Ο στοχασμός
Κείμενα όπως ο “Άθος ο δασονόμος” της Μαρίας Στεφανοπούλου σε καλούν να αναμετρηθείς μαζί τους. εγείρουν με τον στοχασμό που καταθέτουν και που διαρρηγνύει επιμελώς τη μυθοπλασία. Αυτός ο στοχασμός υπάρχει ως η προσπέλαση του τυφλού σημείου του δάσους, όταν “με καθαρό μυαλό [...] στέκεσαι και ερευνάς με προσοχή, καλά συγκεντρωμένος, το κάθε σημείο όπου βρίσκεσαι”, “όταν σκέφτεσαι”. Όταν αφεθείς, όπως η Αντιγόνη, να σε οδηγήσει αυτό το τυφλό σημείο, τα μάτια ενός τυφλού που όμως βλέπουν περισσότερο από τα δικά σου που βλέπουν. Να βγεις έπειτα στο ξέφωτο της “ηρεμίας της αλήθειας”.
Τότε, “σαν λάμψη αστραπής σου φανερώνεται ο τρόπος με τον οποίο θα προχωρήσεις”. Το ίδιο το δάσος θα σε διδάξει, “τα δέντρα και οι βράχοι θα σου μάθουν περισσότερα απ' ό,τι οι δάσκαλοι της επιστήμης” — ο Οιδίποδας βλέπει πιο καθαρά. Το μπαστούνι του γίνεται αυτό το τυφλό σημείο, είναι “το τρίτο πόδι”, ο οδηγός στο πλευρό ενός τυφλού. Γίνεται “ο τρίτος άνθρωπος”, “εκείνος που ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον να προστατεύει τον κορμό ενός ξενιστή από τα ανεπιθύμητα αναρριχητικά φυτά”. Γίνεται ένας Άθος.
Ένας στοχασμός που είναι καρπός μακροχρόνιας και συμπυκνωμένης σιωπής, σχεδόν ανασκαφικής. Ή καρπός δια βίου ίσως παραμονής σε αυτό το τυφλό σημείο προκειμένου να της μιλήσει. Τώρα μιλά. Στέκεται πάνω από το στόμιο του πηγαδιού, σκύβει πάνω από το νερό. Τώρα και το νερό μιλά. Της φανερώνει τη λάμψη του. Το μετά την ομίχλη. Όταν βρεθείς μες σε ομίχλη, δεν περπατάς, κάθεσαι κάτω και την περιμένεις να φύγει. Ή τον κύκλο του πηγαδιού ν' ανοίξει. Ή τον μίτο να βγεις από τον λαβύρινθο της γραφής προς ό,τι συνιστά έξοδο.
Το γεγονός — ή τα γεγονότα
Η Στεφανοπούλου ορίζει από την αρχή το γεγονός των Καλαβρύτων -αλλά και όλων των ολοκαυτωμάτων. Μιλά για έγκλημα και όχι θυσία, για δολοφονημένους και όχι ήρωες που έστησαν τους εαυτούς τους εθελουσίως στην πρώτη γραμμή, για τους απλούς σταυρούς των σημάτων τους και όχι για τα μνημεία που στήθηκαν γι' αυτούς. Μιλά για τα ελληνικά χωριά, τα βυθισμένα σε “ένα διαρκές μοιρολόγι, χωρίς λόγια, αφού το να ονομάζεις με λάθος τρόπο ό,τι ακατανόμαστο έχει συντελεστεί είναι σαν να ενισχύεις τη δράση του κακού στον κόσμο”. Μιλά στον ίδιο χρόνο για τους βομβαρδισμούς των συμμάχων που εξολόθρευσαν με τον ίδιο ανήλεο τρόπο αμάχους στη Γερμανία. Μιλά για όποιο έγκλημα ακολούθησε εντός Εμφυλίου, αλλά και στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, με την ίδια ένταση: “Να θυμάστε και να νοιάζεστε για το τελευταίο έγκλημα”.
“Η βία στη φύση είναι κάτι που εξηγείται. Στην ανθρώπινη ζωή φέρνει τον παραλογισμό”. από αυτόν τον παραλογισμό, κάποιοι αποσύρονται, ο Άθος, προκειμένου να κρατήσουν τον λογισμό τους όρθιο.
Ο Άθος ή το πουλί στο μνήμα
Η αφήγηση ξεκινά με αυτόν, τη δική του εκδοχή, τον δικό του μονόλογο. Ακολουθούν και άλλοι, εκδοχές και μονόλογοι, οι πολλές όψεις της ίδιας Ιστορίας αλλά και οι ψηφίδες των μικροϊστοριών που εμπλέκονται και που αυτές δίνουν εντέλει μια ανάγνωση που μοιάζει με βιβλίο-ακκορντεόν.
Είναι ο επιζήσας. Είναι ο “Για χρόνια κράταγα το στόμα μου κλειστό”. Για χρόνια τον αναζητούσαν κάτω από τις σχισμές που αφήνει το φως σπάζοντας το αδιαπέραστο σύμπαν των δέντρων. Για χρόνια αναλήφθηκε στις κορφές τους, “ηγάπησε τον ουρανό”, μη φεύγοντας όμως ποτέ από τη γη. Σφηνώνεται ως σπόρος, ως κορμός έπειτα, όπως αυτοί που φύτευε τελετουργικά, για κάθε έναν που φονεύτηκε: “Μια βελανιδιά ή ένας κέδρος για κάθε σκοτωμένο στο χωράφι του Καπή. Αιωνία τους η μνήμη, αιωνόβια δέντρα”. Δεκάδες, εκατοντάδες δέντρα, ένα βελανοδάσος, ένα λιβάδι νεκρών που θα γίνουν δάσος. Αυτό θα μπορούσε να' ναι μνήμη ασφαλώς: “Οι αναστημένοι νεκροί του θα ξαναζούσαν μες στους νεαρούς κορμούς, σαν τους Δρυίδες άλλων εποχών”. Είναι όμως έτσι;
Κλείνοντας τον “Δασονόμο”, που συνιστά εμπειρία ανάγνωσης, επιστρέφω και πάλι στην αρχή του: “Οι δικοί μου, στις ράχες του Τυμφρηστού και της Χελιδόνας, λένε ότι ευεργετημένοι είναι οι βιαιοθάνατοι νεκροί, που, για να μη στοιχειώσουν, δέχονται φροντίδες στις πληγές τους πριν κατέβουν στη γη [...]. Και τότε το πουλί στο μνήμα τους, ανάμεσα στα κελαηδίσματά του, ξεστομίζει λέξεις και λόγια ανθρώπινα ευχαριστώντας τους ζωντανούς για τη συγχώρεση ή την ανακούφιση που δέχτηκε στα θανάσιμα τραύματά του -ο θαμμένος είναι που μιλάει”
Νιώθω πως η Στεφανοπούλου έδωσε φωνή σε αυτόν τον θάνατο, επιστρέφοντάς τον μες στην καλύβα του στην Ελατοράχη, τον περιποιήθηκε, δεν στοίχειωσαν τα λόγια του αλλά υπήρξαν, “ο θαμμένος είναι που μιλάει”. Θεράπευσε όπως η Ιοκάστη, η δισέγγονή του, όχι το σώμα των κειμένων μόνο (κάτι που ασφαλώς το έκανε θεραπεύοντας ευεργετικά τον λόγο στα άλλα βιβλία της, αν μιλήσουμε μόνο για το βιβλίο των τεσσάρων1 ή για τον Σινόπουλο2) αλλά το σώμα των βιαιοθάνατων που ίσως και να έχουν ήδη επιστρέψει εκεί ως ευεργετημένοι νεκροί στα μνήματά τους, ευχαριστώντας την για αυτό το κείμενο που συνιστά εξόδιο Ακολουθία και όλα τα ετήσια θεσμικά μνημόσυνα από τα οποία οι ίδιοι ίσως και να απουσίασαν.
Θεράπευσε κυρίως ως η Αντιγόνη του μύθου, “μίλησε για τον κόσμο των νεκρών, επικαλέστηκε αυτούς που δεν υπάρχουν πια ξαναφέρνοντάς τους πίσω στη ζωή χάρη στην ηθική της αγάπης”. Θεράπευσε όπως αυτή το εκτεθειμένο σώμα των αδικοθάνατων. Έδωσε στην Αντιγόνη τόπο, ο Άθος και ο Γερμανός Κουρτ, περισυλλέγουν μέσα σε ένα καρότσι οικοδομής μέλη ανθρώπινων κορμιών μες στον Εμφύλιο, με κινήσεις “ήρεμες, σταθερές, τελετουργικές. Δεν έδειχναν να διστάζουν, να φοβούνται, να βιάζονται ή να κάνουν κάτι στα κρυφά”. Θάβουν στο κοιμητήριο στις παρυφές του δάσους τα σώματα των ανταρτών, αποδίδουν το χρέος απέναντι στον νεκρό που στέκει ακίνητος όπως τα δέντρα, εκτεθειμένος όπως και αυτά. Κι έπειτα κουβαλά και θάβει έναν δεξιό που οι αντάρτες τον είχαν σκοτώσει για αντίποινα και απαγόρευσαν στη μητέρα του να τον θάψει πριν τις πέντε μέρες, και κείνος ως Αντιγόνη εκτελεί τον θάνατό του.
Είναι κάτι που δε σε φοβίζει πια με τον θάνατο, “ο θάνατος γίνεται απλά ένα επεισόδιο όπως και η ζωή”, αυτό που φοβάται κανείς είναι η σύληση του ιερού που είναι ο καθένας από εμάς. Έτσι νιώθει και η Ασπασία που τον παρακολουθεί κρυμμένη τις τελευταίες στιγμές της να κηδεύει τον θάνατό τους: “Δεν τη φοβόμουν την άβυσσο πια. Ήξερα ότι υπήρχε ένας καλός άγγελος που θα προφύλασσε τον θάνατό μου από τα όρνεα”. Δεν τη φοβάται όσο υπάρχουν άνθρωποι που δε στρατεύονται σε στρατόπεδα αλλά που “ανήκουν μονάχα στα όνειρά τους”. Αυτοί είναι εκεί για να κρατάνε το χέρι στον άλλον και μετά τον θάνατό του, όπως έλεγε ο θείος της Λευκής, Βλαδίμηρος: “Στη βάρκα του Αχέροντα μπαίνουμε μόνοι, αλλά πάντα κάποια αόρατη μορφή μυστικά μάς κρατάει το χέρι”.
Θεράπευσε όπως η Ηλέκτρα “που σταματούσε το χρόνο για να ζει με τους νεκρούς της και τους απόντες [...]. Πέστε μου, ρωτούσε μες στην απόγνωσή της, είναι καλό να ξεγράφεις τους νεκρούς σαν να μην έζησαν ποτέ; Αν ο πεθαμένος βρίσκεται ο μαύρος μέσα στο χώμα και η δικαιοσύνη δεν εμίλησε ποτέ γι' αυτούς που τον σκότωσαν, τότε να γκρεμιστεί για πάντα κάθε αιδώς και ευλάβεια ανθρώπου”. Έτσι και η ίδια η Στεφανοπούλου -ή η Λευκή, η εγγονή του Άθου- “ένιωθε ότι ήταν χρέος της να δικαιώσει το νεκρό, να τον επαναφέρει στη ζωή”. Το έκανε. Έκανε “το υπαρξιακό διαρκές πένθος της”, βελανοδάσος. “Ο Άθος είμαι εγώ” έλεγε. Τα πρόσωπα συμπυκνώνονται. Ποτέ δεν είναι ένα.
Θεράπευσε όπως οι Μυροφόρες. Εξακολουθεί να βρίσκει τον τάφο αδειανό. Ο νεκρός έχει αναληφθεί, επιζεί του θανάτου του. Θεράπευσε όπως ο λαός -μια επίσης τομή του αρχαίου μύθου με τους νεοελληνικούς θρύλους- και πίστεψε στη μεταθανάτια δικαίωση. Έστησε τον Άθο και τη Μαριάνθη, τη γυναίκα του, ως δέντρα, ο Φιλήμων και η Βαυκίδα: “Εκεί πάνω. Μια φιλύρα και μια βελανιδιά. Η Μαριάνθη και ο Άθος. Μεταμορφώθηκαν σε δέντρο με δίδυμο κορμό. Θα ξαναζήσουν ενωμένοι. Κοιτάξτε. Εκεί ψηλά!”.
“Προστατεύοντας τον άλλον, τον εαυτό σου προστατεύεις” λέει η γιατρός Ευδοκία, μια άλλη σιωπηλή δυναμική μέσα στο κείμενο. Έτσι ο Άθος, η Λευκή -η ίδια η συγγραφέας- προστατεύοντας τον αδικαίωτο με τη μνήμη, τη δική τους ζωή προστάτεψαν. Θεραπεύοντας θεραπεύτηκαν.
Η δεύτερη ζωή κοντά μας
Η σχέση με τα δέντρα είναι ομφάλια σχέση. Ο Άθος φυτεύει δέντρα στη θέση ανθρώπων, επιστρέφει ο ίδιος ως δέντρο, η Λευκή έχει μεταφέρει τον μισό εαυτό της και τα χειρόγραφά της εκεί, στο δάσος με την καλύβα του. Η σχέση με τα δέντρα γίνεται μητρική και πατρική. Γίνεται η ολόκληρη οικογένεια που διασπάστηκε βιαίως είτε με τη σφαγή είτε με τον θάνατο τον αιφνίδιο του δικού της πατέρα, αφαρπαγή των ανδρών πάντα και παραμονή των γυναικών. Αυτή επέλεξε να τον επιστρέψει στη ζωή, σε μια λανθάνουσα ζωή, σε ένα άλλο μετά θάνατον. Ασφαλώς “Το πένθος είναι δημόσιο. Αλλά η συγκατοίκηση του ζωντανού με τον πεθαμένο είναι μια πολύ ιδιωτική υπόθεση”.
Όπως η μητέρα της, η Μαργαρίτα, συναντά τον αδελφό της Γιάννο σε ένα ανακάλεμα που δεν έχει να κάνει με κανένα χρέος αλλά με τη δική της ανάγκη να τον υπάρχει μετά τον βίαιο θάνατό του. Η φωτογραφία των δυο τους —κατώφλι στην ανάγνωση— υπόκωφα σε συνοδεύει, δίχως να επεμβαίνει, δημιουργώντας ετερόφωτο συγκινησιακό τοπίο. Υπάρχει σιωπηλά, ανερμήνευτη, και μοναχά στο τέλος σου αποκαλύπτεται. Τα δυο παιδικά πρόσωπα —το βλέπεις— ήδη στέκονται χωριστά. Το αγόρι με το βλέμμα του να διασχίζει αυτή τη ζωή μέσα από τη θηριωδία που λίγες μέρες μετά τη λήψη της φωτογραφίας θα δεχόταν πάνω του. Το κορίτσι με το βλέμμα της γεμάτο προσμονή — ήταν αποφασισμένο, θα επιζούσε. Συναντιούνται όπως η ίδια το όρισε, σε μια “δεύτερη ζωή”: “Εκείνος, πεθαμένος, ζούσε τώρα μια δεύτερη ζωή κοντά μας, δίχως να εμφανίζεται. Ωστόσο εγώ τον συναντούσα τακτικά στα Διπόταμα”.
Αυτό είναι το νήμα, το κατεξοχήν, του κειμένου, “η δεύτερη ζωή κοντά μας”. Και ο Άθος, ο πατέρας του, και αυτός ζούσε μια δεύτερη ζωή κοντά τους. Τον υπήρχαν μεταθανάτια η καθεμιά με τον τρόπο της, η Μαριάνθη, η Μαργαρίτα, η Λευκή, η Ιοκάστη. Ερχόταν -τον έστηναν- ως φωνή: “Βλέπαμε τη φωνή του Άθου, ναι, τη βλέπαμε, γιατί η φωνή του μας μιλούσε κι ας μην εμφανιζόταν κανείς, είχε σώμα [...] η φωνή του ήταν ένας λευκός άνδρας σαν άγγελος, που έμοιαζε με χιονισμένο τοπίο. Πάντοτε όταν άκουγα τον Άθο να μου μιλάει, ήταν σαν να άκουγα φωνές της φύσης, βουητό ανέμου, φύλλα που θροϊζουν, βρυγμούς στο δασικό μονοπάτι, κλαδιά να τρίζουν”. Τον άκουγαν να λέει: “Κρύφτηκα στο δάσος, ψηλά στο βουνό, δεν ήθελα ανθρώπους”.
Η υπονόμευση του πραγματικού κόσμου και το πέρασμα σε έναν άλλον, με τρόπο αξεχώριστο, είναι η γλώσσα αυτού του κειμένου, ο κωδικός του. Το ασυνείδητο γίνεται συνειδητό — κάτι πιο πραγματικό από την ίδια την πραγματικότητα. Οι νεκροί δεν υπάρχουν μονάχα στα όνειρα, αν και τα όνειρα είναι ένα γεγονός μέσα στον χρόνο της αφήγησης. είναι σα να υπάρχουν ως συνέχειά της ή σα να προπορεύονται. Χωρίς πάντα να δίνεται ένδειξη μετάβασης σε αυτά, παραλαμβάνουν το νήμα από την πραγματική ζωή σε αυτή τη δική τους. Το ίδιο συμβαίνει και με το όραμα ή αυτή τη “δεύτερη ζωή”, τον εγκιβωτισμό των νεκρών στο παρόν αυτών που επέζησαν. Αυτοί είναι εντέλει οι επιζήσαντες, αυτοί που καλούνται να σηκώσουν τον θάνατό τους. Η Λιζμπέτα επιστρέφει ως παρουσία, αμαδρυάδα σίγουρα, στη ζωή τής αδελφής της, Ίνγκε. Η Ίνγκε υποχρεώνεται να συνομιλήσει μαζί της, να συνεχίσει εθελουσίως, και ερήμην της ίσως, κάτι που η αδελφή της, δολοφονημένη από το χιτλερικό καθεστώς, δεν πρόλαβε. Πρόλαβε όμως να της εμφυσήσει το νήμα:
Άφησε τη βελανιδιά της και πήρε να μας ακολουθεί. Φαινόταν ήρεμη, χαμογελούσε. Τα τελευταία δέκα χρόνια, μετά το θάνατό της, είχε γίνει η σκιά μου. Σπάνια συνομιλούσα όμως μαζί της. Κοιταζόμασταν σιωπηλές. Ήξερα ότι περίμενε κάτι από μένα. Άνοιγε διάπλατα τα μάτια και τα στύλωνε πάνω μου σαν ανακριτής.
Το νήμα των δέντρων
Η σχέση με τα δέντρα που καταθέτει η Στεφανοπούλου είναι απολύτως βιωματική. Μόνο αυτός που τη βιώνει έτσι, μπορεί και να την αποτυπώσει. Δεν πρόκειται για περιγραφή ορεινών όγκων και δασικών δρόμων. Πρόκειται για μια συνομιλία, για αποκωδικοποίηση αυτής της συνομιλίας, πρόκειται για μια σιωπή που υπάρχει ως συνομιλία.
Θα αναγνώριζε ίσως κανείς κάτι από τη μαγεία και το δέος που κατέθεσε πολύ νωρίτερα ο Thoreau από άλλους δρόμους. Θα αναγνώριζε την ιερότητα μέσα στα λόγια της Μαριάνθης: “Η σιγαλιά του δάσους με μεταφέρει στη γαλήνη της εκκλησίας. [...] Θα ζήσουμε την αγάπη μας στη σκιά, σαν κατάνυξη”. Είναι μάλλον και η πρώτη φορά που σημειώνεται η σκιά δίπλα από την κατάνυξη. Η σκιά να παραπέμπει στο κατ' ουσίαν, στο “περιεχόμενο”, σε αυτό που υπάρχει ένδον, καλά φυλαγμένο “με τραχύ και αδιαπέραστο περίβλημα”, “ένας εσωτερικός κόσμος, εύθραυστος και πλήρης εντάσεων”. Το δάσος. Ή ο Άθος. Ο εν σκιά, όχι ο άσκιος.
Θα αναγνώριζε την παραμυθία της σκέπης των δέντρων και από τα λόγια της Μαργαρίτας: “Αλλά ήμασταν προφυλαγμένοι σαν να ζούσαμε μέσα σε ένα παραμύθι”. Τότε είναι που τα δέντρα γίνονται ένα σπίτι. Μια φλόγα ζωοποιός το καθένα τους, ένα κερί, μέσα στο θύραθεν σκοτάδι:
Κοίταξε το φωτισμένο παράθυρο. Ένα θαύμα, σκέφτηκε. Το σπίτι σου, φυτρωμένο στη γη σαν δέντρο, που σε περιμένει να χωθείς μέσα του, είναι σαν μια πράξη θυσίας. Επιστρέφεις πάντοτε σ' αυτό. Αφήνεις τον έξω κόσμο για να κλειστείς μες στο δικό σου, με όλη τη θλίψη της μοναξιάς σου. Όπως άλλοι εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους για να συναντήσουν, στους μεγάλους δρόμους, τα πεπρωμένα της ανθρωπότητας. Το ταπεινό θαύμα του σπιτιού σου είναι πάντα ειρηνικό. Δεν προκύπτει από τον πόλεμο.
Το άλλο είναι επομένως το νήμα των δέντρων. Η πολιτεία των δέντρων είναι και η μόνη παρηγοριά για τον δασονόμο, εκεί όπου μέσα της έχει χωθεί για να αντέξει, μέσα στη σιωπή τους που γίνεται γι' αυτόν η μόνη γλώσσα με την οποία μπορεί να συνεχίσει, η μόνη στην οποία απαντά, η μοναδική που τον περιέχει. Ο Άθος ή η Λευκή ή όποιος — αυτός που πασχίζει να επιβιώσει μέσα στη σαρωτική κοινωνία των ανθρώπων, ακουμπώντας πάνω στην ευεργεσία της ύπαρξης των δέντρων, ακούγοντας “το κλάμα τους” και προπάντων την προσευχητική σιωπή τους:
Πίσω από το τζάμι έβλεπα τα έλατα να γέρνουν από τη μέση του κορμού και να σκύβουν, σχεδόν να ακουμπάει η κορφή τους στο χώμα, ή να πέφτει με ορμή το ένα πάνω στο άλλο, τα κλαδιά τους να πλέκονται δίνοντας σχήματα παράξενα στη βουή του ανέμου. “Έχουν πολλά να πουν μεταξύ τους” έλεγε ο Άθος ατάραχος διαβάζοντας το Εγχειρίδιο των νόμων του δάσους. “Μόνο στις θεομηνίες συνομιλούν. Όλο τον καιρό τούτα τα δέντρα στέκουν βουβά κι ακίνητα, το καθένα κλεισμένο στον εαυτό του, και προσεύχονται”.
“Κανείς δεν μπαίνει στο δάσος για πρώτη φορά”, προερχόμαστε από αυτό, το προϋποθέτουμε. Αυτά τα ανθρωπόμορφα δέντρα, τα προϋποθέτουμε, εμείς οι δεντρόμορφοι άνθρωποι που λησμονήσαμε πόσο δεντρόμορφοι κατ' ουσίαν είμαστε.
Η σκιά
Στο τέλος της αφήγησης συναντάμε ξανά τη σκιά. Με το πλήρες νόημά της αυτή τη φορά. Με τη λευκότητά της. Η σκιά υπάρχει, επειδή υπάρχει το φως. “Το φως και το σκοτάδι είναι αδέλφια” ψιθυρίζει σχεδόν στην έξοδο η Λευκή, αυτή που δίνει νόημα στη σκιά, που γίνεται “η σκιά του δάσους”. Η Ιοκάστη παραλαμβάνει το νήμα και μιλά για τον κόσμο της σκιάς, “μια αίσθηση μυστικής συμμετοχής που έκανε το φαινόμενο της ύπαρξης να φαντάζει στα μάτια μου σπάνιο και σεβαστό”. Μέσα από το βλέμμα της δίνεται, όχι μόνο η μορφή της μητέρας της, αλλά και ο πυρήνας της σκιάς, που είναι η ζωή η αληθινή:
Ήταν πάντοτε μόνη, ανέγγιχτη, απρόσιτη. Ζούσε με τον εαυτό της. Είχε την πολυτέλεια της έλλειψης, τον έρωτα της απώλειας, δεν ήξερε τι είναι ο κορεσμός, η ιδιοκτησία, η πλησμονή, η σπατάλη. Ήταν λευκή σαν το χιόνι, λευκή σαν την απουσία και τη στέρηση, λευκή γιατί δε βρισκόταν ποτέ τίποτα και κανείς που να την ικανοποιούσε. Ζούσε πάντα περιμένοντας στη σκιά. Δεν της άρεσε να εκτίθεται στο φως.
Η σκιά της Λευκής αποκαλύπτεται με έναν τρόπο που μας οδηγεί πάλι στην αρχή της ανάγνωσης. Είναι η δεύτερη φορά που στο “τέλος βρίσκεται η αρχή”. Η τέφρα του Eliot, η στάχτη που είναι ο Άθος. Η στάχτη που απομένει, που επιμένει να υπάρχει, που υπάρχει εντέλει. Νιώθεις ότι υποχρεώνεσαι σε αυτή την επιστροφή, όλα είναι κύκλος, λαβύρινθος, ιστός, κλοιός. Ωστόσο πρέπει να βγεις από τον κύκλο σε μια άλλη ευθεία (“τούτος ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται” έλεγε η Λευκή. “Δε θα σου το μάθουν αυτό ποτέ στο σχολείο, γιατί είναι αδύνατον να συμβεί. Μπορεί όμως κάποιος που βρίσκεται κλεισμένος εδώ μέσα, να βγει πολύ απλά από τον κύκλο και να μπει σε μια νέα ευθεία”) για να διαβάσεις καθαρά. Πρέπει να εγκαταλείψεις το πεπρωμένο για να ορίσεις τη ζωή σου:
Η καθημερινή ανθρώπινη συμπεριφορά, προφυλαγμένη από το φως και τους θορύβους, ήταν σαν το πολύτιμο λευκορόδινο δέρμα της μητέρας μου και όλα όσα ζούσαμε είχαν αξία και νόημα. Τίποτα περιττό δε χαλούσε την αρμονία και την ευγένεια της συμβίωσής μας.
Με τα παραπάνω λόγια της Ιοκάστης για τη μητέρα της στο τέλος της αφήγησης συνυφαίνονται τα παρακάτω που συνιστούν την αρχή της, την πρώτη-πρώτη σελίδα της. Και τα δύο μιλούν για τη σκιά. Αυτό είναι το νήμα που τα ενώνει, το νόημα που είναι η σκιά:
Οι χωρικοί στις βίγλες, οι βουνίσιοι, που βρίσκονται πιο κοντά στον ουρανό, ζουν λίγα πράγματα στην κλειστή ζωή τους. Η φύση στον ανοιχτό ορίζοντα τούς δίνει μιαν απέραντη διάσταση και, όταν ετούτοι οι άνθρωποι διηγούνται τις ταπεινές ιστορίες της γης και του κόπου τους τα βράδια δίπλα στη φωτιά, αυτές γίνονται υπερφυσικές, όλα αποκτούν νόημα, διπλά τριπλά νοήματα, άλλα λογικά και αντιληπτά κι άλλα ανεξήγητα, σκοτεινά ή γεμάτα φόβο και πάθος, που τους αλαφρώνουν την ψυχή. Στις μεγάλες πόλεις, αντίθετα, συμβαίνουν τόσο πολλά, που δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν νόημα.
Τώρα πια η Ιοκάστη γνώριζε. Η Λευκή χτίζει έναν κόσμο μέσα στη μοναξιά, “εκείνη η μοναξιά ήταν μια δεύτερη φανταστική ζωή”. Επιμένει όπως και η δική της μητέρα να βρίσκει τον τάφο αδειανό, επιμένει να τον ανασταίνει μέσα στη ζωή που έχτισε για κείνον και για κείνη στην ενδοχώρα, εκεί μέσα στη σκιά. Ο αγαπημένος νεκρός έχει αναληφθεί στον τόπο όπου τον τοποθετείς για να αντέξεις την απώλειά του. Αυτός ο αόρατος κόσμος είναι ο μοναδικός που είχε σκιά γι' αυτήν, “ένας νοερός κόσμος που δεν πατούσε στη γη”. Γνωριζε επίσης ότι γι' αυτήν την ίδια που απέδρασε από τον κύκλο ή τον έσπασε “οι νεκροί πρέπει να αφήνουν τα ίχνη τους, είναι ο πιο παρήγορος νόμος της θνητότητας. Τα κόκαλα είναι για τους επιζώντες. Η τέφρα για τις σελίδες της ιστορίας”.
Ισορροπώντας πάνω στο τρίστρατο του Οιδίποδα, η Ιοκάστη γίνεται η Αντιγόνη του μύθου, γίνεται η Λευκή, για να γίνει έπειτα η Ιοκάστη η καινή που βγήκε έξω από το τυφλό μονοπάτι του δάσους. Οδηγώντας την τυφλότητα του Οιδίποδα, βρήκε το φως της μέσα από αυτόν, σκύβοντας στο πηγάδι. “Κουράγιο ο κύκλος του πηγαδιού ανοίγει”. Ή πέρασε το τυφλό σημείο στο δάσος. Ή διέσχισε την ομίχλη.
Τα όρια είναι δυσδιάκριτα και τα παλεύει κανείς καθημερινά. Ωστόσο η Στεφανοπούλου έχτισε έναν κόσμο ισορροπώντας πάνω στη μνήμη και τη φυγή: “Η μελέτη, το ακατάσχετο διάβασμα είναι ένα είδος ανορθόδοξης θεραπείας για την αποκατάσταση καταστρεπτικών αισθημάτων από βιώματα απώλειας και απουσίας” λέει η Λευκή. Το ίδιο είναι όμως και η γραφή:
Η υπερβολική του δόση όμως εκκολάπτει μια νέα αρρώστια: να μην μπορείς να ζήσεις την πραγματική ζωή παρά μόνο μέσα από τη φαντασία σου, ως μυθοπλασία. Η Ιοκάστη ίσως μάθει, σαν εμένα, να ισορροπεί ανάμεσα στη θεραπεία και την αρρώστια όχι φροντίζοντας το σώμα των ασθενών αλλά των κειμένων, μέσα στα οποία βυθίζεται και ταξιδεύει νοερά.
Το άγγιγμα ή “Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου”
Ο παραπάνω στίχος του Yeats είναι μια από τις δυο προμετωπίδες του “Δασονόμου”, όταν η άλλη είναι ο στίχος του ευαγγελιστή Μάρκου “Βλέπω τους ανθρώπους ότι ως δένδρα ορώ περιπατούντας”. “Κανείς δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα” ο στίχος του Celan στην έξοδο. Θα' λεγε κανείς ότι αυτοί οι στίχοι υπάρχουν και ως όρια, ως φανοστάτες της αφήγησης. Μην ξεχαστείς —από εδώ— μοιάζει να σου λέει. Αυτό είναι το δάσος, αυτός είναι ο τρόπος για να μπεις μέσα σ' αυτό, όμως όλα στην πραγματικότητα είναι κομμάτι της σκιάς. Όχι η ίδια.
Λέω αγγίζω. Με αγγίζει ένα βιβλίο, ένα ποίημα, με αγγίζει ένας συγγραφέας, ένας άνθρωπος, ένας τόπος. Δίνω στην εσωτερική συγκίνηση το βάρος μιας αίσθησης που εκδηλώνεται εξωτερικά, σα να πρόκειται για γέφυρα νοητή μεταξύ των δύο αυτών που ήταν άγνωστα μέχρι τη στιγμή αυτή της αφής, που η έγερσή της έρχεται από μέσα. Αγγίζει λοιπόν, με αγγίζει, κατάφερε να με προσπελάσει, να προσπεράσει τα οχυρώματα που είχα στήσει από προηγούμενες αναγνώσεις, από αυτό που είμαι και κάνει τον κανόνα σε ό,τι με αγγίζει και σε ό,τι με αφήνει παγερά αδιάφορο.
Με αγγίζει λοιπόν, μου γίνεται βίωμα, το αγγίζω κι εγώ. Το αφήνω να με επηρεάσει, να με αλλάξει, να προσθέσει κάτι μέσα μου, να με γράψει. Του παραχωρώ χώρο, αφήνομαι. Η αφή λοιπόν καταλυτική, έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει και το κάνει με τις πρώτες λέξεις, την πρώτη αίσθηση, τις πρώτες σιωπές. Η αφή που προκύπτει, όταν σκίζεται ο χάρτινος κόσμος μιας αφήγησης και βαθαίνει μέσα σου. Αποκτά σκιά.
Αγγίζοντας ένα κείμενο, σκύβω μέσα στο ίδιο πηγάδι που έσκυψαν και όσοι θέλησαν να δουν και να βρουν τον εαυτό τους γράφοντάς το. Καταθέτω το φως και το σκοτάδι της ανάβασης, της κατάβασης -της ανάγνωσης. Αφού σταθώ όσο χρειάζεται για να δω, στο στόμιο, στον φλοιό, την πηγαδόπετρα. Για να φτάσω στο “άστραψε” του Σολωμού, θυμούμενη διαρκώς τη θεια Αγγελικώ του Χατζή. πως “οι γυναίκες είναι πηγάδια και δε χαλούν τα πηγάδια”. Και η σκιά. Πηγάδι επίσης.
Η μητέρα είναι ένα βαθύ πηγάδι. Η κόρη σκύβει πάνω από το στόμιό του και καθρεφτίζει το πρόσωπό της στην επιφάνεια του στάσιμου νερού. Το νερό δεν ταράζεται ποτέ, είναι πάντοτε ήρεμο και σιωπηλό. Λιγοστεύει κάποτε, αλλά με τη βροχή και τα δάκρυα η στάθμη ανεβαίνει. Τότε το είδωλο της κόρης, όταν αυτή σκύβει και κοιτάζει από το στόμιο του πηγαδιού, πλησιάζει όλο και πιο κοντά στο πραγματικό της πρόσωπο.
Αγγίζοντας ένα κείμενο, γράφοντας γι' αυτό, μπορεί κανείς και να προσεύχεται. Μοιράζεται το άγγιγμα που αξιώθηκε, το ελάχιστο έπειτα του δίνει και αυτός.
Τα πηγάδια —ευτυχώς— φέτος γέμισαν.
Λένε πως βοήθησαν σ' αυτό πολύ τα δάκρυά της
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ