Αλήθεια ή Ψέμματα

Αλήθεια ή Ψέμματα



Σκε­πτό­ταν ότι οι εμπει­ρί­ες του επι­κα­θό­ταν η μία στην άλ­λη ακρι­βώς —ας μου επι­τρα­πεί— όπως τα δια­με­ρί­σμα­τα στις πο­λυ­κα­τοι­κί­ες. Οι ξε­χω­ρι­στές ανά­γκες των ενοί­κων συ­γκρού­ο­νται στα ση­μεία όπου το δά­πε­δο του ενός, απο­τε­λεί την ορο­φή του άλ­λου και μό­νο μια φι­λία ή μια έχθρα με ξε­χω­ρι­στή σφο­δρό­τη­τα, κα­τορ­θώ­νουν να κα­τα­λύ­σουν τον τρό­μο της αδια­φο­ρί­ας, ο οποί­ος μπαί­νει απο τους αε­ρα­γω­γούς και τις χα­ρα­μά­δες, εν­σω­μα­τώ­νε­ται στη φω­νή των κα­τοι­κι­δί­ων και στά παι­χνί­δια των μο­να­χι­κών παι­διών.

Για να επα­νέλ­θου­με λοι­πόν στις εμπει­ρί­ες του, δια­πί­στω­σε ότι συ­χνά αναι­ρού­σαν η μία την άλ­λη, αλ­λά ανί­κα­νος ων να τις ανα­λύ­σει επι τό­που, τις άφη­νε να σχη­μα­τί­ζουν μο­ντέ­λα κα­τα­νό­η­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, τα οποία με τη σει­ρά τους όπως τα πε­τρώ­μα­τα συ­νι­στού­σαν το αλη­θές ή το ψευ­δές του πι­στεύω του ενα­πο­τι­θέ­με­να εναλ­λάξ μέ­σα στο χρό­νο.

Στίς επό­με­νες θε­ω­ρή­σεις, μι­κρές ρωγ­μές στη βε­βαιό­τη­τά του γέ­μι­ζαν αμέ­σως από ει­κό­νες οι οποί­ες ερ­μή­νευαν την ιστο­ρία, ανά­λο­γα με τις επι­τα­γές της στιγ­μής. Τις ελά­χι­στες αντι­φά­σεις που επέ­τρε­πε, ή —κα­λύ­τε­ρα του ξέ­φευ­γαν απο την προ­σε­χτι­κή επι­τή­ρη­ση των ρωγ­μών—, φρό­ντι­ζε να τις αρ­χειο­θε­τεί αμέ­σως με­τα την ελά­χι­στη παύ­ση της ανα­πνο­ής και τις ελα­φρές κι­νή­σεις των μα­τιών, που τις ακο­λου­θού­σαν.
Έχο­ντας συ­ναρ­τή­σει την ύπαρ­ξή του με την κα­θη­με­ρι­νή εισ­δο­χή πλη­ρο­φο­ριών κά­θε τύ­που, και μοι­ρα­ζό­με­νος ση­μα­ντι­κό μέ­ρος της σκέ­ψης του με τον εκά­στο­τε πε­ρί­γυ­ρο, οι­κο­δο­μού­σε την κο­σμο­θε­ω­ρία του, όπως θα λέ­γα­με, και τα κου­τσο­κα­τά­φερ­νε με τον εαυ­τό του και την οι­κο­γέ­νειά του, ώσπου μια μέ­ρα όπως έμπαι­νε σ’ έναν μα­κρύ διά­δρο­μο, υπέ­στη με τη σει­ρά του την επί­δρα­ση που έχει ένας μα­κρύς διά­δρο­μος σε πολ­λούς αν­θρώ­πους: τους γε­μί­ζει με μιαν έντο­νη επι­τα­χυ­νό­με­νη αλ­λη­λου­χία ει­κό­νων οι οποί­ες συ­νω­θού­νται σ’ έναν αυ­λό πε­ρί το στέρ­νο, πα­ρά­γο­ντας ασα­φή συ­ναι­σθή­μα­τα, συ­νή­θως κά­πως δυ­σφο­ρι­κά, που μας κά­νουν κά­πως αφη­ρη­μέ­νους και αρ­νη­τι­κούς στην επι­κοι­νω­νία.
Θα έχε­τε βέ­βαια πα­ρα­τη­ρή­σει ότι ο πιο σί­γου­ρος τρό­πος για να μην σε επη­ρε­ά­σει ένας διά­δρο­μος εί­ναι ένα προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο συ­ναί­σθη­μα/ασπί­δα, ή μια υπο­θε­τι­κή στι­χο­μυ­θία/πα­νο­πλία μέ­σα μας, την ώρα που τον δια­σχί­ζου­με.

Τη μέ­ρα εκεί­νη λοι­πόν —για να επα­νέλ­θου­με— μπαί­νο­ντας στον διά­δρο­μο φώ­να­ξε «Μπα­μπά.. μπα­μπάα..., πού εί­ναι η μα­μά», και ξα­νά ξα­νά, «Μπα­μπά!!» γνω­ρί­ζο­ντας πο­λύ κα­λά ότι ο πα­τέ­ρας εί­χε απο­βιώ­σει προ τριε­τί­ας και απο­λαμ­βά­νο­ντας τον ήχο της φω­νής του να τον φω­νά­ζει. Με τον τρό­πο αυ­τό χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια ανα­λή­θεια, δια­πέ­ρα­σε την αλή­θεια πολ­λών δε­κα­ε­τιών, την αλή­θεια που λάν­θα­νε στις κι­νή­σεις στο σώ­μα και στο χρώ­μα των μα­τιών του.
Ξέ­ρο­ντας ότι η λή­θη πο­λιορ­κού­σε συ­στη­μα­τι­κά πολ­λές πε­ριο­χές του εγκε­φά­λου του, προ­σπα­θού­σε όσο μπο­ρού­σε να συ­ντη­ρεί την συ­νο­χή των ει­κό­νων του, προ­σθέ­το­ντας στην ιστο­ρία του ένα ελά­χι­στο μπλε ή μια πι­θα­νή πα­ρά­στα­ση, επι­νο­ώ­ντας καμ­μιά φο­ρά χρο­νι­κές αλ­λη­λου­χί­ες τις οποί­ες συ­νάρ­θρω­νε με την ανά­κλη­ση ετε­ρό­κλη­των γε­γο­νό­των, κοκ. Με τον τρό­πο αυ­τό πε­τύ­χαι­νε μιαν αντί­λη­ψη για την προ­σω­πι­κή του ιστο­ρία, μέ­χρι που σκέ­φτη­κε ότι πρέ­πει να ρυθ­μί­σει διά πα­ντός την σχέ­ση του με την λή­θη, διό­τι αυ­τή εί­χε κα­τα­βρο­χθί­σει ολό­κλη­ρες πε­ριο­χές από πρό­σω­πα, ει­κό­νες αν­θρώ­πους, από πα­ρέ­ες, αντι­κεί­με­να, χώ­ρες κλπ. άρα κι αυ­τός θα τα κα­τα­χω­ρού­σε στα ψέμ­μα­τα μιας και δεν υπήρ­χαν.

Για τα λοι­πά στα οποία ενε­χό­ταν ακο­λού­θη­σε μια μι­κτή τε­χνι­κή. Τις μεν πε­νι­χρές αμοι­βαιό­τη­τες πα­ρέ­γρα­ψε με μια απο­φα­σι­στι­κή διο­χέ­τευ­ση στους κύ­νες του, ενω οι ανό­ρε­χτες συμ­με­το­χές βρή­καν σχε­δόν μό­νες τους το δρό­μο προς τα ψέμ­μα­τα.  
Μά­ζε­ψε λοι­πόν γύ­ρω του τις νη­σί­δες αλή­θειας που εί­χαν απο­μεί­νει και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τις σαν σω­σί­βια, γλι­στρού­σε στα κύ­μα­τα του κα­θη­με­ρι­νού ανα­πτύσ­σο­ντας μια εμ­μο­νή για πράγ­μα­τα που κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να αμ­φι­σβη­τή­σει, όπως η ανα­το­λή, η διέ­λευ­ση των που­λιών στον ου­ρα­νό κοκ.

Κα­τά­λα­βε τό­τε ότι η αλή­θεια και τα ψέμ­μα­τα ήταν μάλ­λον δυο όμοια πράγ­μα­τα, φτιαγ­μέ­να από το ίδιο κα­θη­με­ρι­νό, προ­ο­ρι­σμέ­να να συν­δέ­ουν τον φό­βο με την βε­βαιό­τη­τα, την επι­θυ­μία με την ανά­γκη, την απο­ρία με κά­θε εί­δους απα­ντή­σεις και το σή­με­ρα με το χθες.

Κοι­τά­ζο­ντας με προ­σο­χή τους άλ­λους, έβλε­πε ότι η γραμ­μή η οποία συν­δέ­ει ή χω­ρί­ζει το πά­νω με το κά­τω μέ­ρος του προ­σώ­που τους, απο­σκο­πού­σε ακρι­βώς στον συ­γκε­ρα­σμό της αλή­θειας και του ψεύ­δους πά­νω στο ίδιο πρό­σω­πο, έτσι ώστε αμ­φό­τε­ρα να δια­κι­νού­νται (κα­τά πε­ρί­πτω­σιν) με­τα­ξύ των μα­τιών και του στό­μα­τος.
Σκέ­φτη­κε ολό­κλη­ρες κα­τη­γο­ρί­ες πο­λι­τών που ονο­μά­ζο­νται διά­δι­κοι και συρ­ρέ­ουν στα δι­κα­στή­ρια και άλ­λού, απο­δει­κνύ­ο­ντας το αυ­το­νό­η­το.. ότι η αλή­θεια του ενός συ­νι­στά το ψέμ­μα του άλ­λου. Έβλε­πε αυ­τά τα δύο να συ­νυ­πάρ­χουν στις λε­πτό­τε­ρες εκ­δη­λώ­σεις εγ­γύ­τη­τας, στο ίδιο π.χ. φι­λί, μέ­σα στην ίδια πρό­τα­ση αγά­πης, στον ίδιο συ­να­δελ­φι­κό χαι­ρε­τι­σμό κλπ, μιας που αυ­τές ακρι­βώς οι εκ­δη­λώ­σεις έφε­ραν το βά­ρος μιας οποιασ­δή­πο­τε προ­σω­πι­κής ιστο­ρί­ας πά­νω σε μια στιγ­μή.
Βλέ­πο­ντας δε τα δύο αυ­τά να συ­νυ­πάρ­χουν στις προ­σβο­λές, τις επα­να­στά­σεις σε συ­ναλ­λα­γές κά­θε εί­δους κλπ, άρ­χι­σε να κα­τα­λα­βαί­νει το λό­γο για τον οποίο οι γύ­ρω του δη­μιουρ­γού­σαν ένα αγω­νιώ­δες φά­σμα αντι­στί­ξε­ων, όπως ας πού­με το δί­κιο ή το άδι­κο, το σω­στό και το λά­θος, το γνή­σιο και το κί­βδη­λο, προ­κει­μέ­νου να δια­χει­ρι­στούν τη λή­θη τους και τη λή­θη των άλ­λων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: