Μικρή κλίμακα: Αλίκη Στελλάτου, Βίβιαν Στεργίου, Γιάννης Στίγκας, Σοφία Χατζοπούλου

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρεις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

——— ≈ ———

Στους τέσ­σε­ρεις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
«η σπη­λιά πλη­μύ­ρι­σε νε­ρό».

Κατά βάθος


Όταν άκου­σα να λες η σπη­λιά πλημ­μύ­ρι­σε νε­ρό, σκέ­φτη­κα πως δεν ήσουν εσύ που εί­χες μι­λή­σει, για­τί πώς θα μπο­ρού­σες να ξέ­ρεις για όλο αυ­τό το νε­ρό κά­τω από τη σπη­λιά μέ­σα στις υπό­γειες δε­ξα­με­νές, στους υδρο­φό­ρους ορί­ζο­ντες που μό­νο ορί­ζο­ντες δεν εί­ναι, σκέ­ψου το λί­γο, πώς θα μπο­ρού­σε άρα­γε κα­νείς να ξέ­ρει πού αρ­χί­ζουν και πού τε­λειώ­νουν αυ­τοί οι ορί­ζο­ντες που βρί­σκο­νται μό­λις λί­γα μέ­τρα κά­τω από τα πό­δια μας και για ορο­φή τους έχουν μια υπό­γεια σπη­λιά, η οποία ανά πά­σα στιγ­μή μπο­ρεί να πλημ­μυ­ρί­σει· πώς γί­νε­ται άλ­λω­στε ένας ορί­ζο­ντας να ορί­ζε­ται, αφού, αν με ρω­τού­σε κα­νείς, θα έλε­γα ότι κα­τ’ ευ­φη­μι­σμόν ονο­μά­ζε­ται έτσι, ώστε να μην τρο­μά­ζει κα­νείς από το άπει­ρο, ιδιαί­τε­ρα όταν βρί­σκε­ται ακρι­βώς κά­τω από τα πό­δια του, όπως τρό­μα­ξε η αγα­πη­μέ­νη σου συγ­γρα­φέ­ας όταν ήταν μι­κρή, και πέ­τα­ξε μα­κριά την τσί­χλα που εί­χε στο στό­μα της, μό­λις η με­γα­λύ­τε­ρη αδελ­φή της τής εί­πε ότι αυ­τό το πράγ­μα μπο­ρεί να το μα­σά­ει αιώ­νια.  
Τε­λι­κά εί­χα δί­κιο, για­τί μου εί­πες ότι πράγ­μα­τι δεν εί­χες μι­λή­σει, δεν ήξε­ρες τι ήταν αυ­τό που νό­μι­ζα πως εί­χες πει, για­τί δεν θα μπο­ρού­σες να ξέ­ρεις τί­πο­τα, όταν όλες αυ­τές οι κοι­λό­τη­τες βρί­σκο­νται κά­τω από τα πό­δια σου, ή του­λά­χι­στον όταν υπάρ­χει έστω και η ελά­χι­στη πι­θα­νό­τη­τα αυ­τό να συμ­βαί­νει, το οποίο εί­ναι βέ­βαια πο­λύ πι­θα­νό, εφό­σον το άπει­ρο εξα­πλώ­νε­ται με τό­ση ευ­κο­λία.
Κα­τά βά­θος όλα αυ­τά σου φαί­νο­νταν απο­λύ­τως πα­ρά­λο­γα, και, αφού το ζή­τη­μα διευ­θε­τή­θη­κε, συ­νέ­χι­σες να κοι­μά­σαι με ένα χά­ος να κρέ­με­ται κά­τω από την πλά­τη σου.

Αλί­κη Στελ­λά­του

Ηχητικό μήνυμα


«Εντά­ξει, έλε­ος, τις έτοι­μες σα­λά­τες τις βά­ζουν ακό­μα σε ΠΛΑ­ΣΤΙ­ΚΌ! Εί­μαι Σύ­νταγ­μα και κα­τα­στρέ­φω τον πλα­νή­τη τρώ­γο­ντας αυ­τήν την αη­δία».

«Σε σκέ­φτη­κα. Περ­νάω φα­νά­ρι τώ­ρα».

«σόρ­ρυ κό­πη­κε, λέω: για να με πά­ρει ο ύπνος βλέ­πω ντο­κι­μα­ντέρ. Κοι­μά­μαι σε μια σύγ­χυ­ση το­πί­ων: σ' ένα νη­σί του Ατλα­ντι­κού που βρέ­χει. Τώ­ρα έχω ξε­χά­σει τα γερ­μα­νι­κά μου, όμως θυ­μά­μαι πώς νιώ­θω όταν βρέ­χει στη Γερ­μα­νία: το σώ­μα μου αδειά­ζει απ' τα εσω­τε­ρι­κά του όρ­γα­να, μα­ζεύ­ο­μαι και κα­μπου­ριά­ζω, γί­νο­μαι ζε­λε­δά­κι, ein Griechisches Haribo, μα­σώ­με­νη αρ­κου­δί­τσα».

«Στο μυα­λό μου βρέ­χει κα­θώς με παίρ­νει ο ύπνος και εί­μαι στο Πή­λιο. Εί­χα πε­ρά­σει και­ρό μό­νη εκεί δια­βά­ζο­ντας Ντο­στο­γιέφ­σκι κά­πο­τε».

«πώς τα περ­νάς στη Φραν­κφούρ­τη; Δεν εί­ναι όλα αδια­νό­η­τα ψυ­χρά; Τι απαί­σιο αε­ρο­δρό­μιο!».

«Τα αε­ρο­δρό­μια εί­ναι το μέλ­λον των πό­λε­ων. Οδη­γί­ες πλο­ή­γη­σης για ναρ­κω­μέ­νους. Τσι­με­ντέ­νιες ζώ­νες τε­χνη­τού πρα­σί­νου. Εφαρ­μο­γή BreathSlow. Πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα έντο­να φω­τι­σμέ­να. Ευ­και­ρία να ζή­σου­με σαν υπερ­με­γέ­θη playmobils — άδειο βλέμ­μα, χε­ρά­κια που γρα­πώ­νουν».

«Μπο­ρείς να φας και να ψω­νί­σεις. Αυ­τά αρ­κούν. Less is more. Οι ανα­το­λι­κές φι­λοσ».

«Κό­πη­κε. Η επι­κοι­νω­νία με αγνώ­στους γί­νε­ται κά­τι που κά­νουν οι χο­ντροί, επει­δή τρώ­νε συ­χνά και δε θέ­λουν να τρώ­νε μό­νοι τους. Ή, γί­νε­σαι ομι­λη­τι­κός, εάν δεν έχεις μπα­τα­ρία στις συ­σκευ­ές σου».

«Όμως, εγώ εί­μαι σκύ­λος».

«Θέ­λω χάι­δε­μα. Τρί­ψι­μο στην κοι­λιά. Βγαλ­μέ­να ρού­χα να μυ­ρί­σω».

vivianste unsent a message.

«Ελ­πί­ζω να μην εντα­χθείς πο­τέ. Να αι­σθά­νε­σαι δελ­φί­νι στο ενυ­δρείο. Εξό­ρι­στος σ' εν­νέα τε­τρα­γω­νι­κών σπη­λιά μες στις φοι­τη­τι­κές εστί­ες. Μια μέ­ρα θα βρέ­χει ανη­λε­ώς. Θα στεί­λεις: «η σπη­λιά πλημ­μύ­ρι­σε νε­ρό». Εγώ θα κα­τα­λά­βω. Κι ίσως έρ­θω».

vivianste unsent a message.

Βί­βιαν Στερ­γί­ου


Επιστροφή στην Αλταμίρα

για τον χρωστήρα σου, Πάμπλο

Άκου­σέ με, μι­κρέ

Μια-δυο στα­γό­νες δεν ση­μαί­νουν και τί­πο­τα. Μπο­ρεί ιδρώ­τας, μπο­ρεί δά­κρυα. Το σώ­μα έχει τις δι­κές του υδρορ­ρο­ές – χρεια­ζό­μα­στε μια υγρα­σία, σε απο­δε­κτά επί­πε­δα.
Βέ­βαια, εί­ναι και το ζή­τη­μα της συ­χνό­τη­τας, αλ­λά μια-δυο στα­γό­νες το λε­πτό, έχου­νε μια κα­νο­νι­κό­τη­τα – σχε­δόν κα­τευ­να­στι­κή, θα έλε­γα. Κοί­τα αυ­τόν τον στα­λα­κτί­τη πά­νω απ’ το κε­φά­λι σου, εί­ναι ένα γε­ω­λο­γι­κό ρο­λόι – δεν κιν­δυ­νεύ­εις και πο­λύ απ’ αυ­τό – με­τρά­ει μο­να­χά την αιω­νιό­τη­τα. Κι η αιω­νιό­τη­τα, μι­κρέ, εί­ναι ήρε­μο ζώο. Δεν πει­νά, δεν δι­ψά, υπό­κει­ται στο τί­πο­τα. Εί­ναι ένα με­γά­λο, αφα­σι­κό μα­μούθ. Δεν νιώ­θει τις βρο­ντές, τους υε­τούς, τη βί­αιη έλ­ξη δυο στα­γό­νων – άρα­γε στ’ όνο­μα τί­νος πράγ­μα­τος; Μιας αμ­φί­βο­λης δια­φά­νειας; Της μο­να­ξιάς; Της εκ­μη­δέ­νι­σης; Στο όνο­μα τί­νος πράγ­μα­τος σέρ­νε­ται αυ­τό το υδά­τι­νο φί­δι, κιό­λας στα πό­δια μου, που με­γα­λώ­νει, με­γα­λώ­νει, κα­τα­βρο­χθί­ζει την ωραία μου πυ­ρο­στιά (όπως οι λύ­κοι το φεγ­γά­ρι) και πά­νε οι πλα­τω­νι­κές μου αντα­να­κλά­σεις στα τοι­χώ­μα­τα.
Η σπη­λιά πλημ­μύ­ρι­σε νε­ρό, μι­κρέ.
Πά­νε οι τρυ­φε­ρές γα­ζέ­λες που ζω­γρά­φι­ζα,
οι αλα­φια­σμέ­νοι βί­σω­νες
με τη στα­χτιά επο­πτεία,
το θειά­φι όπου ενέ­δρευαν οι τί­γρεις μου,
όλα τα πα­ρα­σέρ­νει το νε­ρό,
όλα μου τα θε­ριά ανά­κα­τα

Ποιος κυ­νη­γά­ει ποιον;
κορ­φο­λυ­γάω ως άρ­κευ­θος

Θρη­νώ την Τέ­χνη μου, μι­κρέ
τα στιλ­πνά της κε­δρό­μη­λα.

Γιάν­νης Στί­γκας

Κάθοδος

Μπαί­νω στο δω­μά­τιό της για να την τα­ΐ­σω και τη βρί­σκω να κοι­μά­ται σε μια άκρη του κρε­βα­τιού, κα­θι­στή και δι­πλω­μέ­νη μέ­χρι το γό­να­το. Τη σκου­ντάω για να ξυ­πνή­σει. «Για­τί δεν ξα­πλώ­νεις, για­γιά, να κοι­μη­θείς πιο κα­λά;» Με γουρ­λω­μέ­να τα θο­λά μά­τια της μ' απα­ντά­ει: «Νε­ρό, παι­δί μ', η σπη­λιά πλημ­μύ­ρι­σε νε­ρό!». Ψα­χου­λεύω το σε­ντό­νι και το βρί­σκω βρεγ­μέ­νο. Κα­θώς της αλ­λά­ζω ρού­χα, στη μι­κρή οθό­νη της τη­λε­ό­ρα­σης πα­ρε­λαύ­νουν οι πα­λαιο­λι­θι­κές φι­γού­ρες του Λα­σκώ. Μια βου­βα­λο­κε­φα­λή, ζω­γρα­φι­σμέ­νη από την υγρα­σία στην ορο­φή του δω­μα­τί­ου, ανα­γνω­ρί­ζει τους προ­γό­νους της και χα­μο­γε­λά­ει.

Σο­φία Χα­τζο­πού­λου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: