Δυο μέλισσες βουίζουν στα αυτιά
Τα αρχαία Κινέζικα είναι μια γλώσσα σαν μουσική. Για την ακρίβεια είναι σαν να σου μιλούν εικόνες από μια νοηματική που κάποτε εμπιστεύτηκε τους ομόγλωσσους και κατέστρεψε όλα της τα λεξικά. Και τι ξέρει να πει μια εικόνα στον σημερινό άνθρωπο; ένα Κινέζικο ιδεόγραμμα, που είναι μια ζωγραφική της σκέψης; Εδώ ο δυτικοθρεμμένος θα σηκώσει τους αντίχειρες και θα γκουγκλάρει το μυστηριώδες σχήμα, βέβαιος για μια καταγεγραμμένη ομογενοποίηση των αντιλήψεων. Όμως ο μοναχός θα προσευχηθεί στη σκιά του ιδεογράμματος ώσπου αυτό να του ανοίξει την πόρτα. Και ο πιστός θα ξαγρυπνήσει όρθιος πάνω απ’ το Μεγαλυνάριο ώσπου αυτό να του φανερώσει το κρυμμένο μέσα στον ήχο του νόημα. Και τούτη η φανέρωση διατηρεί ακόμα κύρος μέγα· κανένα λεξικό με τους τακτικούς εγκλείστους του δεν θα μπορέσει να της παραβγεί. Κι έτσι τα πράγματα θα δυσκολέψουν. Μα όχι για τον απλό άνθρωπο· σε κείνον ο κόσμος ακόμα μιλά σε πρώτο πρόσωπο, χωρίς διαμεσολάβηση, δίχως πληθυντικούς και ενοικιαζόμενα λογισμικά.
Ο λευκός γερανός χτυπάει τα φτερά
Έτσι κι η μουσική μιλούσε τα δικά της ιδεογράμματα, κι έλεγε κάθε ώρα άλλο πράγμα, πάντα πιστή στη γεωγραφία του τόπου που στεκόσουνα να την αφουγκραστείς. Κι έτσι ήτανε κι εκείνη ανεξάντλητη. Έλεγε μόνον ό,τι ήσουν έτοιμος να ακούσεις, δεν σπαταλούσε χρόνο, δεν κορόιδευε· η μουσική δεν ήταν πονηρή. Έτσι προχώραγε κι αυτός, λες κι έλυνε το λουρί του σκύλου του. Κι ο σκύλος ήταν τα ίδια του τα βήματα, έτσι που απ’ τα παλιά τα χρόνια τα θυμόταν να πατάνε γύρω του από μόνα τους, υπακούοντας σε ένα δικό τους σχέδιο, αυτόνομα, αρχοντικά, σαν των Κινέζων το Τάι Τσι, που, ενώ έμοιαζε με γλυπτική του ανέμου, ήταν στ’ αλήθεια τρόπος να συγκατοικείς με τον εχθρό σου σε ένα σώμα, και, αν το ήθελες, το εχθρικό του εαυτού σου σώμα να κατατροπώνεις, δίχως να υποκύπτεις σε μικρότητες κι ανόητες φιλονικίες, να ψάχνεις φέρ’ ειπείν ποιο είναι ποιο.
16
Κι όταν τελειώσει η δουλειά του ο κόσμος λέει
«Έγινε η δουλειά μονάχη της».
Η άπιστη γυναίκα περνά κλωστή στη σαΐτα
Ύστερα ήρθαν οι ορδές των αλλοφύλων, κι άφησαν αποκαΐδια γης εκεί που ήσαν εύφορα χωράφια, και όργωσαν, και έσκαψαν, κι έχτισαν πύργους αλαζονείας να ριζώσει το τίποτα που είναι τίποτα, και είπαν: στο εξής όλα θα τα ζυγιάζετε κατά τον Άγιο Προκρούστη μου. Κι αν θέτε να βαδίζετε σε νέα γη, θα περπατάτε με τα μπαστούνια και με τα δεκανίκια που σας δάνεισα. Κι όταν θα βγαίνετε απ’ την έξοδο, προίκα θα τα αφήσετε στα εγγόνια σας, μην πάει ο κόπος χαμένος.
Έκτοτε οι μουσικοί μίλησαν με τη γλώσσα των λογιστών. Κι οι λογιστές βάλαν μια στάλα νερό στον ορθολογισμό, να στρίβει εύκολα και να γλιστρά ανάμεσα σ’ όσους ακόμα επιμένανε σε κάποιον λυρισμό. Κι όλα μετά μπερδεύτηκαν και δεν γνωρίζαμε τι ήταν τι. Κι η μουσική μιλούσε τώρα για όλα τα συγκεκριμένα πράγματα. Και του παπά το θυμιατό εγίνηκε γεννήτρια καπνού. Και τα ξομπλιαστά τεριρέμ γενήκανε ασκήσεις ορθοφωνίας, αποκομμένες απ’ τους μπαμπάδες των νοημάτων τους. Κι η μουσική εγίνηκε διαγωνισμός δεξιοτήτων, διαγκωνισμός ετεροτήτων (τάχα μου). Κι ύστερα ήρθαν οι κουκουλοφόροι να οικίσουνε τις τρυφερές μας σκέψεις, κι ήρθαν οι γερασμένοι έφηβοι, πολύξεροι, σκυθρωποί κι άδειοι σαν σκιάχτρα χωρίς χωράφι να σταθούν. Και είδα που λερώνανε χωρίς αιδώ τις ονειρώξεις της πραγματικής μας εφηβείας.
Στο μεταξύ ο μοναχός των Σαολίν, παρέα με τον άλλο του Αγίου Όρους, πλάθανε μέσα στις παλάμες τους σημάδια του αόρατου και προσκυνούσανε. Ο ένας με επικύψεις προς το βάραθρο της γης που σε κάθε επίκληση άνοιγε κάτω απ’ τα πόδια του, σηκώνοντας απ’ τα βάθη χούφτες αγιάσματος να τις ανεβάσει σε σχήμα σταυρού μπροστά στις αγιογραφίες. Ο άλλος χαϊδεύοντας χρόνια πολλά της άγριας φοράδας την ατίθαση ράχη, κοιτώντας κατά την ανατολή, εκεί που έλαμπαν επίχρυσα τα φύλλα του δικού του φωτοστέφανου, η ολόδική του αγιογραφία. Το ίδιο όμως πράγμα κάνανε κι οι δυο τους.
Ο νέος με την κιθάρα, δεν είχε τόπο τότε να φιλοξενήσει τον ομόγλωσσο καλόγερο. Και άνοιξε την πόρτα του στον ξένο. Δεν ήξερε ότι οι δυο τους ήταν ένα πρόσωπο.
20
Μονάχα εγώ μένω ατάραχος
σαν το μωρό που δεν χαμογέλασε,
που δεν έδωσε ακόμα σημάδι.
79
Το ΤΑΟ του Ουρανού δεν ξέρει εύνοιες·
πάντα ελεεί τον ελεήμονα.