Δεν το βλέπω αλλά το ακούω από ώρα.
Κάπου εδώ τριγύρω είναι κρυμμένο και κοάζει.
Άκου… «κοάζει!»
Κοτζάμ λέξη στην αποκλειστική υπηρεσία ενός τόσο δα ενοχλητικού αμφίβιου. Που στην ευχή να κρύβεται, εδώ στην ξεραΐλα. Μπορεί να έχασε το δρόμο του και να βρέθηκε αναγκαστικά, όπως κι εγώ, σε μια γωνιά του απότιστου κήπου μου -«κήπο» ο Θεός να τον κάνει δηλαδή. Ένα σκαληνό τριγωνάκι γης είναι, μπροστά από το πατρικό μου με τα σαπισμένα κάγκελα. Άλλοτε η μαμά φύτευε τριφύλλι και τριανταφυλλιές σε κάτι αραδιασμένους τενεκέδες με μπλε ρόμβους. Αυτό αποκαλούσε «κήπο» γεμάτη ξιπασιά, σαν να επρόκειτο για κάποια έπαυλη στην Κηφησιά, κι όχι για προσφυγικό παράπηγμα στην Καισαριανή. Εγώ δεν έχω κουράγιο ούτε το λάστιχο να ανοίξω. Μας έχουν κόψει και το νερό. Πάνε τρία χρόνια που μας άφησε η μαμά κι ένας μήνας που γύρισα εδώ, άφραγκη όπως πάντα. Πριν έμενα με τον Λάκη αλλά με πέταξε έξω. Είμαι λέει απαιτητική και κακομαθημένη. «Βρες κανέναν πρίγκιπα να σου κάνει τα γούστα,» μου είπε. «Εγώ με το ταξί δεν τα φέρνω βόλτα.» Υπερβολές. Εμένα, δεν μου αρέσουν οι σφιχτοχέρηδες άνθρωποι. «Θα βρω», του είπα. Έφυγα κι ήρθα εδώ να ψάξω για δουλειά. Θα βρω.
Μου έχουν πάρει όμως τ’ αυτιά τα «βρεκεκέξ» και τα «κοάξ» σε μείζονες και ελάσσονες και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στις μικρές αγγελίες. Αν πιάσω δουλειά, θα φύγω από δω αμέσως. Θα το αφήσω το σπίτι κληρονομιά στο βάτραχο, [παιδιά μου έτσι κι αλλιώς δεν θα δει ο κήπος, με πήρανε τα χρόνια], θα συνδέσω πάλι το νερό και θα γεμίσει γυρίνους. Παιδιά είναι κι αυτά.
Πώς γίνεται η λέξη «γυρίνος» να κρύβει μέσα της έναν ολόκληρο «βάτραχο;» Ούτε ένα γράμμα δεν έχουν ίδιο, ας πούμε ένα σύμφωνο-ραχοκοκαλιά, να γραπωθείς από πάνω του, να απλώσεις μετά τα υπόλοιπα γράμματα σαν κεντρικές αρτηρίες, για να αρθρώσεις σωστά αυτό το δαιμονισμένο ον, που μου έχει πάρει τόση ώρα τα αυτιά.
Θα μου πεις, εδώ χώρεσε ολόκληρος πρίγκιπας σε έναν βάτραχο. Ο γυρίνος δεν θα χωρέσει; Ο βάτραχος τώρα προσγειώνεται με ένα σάλτο στη σαγιονάρα μου. Κοιτάζει τριγύρω με τα γουρλωτά του μάτια και τα ολοστρόγγυλα εξογκώματά του.
«Κοάξ! Κοάξ-κοάξ!» μου λέει.
«Κοάξ και σε σένα» του απαντώ.
Κι όπως πάει να πηδήξει μακριά, τον αρπάζω, τον σφίγγω στην παλάμη μου και του σκάω ένα τρυφερό φιλί, κλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια μου, ενώ ριγώ από την αγωνία. Τα ανοίγω απότομα. Ο πρίγκηπάς μου, κείτεται τώρα ψόφιος στην παλάμη μου. Πριν εκκολαφθεί. Τον έπνιξα από την πολλή αγάπη, όπως τον Λάκη.
Σκάβω μια λακκούβα με τα νύχια μου και τον θάβω λίγο παραπέρα, στον κήπο της μαμάς, ενώ προβάρω κιόλας τον επικήδειο. «Μαζί σου, μια στιγμή άξιζε περισσότερο από την αιωνιότητα», λέω πικραμένη.
Αλλά καλύτερα, πριγκιπική χήρα, παρά η ζωντοχήρα του Λάκη.