Ο Λι Τάι Πο ή ορθότερα Λι Μπάι, όπως τον αποκαλούν στη μητρική του γλώσσα, συγκαταλέγεται, ως γνωστόν, στους πλέον αντιπροσωπευτικούς ποιητές της Κίνας. Γεννήθηκε το 701 μ. Χ. στο Τσαγκ Μινγκ της επαρχίας Σετσουάν. Σύγχρονος τού επίσης σημαίνοντος ποιητή Του Φου. Υπήρξε για σύντομα χρονικά διαστήματα κρατικός λειτουργός. Από το 742 έως το 744 διετέλεσε μάλιστα ποιητής του αυτοκρατορικού παλατιού. Η σύγκρουσή του μ’ έναν αυλικό οδήγησε στην απόλυσή του. Επί δεκαετίες πλανήθηκε στο εσωτερικό της χώρας του. Ως απόλυτος νομάς, ως μοναχός των δασών και των λιμνών, άγγιξε την ωραιότητα της Φύσης, αλλά και τον σκοτεινό πυρήνα της. Μέθυσε καθ΄ υπερβολήν. Είχε το σταθερό χάρισμα ν’ αναδεικνύει τα ελάχιστα, γράφοντας μουσική με ιδεογράμματα. Αυτοσχεδίαζε με παροιμιώδη επιτυχία. Γνώστης βαθύς της παράδοσης, όσο ελάχιστοι. Απεβίωσε στα 61 του χρόνια. Τον διαβάζουμε ακόμη. Είναι αξεπέραστος σε πολλά. Την ιδέα να τον αποδώσω στα ελληνικά, συνεχίζοντας την ανάλογη δοκιμή της αείμνηστης φίλης Αμαλίας Τσακνιά, μου την έδωσε ο κ. Λιού Τζιαντσάο, Πρέσβυς της Κίνας στην Τζακάρτα. Συζητώντας στην αρχή του χρόνου, στο περιθώριο μιας πολιτιστικής εκδήλωσης, ήρθε η κουβέντα και στον διάσημο συμπατριώτη του. «Στον Λι Μπάι καταφεύγομε κυρίως, εμείς οι Κινέζοι. Δεν έχει τη σκληρότητα του Του Φου. Ούτε διακατέχεται από την απαισιοδοξία του. Ο Λι Μπάι είναι ποιητής που μας εμψυχώνει, όταν οι καιροί είναι δύσκολοι. Είναι ο πιο ανθρώπινος από όλους τους άλλους. Ασκεί βέβαια, όταν χρειαστεί, δριμεία κριτική στους πονηρούς του καιρού του, αλλά δεν τους εξοντώνει ως μονάδες, δεν τους εξευτελίζει. Αν και αδέκαστος, αδιάφθορος ως το μεδούλι, ξέρει να μαλακώνει το θυμό του. Κατέχει το μέτρο της λεπτότητος». Η απόδοση έγινε από ποικίλα αγγλικά μεταφράσματα. Την εγκυρότητά τους την είχε ελέγξει προηγουμένως ένας καλός παλιός φίλος, πολύγλωσσος ποιητής από το Πεκίνο
Λι Τάι Πο
Ταξιδεύει στη θάλασσα
Ταξιδεύει στη θάλασσα, καβαλάρης του ανέμου
πέρα, σε τόπους μακρινούς φέρνει το καράβι του
και δεν αφήνει πίσω του μήτε το σημάδι
που αφήνει το πουλί μέσα στο σύννεφο.
Η πίκρα της αγάπης
Πόσο όμορφη είναι, ανοίγοντας το παράθυρο μαργαριτάρι
κοίτα πώς λυγίζει με χάρη, πώς κυματίζουν τα μαλλιά της.
Τώρα μπορείς να δεις ακόμα και τα δάκρυά της να λάμπουν.
Μόνον εκείνον που αγαπά και την πικραίνει δεν μπορείς να δεις.
Περιπλανήσεις
Το καλό κρασί του Λαν Λινγκ, μυρωδάτο, με βότανα,
σαν το κεχριμπάρι λάμπει στις κούπες από νεφρίτη.
Αν ο νοικοκύρης μπορέσει τους καλεσμένους του να μεθύσει
ίσως τα καταφέρουν την ξενιτιά για λίγο να λησμονήσουν.
Σιγαλιά
Μια αχτίδα στο κρεβάτι μου, αιχμάλωτη, λάμπει.
Να΄ ναι το χνάρι της δροσιάς, αναρωτιέμαι.
Σηκώνομαι και βλέπω πως είναι το φεγγάρι.
Ξαπλώνω πάλι – και τότε θυμάμαι το σπίτι μου.
Στο βουνό, διάλογος
«Μα γιατί κρύβεσαι στο πράσινο βουνό», με ρωτούν.
Σωπαίνω, με την καρδιά μου γαληνεμένη. Τους χαμογελώ.
Καθώς κυλάει το νερό και τα παίρνει μαζί του τα λουλούδια της ροδακινιάς
ο κόσμος μου δεν είναι ο κόσμος των ανθρώπων.
Στα σκαλοπάτια από νεφρίτη
Τα σκέπασε η παγωνιά τα σκαλοπάτια από νεφρίτη.
Κι εγώ ακόμη εδώ, να περιμένω.
Τα μεταξωτά παπουτσάκια μου έχουν πια μουσκέψει.
Πίσω από την κουρτίνα κρύσταλλο
κοιτάζω το φεγγάρι, καθαρό φθινόπωρο.
Η διασκέδαση του μοναχικού
Μάτια καρφωμένα στο κρασί, μου ξέφυγε η δύση
στις δίπλες του χιτώνα μου φώλιασαν τα πέταλα.
Πιωμένος, σηκώνομαι να πάρω το δρόμο του φεγγαριού
Τα πουλιά χάθηκαν, ο κόσμος κάτι λίγο.
Κοράκια που κράζουν τη νύχτα
Τα τείχη της πόλης μέσα στα κίτρινα σύννεφα
κοράκια κάπου εκεί κοντά έρχονται τώρα να κουρνιάσουν.
Τ’ ακούω να κράζουν από κλαδί σε κλαδί.
Η κοπέλα από τα μέρη του ποταμού Τσιν στον αργαλειό της υφαίνει.
Θολό παράθυρο, σμαραγδένια ομίχλη, μας κρύβει τα λόγια της.
Αφήνει τη σαΐτα της, γεμάτη θλίψη, θυμάται εκείνον που΄ ναι τόσο μακριά.
Αυτή και η κάμαρη της μοναξιάς. Δάκρυα βροχή.
Φεγγαρόφωτο, τα πίνω μόνος
Μια κούπα κρασί, κάτω από τ΄ ανθισμένα δέντρα
κανένας φίλος εδώ γύρω. Τα πίνω μόνος.
Υψώνω την κούπα μου, ζητώντας από το φεγγάρι
να γίνουμε τρεις μαζί με τη σκιά μου.
Αλίμονο, το φεγγάρι δεν έχει ιδέα από ποτό
κι η σκιά το μόνο που ξέρει είναι να σέρνεται στο πλάι μου.
Κι όμως με φίλο το φεγγάρι και σκλαβάκι τη σκιά μου
θα τα καταφέρω μια χαρά ως το τέλος της Άνοιξης.
Τραγουδώ και το φεγγάρι σιγοντάρει με τις αχτίνες του
χορεύω κι η σκιά μου τρεκλίζει από κοντά.
Κι όταν μας περνάει το μεθύσι, μοιραζόμαστε χαρές.
Τώρα πάλι μεθυσμένοι, ο καθένας παίρνει το δρόμο του
μακάρι να κρατούσε κι άλλο αυτή η συντροφιά
μακάρι να βρεθούμε στο τέλος όλοι μαζί
εκεί ψηλά, στο Θολό Ποτάμι, το Γαλαξία.
Αποχαιρετώντας τον Μενγκ Χάο Γιαν, φεύγοντας για το Γιανγκ Τσου
Παλιέ μου φίλε,
μ΄ αφήνεις στο μπαλκόνι με τα κίτρινα γεράνια,
παίρνοντας το δρόμο για το Γιανγκ Τσου,
το μήνα που ανθίζουν τα λουλούδια και μας τυλίγει η ομίχλη.
Ένας ίσκιος, ένα βήμα που χάθηκε στον αιθέρα τον γαλανό.
Τώρα πια βλέπω μόνο το ποτάμι- ανεβαίνει στον ουρανό.
Κοιτώντας τα όρη «Η Πύλη του Ουρανού»
Ο ποταμός Τσου διασχίζει την Πύλη του Ουρανού.
Το πράσινο νερό φτάνει ως εδώ από την Ανατολή —
μετά όλα δίνη και στρόβιλος.
Σε κάθε όχθη, λόφοι στα γαλάζια θωρούν ο ένας τον άλλο.
Ένα τόσο δα πραγματάκι,
ένα μοναχικό πανί έρχεται από τη μεριά του ήλιου.
Στο λόφο Τζιντίνγκ Σαν, μόνος
Ένα κοπάδι πουλιά, ψηλά στον ουρανό.
Ένα μοναχικό σύννεφο πλανιέται τεμπέλικα.
Κοιταζόμαστε, εγώ κι εσύ, και δεν βαριόμαστε
και μπροστά μου, είσαι εσύ και μόνον εσύ, Τζιντίνγκ Σαν.
Περνώντας τη νύχτα σ΄ ένα ναό στο βουνό
Εκατό πόδια ψηλό είναι το τείχος.
Από δω μπορεί κανείς να φτάσεις τ΄ άστρα
και να τα ξεριζώσει - μα δεν τολμώ παρά να μιλώ ψιθυριστά
απ΄ το φόβο μήπως και ταράξω τους ανθρώπους τ΄ ουρανού.
Ανοιξιάτικο βράδυ στο Λουογιάνγκ, τραγούδι του φλάουτου
Από πιο σπίτι άραγε να φτάνει μυστικά ως εδώ
τραγούδι από σμαραγδένιο φλάουτο;
Το παρασέρνει τ΄ ανοιξιάτικο αγέρι που τυλίγει την πόλη.
Το νυχτερινό τραγούδι μου φέρνει στο νου τη ρημαγμένη ιτιά.
Ποιος άλλωστε δεν θα θυμόταν τώρα το σπίτι του;