Πλησίαζε μεσημέρι, πήρα ταξί για την αγορά όπου πουλούν τσάι, υλικά και σύνεργα καλλιγραφίας και αντίκες, το ας πούμε Μοναστηράκι του Πεκίνου που, σε αντίθεση με την Αθήνα, δεν βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Δεν ήθελα ν’ αγοράσω τίποτε. Μόνο τσάι με γεύση γιασεμιού, αυτό που σε πολλά μέρη της Κίνας δεν το θεωρούν το καλύτερο.
Ο καταστηματάρχης ήταν ευγενέστατος. Κάθισα στο γραφείο του, μου πρόσφερε τσάι από πέντε τουλάχιστον διαφορετικές ποικιλίες, η νεαρή πωλήτρια που είχε αναλάβει να με ενημερώνει ήταν εξαιρετική στη δουλειά της, ικανή να κατεβάσει το μισό εμπόρευμα από τα ράφια έστω κι αν δεν αγόραζα τίποτε – αλλά αγόρασα φυσικά.
Σε κάποια στιγμή γύρισα και της είπα:
«Το αφεντικό σου θα πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένο». Κι αμέσως ξεφούρνισα την κοινοτοπία: «Έχει μια πωλήτρια που μπορεί να πουλήσει ακόμη και ψυγεία στους Εσκιμώους».
Το αφεντικό δεν είπε τίποτε. Μου πρόσφερε τσιγάρο και συνέχισε να γεμίζει με τσάι τη μικρή κούπα μου. Εκείνη όμως ένιωσε τόσο περήφανη που άρχισε να μου αραδιάζει μιαν ακόμη ατελεύτητη σειρά από δείγματα τσαγιού.
«Από πού είσαι;» ρώτησε κάποια στιγμή ο καταστηματάρχης.
«Σιλά» (Ελλάδα), είπα. Χαμογέλασε για πρώτη φορά.
«Ολυμπιακοί Αγώνες. Πάρθενον. Άθενς», είπε.
«Απαγορευμένη Πόλη, Σινικόν Τείχος», αντιγύρισα.
Γέλασε πιο πλατιά. Η «μαγεία» της κοινοτοπίας.
Το τσάι γιασεμιού ενθουσιάζει μόνον τους Δυτικούς, λένε οι Κινέζοι – και δεν αποτελούσα εξαίρεση. Το σπουδαίο τσάι είναι το πράσινο και το καλύτερο πράσινο τσάι καλλιεργείται στις παρυφές του Κίτρινου Βουνού κοντά στην πόλη Χουανγκσάν, όμως εκεί θα βρισκόμουν, εντελώς συμπτωματικά, τον επόμενο χρόνο. Διαπίστωσα ωστόσο πως ο πολιτιστικός πατριωτισμός είναι εξίσου ισχυρός εδώ με τον δικό μας. Όταν σε φίλο Κινέζο, που ζει στη Σουηδία και πηγαινοέρχεται στην Κίνα, τόλμησα κάποτε να πω ότι σύμφωνα με ορισμένους το καλύτερο πράσινο τσάι καλλιεργείται στην Κορέα, με κοίταξε ειρωνικά: «Αστειεύεσαι, βέβαια».
Το βράδυ βγήκα για δείπνο με τον Χσι Τσουάν, που είναι καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών κι από τους πιο γνωστούς ποιητές και στην Κίνα και στη Δύση. Είχαμε συναντηθεί πριν από μερικά χρόνια στην Ελλάδα. Μου είχαν ζητήσει τότε από το πανεπιστήμιο της Άιοβα να μεταφράσω δύο ποιήματά του, που τα βρήκα εξαιρετικά. Τώρα μου χάρισε ο ίδιος στα αγγλικά μια εκτενή επιλογή από ποιήματα, που κι αυτά μου άρεσαν πολύ. Απ’ όσα γνωρίζω (φρόντισαν κι άλλοι να μου το επιβεβαιώσουν) ανήκει στους καλύτερους ποιητές της γενιάς του. Κινέζος αλλά και δυτικός, συνδέει τη δυναστική παράδοση με τις επεκτάσεις της στη νεώτερη κουλτούρα της Κίνας και μεταμορφώνοντας τις κατακτήσεις της τις εντάσσει στην παγκόσμια γλώσσα που δημιουργεί η αληθινή ποίηση.
Ήρεμος, χαμηλών τόνων, με αίσθηση του χιούμορ και διάθεση αυτοκριτικής. Σπανίως ακούς ποιητή να λέει πως κάποια νεανικά ποιήματά του, και μάλιστα δημοφιλή, τα θεωρεί «απαίσια» – χωρίς αυτό να υποκρύπτει κάποιου είδους αντίστροφο ναρκισσισμό του τύπου «για να σας αρέσουν αυτά δεν ξέρετε τι σας γίνεται». Έβλεπα τον δημιουργό που γνωρίζει ότι κάθε αναβαθμός απαιτεί την απόρριψη του προγενέστερου εαυτού μας.
Ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητό του από το ξενοδοχείο.
«Πριν πάμε στο εστιατόριο προτείνω μια βόλτα από τις κεντρικές λεωφόρους, να δεις το Πεκίνο που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, αν συμφωνείς», είπε.
Συμφώνησα.
Διασχίζοντας την πόλη, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, μου έλεγε την ιστορία των σύγχρονων εμβληματικών κτηρίων που είχαν αποκτήσει σημειακό χαρακτήρα.
«Δεν ξέρω αν το Πεκίνο που άφησα υπάρχει», είπα σε κάποια στιγμή.
«Η Κίνα υπάρχει. Αν θέλεις να πάρεις μια γεύση της παλαιάς Κίνας, υπάρχουν ακόμη πολλά μέρη. Όταν ξανάρθεις θα σου πω, κι αν έχουμε χρόνο θα σου τα δείξω».
«Δεν έρχεσαι κάθε μέρα εδώ. Δεν ξέρω αν θα ξανάρθω».
«Θα ξανάρθεις, αφού ξέρεις τώρα πια τον δρόμο», είπε με σημασία.
Δεν ήξερα κανέναν δρόμο. Ήξερα ελάχιστα. Λιγότερα απ’ όσα ήθελα, αλλά για τα περισσότερα θα έπρεπε να αφήσω πολλά, όμως κι αυτό δεν το κάνει κανείς στην ηλικία μου. Η Κίνα ήταν μια ρωγμή στην κουλτούρα και τη ζωή μου από όπου ίσως θα μπορούσα να δω τα πράγματα με μια μικρή μετατόπιση της οπτικής γωνίας, την κρυφή πλευρά των δικών μου παραστάσεων, ό,τι εν πάση περιπτώσει θεωρούσα κατακτημένο. Του το είπα, έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στη λωρίδα ασφαλείας της λεωφόρου που διασχίζαμε.
«Γιατί δεν προσπαθείς να μάθεις τη γλώσσα; Το σκέφτηκες;»
«Το σκέφτηκα και το απέρριψα. Δεν θα τη μάθαινα ποτέ. Είναι αργά για να περάσω στην άλλη όχθη. Νομίζω πως ακόμη κι αν το έκανα, θα ήμουν παρείσακτος εκεί, ένας γραφικός, εν πάση περιπτώσει. Γνώρισα κάποτε έναν Αμερικανό που μετά τα σαράντα του κάθισε κι έμαθε μανδαρινικά κι έπειτα από κάποιο διάστημα άφησε κοτσίδα, λες και θα πήγαινε να παρακολουθήσει μαθήματα στο ανάκτορο του Κομφούκιου. Ήταν αστείος. Ούτε Κινέζος, ούτε Αμερικανός, ούτε τίποτε. Ένας ψευδομανδαρίνος από το Τέξας. Εδώ δεν μπορώ να σου πω καλά-καλά αν και κατά πόσο γνωρίζω σε βάθος τη μητρική μου γλώσσα. Δεν είναι όπως με τα αγγλικά, που είναι lingua franca και τα μιλούν, όπως τα μιλούν τέλος πάντων, σε όλο τον κόσμο. Έχω καταλάβει πως αν αποφασίσεις να μάθεις κινέζικα, θα πρέπει να τα μάθεις πολύ καλά. Να ξέρεις και μανδαρινικά και καντονέζικα, δυο γλώσσες δηλαδή, και το ιδίωμα της Σαγκάης, όπως και κάνα- δυο ακόμη που τα μιλούν στο Σετσουάν κι αλλού. Δεν πειράζει. Κι εμείς τώρα έχουμε ο καθένας από έναν καθρέφτη και κοιτάμε μέσα από αυτόν ο ένας τον άλλο».
«Νομίζω ότι πιο μπροστά κοιτάμε τον εαυτό μας. Η πρωταρχική κατάσταση, ο προθάλαμος της επικοινωνίας, είναι η μοναξιά», είπε σοβαρά, έβαλε ταχύτητα και ξαναμπήκε στον αυτοκινητόδρομο.
Σε λίγο μου έδειξε ένα σχετικά χαμηλό κτήριο, δέκα ορόφων περίπου.
«Το κτήριο της Ένωσης Κινέζων Συγγραφέων», είπε.
«Ζήτησα από τη γραμματέα να το επισκεφθώ, αλλά πρώτα με ρώτησε τον λόγο –φυσικό, αφού κανένας δεν μπορεί να σπαταλά τον χρόνο των ανθρώπων που εργάζονται εκεί μέσα– κι έπειτα, όταν της είπα ότι ήθελα να μάθω πώς λειτουργεί και είναι οργανωμένη η Ένωση, μου είπε ότι θα ζητήσει να μου κανονίσουν ραντεβού. Χρόνος ωστόσο δεν υπάρχει. Γυρίζω μεθαύριο στην Αθήνα».
«Υπάρχουν πάντα τα γραφειοκρατικά προβλήματα. Πιο εύκολα είναι τα πράγματα με τις κατά τόπους ενώσεις. Όταν μια δομή είναι αναγκαστικά τόσο συγκεντρωτική, οι διαδικασίες επιβραδύνονται».
«Τι κάνει εκείνος ο ποιητής που συνάντησα την πρώτη φορά εδώ το 1994, ο Μα Γκάο Μινγκ;»
«Έχει χαθεί, δεν έχω ιδέα. Έκλεισε τη γκαλερί του, νομίζω ότι χώρισε και με τη γυναίκα του, θα σε γελάσω».
«Δεν κάνατε παρέα ποτέ;»
«Δεν έτυχε. Απλώς γνωριζόμαστε. Πιο γνωστός είναι ως μεταφραστής παρά ως ποιητής», είπε κι εγώ αντιλήφθηκα ότι ακόμη και τώρα σκεφτόμουν με βάση τη δική μας τάξη μεγεθών. Θα μπορούσε σ’ αυτή τη χώρα δύο ποιητές, όσο γνωστοί κι αν είναι, όχι μόνον να μη συναντηθούν ποτέ αλλά κι ο ένας να μη γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου.
Οι συστάδες των κτηρίων δεξιά κι αριστερά στη λεωφόρο διαδέχονταν η μια την άλλη κατά κύματα. Μου φάνηκε ότι ήμασταν σταματημένοι κι αυτές έτρεχαν σε αντίθετη φορά μ’ εμάς, ότι η πόλη από τον Νότο, όπου κατευθυνόμασταν, ανέβαινε προς τον Βορρά εξαιτίας του παλμού και της δύναμης των κτισμάτων της.
Βγήκαμε από τη θάλασσα των αυτοκινήτων και μπήκαμε σε μιαν άλλη, σε μια περιοχή γεμάτη εστιατόρια, το ένα δίπλα στο άλλο, με κίτρινο και κόκκινο φωτισμό πάνω από τις μαρκίζες, με τα πλήθη που πηγαινοέρχονταν και τα γεμάτα τραπέζια που φαίνονταν από τα παράθυρα. Ήταν μια βραδιά γεμάτη ιδρώτα και νεαρούς οι οποίοι διασκέδαζαν, μπαινόβγαιναν στ’ αυτοκίνητά τους, τα παρκάρανε με τη βοήθεια αυτόκλητων παρκαδόρων και περαστικών και συζητούσαν δυνατά.
«Πού θα ήθελες να πάμε;» ρώτησε ο Χσι Τσουάν.
«Παντού», είπα. «Εσύ επιλέγεις».
Ανεβήκαμε στο πατάρι ενός εστιατορίου που πρόσφερε θαλασσινά.
«Δεν ξέρω γιατί, αλλά οι τουρίστες εδώ είναι σπάνιοι. Ίσως επειδή κανένας από το προσωπικό δεν μιλάει ξένες γλώσσες», είπε ανοίγοντας τον κατάλογο. «Βλέπεις; και τα πιάτα είναι φωτογραφημένα. Οι ξένοι παίρνουν τον κατάλογο και δείχνουν με το δάχτυλο τι θέλουν να παραγγείλουν. Αν η παραγγελία –συμβαίνει καμιά φορά– δεν είναι σωστή, αρχίζει μια ατέλειωτη σειρά από παρεξηγήσεις».
«Δεν βοηθάει η γλώσσα του σώματος;»
«Οι Κινέζοι και σήμερα ακόμη δεν είναι πολύ εκφραστικοί με τους ξένους. Οι ξένοι χειρονομούν κι οι Κινέζοι αρχίζουν έναν μακρόσυρτο διάλογο μεταξύ τους. Η γλώσσα ενσωματώνει τις χειρονομίες».
Πήραμε μπίρα, γαρίδες, σπρινγκ ρολς και κινέζικα μακαρόνια με θαλασσινά και γλυκόξινη κόκκινη σάλτσα. Ο κλιματισμός υπολειτουργούσε κι άρχισα να ιδρώνω, ίσως ήταν καλό, να μη με αρπάξει το συνάχι που με τριγύριζε από το πρωί.
«Βάλε επιπλέον μπαχαρικά στο φαγητό σου», συνέστησε ο Σι Τσουάν. «Αν αρχίσεις να φταρνίζεσαι, θα πει ότι το έχεις ξεπεράσει. Και πιες ζεστό νερό, όπως το κάνουμε εμείς. Είναι πιο κοντά στη θερμοκρασία του σώματος και δεν σοκάρει τον οργανισμό, που είναι υδραυλικό σύστημα κι έχει την τάση να εξομαλύνει τις διαφορές θερμοκρασίας από μόνος του».
«Δεν είναι και πολύ ευχάριστο να πίνεις ζεστό νερό καλοκαιριάτικα».
«Αποτελεσματικό, όμως».
Είχα απορίες για την εκδοτική ζωή στη χώρα. Πόσοι εκδοτικοί οίκοι υπήρχαν, κρατικοί ή ιδιωτικοί, πώς λειτουργούσε το σύστημα διανομής, ποιο ήταν το κόστος των βιβλίων, οι κυκλοφορίες, οι εκτυπώσεις, τι θέση είχε το βιβλίο στην καθημερινή ζωή.
«Το μέγεθος της παραγωγής είναι συγκριτικά πολύ μικρό ακόμη για το μέγεθος του πληθυσμού. Το σύστημα διακίνησης και διανομής στηρίζεται κυρίως στις βιβλιοθήκες. Μια χώρα με το μέγεθος της Κίνας δεν μπορεί ν’ αναπτύξει λειτουργικά συστήματα πανεθνικής διανομής, το κόστος είναι τεράστιο. Οι συγγραφείς –κι οι ποιητές περισσότερο– γίνονται γνωστοί κυρίως μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά και τη δραστηριότητα των πανεπιστημίων που όλα τους έχουν σοβαρές έδρες λογοτεχνίας. Η Ένωση Συγγραφέων παίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της λογοτεχνικής ζωής κι αποτελεί συχνά βασικό διαμεσολαβητή ανάμεσα στους συγγραφείς και τους εκδότες. Πολλές εκδοτικές επιχειρήσεις είναι μεικτές, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους τομείς της παραγωγής. Οι αποφάσεις για το τι θα εκδοθεί και τι όχι παίρνονται από κοινού, όμως υπάρχουν και πλήθος πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς το βιβλίο του τυπωμένο, υπάρχουν πλήθος πηγές χρηματοδότησης των εκδόσεων. Το αν φτάσει στα βιβλιοπωλεία είναι άλλο ζήτημα. Πολλά βιβλία δεν έχουν οι συγγραφείς τους τη χαρά να τα δουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μολονότι η Ένωση Συγγραφέων είναι ένα συντονιστικό όργανο πανεθνικής εμβέλειας, η σύγχρονη κινέζικη λογοτεχνία είναι ένας πολύπλοκος ιστός, όπου λόγω της φύσης του περιέχει κι αρκετούς δευτεροκλασάτους. Με πολλούς συνυπάρχεις στα φεστιβάλ και τις εκδηλώσεις, δεν είσαι όμως κι υποχρεωμένος να παριστάνεις ότι σου αρέσουν. Οι άνθρωποι εδώ θέλουν ν’ ακούν καλά λόγια για όσα γράφουν, αλλά είναι πολύ λιγότερο πιεστικοί απ’ όσο στις δυτικές χώρες».
«Διαβάζει ποίηση ο κόσμος;»
«Δεν νομίζω ότι τα πράγματα εδώ διαφέρουν και πολύ από όσα ισχύουν στον υπόλοιπο κόσμο. Η τάξη μεγέθους όμως στην Κίνα είναι τέτοια που ένας ποιητής μπορεί να έχει ικανοποιητικό ακροατήριο. Για τα κινέζικα μεγέθη δεν είναι μεγάλο, αλλά αρκετό ώστε ο ποιητής να αισθάνεται ότι διαθέτει το ακροατήριο που του είναι αναγκαίο προκειμένου να μη νιώθει παρίας της κουλτούρας. Η λογοτεχνία μας είναι γνωστή στο εξωτερικό κυρίως για την ποίησή της και από αυτήν, για την ποίηση της περιόδου των Τανγκ. Νομίζεις ότι αυτό δεν μας προκαλεί άγχος; Οι κορυφαίοι ποιητές εκείνης της εποχής έχουν μεταφραστεί και διαβάζονται στις γλώσσες της Δύσης, σαν να πρόκειται όμως για εξωτικά προϊόντα με σύγχρονο περιτύλιγμα. Αλλιώς, για παράδειγμα, καταλαβαίνει ένας Κινέζος τον Ντου Φου κι αλλιώς ένας δυτικός – και δεν αναφέρομαι στο γεγονός ότι εγώ τον διαβάζω στο πρωτότυπο κι εκείνος σε μετάφραση. Ούτε κι έχω κανέναν λόγο να μπλέξω τώρα σε ζητήματα αισθητικής ή ακαδημαϊκής φύσεως. Λέω απλώς ότι ο Ντου Φου ή ο Ντου Μου για σένα μπορεί να μοιάζουν εξωτικοί αλλά δεν είναι «παλαιοί» ποιητές, γιατί το ιδίωμα μέσω των οποίων τους προσλαμβάνεις είναι η σημερινή γλώσσα. Για μένα είναι παλαιοί ποιητές, κλασικοί που λέμε, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που συνεπάγεται ο όρος. Αν γράψω σαν κι αυτούς, μπορεί στη Δύση να μη φαίνεται η διαφορά, όμως εδώ θα είμαι ένας παλιομοδίτης που δεν θα ενδιαφέρει –και δικαίως– κανέναν».
«Πώς αντιλαμβάνεσαι δηλαδή τη σχέση σου με την παράδοση;»
«Να σου πω. Υπάρχει η παράδοση στην εικονοποιΐα και στα στοιχεία της αφήγησης. Αφηρημένη ποίηση της προκοπής ούτε γράφτηκε ούτε και πρόκειται να γραφτεί στην Κίνα, κατά τη γνώμη μου. Όπως στον αγγλόφωνο κόσμο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τι σημαίνει ποιητική εικόνα αν δεν εξοικειωθεί με τις λεγόμενες βυθισμένες εικόνες του Σαίξπηρ, έτσι κι εδώ χωρίς μελέτη της εικονοποιΐας των Τανγκ ποίηση της προκοπής δεν γράφεται. Ούτε φυσικά και χωρίς το ποίημα να λέει μια ιστορία».
«Στα δικά σου ποιήματα βρίσκω μια εντελώς νέα χρήση της αλληγορικής γλώσσας. Είναι, αν μου επιτρέπεις, η ανατροπή του κλασικού παραδείγματος, κατ’ εξοχήν αυτού που οι αγγλοσάξονες αποκαλούν understatement, όχι με την έννοια του σχολιασμού αλλά του άλλου, της σχεδόν αδύνατης έκπληξης. Γράφεις ποιήματα αφηγηματικά, κι ωστόσο τόσο αλληγορικά που καταλήγουν να λειτουργούν ως μνημονικές αναφορές σ’ έναν αόρατο κόσμο, όπως ανοίγεται μόνο σ’ εσένα και κανείς ως τώρα δεν τον έχει δει. Βλέπω, επίσης, έντονο το στοιχείο ενός διχασμού, βλέπω εικόνες ανθρώπων που έχουν αποσπαστεί από τη σκιά τους, τον πραγματικό τους εαυτό», παρατήρησα.
«Διδάσκω κλασική κινέζικη ποίηση, είναι μια τεράστια παράδοση, αλλά η κουλτούρα μας ανοίγεται πλέον σε άλλα πεδία. Αποτιμάς κριτικά εκείνο που σε συνιστά και προχωράς παρακάτω. Η ποίηση, η λογοτεχνία γενικά είναι ενιαία. Οι διαφορές και ο χαρακτήρας κατά τόπους είναι θέμα αποχρώσεων και φωτισμού».
Είναι ήρεμος, σταθερός στις απόψεις του, διακριτικός αλλά χωρίς να διστάζει να πει τη γνώμη του. Από τη γενιά του είναι ο πλέον διάσημος ποιητής κι ίσως ο μόνος πολύ γνωστός κι εκτός Κίνας. Δεν ήθελα να του πω ότι οποιοσδήποτε κι αν ήταν στη θέση του θα είχαν πάρει τα μυαλά του αέρα. Ούτε έκανα καμιά αναφορά στο ότι πριν από τέσσερα χρόνια ο Μάρκο Μάριο Ροτέλι θα συμπεριελάμβανε ανάμεσα στα δώδεκα ποιήματα ισάριθμων διάσημων ποιητών από όλο τον κόσμο κι ένα δικό του στη γιγάντια κατασκευή του με τίτλο Το νησί της ποίησης που παρουσιάστηκε στη Μπιενάλε της Βενετίας. Προσπαθούσα να συνδέσω τον άνθρωπο με τον οποίο μιλούσα με τις προτιμήσεις του ποιητή που ο ίδιος σαν να ήθελε να κρύψει. Κι έπειτα: τι τον είχε παρακινήσει να μεταφράσει τρεις ποιητές τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως ο Πάουντ, ο Μπόρχες κι ο Μίλος; Διαφορετικούς; Για να δούμε:
Ο Πάουντ θεωρούσε ότι η ποίηση σε όλες τις γλώσσες είναι ίδια. Αυτή ήταν η ιδέα, όχι το γεγονός ότι ο Πάουντ είχε μεταφράσει κινέζικη ποίηση. Η αλληγορική γλώσσα του Μπόρχες και η ακρίβεια, όπως και η εκφραστική του οικονομία, ήταν χαρακτηριστικό και του Σι Τσουάν. Αλλά το θρησκευτικό στοιχείο του Μίλος μου φαινόταν ομόλογο της δικής του μεταφυσικής, της αίσθησης των φυσικών φαινομένων στο υπαρξιακό και το κοινωνικό πεδίο. Αυτές ήταν οι εξηγήσεις που σχηματίζονταν μέσα μου καθώς συζητούσαμε, μολονότι δεν επέτρεπα στον εαυτό μου οποιεσδήποτε βεβαιότητες. Ό,τι ήταν βαθύτερα ο ίδιος διέφερε από την συμμετοχή του στα όποια πολιτιστικά δρώμενα. Μπορούσε να τα θεωρεί δευτερεύοντα και να παρίσταται σαν να μην τον αφορούν. Απλώς να βρίσκεται κάπου επειδή έτσι συνέβη, ή πιο πολύ για να δει κάποιους που κάτι σήμαιναν για τον ίδιο.
Από τον Σι Τσουάν έμαθα για έναν συγκλονιστικό κινέζο ποιητή της γενιάς του, τον Χαϊτσί. Θα πρέπει να είχε την ίδια ηλικία μ’ εκείνον, όταν αυτοκτόνησε το 1989. Ο Σι Τσουάν επιμελήθηκε την έκδοση των Απάντων του Χαϊτσί το 1997. Έψαξα και βρήκα ποιήματα εκείνου του νεαρού τραγικού ρομαντικού της Άπω Ανατολής πριν έρθω για δεύτερη φορά στο Πεκίνο. Δυο στίχους του δεν θα τους ξεχάσω ποτέ:
Το φεγγάρι είναι ένας λευκός πίθηκος που ανοίγει πηγάδι,
Το φεγγάρι είναι ένας λευκός πίθηκος που χαμογελά
θλιμμένα.
Δεν ήθελα να θίξω τις ευαισθησίες του Σι Τσουάν, γιατί γνώριζα τους δεσμούς του με τον πρόωρα χαμένο ποιητή κι έτσι, με αφορμή τον Πάουντ, θυμήθηκα τον μύθο του Ζαγρέα. Πώς γεννήθηκε από την Περσεφόνη, την τρομερή θεά του Κάτω Κόσμου που ζευγάρωσε με τον μεταμορφωμένο σε φίδι Δία, πώς ο Δίας του έδωσε σκήπτρο, τη δύναμη του κεραυνού και τη δύναμη να εξουσιάζει τη βροχή, πώς η Ήρα έβαλε τους Τιτάνες να τον εξολοθρεύσουν, πώς οι Τιτάνες του χάρισαν έναν καθρέφτη και την ώρα που εκείνος έβλεπε εκεί το πρόσωπό του όρμησαν πάνω του, σκέφτηκα τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις αυτού του συμπαντικού παιδιού-θεού των Ορφικών, και πώς οι Τιτάνες τον εξόντωσαν και τον κομμάτιασαν την ώρα που είχε πάρει τη μορφή του ταύρου – κι εκεί ανατρίχιασα, γιατί θυμήθηκα τον τρόπο που αυτοκτόνησε ο Χαϊτσί, όταν έξω από το Πεκίνο ξάπλωσε σε μια σιδηροδρομική γραμμή. Δίπλα του βρήκαν μέσα στο σάκο του τρία βιβλία: μια συλλογή διηγημάτων του Κόνραντ, το Γουόλντεν του Θορό και τη Βίβλο.
Ο Χαϊτσί έμαθε για τον μύθο του Ζαγρέα διαβάζοντας τον Νίτσε. Ο Πάουντ από πού; Με τα δάνεια από εδώ κι από εκεί του Πάουντ είμαι πολύ καχύποπτος τα τελευταία χρόνια, όμως δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο που να μη θέλησε ή να μην προσπάθησε να τον μεταφράσει, ακόμη και κάποιοι για τους οποίους η ποίησή του δεν έλεγε τίποτε, συμπεριλαμβανομένου του Μπρόντσκι, όπως το ομολογεί ο ίδιος στο βιβλίο του Υδατογράφημα για τη Βενετία.
Αλλά ο Χαϊτσί ήταν ένας κινέζος Γιεσένιν. Αυτοκτόνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ήταν φανερό ότι έσβηνε η αγροτική Κίνα της φύσης, όπου οι ποιητές όφειλαν να βλέπουν την τέχνη τους ως παράλληλο φαινόμενο με τη γέννηση του σύμπαντος. Ένας ρομαντικός πάνω στον σκουπιδοσωρό του 20ού αιώνα, ένας συγκλονιστικός ποιητής, μια ιδιοφυΐα επιπλέον, αλλιώς πώς θα τον δεχόταν στις τάξεις του ένα από τα αυστηρότερα πανεπιστήμια του κόσμου, αυτό του Πεκίνου, και μάλιστα στα δεκαπέντε του χρόνια;
Δεν άνοιξα συζήτηση για όσα σκεφτόμουν την ώρα που αραδιάζαμε κοινοτοπίες για το Διαδίκτυο, τις αλλαγές, την παραγωγή, τις μεταμορφώσεις των μεγαλουπόλεων και τα συναφή.
Το φεγγάρι είναι ένας λευκός πίθηκος... Από ποια σκοτεινά βάθη ξεπετάγεται αυτή η αρχέγονη μεταμόρφωση που ως τώρα δεν την είδε και δεν τη φαντάστηκε κανείς; Όμως ο ποιητής απέναντί μου την είδε. Στη συλλογή του Τι λέει ο αετός το γράφει:
Το σώμα που καταστρέφει ο αετός στο χώρο το ξανασυναντά στον χρόνο.
Ευαίσθητος τόσο που να είναι αναγκασμένος να το κρύβει συνεχώς. Και πώς να μην είναι αναγκασμένος να το κάνει, όταν έχει γράψει:
Ονειρεύομαι πως ξαπλώνω μ’ έναν σπουργίτη πάνω στο στήθος που μου λέει «είμαι η ψυχή σου».
Δεν χρειάζεται να μου πει τίποτε για τον Χαϊτσί. Τα είπε σ’ έναν στίχο στη συλλογή του Χαιρετισμός:
Ονειρεύομαι τον Χαϊτσί να με ατενίζει βλοσυρά και να
αρνείται τον θάνατό του.
Το 1989 ήταν μια τρομερή χρονιά για τον Σι Τσουάν. Έχασε δύο από τους πιο στενούς του φίλους. Ο ένας ήταν ο Χαϊτσί κι ο δεύτερος ο Λούο Γιχέ. Ο πρώτος αυτοκτόνησε, ο δεύτερος πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία:
Ονειρεύομαι τον Λούο Γιχέ να μ’ αιχμαλωτίζει σ’ ένα γκαράζ με το
πάτωμα γεμάτο λεκέδες από λάδια. Στη γωνιά είναι ένα κρεβάτι με
λευκά σεντόνια. Εκεί κοιμάται, κάθε βράδυ.
Αν τώρα παραπέμπω σε στίχους του Σι Τσουάν, το κάνω γιατί έτσι νομίζω πως μεταφράζω το ρεύμα της σιωπής που κυλάει κάτω από τα λόγια. Γι’ αυτό γράφουμε. Γράφουμε αυτό που είναι για όσους το καταλαβαίνουν. Ή αυτό που νομίζουμε πως είναι. Τα προφορικά είναι συνήθως άλλα αντί άλλων, δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις, υπεκφυγές.
[ Απόσπασμα από εκτενές οδοιπορικό στο Πεκίνο, το Χονγκ Κονγκ, τη Σαγκάη, τη Χανγκτσού, την Καντόνα, το Μακάο, την Ταϊβάν, τη Γιανγκτσό, τη Χουανγκσάν,το Κίτρινο Βουνό, την Τζινιάν, την Τιαντζίν, την Τσινγκχά, την Τσουχάι κ.ά. ]