Mόνο πάνω της λευκά γαρύφαλλα η Μερόπη Τακτικού

Έργο του François Emile Barraud (1931)
Έργο του François Emile Barraud (1931)


Όπου να ’ναι θα πά­τα­γε τα 65. Μέ­ρες με­τρού­σε για τη σύ­ντα­ξη. Ως το φθι­νό­πω­ρο θα έπαιρ­νε το εφά­παξ, να κλεί­σει τρύ­πες, να ξε­λα­σπώ­σει. Ό,τι λι­γό­στευε στην άκρη να δει κα­λά στερ­νά. Και όταν θα έφτα­νε η κα­κιά η ώρα να εί­χε, κι ας μην έβλε­πε, μια αξιο­πρε­πή κη­δεία. Και εγώ ξέ­ρω όταν έλε­γε αξιο­πρε­πή τι εν­νο­ού­σε. Χω­ρίς λι­βά­νια και σταυ­ρούς. Χω­ρίς τα πολ­λά λό­για. Μό­νο πά­νω της λευ­κά γα­ρύ­φαλ­λα η Με­ρό­πη Τα­κτι­κού.
Στην ίδια δου­λειά μα­ζί, παι­διά σχε­δόν όταν έγι­νε ο διο­ρι­σμός. Τό­τε δε νοιά­ζο­νταν για πολ­λά χαρ­τιά όπως τώ­ρα. Τέ­λειω­νε αυ­τή, άρ­χι­ζα εγώ. Να κά­νει μπό­λι στις φλέ­βες μας η βρό­μα. Μέ­χρι τα σα­ρά­ντα μου, να λες πως σέρ­νω στην πλά­τη μου ψο­φί­μι. Και ύστε­ρα που με χώ­σαν στα γρα­φεία να μοιά­ζω κύ­ριος, πά­νω μου εκεί­νη η μυ­ρω­διά, σα φό­δρα πε­ρα­σμέ­νη στο κόκ­κα­λο ανά­με­σα και το πε­τσί μου, –κα­κο­ραμ­μέ­νη– να χά­σκει από πα­ντού, να της αφή­νει χώ­ρο να αλω­νί­ζει χρό­νια. Αυ­τή στη γύ­ρα, να συμ­μα­ζεύ­ει δρό­μους και σο­κά­κια.
Άντρα να ται­ριά­ξει δεν έψα­ξε. Στε­φά­νι δεν έβα­λε. Μό­νη όλα τα χρό­νια, κα­νέ­ναν για ν’ αφή­σει στην κα­μπού­ρα της να κα­μα­ρώ­νει. Της έφτα­νε η δι­κή της, έλε­γε, δεν ήθε­λε και ξέ­νες. Για­τί έβλε­πε και άκου­γε τις άλ­λες, πως φα­μί­λια σπι­τι­κό-αλε­στή­ρι σκέ­το. Σκό­νη να κά­νουν το θη­λυ­κό να το αλέ­σουν, να κου­κί­σει κα­θε­νός τους την πλη­γή κι αν τύ­χαι­νε να μυ­ρι­στούν φι­λό­τι­μο; Πέ­σε πί­τα να σε φάω, το με­δού­λι ως το κόκ­κα­λο να γλεί­ψουν όλοι κι έπει­τα να το πε­τά­ξουν οι μι­σοί. Άντρες κου­τσού­βε­λα και σό­για μυ­λω­νά­δες όλοι.
Να ξα­νοί­γε­ται όπο­τε κά­νει κέ­φι, να μα­ζεύ­ε­ται η Με­ρό­πη Τα­κτι­κού. Τα κου­μά­ντα της χω­ρίς ρα­πόρ­τα. Ένα το τα­μείο, να ξέ­ρει τι τής γί­νε­ται.
Κι όλη την ώρα να ρο­λά­ρει στα πα­τά­κια όταν δε δου­λεύ­ει, να γυα­λί­ζει πά­τω­μα. Στο παρ­κέ της πα­πού­τσι δεν περ­πά­τη­σε, να βγαί­νει μά­νι μά­νι στην εξώ­πορ­τα προ­τού το κα­λη­μέ­ρα. Πως βε­ντου­ζά­ρει τά­χα­μου στη σό­λα το μι­κρό­βιο και άντε ύστε­ρα να φύ­γει από κει κά­τω. Πού λό­γος να κοι­μί­σει άντρα στην κά­μα­ρή της. Ανά­με­σα στα σκέ­λια της τον ήθε­λε, στα πό­δια της ανά­με­σα πο­τέ. «Άλ­λο το ‘να», έλε­γε, «άλ­λο τ’ άλ­λο». Σαν κα­λο­χρι­στια­νή που μπή­κε ο διά­βο­λος μέ­σα της και ατί­μω­σε νυ­φο­κρέ­βα­το Με­γα­λο­βδο­μά­δα. Κι όπως αυ­τή θα έτρι­βε να ξε­πλύ­νει το πε­τσί της, να διώ­ξει από πά­νω την ντρο­πή, να μη θυ­μά­ται – έτσι τη σκέ­φτο­μαι να σα­που­νί­ζει πό­μο­λα, χε­ρού­λια, η Με­ρό­πη Τα­κτι­κού, να λευ­καί­νει σε­ντό­νια και κα­λύμ­μα­τα λες κι έκα­τσε επά­νω τους η κά­ψα, μη μεί­νει και ξη­με­ρω­θεί.
Γυ­ναί­κα με τσα­γα­νό. Πο­τέ δεν έδω­σε αφορ­μές να την πιά­σουν στο στό­μα τους. Γι’ αυ­τό κι εγώ πο­τέ μου δε ξα­νοί­χτη­κα. Κά­πο­τε βρή­κα το θάρ­ρος, μα πά­νω εκεί στην κου­βέ­ντα, δεν ξέ­ρω πώς, το μό­νο που της εί­πα, για το κου­τά­βι τού γεί­το­να – πως τά­χα­μου το έδι­νε να το ‘χει για πα­ρέα. «Χα­ρι­τω­μέ­να έξω απ’ την πόρ­τα», μου εί­πε, «κυρ Πα­ντε­λή». «Στο δρό­μο η φύ­ση τους, όπως τα λο­γά­ρια­σε ο Θε­ός». Ύστε­ρα η γλώσ­σα σκά­λω­σε.
Πολ­λές φο­ρές με πρό­φται­νε το ξη­μέ­ρω­μα με μά­τι ορ­θά­νοι­χτο ν’ ακούω τον ξε­ρό ήχο τού θη­ρί­ου δια­κό­σια μέ­τρα μα­κριά, προ­τού καν ανη­φο­ρί­σει απ’ την πλα­τεία κι έρ­θει να στα­θεί με ανοι­χτή τη μη­χα­νή κά­τω στην εξώ­πορ­τα και χαι­ρό­μουν στη σκέ­ψη πως ο δι­κός μου κά­δος εί­ναι ο τε­λευ­ταί­ος, για ν’ ανα­σά­νει η Με­ρό­πη Τα­κτι­κού πριν πα­ρα­δώ­σει. Και όταν έτυ­χε –πά­νε χρό­νια–, ν’ αντα­μώ­σου­με στη Διά­κου κά­τω απ’ το σπί­τι μου μπρο­στά, από τό­τε ακό­μα που ανταλ­λά­ζα­με τις βάρ­διές μας, «Κα­λή ξε­κού­ρα­ση, Με­ρό­πη μου», της εί­πα και πως τη νοιά­ζο­μαι (μα αυ­τό μο­να­χά από μέ­σα μου – μην ακου­στώ), κι αυ­τή «Κα­λή δου­λειά, κυρ Πα­ντε­λή». Κου­βέ­ντα πα­ρα­πά­νω.
Στην κα­θα­ριό­τη­τα από μι­κρή – εί­κο­σι χρο­νώ κο­ρί­τσι κι όχι αρα­χτή να κρύ­βε­ται πί­σω από χαρ­το­μά­νι να πιά­νει τη­λέ­φω­νο να ζε­μα­τά­ει τ’ ακου­στι­κό απ’ τα ξό­μπλια σαν κά­τι κω­λο­πε­τσω­μέ­νες ικα­τζού­δες. Πά­νω στη σκου­πι­διά­ρα αυ­τή, με άντρα οδη­γό λες και τη βγά­ζει βόλ­τα. Δεν κά­θε­ται όμως πο­τέ πλάι του. Στο πί­σω μέ­ρος στην κα­ρό­τσα – εκεί στέ­κει. Όρ­θια στο σκα­λί. Από ένα γάν­τζο κρε­μιέ­ται με φο­ρε­σιά που πά­ει με την ασχή­μια, όταν δεν αδειά­ζει τε­νε­κέ­δες, όταν δεν σέρ­νει κά­δους στο τσι­μέ­ντο, όσο δε σκύ­βει να μα­ζέ­ψει ξέ­νη λέ­ρα. Κά­θε βρά­δυ πί­σω από μια ακά­θαρ­τη γω­νιά μέ­χρι να τη βρει το χά­ρα­μα και τη διώ­ξει. Κά­θε βρά­δυ τα δυο της ρου­θού­νια συ­να­ντούν τη βρό­μα κι αυ­τή χώ­νε­ται πιο βα­θιά. Σαν υπό­γειο που για χρό­νια ταγ­γί­ζει η βρο­χή. Τρώ­ει το μά­ντα­λο ρη­μά­ζει την πόρ­τα και ύστε­ρα τρυ­πώ­νει μέ­σα. Στη Με­ρό­πη μού­λια­σε το ένα πνευ­μό­νι, σά­πι­σε κι ύστε­ρα έλιω­σε και τ’ άλ­λο.
Και να πεις πως δεν της λέ­γα­με. Απ’ τα 40 της κιό­λας ν’ αλ­λά­ξει πό­στο να μα­ζευ­τεί, να χω­θεί σε κά­να γρα­φείο. Και αρ­γό­τε­ρα όταν μά­θα­με για την αρ­ρώ­στια, τη σταυ­ρώ­σα­με να κό­ψει το νυ­χτέ­ρι. «Νι­σά­φι» της λέ­γα­με, «σα­ρά­ντα κά­τι χρό­νια. Ως πό­τε πια;» Κι αυ­τή ού­τε ν’ ακού­σει. «Όσο αντέ­χω», έλε­γε, «μέ­σα δεν μπαί­νω. Ένα θη­λυ­κό έμει­νε, πα­νά­θε­μά σας, στο σκα­λί και ζη­τά­τε να το ξα­πο­στεί­λε­τε; Ποιος μω­ρέ θα σας ξε­βρο­μί­ζει άμα φύ­γω από τους δρό­μους;»
Τα μά­τια της δυο τρύ­πες. Πο­νά­ει που ανα­σαί­νει. Και τον αέ­ρα ακό­μα. «Κυρ Πα­ντε­λή, το πνευ­μό­νι έπια­σε μούρ­γα, μω­ρέ ας ήταν κά­που αλ­λού και θα στο ‘κα­να εγώ λα­μπί­κο, μα μέ­σα εκεί, πώς να το κά­νω ζά­φτι;»
Το στέρ­νο της μαρ­κα­ρι­σμέ­νο από μι­κρούς σταυ­ρούς. Ακτί­νες. Κο­βάλ­τια. Κα­μέ­νο. Φλέ­βες που­θε­νά, χώ­νουν στα τυ­φλά κόκ­κι­νες χη­μεί­ες και μα­δά­ει σα σκυ­λί. Κι αυ­τή να λέ­ει, «ξε­μπέρ­δε­ψα μια και κα­λή από χω­ρί­στρες και βα­φές και τι δη­λα­δή να την κά­νω εγώ την κό­μη, τώ­ρα που ‘χω γε­ρά­σει». Ού­τε πε­ρού­κες με ψεύ­τι­κα μαλ­λιά να κρύ­ψου­νε τη γύ­μνια. Λου­λού­δια στο άδειο της κε­φά­λι, πά­νω στη μα­ντή­λα κε­ντη­μέ­να, μην πα­γώ­σει.

Σή­με­ρα στέ­κο­μαι εδώ μπρο­στά της, κα­θώς την κα­τε­βά­ζουν χω­ρίς επι­κή­δειους και μνεί­ες. Τη βλέ­πω που ση­κώ­νε­ται, κά­νει δυο βή­μα­τα πιο κει. Βρέ­χει. Τι­νά­ζει το φου­στά­νι, κρε­μά­ει τα πα­πού­τσια που τής φο­ρέ­σαν πλάι στο ανά­χω­μα και από πέ­τρες και βρύα και πέ­τα­λα και αγκά­θια, σου­ρώ­νει τη γη της. Την περ­νά­ει από κό­σκι­νο, τη φέρ­νει στα μέ­τρα της, κά­πο­τε τε­λειώ­νει κι ύστε­ρα παίρ­νει θέ­ση. Επι­τέ­λους. Μό­νο λευ­κά γα­ρύ­φαλ­λα η Με­ρό­πη Τα­κτι­κού και η βρο­χή που στά­ζει πά­νω της.
Κά­θε μέ­ρα ξη­με­ρώ­μα­τα περ­νά­ει το σκου­πι­διά­ρι­κο απ’ τη Διά­κου. Όπου να’ ναι μπαί­νει το φθι­νό­πω­ρο. Το σκα­λί στην κα­ρό­τσα πί­σω ακό­μα ση­κω­μέ­νο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: