Ο Τοξότης έχει ένα παχουλό πρόσωπο που αστράφτει από πάστρα, μάλλον επειδή είναι σπανός. Το δικό του κείμενο συγκρίνει την αισιοδοξία και αγωνιστικότητα των νέων στη Δύση και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Με τα σπασμένα του αγγλικά (που πάντως είναι καλύτερα απ’ του Βασιλιά), ο Τοξότης την πληροφορεί πως και η Κίνα είναι αναπτυσσόμενη χώρα, αφού κάποια εκατομμύρια του πληθυσμού της αποτελούνται από αναλφάβητους. Τον ρωτάει αν έχει ζήσει καθόλου στην Κίνα. Της απαντάει πως έχει περάσει μερικούς μήνες με τη γιαγιά και τον παππού του σε κάποια δυτική επαρχία – δεν κατάλαβε ποια. Κινέζικα όμως έμαθε από τη μητέρα του, της διευκρινίζει, λέγοντας «κινέζικα» κι όχι «μανδαρίνικα». Πολύ θα ήθελε να ξέρει πώς ήρθε η μητέρα του εδώ, τι επαγγέλλονται οι γονείς του. Τους φαντάζεται εστιάτορες και την ίδια στιγμή της έρχεται στο νου μια εικόνα απ’ τη Μπελβίλ, επιστρέφοντας βράδυ με ποδήλατο. Γυναίκες στημένες μπροστά στα κατεβασμένα ρολά και στις εισόδους, ντυμένες με ρούχα που δεν διαφέρουν απ’ αυτά που φοράνε όσες δεν κάνουν αυτή τη δουλειά. Ρούχα που δεν εκθέτουν σάρκα. Ούτε είναι ιδιαίτερα βαμμένες. Αν δεν ήταν τόσες πολλές, αν δεν στέκονταν τόσο ακίνητες, θα έλεγες πως περιμένουν κάτι άλλο. Κάθε φορά που περνάει από δω βράδυ σκέφτεται «Κινέζες».
Πώς να νιώθουν οι Κινέζοι στη Δύση που τους Ασιάτες τους λένε συλλήβδην Κινέζους; Πώς νιώθουν οι Ασιάτες από άλλες χώρες όταν τους περνάνε για Κινέζους;
«Οι Γάλλοι δεν είναι ευχαριστημένοι, κι όμως τα έχουν όλα» την επαναφέρει η φωνή του Τοξότη. «Οι Γάλλοι λένε πως η Κίνα έχει δικτατούρα, αλλά εγώ λέω πως στην Κίνα οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι.»
Όπου να ’ναι θα της πει πως οι άνθρωποι στην Κίνα νιώθουν ασφαλείς γιατί υπάρχουν κάμερες παντού. Μπαίνει στον πειρασμό να τον προκαλέσει με μια μικρή ερώτηση, αλλά τελικά δεν το κάνει. Ο Τοξότης προσθέτει επεξηγηματικά ότι οι άνθρωποι στην Κίνα είναι ευτυχισμένοι γιατί εκτιμούν αυτό που έχουν.
Να είναι, άραγε, και ο Γε-Τιαν της ίδιας γνώμης; Δεν πρόλαβαν να κουβεντιάσουν για το νόημα της ευτυχίας, δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει αν είχε ακουστά τον Επίκουρο. Η ίδια πάντως θα συμφωνούσε πως οι άνθρωποι στην Κίνα δεν είναι μπλαζέ. Θυμάται ανθρώπους να χορεύουν το βράδυ στο πάρκο. Ζευγαράκια να κρατιούνται χέρι-χέρι, κρατώντας στο άλλο χέρι ένα χρωματιστό παγωτό. Οι άνθρωποι στην Κίνα συνήθως τους χαμογελούσαν.
«Οι νέοι στη Γαλλία, γιατί δεν εκτιμούν αυτό που έχουν;» ρωτάει τον Τοξότη.
«Τα βρήκαν όλα έτοιμα» της απαντάει αυτός με ετοιμότητα. «Στην Κίνα, οι άνθρωποι δεν περιμένουν από την κυβέρνηση. Αν χρειαστούν κάτι, θα το φροντίσουν μόνοι τους.»
Δυσκολεύτηκε το πρωί να μπει στο κτίριο; τον αιφνιδιάζει. Σκουπιδοτενεκέδες μπροστά στην είσοδο, κατάληψη, αστυνομία... Πώς του φαίνονται όλα αυτά;
Ο Τοξότης την κοιτάζει μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Οι Γάλλοι γκρινιάζουν υπερβολικά, της λέει τελικά.
Τον ρωτάει στην ψύχρα αν έχει ακουστά τον Λιου Σιαομπό. Ο Τοξότης της ζητάει να επαναλάβει το όνομα, ύστερα κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Ενδέχεται να φταίει η προφορά της, γι’ αυτό γράφει το όνομα σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ο Τοξότης ρίχνει μια ματιά σμίγοντας τα φρύδια, ύστερα σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάζει ανέκφραστος. Εκείνη σκέφτεται πως το πρόσωπό του είναι παχουλό και φρέσκο σαν κωλαράκι μωρού. «Γνωστός αντιφρονών διανοούμενος που πέθανε πρόπερσι στη φυλακή» του εξηγεί ουδέτερα. Με το ίδιο μικρό χαμόγελο, ο Τοξότης λέει πως δεν ξέρει τι σημαίνει η λέξη αντιφρονών.
[ Προδημοσίευση από μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πατάκη ]