο στην πρώτη κι
έζησα). «Εδώ ο παππούς σου φορεί λεβέντικα το μαντιλέ του. Αλλά
ήμουν κι εγώ μερακλίνα. Εφυτεύανε τα κορίτσια βασιλικό κι, αν εγινότανε
καλός, ελέγανε ότι την ίδια χρονιά θα παντρευτούνε. Εκείνος είχε φίλους
στο χωριό. Γλέντια στο Μεϊντάνι ως το πρωί. Πού τα κατέχετε εσείς
τουτανά εδά με τσι τηλεοράσεις και τους σινεμάδες; Μου ʼκανε καντάδα, με
λυράρη τον Στραβό παρακαλώ. Θυμούμαι μια μαντινάδα που ʼβγαλε για μένα:
Η λάμψη του προσώπου σου τη σκοτεινιά μοιράζει
και βρίνει ο ήλιος περασά κι
όπου περάσεις λιάζει.[1]
Νύχτα, σκοτίδι κι έβρεχε κι εκείνος κάτω από το παραθύρι μου. Έμεινα
κλεισμένη μέσα. Έβαλα με το νου μου ότι με θέλει για την περιουσία του
πατέρα μου. Είχε λεφτά, ζα, χτήματα, ελιές — αφαιρώ που στον πόλεμο
χάσαμε τα πιο πολλά, αφαιρώ που όλα τώρα ερημάξανε... Το άλλο βράδυ:
Κόκκινα τριαντάφυλλα στα μάγουλά τζη ανθούνε
κι επήγα να τα
μυριστώ, μα τα κλαδιά τζιμπούνε.
Εσάλεψε η κουρτίνα στο παραθύρι. Εθάρρεψε, ήρθε στον πατέρα μου,
αντάμα με την προξενήτρα. Επίεζε το δίσκο που του είχα τον καφέ και το
γλυκό κυδώνι (ε, σαράντα χρόνια θα πίναμε επαέ τον καφεδάκο μας
παρεούλα!). Εγύρευε να με ρεζιλέψει, κατάλαβες; Μʼ εδοκίμαζε. Στα μάθια
δεν ημπορούσα να τον κοιτάξω, άγνωστο άντρα. Μόνο στον μεγάλο καθρέφτη
τον εξάνοιγα κι εβαστούσα δύναμη.
Κι εκείνος εκοιτούσε τις πλεξούδες μου. Ξέρεις τι μαλλιά είχα,
ελάμπανε! Μαγκούφικα, πέφτουν τώρα από το σύγνοφο που έχετε στην Αθήνα.
Σεβνταλής ο μακαρίτης. Βιόλα μου με φώναζε. Χάιδω χαϊδεμένη και στον κόσμο ξακουσμένη.
Περασμένα όλα…». Στρώνεις στο κεφάλι τη μαύρη μπόλια. Και χύνεις λίγο
κρασί στη γη: αρχαίες χοές — το υπόλοιπο το πίνεις. «Άντε, εβίβες! Κι
όξω απ’ άδικο!»
——— ≈ ———
«Μας χτύπησε η αστυνομία, γιαγιά. Δακρυγόνα, αίμα, βρισιές».
«Δε φελάνε οι λύπες. Να σου φτιάξω λίγο ξινόχοντρο να ζεσταθείς;» λες
σιργουλευτά. «Κι εμένα στην ηλικία σου μʼ εχτυπήσανε οι ναζήδες.
Εξεπέρασά το, μάνα μου. Το ʼ44 που εκάψανε οι Γερμανοί το χωριό επήγαμε
στα παραδίπλα. Έχετε διορία τρεις ώρες, μας είπαν. Θα χαλάσουμε το χωριό
σας. Καμένα σπίτια, καμένα ζώα — να πονεί η ψυχή σου. Οι πατάτες ήτανε
στον αχυρώνα. Όταν εκάηκε το σπίτι επέσανε τ’ άχερα πάνω στις πατάτες
και εψηθήκανε, γίνηκαν οφτές. Από τη φωτιά ακούσαμε τη μυρωδιά της
πατάτας: είχανε ψηθεί και εμοσχομυρίζανε. Είχα πάρει σε ένα καλάθι δυο
αλλαξιές ρούχα».[2]
Δυο αλλαξιές έχεις και στη βαλίτσα σου, εσωτερική μετανάστρια όπου ανά
την επικράτεια κατοικούν παιδιά σου, τσιγγάνα του χειμώνα.
«Γιαγιά, γιατί είναι μεγάλη η κοιλιά σου;»
«Για να χωράει τις στενοχώριες, παιδάκι μου. Χωρίς να λέω κακό λόγο».
Σήμερα, δηλαδή πριν από δεκαπέντε χρόνια, στο μπαλκόνι του μπαλκονιού
της Κρήτης. Μόνες στον κόσμο. Μικροί χείμαρροι του χρόνου στο πρόσωπό
σου. Έχεις αρχίσει να ξεχνάς. «Άσ’ τηνε, τι κουβέντα σταίνεις μαζί τζη;
Χαϊμένα τα ʼχει, δεν το θωρείς;» Ο γερο-Ψηλορείτης όμως κι η εγγονή σου
σε ακούνε: «Παιδιά ανάσταινα; Πίκρες ανάσταινα; Δεν ξέρω να σου
μολογήσω». Κεράκι αφτούμενο στη δίνη των ανέμω, να πορπατείς σε
δύσβατο φως, να μακραίνεις από τα λέπια του δράκου. Όπως τότε που
παραλίγο να σε δαγκώσει φίδι στο κατώι. «Οχιά ήτανε» είπες ήσυχα.
«Πάρε το σφουγγάρι, έλα τρίψε μου την πλάτη που δε φτάνει η χέρα μου.
Αχ, άμα θα ʼρθεις στα χρόνια μου θα καταλάβεις… Να ʼχεις την ευκή μου!»
«Κι εσύ με έπλενες όταν ήμουν μικρή».
Κι έξαφνα η πλάτη σου άνοιξε στα δυο σαν σύκο γινωμένο. Ανάμεσα στους
ώμους σου μια βαθιά σπηλιά. Και μέσα της ρούχα με νήμα από μετάξι και
χρυσοκεντημένα. Στολίδια με πέτρες πολύτιμες, ρουμπίνια, ζαφείρια,
μαργαριτάρια, διαμαντόπετρες. (Στο παλάτι της μνήμης είσαι πάντα η πιο
γενναία βασίλισσα.) Τώρα θα πεις, όπως στο παραμύθι: Είναι όλα για σένα, κόρη μου. Πάρ’ τα και ντύσου και στολίσου και τρέξε στη γιορτή![3]
Ποτέ δε στέρησες από κανέναν τη γιορτή· ούτε από τον εαυτό σου τα σεμνά βήματα του συρτού.
«Να τη γυρνάτε να μην ανοίξει η πλάτη της». Η διπλή βέρα αγκιστρωμένη
στο ακίνητο λεπτό δάχτυλο, οροί-όροι για τη ζωή. Από τη μεταλλική υφή
των μαλλιών σου το ένιωσε: Σιγούλια σιγούλια, γιαγιούλι μου,
καλοστραθιά... Και πώς εσύ, βουνίσια καπετάνισσα, νησιώτισσα που δεν
ξέρει κολύμπι, θα πλεύσεις στην αντίπερα όχθη — ανάμεσα στις ανθισμένες
μυγδαλιές και τη σιωπηλή μουσική του χιονιού;
«σαγαποπολι ισεστινκαρδιαμου»: καιρόοοο μετά ανακαλύφθηκε πελεκημένο
σε βιβλίο.
«Ανέκαθεν περίμενε εσένα, στο δάσος μέσα σου, μια μεγάλη
γυναίκα. Θα διαβείς το σκοτάδι που σε συνθλίβει, για να φτιάξει
διαμάντια, την έρημο που σε γδύνει, αλλά σε συντηρεί με κρυμμένο νερό»
(τι κι αν δεν μπορούσες να διαβάσεις εκείνη τη σελίδα;). «Στην κορφή του
καταρράκτη η πιο μεγάλη από τις μεγάλες γυναίκες σε προσμένει
στέλνοντας μηνύματα μέσα από κάθε ρίζα της ψυχής σου: αυτό είναι το
μεγαλειώδες έργο της» (φωλιάζεις ανάμεσα στις λέξεις). «Και το πιο
μεγαλειώδες δικό σου έργο είναι να τη βρεις και να τη διαφυλάξεις για
πάντα».[4]
«Ρούσα κι άσπρη είσαι, μου μοιάζεις».
«Τι μας κάνει γυναίκες, γιαγιά;». Ραγισματιά χρυσή — …αφού ό,τι έχει τσακιστεί στη μέση είναι θηλυκό.
«Πού πάει ο ήλιος σαν βασιλεύει;» ρωτάς στο δικό σου λιόγερμα — και
την πάντα νεανική φωνή σου αγκαλιάζει στοργικά ένα χαμηλό φα του ανέμου.
Πού πάει, γιαγιά, το άγριο κι ευγενικό αίμα της γενιάς μας σαν λείψει
η ρίζα; Πού πάει η κληρονομιά μιας γυναίκας που φέγγει; Μυστήριο και
φυλαχτό η ζωή των προγόνων. Ερείπιο εκείνο το σπίτι της αρχαίας
γενναιοδωρίας. Αντέχουν, αντέχουν τα όντα, τα πράγματα, και ξαφνικά... Στο όνειρο ξαναπερπατώντας τα χνάρια σου. Κρατάς το λυχνάρι κι όλα τα μαγικά εργαλεία: γάλα, Μην ξεχνάς, γέλιο, δυο φυλλαράκια δυόσμο, τσι φιλιές μας!, βλέμμα που γρικά βαθιά, στο δέρμα της ψυχής, στο κύμα της ζωής.
Ευχαριστώ
το φίλο μουσικό Γιάγκο Χαιρέτη για τις αυστηρές διορθώσεις σχετικά με
το ανωγειανό ιδίωμα! Το Ανώγεια —αγάπη και τιμή— αποτελούν απλώς
σκηνικό, μην έχοντας καμία σχέση με τα πρόσωπα της μυθοπλασίας.