Ένας απαισιόδοξος, βλέποντας μισό ποτήρι νερό, λέει «μακάρι να ήταν γεμάτο». Δυστυχώς, είμαι τέτοιος τύπος.
Στην Αθήνα, όπου κατοικώ, λέω συχνά μέσα μου, «αχ μακάρι να ήμουν τώρα στη Σαγκάη». Από την άλλη, κάθε φορά που επιστρέφω στην Κίνα, με ακούν οι γονείς μου να παραπονιέμαι: «στην Ελλάδα είναι αλλιώς· μάλιστα, είναι πολύ καλύτερα». Σαν να έχω κοπεί σε δυο κομμάτια, το ένα το άφησα στην Κίνα, και το άλλο στην Ελλάδα. Και σε καμία χώρα, δεν νιώθω ολοκληρωμένη πια.
Μου λείπουν η υγρασία της Σαγκάης, η βροχή της σχεδόν όλο τον Ιούνιο, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, των φύλλων του πλάτανου, των παλιών ξύλινων σκαλών και δαπέδων στα σπιτάκια του κέντρου της πόλης που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Μέναμε σε μια τόσο μικρή πολυκατοικία, που από το δικό μας παράθυρο μύριζες το σαπούνι του γείτονα όταν πλενόταν…
Μου λείπει ο αέρας της Αθήνας. Μου θυμίζει την ξερή πέτρα κάτω στον καλοκαιρινό ήλιο. Άσπρα, όλα άσπρα. Όλα κάτασπρα και λαμπερά, ακόμα κι ο άνεμος, ο αέρας που εισπνέω. Μέσα στον ελληνικό αέρα κρύβονται μπουκαμβίλιες, πικροδάφνες, γιασεμιά, άνθος πορτοκαλιού… Επίσης, η μυρωδιά των τσιγάρων, των σουβλατζίδικων αλλά και του αφρού της θάλασσας, καθώς κρυφά κρυφά μπαίνει στα ρουθούνια η ανοιχτή μπλε δροσιά του καλοκαιρινού βραδιού που σιγά σιγά καλύπτει την Αθήνα· την άσπρη και λαμπερή Αθήνα… Η Ελλάδα μυρίζει σαν την παλέτα χρωμάτων του Μονέ.
Λαχταρώ τόσο πολύ να τρώω τα μικρά χουντούν, τα ζυμαρικά με γέμιση κιμά που κολυμπάνε στην ελαφριά σούπα με φρέσκα κρεμμυδάκια! Τα τρώμε στη Σαγκάη κι ως πρωινό. Ωστόσο, το καλοκαίρι θα έλεγα «μαμά, κάνει πολύ ζέστη να φάμε χουντούν, πάμε στην ταβερνούλα κάτω να φάμε κρύα νουντλς;» Κι η μανούλα μου θα έλεγε, «θα τα φτιάξουμε στο σπίτι καλύτερα… ο μπαμπάς σου έχει καλύτερη συνταγή.» Πράγματι, το μυστικό δεν είναι τα υλικά που όλοι ξέρουν: ξύδι, σάλτσα σόγιας, λάδι τσίλι, ταχίνι ή φυστικοβούτυρο, αλλά οι λεπτομέρειες: το πόσο χοντρά ή λεπτά είναι τα νουντλς, το πόση ζάχαρη πρέπει να ρίξεις, το πόσο τραγανά και ζουμερά πρέπει να τηγανίσεις τα βλαστάρια των φασολιών…
Μου αρέσουν, όμως, τόσο μα τόσο πολύ και οι ελληνικές γεύσεις! Μετά από το μπάνιο στη θάλασσα, πεινασμένη σαν λύκος, με το δέρμα μου να μυρίζει αλάτι κι αντηλιακό, καταπίνω την πρώτη μεγάλη μπουκιά της τυρόπιτας… Τι να σου πω, ο παράδεισος στη γη, τόσο απλό! Κι η ικανοποιητικά αλμυρή γεύση της φέτας και της ελιάς στη χωριάτικη σαλάτα, την οποία άφησε ο σερβιτόρος στο κέντρο του τραπεζιού της ταβέρνας του χωριού. Πάνω στη φέτα είναι η χρυσή ρίγανη, το χρυσό λάδι και η χρυσή λιακάδα που πέφτει από τα κενά ανάμεσα στα φύλλα του σταφυλιού πάνω από το κεφάλι σου.
Στην Ελλάδα, επιμένω να τρώω το καρπούζι με τον κινεζικό τρόπο: κόβω ένα μικρό καρπούζι – το πιο μικρό που μπορώ να βρω στο σούπερ μάρκετ, επειδή τα ελληνικά καρπούζια είναι πέντε φορές πιο μεγάλα από τα κινέζικα – στη μέση και με το κουτάλι σκάβω βαθιά το ημισφαίριο του καρπουζιού. Το τρώω έτσι μέχρι να μείνει μόνο ο φλοιός, σαν ένα φυσικό μπολ, όπως κάναμε εγώ και η ξαδέλφη μου στα παιδικά μας χρόνια στο σπίτι του παππού μας, που βρίσκεται σε ένα δρομάκι δίπλα στην Οδό Χουάιχαϊ. Ίσως ο τρόπος αυτός είναι βαρβαρικός ή αηδιαστικός στα μάτια των Δυτικών. Αλλά δεν πειράζει. Σε πολλά σημεία μου έχω ελληνοποιηθεί, ας κρατήσω και μερικές παιδικές μου συνήθειες.
Από την άλλη πλευρά, επιμένω να ακούω τα ελληνικά τραγούδια δυνατά, πολύ δυνατά, στο διαμέρισμά μας στη Σαγκάη. Λαϊκά, ποπ, ραπ… ό,τι να είναι. Δεν με νοιάζει. Θέλω μόνο, έτσι, να αναπνεύσω την Ελλάδα στη θολή ατμόσφαιρα της Σαγκάης:
Σβήσε το φεγγάρι
σβήσε μου τα μάτια
σβήσε μου τις λέξεις να μη σε φωνάξω πίσω.
Σβήσε το φεγγάρι
σπάσ' το σε κομμάτια
να μη δω που φεύγεις να μη σε ξαναγαπήσω.
Κλαίω, κλαίω στις γκρι σταγόνες βροχής της Σαγκάης τα τυρκουάζ μου δάκρυα της ελληνικής θάλασσας. Η διπλή νοσταλγία –τόσο βαριά, μα και τόσο ελαφριά ταυτόχρονα– τυλίγει την καρδιά μου και τη σάρκα μου ως κατάρα, ως ευλογία, ως μοίρα…