Κυκλοφόρησε πρόσφατα τo βιβλίο του Βασίλη Σγούτα, διακεκριμένου μέλους της ελληνικής και διεθνούς αρχιτεκτονικής κοινότητας, με τίτλο Ένας Αθηναίος για την πόλη του. Πρόκειται για μία επιμελημένη έκδοση με φωτογραφίες των Χαράλαμπου Λουιζίδη και Κατερίνας Γληνού οι οποίες αναδεικνύουν τα κείμενα.
Πατώντας στην πλούσια βιβλιογραφία για το παρελθόν της επτάλοφης Αθήνας, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στο παρόν και το μέλλον της. Με την κριτική αλλά θετική ματιά ενός αρχιτέκτονα - πολίτη του κόσμου μας προτείνει να τα ξαναδούμε αλλιώς. Να συμμεριστούμε δηλαδή τη γνώμη του ότι το φυσικό και δομημένο περιβάλλον της δικαιούνται καλύτερης μεταχείρισης και καλύτερης αξιοποίησης. Ο συγγραφέας απευθύνεται κυρίως στους κατοίκους της γενέτειράς του που νοιάζονται για την πόλη τους, με την ελπίδα ότι οι παρατηρήσεις και σκέψεις του θ’ αποτελέσουν έναυσμα για δράσεις προς όφελός της.
Ένας Αθηναίος για την πόλη του
Βασίλης Σγούτας, «Ένας Αθηναίος για την πόλη του», εκδ. Πλέθρον 2021
Ο Βασίλης Σγούτας είναι μία από τις δυναμικότερες παρουσίες της αρχιτεκτονικής μας επί πέντε δεκαετίες χάρη στο αξιόλογο έργο που πραγματοποίησε ως ελεύθερος επαγγελματίας, τις διακρίσεις σε διαγωνισμούς, τη συλλογική και επιστημονική δράση εντός και εκτός συνόρων, και τον σημαντικό ρόλο του στη Διεθνή Ένωση Αρχιτεκτόνων. Γεννημένος στην Αθήνα το 1934, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κειπ Τάουν συνεχίζοντας την αρχιτεκτονική παράδοση της οικογένειάς του, η οποία ανάγεται στον 19ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από στέρεη παιδεία, επαγγελματικό ήθος και ένα πνεύμα ανοιχτών οριζόντων. Θεμελιωτής της παράδοσης ήταν ο αδελφός του παππού του Λουκάς, διακεκριμένος αρχιτέκτων της αθηναϊκής μπελ επόκ με σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκώβης και, κατά τον Κώστα Μπίρη, συντάκτης του πολεοδομικού σχεδίου του Νέου Φαλήρου (1876). Ο Χιακής καταγωγής πατέρας του Κώστας Σγούτας (Κωνσταντινούπολη 1897 - Αθήνα 1983), απόφοιτος της École Centrale του Παρισιού, ανέπτυξε αξιόλογη αρχιτεκτονική, κοινωφελή και συλλογική δράση στην Αθήνα και τη Νότια Αφρική (δεκαετία 1950). Διαδραμάτισε επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο στον σχεδιασμό προσφυγικών οικισμών, κατοικιών και σχολικών κτιρίων της πενταετίας 1923-1928 (Νέα Φιλαδέλφεια, Καισαριανή κ.ά.). Το 1961, ο Βασίλης Σγούτας, μετά τις πρώτες επαγγελματικές εμπειρίες στη Νότιο Αφρική κοντά στον πατέρα του και στο Ιράκ όπου εργάστηκε για το Γραφείο Δοξιάδη, θα ιδρύσει το δικό του γραφείο με την επωνυμία «Σγούτας Αρχιτέκτονες». Η ένταξη του γιού του Δημήτρη στο δυναμικό του γραφείου το 1999 θα συνεχίσει την αρχιτεκτονική παράδοση της οικογένειας. Το γραφείο έχει εκπονήσει σημαντικές μελέτες σε Ελλάδα, Γερμανία, Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική και έχει αποσπάσει πολλά βραβεία σε διαγωνισμούς. Από το 1981 ο Βασίλης Σγούτας μετέχει στις δραστηριότητες της Διεθνούς Ενωσης Αρχιτεκτόνων (UIA), στην οποία διετέλεσε γενικός γραμματέας και για μια τριετία (1999-2002) πρόεδρος. Συνδυάζοντας την έμφυτη ευγένεια, το χάρισμα της επικοινωνίας και τις οργανωτικές ικανότητες με την κοινωνική ευαισθησία, θα προωθήσει από τις θέσεις αυτές το όραμα μιας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής που προτάσσει το συλλογικό καλό έναντι του ατομικού. Παράλληλα, θα αναδείξει τον σύνθετο ρόλο που καλούνται να παίξουν οι αρχιτέκτονες της εποχής της παγκοσμιοποίησης και της κλιματικής αλλαγής σε ένα κόσμο όλο και πιο πολυπολικό, ασταθή και άδικο. Σε αναγνώριση της προσφοράς του, η UIA θα θεσπίσει το 2007 βραβείο με το όνομά του για αρχιτέκτονες που βελτίωσαν τις συνθήκες διαβίωσης σε στερημένες περιοχές του πλανήτη.
Το βιβλίο, οργανωμένο σε επτά θεματικές ενότητες, είναι ένα καλειδοσκόπιο επισημάνσεων και σκέψεων για την Αθήνα του σήμερα με το βλέμμα στραμμένο και στο μέλλον της. Το πρώτο μέρος είναι εισαγωγικό. Μιλά για την επτάλοφη Αθήνα του σήμερα, την τόσο προικισμένη από τη φύση και την ιστορία, με το ανάγλυφο τοπίο της τραυματισμένο από κάθε λογής παρεμβάσεις. Το μέρος αυτό κλείνει με την ευχή να μη γίνει αυτό το τοπίο στόχος μεγαλεπήβολων ιδεών και σχεδίων.
Ακολουθεί το κεφάλαιο για την αθηναϊκή Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο αξιόλογο αλλά δυσδιάκριτο έργο των αρχιτεκτόνων της σύγχρονης Αθήνας και των προαστίων, χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικά παραδείγματα. Προτείνει μάλιστα την τυποποιημένη σήμανση κτηρίων βραβευμένων από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων και από ιδιωτικούς φορείς, θεωρώντας την ως ουσιαστικό βήμα για την προστασία τους. Σχολιάζει επίσης με αντικειμενικότητα έργα γοήτρου των starchitects της εποχής της παγκοσμιοποίησης, όπως το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων. Στις επισημάνσεις του για τις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές παθογένειες της Αθήνας περιλαμβάνονται: οι ανόμοιες απολήξεις των κτιρίων, αποτέλεσμα των μεταβαλλόμενων οικοδομικών κανονισμών αλλά και αυθαιρεσιών· η τάση αρκετών αρχιτεκτόνων να αδιαφορούν για την εναρμόνιση των έργων τους με τα γειτονικά κτίρια· η προοδευτική κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα των στοών, πεζοδρόμων και πλατειών από τα καταστήματα εστίασης· και ο προσβλητικός για την περιοχή της Ακρόπολης δεκαώροφος κτηριακός όγκος της Οδού Φαλήρου. Θίγονται επίσης η αυθαίρετη δόμηση, το ζήτημα των εγκαταλελειμμένων κτηρίων και η αξιοποίηση του Ελληνικού. Εκφράζεται τέλος ένας σκεπτικισμός για τις αναπλάσεις που έχουν «αφετηρία επικοινωνιολόγους ή χορηγούς σύγχρονης κοπής».
Ανάλογος σκεπτικισμός συναντάται και στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο «Πράσινο / Περιβάλλον» για τα φιλόδοξα σχέδια σε αυτούς τους τομείς, ένα από τα οποία είναι η διαχείριση του Εθνικού Κήπου, του λόφου Φιλοπάππου και άλλων χώρων πρασίνου από τη νέα δημοτική εταιρεία «Εθνικός Κήπος – Μητροπολιτικό Πράσινο ΑΕ». Με δεδομένο ότι οι θεσμικοί φορείς αντιμετωπίζουν συνήθως τους μεγάλους ελεύθερους χώρους ως «αναξιοποίητες εκτάσεις», ο συγγραφέας αναφέρει πνεύμονες πρασίνου που διασώθηκαν στη μητροπολιτική Αθήνα – το κτήμα Συγγρού, το Άλσος Βεϊκου, ο Βοτανικός Κήπος και το δάσος της Καισαριανής. Η σωτηρία τους αποδίδεται στο ότι «πολίτες με όραμα προνόησαν και πάλεψαν για νομοσχέδια που τα θωράκισαν από καταπατητές».
Σε θέματα της καθημερινότητας των Αθηναίων την εποχή της παγκοσμιοποίησης, των μεταναστευτικών ροών και της κλιματικής κρίσης είναι αφιερωμένα τα κεφάλαια 4 (προσβασιμότητα /κυκλοφορία), 5 (κοινωνία / πολιτισμός) και 6 (απόψεις / σκέψεις). Η προσέγγισή τους γίνεται μέσα από την διεθνή ατζέντα των πόλεων (αστική ανθεκτιότητα / urban resilience, βιωσιμότητα / sustainability, γκετοποίηση, εξευγενισμός / gentrification). Ιδιαίτερο βάρος δίνονται στο πολιτισμικό απόθεμα, το αστικό τοπίο και τον παλμό της ελληνικής πρωτεύουσας. Στο ερώτημα «πόσο ευρωπαϊκή πόλη είναι η Αθήνα;», ο συγγραφέας απαντά τα εξής: Με γεωγραφικά κριτήρια «η Αθήνα βρίσκεται περίπου στο μισό της απόστασης μεταξύ Ζυρίχης και Καΐρου». Βρίσκεται όμως σε μια χώρα η οποία υπήρξε όχι μόνο λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού αλλά και σταυροδρόμι πολιτισμών και άλλων λαων της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Επομένως «η Αθήνα έχει τη δυνατότητα να είναι πολύ περισσότερο από μια ευρωπαϊκή πόλη … μπορεί να γίνει μια συναρπαστική, κοσμοπολιτική, πολυπολιτισμική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, αλλά και σημείο αναφοράς του κοντινού ας μεσογειακού και ανατολικού χώρου».
«Ματιές στο Μέλλον» είναι ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου. Σε αυτό επισημαίνονται πρακτικές που λειτουργούν εις βάρος της μελλοντικής Αθήνας. Μια τέτοια πρακτική είναι η έλλειψη συνέχειας στη λειτουργία του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Συχνά οι αιρετοί, αντί να πατούν στο έργο των «προηγούμενων» και να το βελτιώνουν, «ξεκινούν με διαρθρωτικές, ή και πλήρεις αλλαγές, οι οποίες στην πράξη σημαίνουν σταμάτημα και μετά επανεκκίνηση, με εντελώς νέο σκεπτικό ορισμένες φορές». Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται «οι ονομασίες των υπουργείων για τα δημόσια έργα, τη δόμηση και το περιβάλλον: Δημοσίων Έργων, ΥΧΟΠ, ΥΠΕΧΩΔΕ, ΥΠΕΚΑ, ΥΠΠΑΠΕ, ΥΠΕΝ κ.λπ.». Αυτή η ασυνέχεια είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ολοκλήρωση των μελετών και την παράδοση των έργων. Διατυπώνονται επίσης σκέψεις του Βασίλη Σγούτα για ευκαιρίες που δεν πρέπει να χαθούν (αντιμετώπιση ελεύθερων χώρων και πρασίνου), για τα διατηρητέα κτήρια της Αθήνας, την αναγκαία ανανέωση του γερασμένου κτηριακού της αποθέματος και για το ζήτημα της Μητροπολιτικής διακυβέρνησής της. Στο υποκεφάλαιο με τίτλο «Το κρυφό χαρτί της Αθήνας» ο συγγραφέας προτείνει ως ιδανικό χώρο για την πολεοδομική εκτόνωσή της το οροπέδιο των Δερβενοχωρίων πίσω από την Πάρνηθα, με επιφάνεια 1.600 εκταρίων και μόλις 2.000 κατοίκους. Το τελευταίο κεφάλαιο κλείνει με ματιές του Βασίλη Σγούτα σε εικόνες της μελλοντικής Αθήνας – επιθυμητές αλλά και εφιαλτικές. Οι πρώτες προϋποθέτουν αλλαγή νοοτροπιών και συνηθειών (π.χ. ο χαρακτηρισμός «διατηρητέα» να σημαίνει διατηρητέα, και τα κτήρια να έχουν λιγότερες επιγραφές κλπ). Οι δεύτερες έχουν σχέση και με τα διεθνοποιημένα επιχειρηματικά συμφέροντα (π.χ. ουρανοξύστες που θα μπορούσαν να ξεφυτρώσουν ακόμα και στο Πεδίο του Άρεως).
Το βιβλίο καταλήγει με την διαπίστωση ότι, παρά τα όποια ελαττώματα και δυσλειτουργίες της, η Αθήνα παραμένει μια ελκυστική πόλη, και ότι δεν πρέπει να σταματάμε να ασκούμε πιέσεις για το καλό αυτής της πόλης στην οποία ζούμε.