Ένα ρέκβιεμ για τον Νότο

Ένα ρέκβιεμ για τον Νότο

Ουίλιαμ Φώκνερ, «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», εκδ. Gutenberg 2021

Σύμ­φω­να με την βι­βλι­κή ιστο­ρία, ο ωραί­ος και με πλού­σια μα­κριά μαλ­λιά, Αβεσ­σα­λώμ, τρι­τό­το­κος γιος του βα­σι­λιά Δαυίδ, όταν σκο­τώ­νει τον αδελ­φό του Αμνών, για να απο­φύ­γει την πα­τρι­κή ορ­γή, αυ­το­ε­ξο­ρί­ζε­ται για τρία χρό­νια και όταν επι­στρέ­φει εγεί­ρει επα­νά­στα­ση ενα­ντί­ον του πα­τέ­ρα του. Στη μά­χη που επα­κο­λου­θεί τα μα­κριά μαλ­λιά του πιά­νο­νται από ένα δέν­δρο και κά­ποιος τον προ­λα­βαί­νει και τον σκο­τώ­νει. Στην βι­βλι­κή ιστο­ρία έχει πε­ρά­σει η γε­μά­τη οδύ­νη φρά­ση του Δαυίδ «Υιέ μου, υιέ μου, Αβεσ­σα­λώμ». Ωστό­σο τι σχέ­ση μπο­ρεί να έχει η εκ­δι­κη­τι­κή και αι­μα­τη­ρή ιστο­ρία αυ­τή της Βί­βλου με τον εμ­φα­νώς αλ­λη­γο­ρι­κό τί­τλο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Αβεσ­σα­λώμ, Αβεσ­σα­λώμ! που πα­ρα­πέ­μπει στην μυ­θι­κή πλέ­ον φρά­ση του Δαυίδ όταν σκο­τώ­νε­ται ο γιος του, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο το ίδιο το μυ­θι­στό­ρη­μα του Φώ­κνερ; Και επί πλέ­ον τι σχέ­ση έχει το ίδιο μυ­θι­στό­ρη­μα με μία άλ­λη μυ­θι­κή και εμ­βλη­μα­τι­κή ιστο­ρία, εκεί­νη του Κύ­κλου των Ατρει­δών, και ακό­μη πιο πέ­ρα, με τα ομη­ρι­κά έπη; Μπο­ρεί όλα αυ­τά τα ερω­τή­μα­τα να φα­ντά­ζουν υπερ­βο­λι­κά στον σύγ­χρο­νο ανα­γνώ­στη, κα­θώς ανα­φέ­ρο­νται σε ένα μυ­θι­στό­ρη­μα που γρά­φε­ται από έναν Αμε­ρι­κα­νό συγ­γρα­φέα και κυ­κλο­φο­ρεί το 1936, ωστό­σο όχι μό­νον δεν εί­ναι, αλ­λά, αντί­θε­τα, οι απα­ντή­σεις τους βρί­σκο­νται βα­θιά χω­νε­μέ­νες μέ­σα στις σε­λί­δες του συ­γκε­κρι­μέ­νου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Διό­τι κα­θώς η ανά­γνω­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος προ­χω­ρεί και ο ανα­γνώ­στης ή η ανα­γνώ­στρια κυ­ριο­λε­κτι­κά βυ­θί­ζο­νται στον διαρ­κή στρο­βι­λι­σμό των σε­λί­δων, γί­νε­ται στα­δια­κά αντι­λη­πτό το πό­σο ο συγ­γρα­φέ­ας τους πά­τη­σε σε­βα­στι­κά τό­σο στην βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση όσο και στην αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή για να ανα­δεί­ξει την υπέρ­τα­τη τρα­γι­κό­τη­τα στην οποία οδη­γεί η υπε­ρο­ψία και η ύβρις των αν­θρώ­πων.

Ωστό­σο, θε­ω­ρώ ότι εί­ναι ση­μα­ντι­κό να στα­θού­με στο ότι ο Φώ­κνερ, ήταν γέν­νη­μα θρέμ­μα του αμε­ρι­κά­νι­κου Νό­του, μια πε­ριο­χής, γνω­στής και ως Dixie, με ισχυ­ρή πα­ρά­δο­ση ρα­τσι­σμού και φυ­λε­τι­κών δια­κρί­σε­ων, βα­θιάς θρη­σκο­λη­ψί­ας και που­ρι­τα­νι­κού ηθι­κι­σμού. Γεν­νή­θη­κε [1897] στο Νιού Όλ­μπα­νι του Μισ­σι­σί­πι, μιας Πο­λι­τεί­ας η οποία μα­ζί με άλ­λες 10 τον αριθ­μό, απο­σχί­σθη­κε το 1860 από τις τό­τε Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, εντά­χθη­κε στην Συ­νο­μο­σπον­δία των Νό­τιων Πο­λι­τειών και πή­ρε ενερ­γό μέ­ρος στον Αμε­ρι­κα­νι­κό Εμ­φύ­λιο [1861-1865]. Μιας Πο­λι­τεί­ας, με γε­ρά εδραιω­μέ­νη δου­λο­κτη­τι­κή πα­ρά­δο­ση, η οποία με­τα­φρά­ζε­ται σε εντυ­πω­σια­κά με­γά­λο αριθ­μό μαύ­ρων σκλά­βων και εξί­σου εντυ­πω­σια­κά μι­κρό αριθ­μό γαιο­κτη­μό­νων-ιδιο­κτη­τών τους. Όπως συμ­βαί­νει μά­λι­στα με­τά από κά­θε εμ­φύ­λια και αι­μα­τη­ρή σύ­γκρου­ση, το βα­θύ τραύ­μα που δη­μιουρ­γεί­ται αντί να εξα­λεί­φε­ται μέ­σα στο χρό­νο, φαί­νε­ται πώς αυ­γα­ταί­νει, απο­κτά ρί­ζες και κά­ποια στιγ­μή εμ­φα­νί­ζε­ται και πά­λι, έστω και αν, στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, έχει πε­ρά­σει πά­νω από ενά­μι­σι αιώ­νας. Σε ποια προ­γο­νι­κά άρα­γε σε­ντού­κια του Νό­του ήταν κρυμ­μέ­νη η ση­μαία της Συ­νο­μο­σπον­δί­ας που ανέ­μι­ζαν μπρο­στά στο Κα­πι­τώ­λιο οι νό­τιοι οπα­δοί του Τραμπ;

Αν λοι­πόν, το εμ­φύ­λιο τραύ­μα εξα­κο­λου­θεί να σι­γο­βρά­ζει στον αμε­ρι­κά­νι­κο Νό­το, ενά­μι­σι αιώ­να με­τά, πώς άρα­γε εί­χε κα­τα­κα­θί­σει μέ­σα στη συ­νεί­δη­ση του Φώ­κνερ, εβδο­μή­ντα χρό­νια από το τέ­λος του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου, ώστε να απο­τε­λέ­σει, ένα από τα βα­σι­κά κί­νη­τρα για να γρά­ψει τρία σπου­δαιό­τα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του, το Βουή και μα­νία, το Σαρ­τό­ρις και το Αβεσ­σα­λώμ, Αβεσ­σα­λώμ!, που θα του χα­ρί­σουν και το Βρα­βείο Νο­μπέλ; Δια­βά­ζο­ντας τα πο­λύ προ­σε­κτι­κά -όσο το επι­τρέ­πει η πυ­κνή, στρι­φο­γυ­ρι­στή και στρο­βι­λι­στι­κή γρα­φή του Φώ­κνερ-, μπο­ρεί να δια­κρί­νει κα­νείς, πί­σω από τις γραμ­μές, ένα βα­θύ πέν­θος για την άνο­δο και πτώ­ση του Νό­του. Άνο­δος και πτώ­ση που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από μια υπε­ρο­ψία, μια ύβρη που οδη­γεί στην τι­μω­ρη­τι­κή κά­θαρ­ση. Βε­βαί­ως τι κα­λύ­τε­ρο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά από το να με­του­σιώ­νο­νται όλα τα πα­ρα­πά­νω, να προ­σω­πο­ποιού­νται σε μια οι­κο­γέ­νεια νο­τί­ων, μια οι­κο­γέ­νεια που η ιστο­ρία της, η αρ­χή και το τέ­λος της συμ­βα­δί­ζουν με την με­γά­λη ιστο­ρία του Νό­του. Αν λοι­πόν στο «Βουή και μα­νία» γι­νό­μα­στε κοι­νω­νοί της οι­κο­γε­νεια­κής ιστο­ρί­ας των Κόμ­σον, στο «Σαρ­τό­ρις» πα­ρα­κο­λου­θού­με τα πο­λε­μι­κά αν­δρα­γα­θή­μα­τα του ομώ­νυ­μου συ­νταγ­μα­τάρ­χη στον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο, από την πλευ­ρά των Νο­τί­ων βέ­βαια, στο «Αβεσ­σα­λώμ, Αβεσ­σα­λώμ!» βυ­θι­ζό­μα­στε κυ­ριο­λε­κτι­κά στην τρα­γι­κό­τη­τα και το έρε­βος που σκε­πά­ζει στα­δια­κά την οι­κο­γέ­νεια Σά­πτεν, έως τον πλή­ρη αφα­νι­σμό της. Ωστό­σο ο Φώ­κνερ δεν ξε­χνά ού­τε σ’ αυ­τό το μυ­θι­στό­ρη­μα την οι­κο­γέ­νεια Κόμ­σον και αφή­νει πε­ρι­θώ­ριο να εμ­φα­νι­στούν ως αφη­γη­τές πλέ­ον, οι από­γο­νοί της. Όπως επί­σης ως μια σκια πλέ­ον περ­νά στο μυ­θι­στό­ρη­μα και ο συ­νταγ­μα­τάρ­χης Σαρ­τό­ρις.

Η ιστο­ρία των Σάτ­πεν πε­ρι­λη­πτι­κά μπο­ρεί να απο­δο­θεί ως εξής: Στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1830 ένας νέ­ος άν­δρας, αγνώ­στων στοι­χεί­ων και αμ­φι­λε­γό­με­νου πα­ρελ­θό­ντος κά­νει την εμ­φά­νι­σή του στο χω­ριό Τζέ­φερ­σον, της κο­μη­τεί­ας Γιο­κνα­πα­τό­φα και αφού αγο­ρά­σει από τους Τσί­κα­σου, τους Ιν­διά­νους της πε­ριο­χής, με ελά­χι­στα χρή­μα­τα, πολ­λά στρέμ­μα­τα καλ­λιερ­γή­σι­μης γης, εξα­φα­νί­ζε­ται, όπως ήρ­θε. Εμ­φα­νί­ζε­ται τρία χρό­νια με­τά μα­ζί με ένα τσούρ­μο μαύ­ρους [«άγριους νέ­γρους» στο μυ­θι­στό­ρη­μα] και έναν αρ­χι­τέ­κτο­να, για να αρ­χί­σει, προς κα­τά­πλη­ξη των κα­τοί­κων του χω­ριού, να κτί­ζει μια με­γα­λο­πρε­πή έπαυ­λη, ενώ πα­ράλ­λη­λα δη­μιουρ­γεί μια φυ­τεία. Αν και τα σχό­λια για το ποιόν του ου­ρα­νο­κα­τέ­βα­του και απο­φα­σι­σμέ­νου να δη­μιουρ­γή­σει πε­ριου­σία, φή­μη και εξου­σία Τό­μας Σάτ­πεν, δί­νουν και παίρ­νουν στον συ­ντη­ρη­τι­κό και θρη­σκό­λη­πτο κό­σμο του Τζέ­φερ­σον, αυ­τός προ­χω­ρά­ει απτό­η­τος. Η επό­με­νη κί­νη­ση του εί­ναι να πα­ντρευ­τεί την ει­κο­σά­χρο­νη Έλεν Κόλ­ντ­φιλντ, θυ­γα­τέ­ρα ενός άκρως ηθι­κού και που­ρι­τα­νού πά­στο­ρα των Με­θο­δι­στών. Από τον γά­μο αυ­τό έρ­χο­νται δύο παι­διά, ο Χέν­ρυ και η Τζού­ντιθ. Έτσι ο Σάτ­πεν μέ­σα σε λί­γα χρό­νια απο­κτά μια ανε­πί­λη­πτη οι­κο­γέ­νεια, με­γά­λη πε­ριου­σία, εξου­σία και φή­μη και η πο­λυ­τε­λής έπαυ­λή του η οποία υπε­ρέ­χει στην πε­ριο­χή, εί­ναι πλέ­ον γνω­στή ως «Το κα­το­στά­ρι του Σάτ­πεν». Ωστό­σο η κα­χυ­πο­ψία για το ποιόν του, την κα­τα­γω­γή του και τις επι­λή­ψι­μες με­θό­δους που έχει ακο­λου­θή­σει για να ανα­δει­χθεί και να επι­κρα­τή­σει, ου­δέ­πο­τε εξα­φα­νί­ζε­ται από τον μι­κρό­κο­σμο του συ­ντη­ρη­τι­κού Τζέ­φερ­σον. Κά­ποιοι μά­λι­στα τον πα­ρο­μοιά­ζουν με Δαί­μο­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο από όλους η, κα­τά πο­λύ νε­ό­τε­ρη της, αδελ­φή της Έλεν Κόλ­ντ­φιλντ, Ρό­ζα Κόλ­ντ­φιλντ που εξα­κο­λου­θεί να ζει με τον που­ρι­τα­νό και ηθι­κο­λό­γο πα­τέ­ρα της. Ώσπου το «χρυ­σα­φέ­νιο» αυ­τό οι­κο­δό­μη­μα αρ­χί­ζει να τρί­ζει όταν ξαφ­νι­κά, λί­γο πριν ξε­σπά­σει ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος, ο νε­α­ρός Χέν­ρυ Σάτ­πεν, φοι­τη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Οξ­φόρ­δης [Πο­λι­τεία Μισ­σι­σί­πι] έρ­χε­ται στην πε­ρί­φη­μη έπαυ­λη συ­νο­δευό­με­νος από έναν, αρ­κε­τά με­γα­λύ­τε­ρο αλ­λά εξαι­ρε­τι­κά γοη­τευ­τι­κό συμ­φοι­τη­τή του, τον Τσαρλς Μπον. Η εμ­φά­νι­ση του Μπον, ο οποί­ος σκο­πεύ­ει να ζη­τή­σει σε γά­μο την αγα­πη­μέ­νη αδελ­φή του Χέν­ρυ, πυ­ρο­δο­τεί μια σει­ρά αλυ­σι­δω­τών εκρη­κτι­κών γε­γο­νό­των, κα­θώς κα­λά κρυμ­μέ­να μυ­στι­κά απο­κα­λύ­πτο­νται, με απο­τέ­λε­σμα ο Χέν­ρυ να έρ­θει σε ρή­ξη με τον πα­τέ­ρα του, να εγκα­τα­λεί­ψει την πα­τρι­κή εστία, να απο­ποι­η­θεί την πα­τρι­κή κλη­ρο­νο­μιά και με­τά το τέ­λος του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου, να σκο­τώ­σει τον Μπον, λί­γο πριν την τε­λε­τή του γά­μου του με την Τζού­ντιθ. Το τέ­λος της οι­κο­γέ­νειας Σάτ­πεν θα επι­σφρα­γι­στεί πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν η ηλι­κιω­μέ­νη μαύ­ρη υπη­ρέ­τρια Κλάι­τυ [υπο­κο­ρι­στι­κό του Κλη­μαι­μνή­στρα], νό­θα κό­ρη του πα­τρός Σάτ­πεν, βά­ζει φω­τιά και καί­ει την άλ­λο­τε με­γα­λε­πή­βο­λη έπαυ­λη.

ΠΟΙΟΣ ΛΕ­ΕΙ ΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ

Ποιος όμως μι­λά­ει για όλα αυ­τά; Ποιόν «ακού­νε» οι ανα­γνώ­στες/στριες να αφη­γεί­ται τις σκο­τει­νές πε­ρι­πέ­τειες και τα πά­θη των Σάτ­πεν; Πώς απο­κα­λύ­πτο­νται στα­δια­κά τα αμαρ­τω­λά μυ­στι­κά, μέ­σα από έναν δαι­δα­λώ­δη λό­γο, εμπλου­τι­σμέ­νο με λε­πτο­δου­λε­μέ­νες λε­πτο­μέ­ρειες ώστε να μην δια­φεύ­γει η πα­ρα­μι­κρή πτυ­χή γε­γο­νό­των, πρά­ξε­ων, συ­ναι­σθη­μά­των; Ποιος και πώς σκια­γρα­φεί τον αμε­ρι­κά­νι­κο Νό­το και σχο­λιά­ζει τον δι­χα­στι­κό και κα­τα­στρο­φι­κό γι’ αυ­τόν, εμ­φύ­λιο πό­λε­μο;

Όταν ο Φώ­κνερ εμ­φα­νί­ζε­ται στην λο­γο­τε­χνία και αρ­χί­ζει να δί­νει τα με­γά­λα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, το ρεύ­μα του μο­ντερ­νι­σμού βρί­σκε­ται στο από­γειο του και ο κο­ρυ­φαί­ος εκ­πρό­σω­πος του, ο Ιρ­λαν­δός Τζέιμς Τζόις έχει ήδη κα­τα­θέ­σει τον εμ­βλη­μα­τι­κό Οδυσ­σέα του. Στην άλ­λη πλευ­ρά του Ατλα­ντι­κού αυ­τό το κα­θο­ρι­στι­κό για τη λο­γο­τε­χνία του 20ου αιώ­να, λο­γο­τε­χνι­κό ρεύ­μα έχει αρ­χί­σει ήδη να απο­κτά τους εκ­προ­σώ­πους του. Ο Φώ­κνερ θε­ω­ρεί­ται, αν όχι ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος, σί­γου­ρα από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους. Όπως, λοι­πόν, στο «Βουή και μα­νία», έτσι και στο Αβεσ­σα­λώμ, Αβεσ­σα­λώμ! ο νό­τιος Αμε­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας – δεν έφυ­γε πο­τέ από την Πο­λι­τεία του Μισ­σι­σί­πι- υιο­θε­τεί όλες τις αφη­γη­μα­τι­κές συν­θή­κες του μο­ντερ­νι­σμού για να στή­σει ένα πο­λυ­σέ­λι­δο με­γα­λο­πρε­πές μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό σύ­μπαν. Το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό αυ­τό σύ­μπαν «χω­ρά­ει» σε εν­νέα κε­φά­λαια και απλώ­νε­ται σε έναν χρό­νο που διαρ­κεί επτά δε­κα­ε­τί­ες, ο οποί­ος διαρ­κώς ανα­κυ­κλώ­νε­ται και στρι­φο­γυ­ρί­ζει, εν εί­δει θραυ­σμά­των, σε όλα τα κε­φά­λαια. Πί­σω από τις γραμ­μές του, ανα­δύ­ε­ται τό­σο η βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση όσο και εκεί­νη της ομη­ρι­κής και αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής τρα­γι­κής γραμ­μα­τεί­ας. Η ύβρις και η τί­σις. Όπως στα Ομη­ρι­κά έπη και στις αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κές τρα­γω­δί­ες, την ιστο­ρία των αρ­χό­ντων και των βα­σι­λιά­δων, την αφη­γού­νται εξω­τε­ρι­κοί αφη­γη­τές, έτσι και στο Αβεσ­σα­λώμ, Αβεσ­σα­λώμ! ό,τι συμ­βαί­νει στην οι­κο­γέ­νεια Σάτ­πεν και στον ευ­ρύ­τε­ρο χώ­ρο τους, την δι­η­γού­νται δια­φο­ρε­τι­κοί αφη­γη­τές, οι οποί­οι αλ­λά­ζουν σχε­δόν από κε­φά­λαιο σε κε­φά­λαιο ή και συ­να­ντιού­νται για να εμπλου­τί­σουν την αφή­γη­σή τους με άλ­λες αφη­γή­σεις που έχουν ακού­σει. Ένα εύ­γλω­το πα­ρά­δειγ­μα από το πρώ­το κε­φά­λαιο, λί­γο πριν ο νε­α­ρός Κου­έ­ντιν Κόμ­σον, από­γο­νος των Κόμ­σον, αρ­χί­σει να ακού­ει την αφή­γη­σή της γη­ραιάς Ρό­ζας Κόλ­ντ­φιλντ, εί­ναι το εξής: «Και με­τά η ακοή συμ­βι­βά­ζε­ται, και τό­τε εί­ναι σαν ν’ ακού­ει δύο δια­φο­ρε­τι­κούς Κου­έ­ντιν-τον Κου­έ­ντιν Κόμ­σον που προ­ε­τοι­μά­ζε­ται για το Χάρ­βαρντ εκεί στον Νό­το, τον βα­θύ Νό­το, τον νε­κρό από το 1865 με τα φλύ­α­ρα αγα­να­κτι­σμέ­να έκ­πλη­κτα φα­ντά­σμα­τα που τον κα­τοι­κούν, κι ακού­ει, ακού­ει ανα­γκα­στι­κά ένα από αυ­τά τα φα­ντά­σμα­τα, ένα που έχει αρ­νη­θεί πιο πο­λύ από τα άλ­λα να κά­τσει ήσυ­χο, να του μι­λά­ει για τον πα­λιό πραγ­μα­τι­κό και­ρό και τον Κου­έ­ντιν Κόμ­σον που ακό­μα εί­ναι πο­λύ μι­κρός για να γί­νει φά­ντα­σμα αλ­λά ανα­γκά­ζε­ται να γί­νει για­τί έχει γεν­νη­θεί κι έχει με­γα­λώ­σει στα βά­θη του Νό­του όπως κι εκεί­νη- οι δύο αυ­τοί ξε­χω­ρι­στοί Κου­έ­ντιν μι­λά­νε τώ­ρα ο ένας στον άλ­λο κα­τά τις με­γά­λες παύ­σεις των μη-αν­θρώ­πων με τη μη-γλώσ­σα, και λέ­νε κά­τι τέ­τοια: … ». Οι αφη­γή­σεις των εκά­στο­τε αφη­γη­τών/τριών εμπε­ριέ­χουν θραύ­σμα­τα εσω­τε­ρι­κών μο­νο­λό­γων ή επι­στο­λών ή δια­λό­γων ή σχο­λί­ων ενώ έντο­νο εί­ναι το στοι­χείο της προ­φο­ρι­κό­τη­τας τους έτσι ώστε η ιστο­ρία των Σάτ­πεν να μοιά­ζει με ένα πα­ρα­μύ­θι που ο κά­θε αφη­γη­τής ή αφη­γή­τρια [Ρό­ζα Κόλ­ντ­φιλντ] το δι­η­γεί­ται από την προ­σω­πι­κή του/ της οπτι­κή προ­σθέ­το­ντας και κά­ποια νε­ό­τε­ρα στοι­χεία ή φω­τί­ζο­ντας το και από άλ­λες πλευ­ρές. Λό­γου χά­ριν σχε­τι­κά με την κα­τα­γω­γή και το νε­α­νι­κό πα­ρελ­θόν του Τό­μας Σάτ­πεν, πριν να εμ­φα­νι­στεί από το που­θε­νά στο Τζέ­φερ­σον, πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε μό­λις στο 8ο κε­φά­λαιο. Και κα­θώς έχου­με φτά­σει στο 9ο και τε­λευ­ταίο κε­φά­λαιο ο Φώ­κνερ επι­χει­ρεί μια τού­μπα επι­στρέ­φο­ντας στο…πρώ­το κε­φά­λαιο κα­θώς ο Κου­έ­ντιν Κόμ­σον αρ­χί­ζει να δι­η­γεί­ται στον Βό­ρειο συμ­φοι­τη­τή του Σριβ πώς η Ρό­ζα Κόλ­ντι­φιλντ τον εί­χε κα­λέ­σει στην άλ­λο­τε χλι­δά­τη έπαυ­λη για να του δι­η­γη­θεί την ιστο­ρία των Σάτ­πεν. Όπως δη­λα­δή αρ­χί­ζει το πρώ­το κε­φά­λαιο.

Στην αμε­ρι­κα­νι­κή κρι­τι­κο­γρα­φία έχει κα­τα­χω­ρη­θεί η άπο­ψη ότι οι χα­ρα­κτή­ρες των τριών μυ­θι­στο­ρη­μά­των του Φώ­κνερ, Βουή και μα­νία, Σαρ­τό­ρις και Αβεσ­σα­λώμ, Αβεσ­σα­λώμ!, δεν εί­ναι πα­ρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί τύ­ποι των αν­θρώ­πων του Νό­του. Θα μπο­ρού­σε όμως να εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κά όταν ο συγ­γρα­φέ­ας τους δεν εγκα­τέ­λει­ψε πο­τέ τον Νό­το; Όταν τα βιώ­μα­τα του, οι πα­ρα­δό­σεις με τις οποί­ες εί­χε γα­λου­χη­θεί ήταν αυ­τές του Νό­του; Ωστό­σο, σε αντί­θε­ση με την Μάρ­γκα­ρετ Μί­τσελ στο Όσα παίρ­νει ο άνε­μος, ο Φώ­κνερ δεν χα­ρί­ζε­ται στον Νό­το, δεν ωραιο­ποιεί την αψά­δα και την υπε­ρο­ψία των αν­θρώ­πων της, δεν κρύ­βει την απέ­χθεια τους απέ­να­ντι σε οποιον­δή­πο­τε μπο­ρεί να εί­χε έστω και ελά­χι­στα γραμ­μά­ρια νέ­γρι­κου αί­μα­τος, όπως η μη­τέ­ρα του Τσαρλς Μποντ και πρώ­τη σύ­ζυ­γος του Τό­μας Σάτ­πεν, την οποία εγκα­τα­λεί­πει ακρι­βώς για αυ­τόν τον λό­γο. Δεν προ­τάσ­σει ηρω­ι­σμούς στις πε­ρι­γρα­φές του από τον εμ­φύ­λιο αντί­θε­τα δεν δι­στά­ζει να δεί­ξει την κα­τα­στρο­φή, την εξα­θλί­ω­ση, τον πό­νο που προ­ξέ­νη­σε αυ­τός ο πό­λε­μος στους κα­τοί­κους των νό­τιων πο­λι­τειών. Όμως η πα­τρί­δα εί­ναι πα­τρί­δα και ο Φώ­κνερ δεν το ξε­χνά­ει. Μια αί­σθη­ση πέν­θους ανα­δύ­ε­ται τε­λι­κά από τις σε­λί­δες του με­γά­λου αυ­τού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Ένα ρέκ­βιεμ για τον Νό­το που θέ­λη­σε να ση­κώ­σει υπε­ρο­πτι­κά το κε­φά­λι του και κα­τα­στρά­φη­κε. Ένα Νό­το που τε­λειώ­νει όταν η γη­ραιά μαύ­ρη υπη­ρέ­τρια, νό­θα κό­ρη του Σάτ­πεν, βά­ζει φω­τιά και καί­ει το σύμ­βο­λο της αυ­το­δη­μιούρ­γη­της, με κά­θε μέ­σον, αρι­στο­κρα­τί­ας του Νό­του, της υπε­ρο­ψί­ας και της ύβρε­ως, το «Κα­το­στά­ρι του Σάτ­πεν».

Το Αβεσ­σα­λώμ, Αβεσ­σα­λώμ! στο διά­στη­μα 1936 (πρώ­τη έκ­δο­ση) έως το 2017 εί­χε κά­νει 460 δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δό­σεις σε 24 γλώσ­σες. Επί­σης κα­τα­γρά­φε­ται ανά­με­σα στα 100 κα­λύ­τε­ρα βι­βλία στον κό­σμο και βρί­σκε­ται πρώ­το στη λί­στα με τα κα­λύ­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του αμε­ρι­κά­νι­κου Νό­του. Στην Ελ­λά­δα κυ­κλο­φό­ρη­σε για πρώ­τη φο­ρά το 1980 και επα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1997 σε με­τά­φρα­ση Έλ­λης Μαρ­μα­ρά. Την με­τά­φρα­ση της τρί­της έκ­δο­σής του από τις εκ­δό­σεις Gutenberg [σει­ρά ORBIS LITERAE] υπο­γρά­φει η Μαρ­γα­ρί­τα Ζα­χα­ριά­δου, η οποία αξί­ζει ένα με­γά­λο έπαι­νο διό­τι ανα­με­τρή­θη­κε επά­ξια με αυ­τό το κο­ρυ­φαίο μυ­θι­στό­ρη­μα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: