Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Ο Γοτθικός Μετατροπέας

ΜΙΑ ΤΡΟ­ΠΟΝ ΤΙ­ΝΑ ΑΣΤΥ­ΝΟ­ΜΙ­ΚΗ, ΚΩ­ΜΙ­ΚΗ ΝΟΥ­ΒΕ­ΛΑ ΜΕ ΓΕ­ΝΙ­ΚΟ ΘΕ­ΜΑ ΤΟΝ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟ ΚΑΙ ΠΡΩ­ΤΑ­ΓΩ­ΝΙ­ΣΤΗ ΤΟΝ ΜΙ­ΜΟ ΤΟΥ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟΥ

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Ο Γοτθικός Μετατροπέας

ΣΤΟ ΠΑ­ΡΟΝ ΤΕΥ­ΧΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡ­ΤΗ:
ΜΕ­ΡΟΣ Δ΄ ΚΑΙ ΤΕ­ΛΕΥ­ΤΑΙΟ, ΜΕ ΤΙ­ΤΛΟ «Ο ΘΥ­ΡΩ­ΡΟΣ»

[ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΠΡΟΗ­ΓΗ­ΘΗ­ΚΕ ΤΟ ΜΕ­ΡΟΣ Γ΄, ΟΠΟΥ ΠΕ­ΡΙ­ΛΑΜ­ΒΑ­ΝΟ­ΤΑΝ Η ΛΥ­ΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟ­ΘΕ­ΣΗΣ, ΚΑΙ ΑΡΑ, ΕΦΟ­ΣΟΝ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙ­ΝΕΙ ΚΑΙ ΠΟΛ­ΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑ­ΡΟΝ ΜΕ­ΡΟΣ ΝΑ ΣΥ­ΝΕΙ­ΣΦΕ­ΡΕΙ ΣΤΗΝ ΠΛΟ­ΚΗ, ΑΥ­ΤΟ ΛΕΙ­ΤΟΥΡ­ΓΕΙ ΣΑΝ ΠΡΟ­ΘΑ­ΛΑ­ΜΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟΥ ΕΠΙ­ΛΟ­ΓΟΥ]

&

ΔΡΑ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟΣ ΕΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ

——— ≈ ———


«Μί­με» του εί­πα «επει­δή σι­γά σι­γά πρέ­πει να κλεί­νω την ιστο­ρία, θέ­λω τη βο­ή­θειά σου σε κά­τι.»

«Ό,τι θες Διο­νύ­ση μου» εί­πε εκεί­νος.

Εί­χε έρ­θει και πί­να­με ένα κρα­σί στη βε­ρά­ντα.

«Έχω σκε­φτεί για τέ­λος μή­πως να έβα­ζα – στα ψεύ­τι­κα – έναν θά­να­το εμού του ιδί­ου και εί­πα μή­πως μου δώ­σεις κα­μιά ιδέα αξιό­λο­γη.»

Ο Μί­μος του Θα­νά­του έβγα­λε από το σα­κί­διό του ένα τε­τρά­διο και μου το έδω­σε.

«Δες εδώ ελεύ­θε­ρα» εί­πε «μπο­ρεί να πά­ρεις κα­μιά ιδέα».

Στην τα­μπέ­λα έξω έγρα­φε Death Mechanics (Μη­χα­νι­κή του Θα­νά­του). Το φυλ­λο­μέ­τρη­σα:

Υπο­λο­γι­σμοί σε μοί­ρες για την αν­θρώ­πι­νη πτώ­ση … Αι­τί­ες για τού­μπες, γλί­στρες, γκρε­μο­τσα­κί­σμα­τα, λοι­πές βί­αιες πτώ­σεις [ανέ­φε­ρε, με­τα­ξύ άλ­λων και τσου­λή­θρα με την πλά­τη - κα­λή ιδέα αυ­τή σκέ­φτη­κα, την κρα­τά­με] … Βα­ρύ­τη­τα / Κέ­ντρο βά­ρους … Ελεύ­θε­ρη πτώ­ση … Σκλη­ρό­τη­τα οστών κε­φα­λής: Πει­ρα­μα­τι­κά δε­δο­μέ­να κ.λπ.

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Ο Γοτθικός Μετατροπέας

«Εν­δια­φέ­ρον, οπωσ­δή­πο­τε, υλι­κό.» του εί­πα. «Σκε­φτό­μουν όμως, μω­ρέ, κά­τι όχι τό­σο επι­στη­μο­νι­κό/θε­τι­κό. Κά­τι δη­λα­δή πιο ποι­η­τι­κό.».

«Α, πε­ρί­με­νε» εί­πε. «Θα πά­ρω ένα τη­λέ­φω­νο τον φί­λο μου τον Τυ­πο­γρά­φο Νε­κρο­σή­μων».

Με τον Τυ­πο­γρά­φο Νε­κρο­σή­μων να μην εί­ναι άλ­λος από τον πα­τέ­ρα του πι­τσι­ρί­κου κλέ­φτη δρε­πα­νιού [βλ. προη­γού­με­νο μέ­ρος Γ΄]. Πα­ρά την κα­κή πρώ­τη γνω­ρι­μία τους, ο Μί­μος κι εκεί­νος – ενό­ψει και της δε­δο­μέ­νης εκλε­κτι­κής συγ­γέ­νειας ως εκ των ιδιο­τή­των τους – εί­χαν εδώ και κά­μπο­σο και­ρό μια θαυ­μά­σια φι­λία.

«Γεια σου Τυ­πο­γρά­φε» εί­πε ο Μί­μος. «Θυ­μά­σαι φυ­σι­κά τον αδερ­φι­κό φί­λο μου τον Διο­νύ­ση. Ανα­ρω­τιέ­μαι αν θα μου επέ­τρε­πες – εντε­λώς εμπι­στευ­τι­κά - να τον φέ­ρω μα­ζί με­θαύ­ριο που έχου­με πει να πε­ρά­σω από τη δου­λειά και να πά­με μα­ζί στο Πλά­σμα. Τον απα­σχο­λεί ένα ζή­τη­μα και νο­μί­ζω ότι θα μπο­ρού­σε να τον βοη­θή­σει. … Α μά­λι­στα, πε­ρί­φη­μα, ευ­χα­ρι­στώ. Θα τα πού­με λοι­πόν τό­τε. Σε χαι­ρε­τώ.»

«Εντά­ξει Διο­νύ­ση, κα­νο­νί­στη­κε» μου εί­πε.

«Τι εί­ναι το Πλά­σμα;» τον ρώ­τη­σα.

——— ≈ ———

Το τυ­πο­γρα­φείο ήτα­νε στο ισό­γειο μιας πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Όταν μπή­κα­με, ο Τυ­πο­γρά­φος τύ­πω­νε αγ­γελ­τή­ρια και ο μι­κρός έπαι­ζε παι­χνί­δι στο κι­νη­τό. Τους χαι­ρε­τή­σα­με. «Σε λί­γο τε­λειώ­νω» μας εί­πε ο Τυ­πο­γρά­φος. «Κα­θή­στε».

Μό­λις τα­κτο­ποί­η­σε και έσβη­σε τα φώ­τα, βγή­κα­με και κλεί­δω­σε. Κα­τό­πιν μπή­κα­με και οι τέσ­σε­ρις στην κε­ντρι­κή εί­σο­δο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Μου έκα­νε εντύ­πω­ση ότι πα­ρά το μέ­γε­θός της η πο­λυ­κα­τοι­κία δεν εί­χε ασαν­σέρ. Ανε­βή­κα­με με τη σκά­λα στον ημιώ­ρο­φο. Εκεί υπήρ­χε μια σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα, ενώ η σκά­λα τέ­λειω­νε και δεν φαι­νό­ταν τρό­πος να ανέ­βει κα­νείς στους υπό­λοι­πους ορό­φους. Ο Τυ­πο­γρά­φος ξε­κλεί­δω­σε την πόρ­τα. Μου εί­παν να πε­ρά­σω πρώ­τος, όπως και έκα­να.

Διά­ο­λε, τι πα­λιό­πραγ­μα εί­ναι τού­το! σκέ­φτη­κα.

«Πά­με να φύ­γου­με» τους εί­πα. Ένιω­θα τον σφυγ­μό μου.

Ο γιος του Τυ­πο­γρά­φου δί­πλα μου έπαι­ζε το παι­χνί­δι του στο κι­νη­τό.

——— ≈ ———

Το κτί­ριο που εξω­τε­ρι­κά ήταν μια κα­νο­νι­κή πο­λυ­κα­τοι­κία με μπαλ­κό­νια, τέ­ντες κ.λπ. μέ­σα ήταν ένας ενιαί­ος και αδια­χώ­ρι­στος κα­τά πλά­τος και κα­θ’ ύψος χώ­ρος. Ένα πλα­τύ και πα­νύ­ψη­λο δω­μά­τιο. Μέ­σα εκεί, σε μια ανα­λό­γων δια­στά­σε­ων κα­ρέ­κλα, κα­θό­ταν ένα πα­χύ, μαύ­ρο σκου­λή­κι-γί­γα­ντας, που το γυα­λι­στε­ρό δέρ­μα του παλ­λό­ταν ανε­παί­σθη­τα και σι­χα­με­ρά. Πί­σω του στον τοί­χο ήταν ένας ατέ­λειω­τος κα­τά­λο­γος ονο­μά­των.

«Μην ανη­συ­χείς» μου εί­πε ο Τυ­πο­γρά­φος. «Εί­ναι ο ιε­ρός φί­λος και συ­νερ­γά­της μου, ο Θυ­ρω­ρός

«Πρό­κει­ται για το κα­τά τό­πον αρ­μό­διο Θα­να­τό­πλα­σμα Άστε­ως» εί­πε ο Μί­μος του Θα­νά­του. «Τρέ­φε­ται με τις ψυ­χές αυ­τών που πε­θαί­νουν, χω­ρίς όμως να τις με­τα­βο­λί­ζει, λει­τουρ­γώ­ντας έτσι ως μια αιώ­νια βά­ση δε­δο­μέ­νων και γε­νι­κό αρ­χείο. Συ­χνά­ζω εδώ τε­λευ­ταία, με­τα­ξύ άλ­λων, και για να ακούω τις απί­θα­νες –πα­μπά­λαιες ή νε­ό­τε­ρες– ιστο­ρί­ες που δι­η­γεί­ται. Εί­ναι άλ­λω­στε ένας κα­τα­πλη­κτι­κός αφη­γη­τής.»

«Ο Θυρωρός»,  σχέδιο του συγγραφέως με ξυλομπογιά
«Ο Θυρωρός», σχέδιο του συγγραφέως με ξυλομπογιά


Αφού γνω­ρι­στή­κα­με με τον Θυ­ρω­ρό και ανταλ­λά­ξα­με λί­γες ει­σα­γω­γι­κές κου­βέ­ντες (μί­λα­γε κα­νο­νι­κά, απλώς βα­ρια­νά­σαι­νε κά­πως), αντε­λή­φθην κι εγώ ότι πρό­κει­ται για ένα γλυ­κύ­τα­το πλά­σμα.

Με την πρώ­τη ευ­και­ρία ο Μί­μος του Θα­νά­του έθε­σε από μό­νος του το πρό­βλη­μα που με απα­σχο­λού­σε στον Θυ­ρω­ρό.

«Κοί­τα­ξε Διο­νύ­ση» εί­πε ο Θυ­ρω­ρός «Έχω υπό­ψη μου πολ­λούς ωραί­ους θα­νά­τους, ωστό­σο εί­ναι ένας που ξε­χω­ρί­ζω. Μι­λάω για τον, σχε­τι­κά πρό­σφα­το, και τολ­μώ να πω feel-good θά­να­το ενός αυ­τό­χει­ρα, ο οποί­ος ένα ηλιο­βα­σί­λε­μα προ­χω­ρη­μέ­νου Ιου­νί­ου, αφού ήπιε μο­νο­ρού­φι-σχε­δόν μια πα­γω­μέ­νη μπύ­ρα, ύστε­ρα κρε­μά­στη­κε χα­μο­γε­λα­στός στην τα­ρά­τσα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας του, με το κι­νη­τό να παί­ζει στο repeat το King in my Empire από Rhythm & Sound, οι οποί­οι τυγ­χά­νει και να μου αρέ­σουν πά­ρα πο­λύ.»

King in My Empire
King in My Empire

Του εί­πα ότι έχει εν­δια­φέ­ρον αυ­τό που μό­λις πε­ριέ­γρα­ψε, και ότι φυ­σι­κά εί­ναι Θε­οί οι Rhythm & Sound, αλ­λά ότι προ­σω­πι­κά δεν μου αρέ­σει κα­θό­λου μα κα­θό­λου η ιδέα της αυ­το­χει­ρί­ας, και πως όταν εί­ναι να πε­θά­νω θα προ­τι­μή­σω να υπάρ­χει και δή­μιος, κα­τά προ­τί­μη­ση δε ο δή­μιος αυ­τός να εί­ναι η ΦΥ­ΣΗ με τα γη­ρα­τειά της.

«Προ­τεί­νω ν’ ακού­σεις την αυ­θε­ντία και δη­λώ­νω εγώ εθε­λο­ντής για δή­μιος, Διο­νύ­ση» εί­πε ο Μί­μος «Έτσι κι αλ­λιώς θα πρό­κει­ται για θά­να­το ει­κο­νι­κό­τα­το. Ευ­και­ρία, εξάλ­λου, να βά­λω και την πλή­ρη στο­λή, με το print σκε­λε­τού. Αφορ­μή έψα­χνα.»

Έχει δί­κιο ο Μί­μος σκέ­φτη­κα — Alea iacta est. «Εντά­ξει, λοι­πόν. Πε­ρί­που έτσι θα γί­νει. Κι εσύ θα κά­νεις τον Δή­μιο.» του εί­πα.

Κα­θί­σα­με κα­μιά ώρα ακό­μα και συ­ζη­τά­γα­με, μέ­χρι που νύ­στα­ξε ο μι­κρός του Τυ­πο­γρά­φου και ση­κω­θή­κα­με να φύ­γου­με.

Ευ­χα­ρί­στη­σα τον Θυ­ρω­ρό, του εί­πα ότι χά­ρη­κα πο­λύ για τη γνω­ρι­μία και ότι θα τα ξα­να­πού­με με την πρώ­τη ευ­και­ρία. Βγά­λα­με, δε, και μια σέλ­φη (εμ­φα­νί­στη­κε στο κι­νη­τό μου με χρο­νο­λό­γη­ση 0-0-άπει­ρο).

«Α, να ρω­τή­σω και κά­τι τε­λευ­ταίο;» εί­πα στον Θυ­ρω­ρό.

«Και βέ­βαια, ευ­χα­ρί­στως!» εί­πε αυ­τός.

«Εί­σαι μή­πως σε θέ­ση – ως εκ της εμπει­ρί­ας σου – να κά­νεις μια πρό­χει­ρη εκτί­μη­ση ποιες θα ήταν πε­ρί­που οι πι­θα­νό­τη­τες να πέ­θαι­νε κά­ποιος κά­νο­ντας ανά­πο­δα – με την πλά­τη – τσου­λή­θρα;» τον ρώ­τη­σα (ήτα­νε, βλέ­πε­τε, η εναλ­λα­κτι­κή μου).

«Hypotheses non fingo»* εί­πε κεί­νος.

* Δεν μου αρέσει να επιδίδομαι σε υποθέσεις. [Φράση του Νεύτωνα από τη δεύτερη έκδοση του έργου του Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica (1713). https://en.wikipedia.org/wiki/Hypotheses_non_fingo]

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Ο Γοτθικός Μετατροπέας

Δ Ρ Α Μ Α Τ Ι Κ Ο Σ   Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ

Το σκε­λε­τω­μέ­νο χέ­ρι ανοί­γει τη σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα της τα­ρά­τσας. Βγαί­νου­με μα­ζί στο πλα­για­στό φως του ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τος. Το υψί­πε­δο κα­τά­φυ­το με κε­ραί­ες τη­λε­ό­ρα­σης. Ο μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νος στα­μα­τά­ει επά­νω από έναν κρί­κο στο έδα­φος. Βγά­ζει ένα σκοι­νί απ’ την τσέ­πη, δέ­νει τη μια άκρη στον κρί­κο και φτιά­χνει με την άλ­λη έναν κύ­κλο κι έναν κό­μπο. Περ­νά­ει το σκοι­νί γύ­ρω από το κε­φά­λι μου, το σφίγ­γει ελα­φρώς. Πα­τά­ει το play (με ενερ­γο­ποι­η­μέ­νο το repeat) στην εφαρ­μο­γή ανα­πα­ρα­γω­γής μου­σι­κής του κα­λο­φορ­τι­σμέ­νου κι­νη­τού μου και φεύ­γει κλεί­νο­ντας με κρό­το τη σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα. Εγώ μέ­νω να στέ­κο­μαι όρ­θιος και να κοι­τά­ζω το φως της τε­λευ­ταί­ας ημέ­ρας που λι­γο­στεύ­ει. Στη νύ­χτα που έρ­χε­ται, τη νύ­χτα που όλοι οι αριθ­μοί γί­νο­νται μη­δέν και η ισχύς των φυ­σι­κών νό­μων στα­μα­τά­ει, χω­ρίς βα­ρύ­τη­τα γυ­ρί­ζει η γη για μέ­να, γυ­ρί­ζω ανά­πο­δα κι εγώ, που τώ­ρα κρέ­μο­μαι απ’ το τε­ντω­μέ­νο σκοι­νί με τα πό­δια στον αέ­ρα πλάι στο φεγ­γά­ρι (στη θέ­ση μου δέ­σα­με ένα άψυ­χο ομοί­ω­μα-dummy).

Από τις Ιστορίες του Πλοκάμου: Ο Γοτθικός Μετατροπέας
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: