Όπου να ’ναι θα πάταγε τα 65. Μέρες μετρούσε για τη σύνταξη. Ως το φθινόπωρο θα έπαιρνε το εφάπαξ, να κλείσει τρύπες, να ξελασπώσει. Ό,τι λιγόστευε στην άκρη να δει καλά στερνά. Και όταν θα έφτανε η κακιά η ώρα να είχε, κι ας μην έβλεπε, μια αξιοπρεπή κηδεία. Και εγώ ξέρω όταν έλεγε αξιοπρεπή τι εννοούσε. Χωρίς λιβάνια και σταυρούς. Χωρίς τα πολλά λόγια. Μόνο πάνω της λευκά γαρύφαλλα η Μερόπη Τακτικού.
Στην ίδια δουλειά μαζί, παιδιά σχεδόν όταν έγινε ο διορισμός. Τότε δε νοιάζονταν για πολλά χαρτιά όπως τώρα. Τέλειωνε αυτή, άρχιζα εγώ. Να κάνει μπόλι στις φλέβες μας η βρόμα. Μέχρι τα σαράντα μου, να λες πως σέρνω στην πλάτη μου ψοφίμι. Και ύστερα που με χώσαν στα γραφεία να μοιάζω κύριος, πάνω μου εκείνη η μυρωδιά, σα φόδρα περασμένη στο κόκκαλο ανάμεσα και το πετσί μου, –κακοραμμένη– να χάσκει από παντού, να της αφήνει χώρο να αλωνίζει χρόνια. Αυτή στη γύρα, να συμμαζεύει δρόμους και σοκάκια.
Άντρα να ταιριάξει δεν έψαξε. Στεφάνι δεν έβαλε. Μόνη όλα τα χρόνια, κανέναν για ν’ αφήσει στην καμπούρα της να καμαρώνει. Της έφτανε η δική της, έλεγε, δεν ήθελε και ξένες. Γιατί έβλεπε και άκουγε τις άλλες, πως φαμίλια σπιτικό-αλεστήρι σκέτο. Σκόνη να κάνουν το θηλυκό να το αλέσουν, να κουκίσει καθενός τους την πληγή κι αν τύχαινε να μυριστούν φιλότιμο; Πέσε πίτα να σε φάω, το μεδούλι ως το κόκκαλο να γλείψουν όλοι κι έπειτα να το πετάξουν οι μισοί. Άντρες κουτσούβελα και σόγια μυλωνάδες όλοι.
Να ξανοίγεται όποτε κάνει κέφι, να μαζεύεται η Μερόπη Τακτικού. Τα κουμάντα της χωρίς ραπόρτα. Ένα το ταμείο, να ξέρει τι τής γίνεται.
Κι όλη την ώρα να ρολάρει στα πατάκια όταν δε δουλεύει, να γυαλίζει πάτωμα. Στο παρκέ της παπούτσι δεν περπάτησε, να βγαίνει μάνι μάνι στην εξώπορτα προτού το καλημέρα. Πως βεντουζάρει τάχαμου στη σόλα το μικρόβιο και άντε ύστερα να φύγει από κει κάτω. Πού λόγος να κοιμίσει άντρα στην κάμαρή της. Ανάμεσα στα σκέλια της τον ήθελε, στα πόδια της ανάμεσα ποτέ. «Άλλο το ‘να», έλεγε, «άλλο τ’ άλλο». Σαν καλοχριστιανή που μπήκε ο διάβολος μέσα της και ατίμωσε νυφοκρέβατο Μεγαλοβδομάδα. Κι όπως αυτή θα έτριβε να ξεπλύνει το πετσί της, να διώξει από πάνω την ντροπή, να μη θυμάται – έτσι τη σκέφτομαι να σαπουνίζει πόμολα, χερούλια, η Μερόπη Τακτικού, να λευκαίνει σεντόνια και καλύμματα λες κι έκατσε επάνω τους η κάψα, μη μείνει και ξημερωθεί.
Γυναίκα με τσαγανό. Ποτέ δεν έδωσε αφορμές να την πιάσουν στο στόμα τους. Γι’ αυτό κι εγώ ποτέ μου δε ξανοίχτηκα. Κάποτε βρήκα το θάρρος, μα πάνω εκεί στην κουβέντα, δεν ξέρω πώς, το μόνο που της είπα, για το κουτάβι τού γείτονα – πως τάχαμου το έδινε να το ‘χει για παρέα. «Χαριτωμένα έξω απ’ την πόρτα», μου είπε, «κυρ Παντελή». «Στο δρόμο η φύση τους, όπως τα λογάριασε ο Θεός». Ύστερα η γλώσσα σκάλωσε.
Πολλές φορές με πρόφταινε το ξημέρωμα με μάτι ορθάνοιχτο ν’ ακούω τον ξερό ήχο τού θηρίου διακόσια μέτρα μακριά, προτού καν ανηφορίσει απ’ την πλατεία κι έρθει να σταθεί με ανοιχτή τη μηχανή κάτω στην εξώπορτα και χαιρόμουν στη σκέψη πως ο δικός μου κάδος είναι ο τελευταίος, για ν’ ανασάνει η Μερόπη Τακτικού πριν παραδώσει. Και όταν έτυχε –πάνε χρόνια–, ν’ ανταμώσουμε στη Διάκου κάτω απ’ το σπίτι μου μπροστά, από τότε ακόμα που ανταλλάζαμε τις βάρδιές μας, «Καλή ξεκούραση, Μερόπη μου», της είπα και πως τη νοιάζομαι (μα αυτό μοναχά από μέσα μου – μην ακουστώ), κι αυτή «Καλή δουλειά, κυρ Παντελή». Κουβέντα παραπάνω.
Στην καθαριότητα από μικρή – είκοσι χρονώ κορίτσι κι όχι αραχτή να κρύβεται πίσω από χαρτομάνι να πιάνει τηλέφωνο να ζεματάει τ’ ακουστικό απ’ τα ξόμπλια σαν κάτι κωλοπετσωμένες ικατζούδες. Πάνω στη σκουπιδιάρα αυτή, με άντρα οδηγό λες και τη βγάζει βόλτα. Δεν κάθεται όμως ποτέ πλάι του. Στο πίσω μέρος στην καρότσα – εκεί στέκει. Όρθια στο σκαλί. Από ένα γάντζο κρεμιέται με φορεσιά που πάει με την ασχήμια, όταν δεν αδειάζει τενεκέδες, όταν δεν σέρνει κάδους στο τσιμέντο, όσο δε σκύβει να μαζέψει ξένη λέρα. Κάθε βράδυ πίσω από μια ακάθαρτη γωνιά μέχρι να τη βρει το χάραμα και τη διώξει. Κάθε βράδυ τα δυο της ρουθούνια συναντούν τη βρόμα κι αυτή χώνεται πιο βαθιά. Σαν υπόγειο που για χρόνια ταγγίζει η βροχή. Τρώει το μάνταλο ρημάζει την πόρτα και ύστερα τρυπώνει μέσα. Στη Μερόπη μούλιασε το ένα πνευμόνι, σάπισε κι ύστερα έλιωσε και τ’ άλλο.
Και να πεις πως δεν της λέγαμε. Απ’ τα 40 της κιόλας ν’ αλλάξει πόστο να μαζευτεί, να χωθεί σε κάνα γραφείο. Και αργότερα όταν μάθαμε για την αρρώστια, τη σταυρώσαμε να κόψει το νυχτέρι. «Νισάφι» της λέγαμε, «σαράντα κάτι χρόνια. Ως πότε πια;» Κι αυτή ούτε ν’ ακούσει. «Όσο αντέχω», έλεγε, «μέσα δεν μπαίνω. Ένα θηλυκό έμεινε, πανάθεμά σας, στο σκαλί και ζητάτε να το ξαποστείλετε; Ποιος μωρέ θα σας ξεβρομίζει άμα φύγω από τους δρόμους;»
Τα μάτια της δυο τρύπες. Πονάει που ανασαίνει. Και τον αέρα ακόμα. «Κυρ Παντελή, το πνευμόνι έπιασε μούργα, μωρέ ας ήταν κάπου αλλού και θα στο ‘κανα εγώ λαμπίκο, μα μέσα εκεί, πώς να το κάνω ζάφτι;»
Το στέρνο της μαρκαρισμένο από μικρούς σταυρούς. Ακτίνες. Κοβάλτια. Καμένο. Φλέβες πουθενά, χώνουν στα τυφλά κόκκινες χημείες και μαδάει σα σκυλί. Κι αυτή να λέει, «ξεμπέρδεψα μια και καλή από χωρίστρες και βαφές και τι δηλαδή να την κάνω εγώ την κόμη, τώρα που ‘χω γεράσει». Ούτε περούκες με ψεύτικα μαλλιά να κρύψουνε τη γύμνια. Λουλούδια στο άδειο της κεφάλι, πάνω στη μαντήλα κεντημένα, μην παγώσει.
Σήμερα στέκομαι εδώ μπροστά της, καθώς την κατεβάζουν χωρίς επικήδειους και μνείες. Τη βλέπω που σηκώνεται, κάνει δυο βήματα πιο κει. Βρέχει. Τινάζει το φουστάνι, κρεμάει τα παπούτσια που τής φορέσαν πλάι στο ανάχωμα και από πέτρες και βρύα και πέταλα και αγκάθια, σουρώνει τη γη της. Την περνάει από κόσκινο, τη φέρνει στα μέτρα της, κάποτε τελειώνει κι ύστερα παίρνει θέση. Επιτέλους. Μόνο λευκά γαρύφαλλα η Μερόπη Τακτικού και η βροχή που στάζει πάνω της.
Κάθε μέρα ξημερώματα περνάει το σκουπιδιάρικο απ’ τη Διάκου. Όπου να’ ναι μπαίνει το φθινόπωρο. Το σκαλί στην καρότσα πίσω ακόμα σηκωμένο.