Την Κυριακή, 7 Μαϊου 1747, ώρα απογευματινή, καιρός αίθριος, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ έφτανε στο Πότσνταμ. Δεν θα είχε ταξιδέψει από την Λειψία ως εκεί, τον βάρυναν τα εξήντα δύο χρόνια του, αν η Αυτού Μεγαλειότητα ο Φρειδερίκος ο Μεγάλος, βασιλιάς της ένδοξης Πρωσσίας, δεν του είχε μηνύσει ότι τον περίμενε στο παλάτι του Sans Souci, ευτυχής που θα έκανε τη γνωριμία του. Μπορώ να βεβαιώσω πως η διαδρομή είχε κουράσει τον Κάντορα, όπως είχε κουράσει και εμένα η διαδρομή από το Άιζεναχ ως την Λειψία. Η κόπωση εκείνου ήταν αναμφίβολα μεγαλύτερη: ο διαβήτης από τον οποίο, όπως εκτιμώ, υπέφερε, προκαλούσε πόνους στα μάτια του, η βλεφαρόπτωση που διέγνωσα δυσχέραινε την όρασή του, τα φρύδια του ήταν τραβηγμένα προς τα κάτω, το στομάχι του άδειο, δεν είχε βρει να φάει άλλο από μία ρέγγα. Τα ρούχα του, πολυφορεμένα, ήταν σκονισμένα και σκεφτόταν πως δεν μπορούσε να εμφανιστεί έτσι στο παλάτι, έπρεπε να τα φρεσκάρει τουλάχιστον, να βάψει τα παπούτσια του.
Συμβουλεύτηκα το ρολόι μου, αφού είχαμε περάσει το Τελωνείο και του επισήμανα πως δεν θα προλάβαινε να πάει στο πανδοχείο για τέτοια τακτοποίηση, οι Αρχές είχαν κιόλας στείλει τον κατάλογο των αφιχθέντων στις Αρμόδιες Υπηρεσίες, οι οποίες είχαν ανά χείρας επείγουσα διαταγή της Αυτού Μεγαλειότητας να ενημερώσουν ότι ο Κάντορας είχε αφιχθεί και να τον οδηγήσουν το ταχύτερο, σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους επιφανείς επισκέπτες, στο Sans Souci. Η Αυτού Μεγαλειότητα είχε προγραμματίσει μουσική βραδιά, όπου θα παρουσίαζε το νέο κοντσέρτο του για φλάουτο και έγχορδα και απαιτούσε την παρουσία του Μεγάλου Μπαχ για να λαμπρυνθεί η εκδήλωση με αυτοσχεδιασμούς φλάουτου και φορτεπιάνο. Είχε εξάλλου σκοπό να του δώσει τρεις ή τέσσερις νότες και να τον ρωτήσει τι μπορούσε να κάνει με τέτοιο ισχνό υλικό, μια καντάτα ίσως. Η Αυτού Μεγαλειότητα είχε οργανώσει το μουσικό παιχνίδι της κυριακάτικης αργίας και, αυλικοί, αριστοκράτες με τους κολαούζους τους, θα έσπευδαν να στριμωχτούν στην μεγαλόπρεπη Αίθουσα Μουσικής του ανακτόρου υπό το άπλετο φως πολυελαίων. Οι περισσότεροι ήταν άμουσοι, λαίμαργοι για φαϊ και πιοτό, χαρτοπαίκτες, επίδοξοι επιβήτορες γραϊδίων και σαρκοφάγων κυριών, εκκολαπτόμενοι απατεώνες, χρήσιμα αποβράσματα, θηριοδαμαστές χωρίς θηρία. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού όσοι είχαν καθαρά αυτιά για την είσοδο των ήχων. Οι μουσικοί της Αυλής με λαμπρές στολές λακέδων θα χόρδιζαν τα όργανά τους σαν να τα βασάνιζαν.
Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα, όταν πριν προλάβει καλά-καλά ο επί της υποδοχής λακές να ανακοινώσει στον Μέγα Μαγιορδόμο ότι ο κύριος που θα ερχόταν είχε έρθει με μιαν άθλια άμαξα, σκονισμένος και φορώντας στραβοπάπουτσα, η Αυτού Μεγαλειότητα, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους καλεσμένους του, αναφωνώντας «Κύριοι, ο Μεγάλος Μπαχ είναι εδώ!», κατέβηκε τα σκαλοπάτια της εισόδου του ανακτόρου και πρόσφερε το χέρι του στον Ιωάννη Σεβαστιανό. Η είσοδος αμφοτέρων στην Αίθουσα Μουσικής συνοδεύτηκε από την κακοφωνία των παρισταμένων που σχολίαζαν τι είδους ήταν εκείνο το γερόντιο με τα φουσκωμένα μάγουλα και την παλιά περρούκα, το οποίο απολάμβανε τέτοιας εκτίμησης εκ μέρους τέτοιου Μεγαλειότατου, κάποιες μυγιάγγιχτες κρατούσαν τη μύτη τους φοβούμενες ότι ο βρωμιάρης θα έζεχνε, κοροϊδευτικά χαμόγελα άφηναν να φανούν ξεδοντιασμένα στόματα.
Τι βαρεμάρα εκείνο το βράδυ! Να είσαι υποχρεωμένος να υφίστασαι τους αχόρταγους αυτοσχεδιασμούς του κυρίου Μπαχ στο φορτεπιάνο, να προσέχεις την Αυτού Μεγαλειότητα που επαινούσε την τέχνη της παλιάς περούκας ώστε να σπεύδεις να υπερθεματίσεις, να αργεί το δείπνο, να μη χαμηλώνουν τα φώτα, ώστε να χασμουρηθείς άφοβα, να νιώθεις την φλογερή ανάσα της προσεχούς ερωμένης και να προσπαθείς με μορφασμούς να την πείσεις ότι είσαι καιόμενη βάτος. Τι ανακούφιση όταν οι λογής αυτοσχεδιασμοί φλάουτου και φορτεπιάνο έδωσαν τη θέση του στο νέο κοντσέρτο για φλάουτο και έγχορδα της Αυτού Μεγαλειότητας, το οποίο προκάλεσε ρίγη συγκίνησης και άκρατο ενθουσιασμό, οι μουσικοί της Αυλής είχαν μείνει άφωνοι, το νεύμα της Αυτού Μεγαλειότητας ότι συγχωρούσε τα φάλτσα καθυστερούσε. Τι ανακούφιση πάντως όταν η Αυτού Μεγαλειότητα δεν έπαιξε το δεύτερο κοντσέρτο της, άπλωσε όμως τα χέρια της στα πλήκτρα του φορτεπιάνο, έπαιξε δύο, τρεις, τέσσερις νότες και κάλεσε την παλιά περρούκα να συνθέσει, όποτε μπορούσε ό,τι μπορούσε και να του το αποστείλει, οπότε το δείπνο ξεκινούσε, αφυπνίζοντας τον οισοφάγο, τον λάρυγγα, τα νοούμενα και τα υπονοούμενα και λοιπά και λοιπά.
Στις 7 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ έβαλε την υπογραφή του στην αφιέρωση στην Αυτού Μεγαλειότητα τον Φρειδερίκο τον Μεγάλο του έργου του «Μουσική Προσφορά». Όπως πληροφορήθηκα, άμα τη λήψει, η εντολή προς τον Βασιλικό Θησαυροφύλακα ήταν να εμβάσει ποσόν αμοιβής στον συνθέτη. Όσο για το έργο, δεν έτυχε προσοχής εκ μέρους της Αυτού Μεγαλειότητας και παράπεσε.
Κατά το τρέχον έτος, αναχωρώντας από την Λειψία, είχα την ευκαιρία, αναλογιζόμενος τα γεγονότα στο Πότσνταμ και το έργο που προέκυψε από εκείνο το ταξίδι, να συμπεράνω ότι η ορφάνια είναι ισόβια αναπηρία, που κρύβεται υπό τον μανδύα πεισματικής μοναξιάς και επιβίωσης: ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ είχε χάσει τη μητέρα του Μαρία Ελισάβετ την 1η
Μαϊου 1694 και τον πατέρα του Ιωάννη Αμβρόσιο στις 20 Φεβρουαρίου 1695. Ήταν εννιά χρονών. Δεν έκανε λόγο για την ορφάνια του. Την έκρυβε στο έργο του ως μια ξένη, φορτική.
Πηγή: John Eliot Gardiner, Music in The Castle of Heaven, Penguin 2014