Ο υπότιτλος της νέας συλλογής ποιημάτων της Μυρτώς Χμιελέφσκι είναι Ποίηση. Και διαβάζοντας σιγά σιγά ανακαλύπτεις ότι πράγματι πρόκειται για ποίηση, η οποία όμως δεν είναι αυτοσκοπός, δεν ασχολείται με τον εαυτό της προσπαθώντας συνεχώς να τον υπερβεί, αγνοώντας το περιεχόμενο της. Η ποίηση της Χμιελέφσκι είναι το μέσον με το οποίο η ποιήτρια συνομιλεί με την άμεση πραγματικότητά της. Γράφει για να δώσει στην πραγματικότητα μια ποιητική διάσταση. Η πραγματικότητα παραμένει και διατηρεί τα συγκεκριμένα της χαρακτηριστικά, δεν επισκιάζεται από λυρικές επιδείξεις που μέσα στην αυταρέσκειά τους έχουν ξεχάσει και, το χειρότερο, αδιαφορούν γιατί το ποίημα στο οποίο ανήκουν έχει γραφτεί. H Χμιελέφσκι παρατηρεί, περιγράφει, επικοινωνεί με την κοινωνία και την ιστορία στην οποία ζει, είναι βιογραφική και αυτοβιογραφική. Και πέρα από αυτήν την ουσιαστική στάση μας προσφέρει και την ειδοποιό διαφορά της στάσης αυτής, αυτό που κάνει την ποίησή της τόσο αναγκαία, ιδιοφυή, όμορφη και σπάνια. Δεν πρόκειται απλά για την πραγματικότητα, πρόκειται για την πραγματικότητα που προβληματίζει την ποιήτρια, την ανησυχεί, την κάνει να πάρει στάση απέναντι στη στάση ή τις στάσεις της πραγματικότητάς της, που βέβαια είναι και δική μας, εξού και η αναγκαιότητα που μόλις αναφέρθηκε. Πάντα με διαυγείς και επακριβείς περιγραφές, με διακριτική έμφαση στη στιγμή που αποκρυσταλλώνεται, και συχνά αν όχι πάντα με εξίσου διακριτική ειρωνεία, η οποία κρύβει σε άπλετο φως την τραγική της διάσταση:
migration.gov
Φτάνουν στις τάξεις υποδοχής
όταν το σχολείο έχει αδειάσει.
Τότε κάποιες στήνουμε πανό
– ζητάμε να φοιτούν μόνο δικά μας παιδιά.
Κλειδώνουμε με αλυσίδες.
Προφασιζόμαστε ασθένεια
– μην πάμε απ’ έξω και φωνάζουμε.
Άλλες ορθώνουμε τα σφιχτά μας στήθη
ασπίδα για να περάσουν.
Λίγο λίγο συνηθίζεται η αδικία,
τέλος ο ακτιβισμός και άλλα τέτοια.
Ερωτευόμαστε και ασχολούμαστε
με την παραγωγή βιολογικών προϊόντων.
Η τρομακτική μας πραγματικότητα αναπτύσσεται δραματικά και με μια σοφία που διαπιστώνει αυτό που συμβαίνει και που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ή παρουσιάζεται ελλειπτικά και χωρίς ηθικολογία ή διδακτισμό, με ένα φαινομενικό αίσθημα παραίτησης που υπογραμμίζει την ωμή, άμεσα βάναυση ζωή μας.
Άλλα ποιήματα, με τον ίδιο πάντα υπέροχο τόνο συγκρατημένης υποβλητικότητας και την ίδια λεπτή διάθεση εσωτερικής ηρεμίας, στιλβώνουν τη μουντή ώρα της καθημερινής έγνοιας, απληστίας ή άγχους επιβίωσης πολλών ανθρώπων:
Μοναδικές προσφορές
Μαζεύετε αυτοκόλλητα, σφραγίδες;
Μαζεύουμε. Αγοράζουμε
σε τιμή ευκαιρίας μόλις συμπληρωθούν τα κουπόνια
τρία τηγάνια σε διαφορετικά μεγέθη, τάπερ,
μπάλα ποδοσφαίρου, πολύχρωμα ακουστικά.
Οι συσκευασίες λάμπουν.
Αρχίζει η ζάλη της τακτοποίησης
τα χώνει στο βάθος της μεγάλης ντουλάπας.
Προς τα μέσα της ντουλάπας και της μέρας
η πρωτύτερη χαρά κάπου έχει χαθεί.
Και όταν κάποια στιγμή οι διορατικές, στωικές, κάποτε σαρκαστικές και πλήρεις υπαρξιακής κατανόησης καταγραφές, είτε σε στροφική είτε σε πεζοποιητική μορφή, έχουν προς το παρόν κουράσει την προσοχή
της ποιήτριας, η Μυρτώ Χμιελέφσκι με μεγάλη δεξιοτεχνία και άνεση, και με την ίδια ηρεμία αφήνεται στην προσωπική λυρική γαλήνη των πεσμένων φύλλων του Νοεμβρίου, σαν ένα είδος λύτρωσης από τη γεμάτη επίγνωση και απόγνωση πραγματικότητα:
Listopard
Κίτρινος δρόμος
στο πάρκο Ουαζένκι:
σπάω τα φύλλα
Ίσως πιο πολύ με συγκίνησε το τελευταίο ποίημα της συλλογής, το οποίο μιλά για ένα άλλο είδος γαλήνης που ταράζεται ή και, αντίθετα, γίνεται ακόμη πιο αισθητή από εισβάλλοντες ήχους. Είναι η γαλήνη της ανθρώπινης απουσίας ως παρουσίας, το κενό και ίσως η θλίψη που αυτή προκαλεί, η θραύση της γαλήνης από τη βίαιη διείσδυση της πραγματικότητας που δεν ελέγχουμε. Ένα πυκνό ποίημα, πιο ελλειπτικό από άλλα της συλλογής αυτής, με μεγάλης ομορφιάς και έντασης ατμόσφαιρα που μου θύμισε τις καλύτερες στιγμές του Μίχαελ Xάνεκε:
Gone
Τα αθόρυβα ούρα της την παραξένεψαν, μάλλον φοράει ακόμα τις ωτοασπίδες της. Όχι. Ούτε τα βήματά της στο διάδρομο ακούστηκαν, ούτε ο σύζυγός της ένιωσε το χέρι της να τον ακουμπάει στην πλάτη. Του είχε λοιπόν ένα δυνατό χτύπημα που το ένιωσε και γύρισε θυμωμένος. Μόνο που δεν κοίταζε αυτήν, αλλά το καρφί πίσω από τον τοίχο που χτυπούσε με το σφυρί ο γείτονας.