Ευφορία
Κάθεσαι στον κήπο μόνη με το σημειωματάριο, μια φέτα ψωμί αλειμμένη, το φλασκί και την πίπα.
Είναι νύχτα αλλά τόσο ήσυχα που το κερί καίει δίχως να τρεμοπαίζει,
σκορπά την ανταύγειά του πάνω τραπέζι από τραχιές σανίδες
και λάμπει στο μπουκάλι και το ποτήρι.
Πίνεις μια γουλιά, τρως μια μπουκιά, γεμίζεις και ανάβεις την πίπα σου.
Γράφεις μια δυο σειρές και σταματάς λίγο να συλλογιστείς
τη γραμμή του βραδινού ροδίσματος που αλλάζει αργά σε ρόδισμα της αυγής,
τη θάλασσα των φραγκομαϊντανών που αφρίζει ασπροπράσινη στο σκοτάδι της θερινής νύχτας,
ούτε μια πεταλουδίτσα γύρω απ’ το κερί, σμήνη όμως κουνουπιών στη βαλανιδιά,
τα φύλλα πολύ ήρεμα ψηλά στον ουρανό… Και η λεύκα που θροΐζει στη νηνεμία:
Όλη η φύση δυνατή από την αγάπη και τον θάνατο γύρω σου.
Σαν να ήταν το τελευταίο βράδυ πριν από ένα πάρα πολύ μακρύ ταξίδι:
Έχεις το εισιτήριο στην τσέπη και τις βαλίτσες επιτέλους έτοιμες.
Και μπορείς να κάτσεις και να νιώσεις πόσο κοντά είναι οι μακρινές χώρες,
να νιώσεις πώς όλα ενυπάρχουν σε όλα, πώς είναι αρχή και τέλος συγχρόνως,
να νιώσεις πώς το εδώ και τώρα είναι και η αναχώρηση και η άφιξή σου,
να νιώσεις πώς ο θάνατος και η ζωή είναι δυνατά σαν κρασί μέσα σου!
Ναι, να γίνω ένα με τη νύχτα, ένα με τον εαυτό μου, με τη φλόγα του κεριού
που με κοιτά στα μάτια ήρεμα, ανεξιχνίαστα και ήρεμα,
ένα με τη λεύκα που τρέμει και ψιθυρίζει,
ένα με τις ταξιανθίες των λουλουδιών που γέρνοντας βγαίνουν απ’ το σκοτάδι και ακούν
κάτι που είχα στη γλώσσα μου να πω, αλλά ποτέ δεν το κατάφερα,
κάτι που δεν ήθελα να φανερώσω, ακόμη κι αν μπορούσα.
Και το κελάρυσμα μέσα μου της πιο αγνής ευτυχίας!
Και η φλόγα υψώνεται… Λες και τα λουλούδια μαζεύτηκαν πιο κοντά,
όλο και πιο κοντά στο φως σαν ουράνιο τόξο από κουκίδες που τρεμοφέγγουν.
Η λεύκα ριγεί και παίζει, το βραδινό ρόδισμα αργοχάνεται
και ό,τι ήταν ανείπωτο και μακρινό είναι ανείπωτο και κοντινό.
Τραγουδώ για το μόνο πράγμα που συμφιλιώνει,
το μόνο πραγματικό, ίδιο για όλους.
[Από τη συλλογή Färjesång (Τραγούδι του πορθμείου), 1941.]
Non serviam
Είμαι ένας ξένος στη χώρα αυτή
αλλά η χώρα αυτή δεν νιώθει ξένη μέσα μου!
Δεν νιώθω σπίτι μου τη χώρα αυτή
αλλά η χώρα αυτή φέρεται σαν σπίτι της να είμαι!
Αίμα που ποτέ δεν μπορεί ν’ αραιωθεί
έχω στις φλέβες μου ένα ποτήρι γεμάτο!
Και πάντα ο Εβραίος, ο Λάπωνας, ο καλλιτέχνης μέσα μου
θ’ αναζητά τον αδελφό του: θα ερευνά τις γραφές,
θα κάνει στον ερημότοπο τον γύρο της ιερής πέτρας των Σάμι
μ’ ευλάβεια άναυδη για κάτι ξεχασμένο
θα τραγουδά στον άνεμο: Άγριε! Νέγρε! –
θα κουτουλά την πέτρα και θα θρηνεί: Εβραίε! Νέγρε! –
Εκτός νόμου και υπό τον νόμο:
Παγιδευμένος στον δικό τους, των λευκών, και ωστόσο
– ας είναι ευλογημένος ο νόμος μου! – στον δικό μου!
Κι έτσι είμαι ένας ξένος στη χώρα αυτή
αλλά η χώρα αυτή έχει βολευτεί καλά μέσα μου!
Δεν μπορώ στη χώρα αυτή να ζω
αλλά η χώρα αυτή σαν φαρμάκι μέσα μου ζει!
Κάποτε στην άγρια Σουηδία των σύντομων,
των πράων, των φτωχών στιγμών
ήταν η χώρα μου! Ήταν παντού!
Τώρα, στη στενόχωρη και γεμάτη θαλπωρή Σουηδία
των μακριών, καλοθρεμμένων στιγμών
που πουθενά δεν κάνει ρεύμα… κρυώνω.
[Από τη συλλογή Non serviam, 1945]
Αρσινόη
Τυλίγω, τυλίγω με τις λωρίδες αυτές
τα μάτια της αγαπημένης μου, την ψυχή της.
Με καφετί, σχεδόν ξεθωριασμένο μελάνι
θα γράψω πάνω στις λινές λωρίδες μου
μυστικά σύμβολα
και θα τις τυλίξω σαν νανούρισμα
γύρω απ’ την ψυχή της αγαπημένης μου –
Ω βάλσαμα που δεν έχετε ποτέ εκκριθεί
Ω στενές λωρίδες
τυλιγμένες η μια πάνω στην άλλη και περίτεχνα πλεγμένες!
Δεν μοιάζεις ήδη με χρυσαλλίδα
όπως κρέμεται στην τριανταφυλλιά!
Εσύ με τα μεγάλα μάτια που σου έδωσα!
Εσύ με το άσπιλο πρόσωπο!
Όταν έχεις μπει τόσο βαθιά
Όταν έχεις μπει τόσο βαθιά στην έλλειψη νοήματος όπως εγώ
κάθε λέξη γίνεται και πάλι ενδιαφέρουσα:
Ευρήματα στο χώμα
που τ’ αναστρέφεις με αρχαιολογική σκαπάνη:
Η μικρή λέξη εσύ
μια χάντρα ίσως
που κάποτε κρεμόταν στον λαιμό κάποιου
Η μεγάλη λέξη εγώ
θραύσμα πυρόλιθου ίσως
με το οποίο κάποιος στην ανημπόρια του έξυσε τη σκληρή του
σάρκα
[Από τη συλλογή Strountes (Ανοησίες), 1955]
Ποιητική
Τη σιωπή πρέπει ν’ ακούς
τη σιωπή πίσω από τις αποστροφές, τους υπαινιγμούς
τη σιωπή της ρητορείας
ή του λεγόμενου τυπικά τέλειου
Αυτό σημαίνει ν’ αναζητάς κάτι δίχως νόημα
σε οτιδήποτε είναι γεμάτο νόημα
και αντίστροφα
Και οτιδήποτε προσπαθώ τόσο περίτεχνα να συγγράψω
είναι σε αντιδιαστολή κάτι άτεχνο
και όλο το πρόσθημα κενό
Ό,τι έχω γράψει
είναι γραμμένο ανάμεσα στις γραμμές
[Από τη συλλογή Opus incertum, 1959]
Ο Gunnar Ekelöf (Στοκχόλμη 1907-Σίγκτουνα 1968) είναι από τους επιφανέστερους ποιητές της Σουηδίας. Ήταν επίσης κριτικός λογοτεχνίας και σημαντικός μεταφραστής γαλλικής ποίησης. Έγινε μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας το 1958. Σπούδασε σανσκριτικά και περσικά στο Λονδίνο και στην Ουψάλα, αγαπούσε την Ελλάδα του μόχθου και έγραψε αρκετά ποιήματα με βυζαντινά και ελληνικά θέματα ή στοιχεία. Το ποίημα «Ευφορία» που παρουσιάζουμε εδώ, από τα πιο γνωστά και αγαπημένα στη Σουηδία, συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Färjesång (Τραγούδι του πορθμείου, 1941), η οποία θεωρείται από τις πιο σημαντικές της σουηδικής λογοτεχνίας. Σε άλλα ποιήματα της παρουσίασής μας είναι έντονη η σαρκαστική και ειρωνική διάθεση του ποιητή, μέρος ενός λυρικού κόσμου, όπου η στόχαση επίσης παίζει έναν κεντρικό ρόλο.