Οι Κινέζοι, όπως βέβαια και οι άλλοι ξένοι, λένε συχνά ότι «it’s Greek to me». Με τον ίδιο τρόπο λένε και οι Έλληνες: «Είναι κινέζικα για εμένα». Είναι τυχαίο που τα λένε έτσι, η οι δύο λαοί μοιάζουνε και νοιώθουν κατά βάθος ο ένας τον άλλον, όπως είπε κάποτε ο Νίκος Καζαντζάκης ότι “Αν ξύσετε τον Κινέζο, θα βρείτε τον Έλληνα. Αν ξύσετε τον Έλληνα, θα βρείτε τον Κινέζο”. Και πέρα από αυτό, τι κοινά στοιχεία και τι διαφορές έχουν αυτές οι δύο γλώσσες, και τι θα συμβεί, όταν συναντιούνται στην πραγματικότητα;
Η Ελλάδα βρίσκεται γεωγραφικά δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Κίνα, η μια στον μεσογειακό κόσμο, και η άλλη πέρα από τα Ιμαλάια. Όμως, οι δύο χώρες αποτελούν ξεχωριστά την εστία του πολιτισμού της Δύσης και της Ανατολής, και οι γλώσσες τους είναι δύο μοναδικές στον κόσμο, που δεν έχουν διακόψει ποτέ την πορεία τους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό υπάρχει πάντα η γνώμη που λέει ότι η ελληνική και η κινέζικη γλώσσα δεν είναι ούτε αρχαία, ούτε νέα, είναι μια και ενιαία, από τον Όμηρο στον Κοραή, και από τη «ΣΙ ΤΖΙΝΓΚ» στον LU XUN.
Αυτό το μοναδικό φαινόμενο, ως πρώτο κοινό σημείο των δύο γλωσσών, μας έβαλε να σκεφτούμε, συνδυάζοντας τη σχέση της ζωής μιας γλώσσας με τον πολιτισμό, και μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας και ο πιο σημαντικός φορέας για την ανάπτυξη του πολιτισμού ενός έθνους, και η επιβίωση και η αναβίωση της παίζει τον ρόλο-κλειδί στην πρόοδο ενός τόπου. Η γλώσσα και ο πολιτισμός δυναμώνουν και υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον.
Ας δούμε και άλλα κοινά σημεία. Χρονολογικά, οι δύο γλώσσες γεννήθηκαν πάνω κάτω κατά την ίδια ιστορική περίοδο, νωρίτερα ξεκίνησε η ελληνική με την ομηρική (1200-800 π.Χ.), και αργότερα η κινέζικη με την «ΣΙ ΤΖΙΝΓΚ» (1100-700 π.Χ.), την παλαιότερη ποιητική ανθολογία της Κίνας. Κατά τις αρχές του 19ουαιώνα εμφανίστηκε στα ελληνικά το φαινόμενο της διγλωσσίας, της δημοτικής και της καθαρεύουσας, ενώ κατά τις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάστηκε στο Πεκίνο το Νέο Πολιτιστικό Κίνημα και έγινε μεγάλη συζήτηση γύρω από το θέμα, δηλαδή πως πρέπει να γράφονται τα κινέζικα, με την WEN YAN WEN, ένα είδος γραφής που κατά τρόπο και μορφή μιμείται την αρχαία κινέζικη, η με την BAI HUA WEN, άλλο είδος γραφής απλοποιημένο σαν την δημοτική. Αυτή η διγλωσσία με δύο μορφές γραφής δημιούργησε στις δύο χώρες πολλά προβλήματα στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, έπαψε τελικά στην Ελλάδα το 1976 με την κατάργηση της καθαρεύουσας και την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, ενώ στην Κίνα με την απελευθέρωση του 1949, τα λογοτεχνικά βιβλία που γράφτηκαν στην BAI HUA WEN έγιναν πρότυπο του επίσημου γραπτού λόγου, και η διάλεκτος του Πεκίνου PU TONG HUA έγινε η ομιλούμενη κοινή γλώσσα της Κίνας, που μιλάει σήμερα όλος ο κινεζικός λαός.
Είναι πολύ ενδιαφέρον εδώ να αναφέρουμε μια υπόθεση. Κάποτε στην ιστορία η ελληνική γλώσσα εγκατάλειψε την παλιά της γραφή, την Γραμμική Β, και αγκάλιασε το αλφάβητο, ένα είδος γραφής εντελώς διαφορετικό με από το προηγούμενο. Αν δεν γινόταν αυτό, θα είχαμε ύστερα τον Όμηρο, τον Ηράκλειτο και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και επιστήμονες; Τι θα είχε συμβεί, αν η Κίνα εγκατέλειπε το γραφικό σύστημα με τα ιδεογράμματα κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως το ζητούσε επίμονα εκείνη την εποχή μια ομάδα του Νέου Πολιτιστικού Κινήματος, και το αντικαθιστούσε με το “PIN YIN”, ένα σύστημα σαν τη φωνητική μεταγραφή (phonetic transcription) της αγγλικής γλώσσας; Θα έχανε την μακρόχρονη παράδοση της γραφής της και με το χρόνο και όλη την πολιτιστική της κληρονομιά; Ας αφήσουμε όμως τη φαντασία για να γυρίσουμε πίσω στην πραγματικότητα.
Στη μακρόχρονή τους ανάπτυξη, οι δύο γλώσσες επηρέαζαν συνεχώς τις άλλες γλώσσες. Τα κινέζικα επηρέασαν τις ασιατικές γλώσσες, κυρίως της Άπω Ανατολής, όπως η ιαπωνική, της οποίας σχεδόν τα 70 % των λέξεων είναι ίδιες στη γραφή τους με τις κινέζικες. Η ελληνική γλώσσα άρχισε να επηρεάζει ήδη πριν από τη λατινική μεσαιωνική περίοδο τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και άφησε τα βαθιά της ίχνη. Ανοίγοντας σήμερα ένα λεξικό μιας ξένης γλώσσας η μια εγκυκλοπαίδεια, θα ανακαλύψουμε εύκολα ότι πολλές λέξεις προέρχονται από τις ελληνικές, και τα ελληνικά αποτελούν κύριες πηγές του διεθνούς επιστημονικού και τεχνολογικού λεξιλογίου. Παραδείγματος χάριν, στα αγγλικά περίπου το 10% του λεξιλογίου έχουν ελληνική προέλευση, ενώ το ποσοστό των λέξεων σε επιστημονικές και τεχνολογικές ορολογίες είναι ακόμα μεγαλύτερο. Η ελληνική γλώσσα φαίνεται μικρή, αλλά επηρέασε και θα επηρεάζει συνεχώς όλο τον γλωσσικό κόσμο, κατέχει την πρώτη θέση στη σημαντικότητα και στην προσφορά στην παγκόσμια γλωσσική οικογένεια. Η ελληνική γλώσσα είναι μικρή, αλλά είναι και μεγάλη, όπως είπε ο Ελύτης στο Άξιον Εστί:
«ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας».
Είδαμε παραπάνω τα κοινά και τα παρόμοια σημεία. Δεχόμαστε επίσης ότι τα ελληνικά και τα κινέζικα είναι και οι δύο πιο δύσκολες γλώσσες του κόσμου. Όμως, αν σκεφτούμε καλά, θα καταλάβουμε ότι οι δυσκολίες τους παρουσιάζονται εντελώς διαφορετικές. Για τους ξένους ελληνομαθείς, ίσως περισσότερο για τους Κινέζους, οι δυσκολίες της ελληνικής γλώσσας είναι κυρίως το συντακτικό και η γραμματική, που λόγω της αυστηρότητας και της συστηματικότητας τους μας διευκολύνουν στη σωστή κατανόηση και στη σωστή χρήση και μας δίνουν μια ελαστικότητα για να εκφραστούμε άνετα ανάλογα με τις διαθέσεις μας. Επίσης, τα ελληνικά ρήματα διαθέτουν δύο κύρια στελέχη με διαφορετικές αλλαγές για να δείξουν διάφορους χρόνους, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με λίγα λόγια όλοι αυτοί οι κανόνες, είτε του συντακτικού είτε της γραμματικής, δεν υπάρχουν στην κινέζικη γλώσσα, η οποία έχει για λύσεις άλλους τρόπους, πολύ πιο απλούς, χρησιμοποιώντας μόνο μερικές ειδικές λέξεις, τα μόρια, για να δείξουν τις διαθέσεις και τους χρόνους. Τα κινέζικα έχουν άλλες δικές τους δυσκολίες, όπως την προφορά με τους 4 τόνους και τη γραφή με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η κινέζικη γραφή φαίνεται δύσκολη, αλλά ουσιαστικά αποτελείται μόνο από 5 βασικές γραμμές (strokes) και όλες οι λέξεις γράφονται με τον κανόνα των 5 γραμμών. Αν τις μάθει κανείς σωστά, θα ξεπεράσει τη δυσκολία αυτή. Η άλλη δυσκολία είναι η σωστή προφορά των λέξεων με τους 4 τόνους. Κάθε κινέζικη λέξη, εκτός από την προφορά της, έχει και ένα τόνο. Αν ο τόνος προφέρεται λάθος, θα παρεξηγηθεί η λέξη και είναι πιθανό να προκύψει άλλη έννοια. Οι 4 τόνοι της προφοράς της κινέζικης γλώσσας κάπως μου θυμίζουν το πολυτονικό σύστημα των ελληνικών, αν και δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Μου άρεσε πολύ αυτό το παλιό σύστημα, όταν ξεκίνησα το 1978 να μάθω ελληνικά στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σπουδών της Σαγκάης, και με την κατάργησή του το 1982 ένιωθα κάποια δυσαρέσκεια για το χάσιμο της μορφικής ομορφιάς και του ποιητικού ρυθμού μιας γραφής.