ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΩΝ
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΩΝ
ΜΕΡΟΣ Α΄
Η αναθεώρηση των λεξικών
Τα χρηστικά λεξικά των περισσότερων ευρωπαϊκών γλωσσών, ιδίως των ευρύτατα διαδεδομένων, ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, συνήθως κάθε τρία με πέντε χρόνια. Το περίφημο λεξικό Duden πρόσθεσε στην έκδοση του 2020, σε σύγκριση με την έκδοση του 2017, 3.000 νέα λήμματα.[1]
Ένα καλό λεξικό που παρακολουθεί τις γλωσσικές αλλαγές, δεν προσθέτει μόνο, αλλά και αφαιρεί λέξεις οι οποίες έχουν περιέλθει σε αχρησία. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι «άχρηστες». Κάποτε ήταν σε ευρύτατη χρήση και αξιοσέβαστες. Ο σεβασμός για το ρόλο που έπαιξαν στην ανθρώπινη επικοινωνία εξακολουθεί να ισχύει, το χρηστικό τους όμως αντίκρισμα έχει απελπιστικά μειωθεί έως και εξαλειφθεί. Το Duden διέγραψε μέσα σε τρία χρόνια περίπου 300 λήμματα.[2]
Το ηλεκτρονικό σώμα κειμένων του λεξικού Duden ανέρχεται σε 5,6 δισεκατομμύρια τύπους λέξεων, αριθμός που προκαλεί ίλιγγο στον Έλληνα λεξικογράφο ο οποίος έχει στη διάθεσή του ένα πολλοστημόριο σε σχέση με τα κειμενικά σώματα που υπάρχουν για την αγγλική, τη γερμανική και τη γαλλική γλώσσα. Δεν είναι όμως πανάκεια οι βάσεις δεδομένων. Τα πραγματικά λεξικά δεν τα γράφουν οι μηχανές, αλλά άνθρωποι που έχουν αισθήματα και συναισθήματα. Τις λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις των λέξεων και το ύφος που δημιουργούν οι συνδυαστικές τους δυνατότητες δεν είναι σε θέση να εντοπίσει καμιά αυτοματοποιημένη διαδικασία. Οι εκτιμήσεις της συντακτικής ομάδας του λεξικού Duden για τη σύγχρονη γερμανική γλώσσα ισχύουν, με ελάχιστες μικρές αποκλίσεις, και για τη Νεοελληνική: Αριθμός λημμάτων: 300.000-500.000. Ενεργητικό λεξιλόγιο του μέσου φυσικού ομιλητή: 12.000-16.000 λέξεις, από τις οποίες γύρω στις 3.500 είναι ξένες. Το παθητικό λεξιλόγιο περιλαμβάνει τουλάχιστο 50.000 λέξεις. Ορισμένα σύγχρονα νεοελληνικά λεξικά δεν έχουν απαλλαγεί εντελώς από την αρχαιοπληξία. Αναλύουν ως κανονικά λήμματα λέξεις που δεν έχουν καμιά λειτουργική χρησιμότητα σήμερα, αφού ούτε σε σύγχρονα κείμενα εμφανίζονται, ούτε υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να γράψει ή να πει κανείς αυτές τις λέξεις, παρά μόνο χάρη αστειότητας: Ποιος θα πει το τσακάλι θως το δερματικό εξάνθημα, έκθυση, το μολονότι καίπερ, την κάλτσα περιπόδιο, τον ασήμαντο άνθρωπο οντάριο; Ο ελληνοδιδάσκαλος, γνωστός από το 1816, εκπλήρωσε πριν από πολλές δεκαετίες το δύσκολο ρόλο του, τον ανακαλούμε στη μνήμη μας με σεβασμό, δεν έχει όμως λόγο ύπαρξης σε ένα λεξικό του 21ου
αιώνα.
Όποιος θέλει να μάθει ποια είναι η Μπουρκίνα φάσο (Burkina Faso) και η πρωτεύουσά της Ουαγκαντούγκου (Ouagadougou), δεν θα καταφύγει προφανώς σε ένα νεοελληνικό λεξικό. Η κοινή λογική επιβάλλει να αφαιρεθεί αυτό το αχρείαστο λήμμα και να μπει στη θέση του το μπουρκίνι.
Οι ορισμοί των λημμάτων: η σπαζοκεφαλιά των λεξικογράφων
Η ποιότητα ενός λεξικού αναγνωρίζεται πρωτίστως από το τρόπο με τον οποίο ορίζει ο λεξικογράφος τις βασικές σημασίες των λέξεων. Για μια σειρά διεθνοποιημένων εννοιών οι ορισμοί είναι κοινοί για όλες σχεδόν τις γλώσσες και δεν χρειάζεται να κομπάζει κάποιος ότι ανακάλυψε τον τροχό. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την έννοια του «σεξισμού». Τα τρία πρόσφατα έντυπα νεοελληνικά λεξικά παρουσιάζουν το λήμμα ως ακολούθως:
Λεξικό Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη (1998)
σεξισμός ο [seksizmós] Ο17: διάκριση με βάση το φύλο, όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από το φεμινιστικό κίνημα για να δηλώσει την εξουσιαστική τάση των ανδρών πάνω στις γυναίκες και τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ως απόρροια της ανδροκρατικής νοοτροπίας. [λόγ. < αγγλ. sexism (-ism = -ισμός)]
Λεξικό Μπαμπινιώτη (5η έκδ., 2019)
σεξισμός (ο) η συμπεριφορά που βασίζεται στην υπόθεση ότι ένα από τα δύο φύλα είναι κατώτερο από το άλλο· (ειδικότ.) η υποτιμητική μεταχείριση γυναικών από άνδρες (πβ. ανδρικός σοβινισμός, λ. σοβινισμός). [ΕΤΥΜ. Μεταφορά τού αγγλ. sexism]
Χρηστικό Λεξικό (2014)
σεξισμός σε-ξι-σμός ουσ. (αρσ.): προκατάληψη ή διάκριση εναντίον κάποιου με βάση το φύλο του· κυρ. κάθε τρόπος δράσης ή συμπεριφοράς που υποβαθμίζει τις γυναίκες και μειώνει τον ισότιμο ρόλο τους στην κοινωνία: γλωσσικός/κοινωνικός/τηλεοπτικός ~. ~ και κοινωνικός αποκλεισμός. Πβ. ανδρικός/γυναικείος σοβινισμός, μισογυνισμός, σεξουαλικός ρατσισμός, φαλλοκρατία. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. sexisme, 1960, αγγλ. sexism, 1963]
Τα δύο πρώτα λεξικά αποσιωπούν το γλωσσικό σεξισμό, τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα αναπαράγει τα γλωσσικά στερεότυπα, κυρίως σε βάρος της γυναίκας.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, ενέκρινε στις 28 Μαρτίου 2019 ένα κείμενο που ενσωματώνει τον «πρώτο ορισμό του σεξισμού σε διεθνή κλίμακα»: «Εκδήλωση ‘ιστορικά άνισων σχέσεων εξουσίας’ μεταξύ γυναικών και ανδρών η οποία οδηγεί σε διάκριση και εμποδίζει την πλήρη πρόοδο των γυναικών στην κοινωνία».[3]
Στον ορισμό αυτό προβάλλεται η ανισοκατανομή των κοινωνικών ρόλων ανάμεσα στα δύο φύλα ως αποτέλεσμα της μονοπωλιακής εξουσίας των ανδρών. Το φραστικό όνομα γυάλινη οροφή, αγγλ. glass ceiling, 1984 (: αόρατο εμπόδιο που δυσχεραίνει ή αποθαρρύνει τις γυναίκες, λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων, να ανέλθουν σε ανώτατες ιεραρχικές βαθμίδες) αποτυπώνει αυτή την ανισοκατανομή και τις αδικίες που γίνονται σε βάρος της γυναίκας.
Μια μορφή λανθάνοντος σεξισμού αναπαράγεται σε όλα τα νεοελληνικά λεξικά, δεν γίνεται όμως αντιληπτή, επειδή κυριαρχεί στη γλώσσα μας η γενικευτική αναφορά. Πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο, αγγλ. generic reference. Η αντωνυμία ποιος συμπεριλαμβάνει και το θηλυκό γένος, χωρίς να θεωρείται ότι υποβαθμίζεται η γυναίκα. Η έκφραση ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; έχει παγιωθεί. Θα ήταν αστείο, όταν αναφέρεται κάποιος σε γυναίκες να λέει ποια στραβή/τυφλή δεν θέλει το φως της; ή γυναίκες μεταξύ τους να χρησιμοποιούν την ίδια διατύπωση. Το αρσενικού γένους όνομα φοιτητής συμπεριλαμβάνει και τη φοιτήτρια. Αν σε πανεπιστημιακό αμφιθέατρο ο καθηγητής πει: Ποιος φοιτητής θέλει να απαντήσει; Είναι προφανές ότι συμπεριλαμβάνει και τις φοιτήτριες. Αν πει: Ποια φοιτήτρια θέλει να απαντήσει;, τότε αποκλείει τους φοιτητές. Η συχνή επανάληψη της λέξης και στα δύο γένη, καταντά κουραστική: ποιος φοιτητής ή ποια φοιτήτρια θέλει να απαντήσει; Στην προκειμένη περίπτωση είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι «ο γλωσσικός εξοβελισμός των γυναικών συνεπάγεται και κοινωνικό αποκλεισμό».
Διαφορετική είναι η περίπτωση λέξεων που δηλώνουν επαγγέλματα ή ιδιότητες. Το λογικό και το δίκαιο είναι να παραχωρείται χώρος για καταγραφή του ουσιαστικού θηλυκού γένους ως αυτοτελούς λήμματος και όχι να υποτάσσεται στο αρσενικό, όπως: δάσκαλος, θηλ. δασκάλα. Το λεξικό Duden είναι το μόνο, όσο μπορώ να ξέρω, που λημματοποιεί χωριστά το θηλυκό γένος: Lehrerin (δασκάλα), παραπέμποντας στο αρσενικό Lehrer. Κατά τον ίδιο τρόπο η αθλήτρια και η ποιήτρια αξίζουν να έχουν χωριστή θέση στο λεξικό και να μην ακολουθούν πίσω από τον αθλητή και τον ποιητή.
Οι συντάκτες νεοελληνικών λεξικών οφείλουν να διευρύνουν την έννοια του λήμματος και να συμπεριλάβουν ακόμα και αριθμούς, όπως το 112 (: ευρωπαϊκός αριθμός δωρεάν τηλεφωνικής κλήσης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης[4]) και το 404 (: Μήνυμα λάθους. Το προς αναζήτηση έγγραφο δεν βρέθηκε.), αλλά και χρηστικά σύμβολα, όπως την ένδειξη XXL = αγγλ. Extra Extra Large, γαλλ. ~, τέλη του 20ού αι.
Τα φραστικά ονόματα έχουν μπει δυναμικά στη ζωή μας, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται εναργέστερα στο Χρηστικό Λεξικό. Τα περιθώρια εμπλουτισμού είναι μεγάλα. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα το οποίο αξίζει να καταγραφεί, έστω και αν δεν εμφανίζεται συχνά σε κειμενικά σώματα: Άνθρωπος-σάντουιτς (γαλλ. homme-affiche, homme-sandwich) είναι αυτός που περιφέρεται με δύο διαφημιστικές πινακίδες, μια στο στήθος και μια στην πλάτη του.[5]
Η θάλασσα των νεολογισμών
Ο τρόπος χειρισμού των νεολογισμών συγκαταλέγεται στα δυσκολότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα ο λεξικογράφος. Οι λογοτεχνικοί νεολογισμοί, ιδιαίτερα οι ποιητικοί, αποτελούν ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση και ίσως γι’ αυτό παραμένουν στο περιθώριο της έρευνας. Καλό θα ήταν να συγκεντρωθούν σε ένα χωριστό λεξικό.
Τα ενδεικτικά λήμματα που ακολουθούν, με ημίμαυρα στοιχεία, δεν υπάρχουν σε κανένα νεοελληνικό λεξικό, ούτε στο Μεγάλο Ηλεκτρονικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΜΗΛΝΕΓ) του Πατάκη. Έχουν ήδη προστεθεί στην ηλεκτρονική βάση του Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας.
Για καλύτερη εποπτεία του νέου υλικού η κατηγοριοποίηση γίνεται ειδολογικά με αλφαβητική σειρά, χωρίς όμως αυστηρή ταξινόμηση, ενώ, όπως είναι γνωστό, αρκετοί όροι εμπίπτουν σε περισσότερες από μία κατηγορίες. Τελικά, όλα τα λήμματα περιστρέφονται γύρω από τον άνθρωπο, τον υλικό, κοινωνικό και πνευματικό του βίο.
ΕΙΔΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΛΗΜΜΑΤΩΝ
1) Αθλητισμός
Οι σχετικοί όροι δεν έχουν διερευνηθεί με τη δέουσα προσοχή, όπως δείχνουν οι αλημματογράφητοι όροι:
Το άκλιτο ουσιαστικό ημι-φιναλίστ, σπάνια ημιφιναλίστ (το ημιφιναλίστας είναι σχεδόν ανύπαρκτο), αγγλ. semifinalist, αναφέρεται σε αθλητή, παίκτη ή ομάδα που αγωνίζεται σε ημιτελικούς αγώνες.
Ο παραολυμπιονίκης αξίζει να έχει μια τιμητική θέση στο λεξικό, έστω και αν γίνεται κατανοητή η σημασία του όρου, όταν έχει λημματογραφηθεί η παραολυμπιάδα.[6]
Ο όρος τριαθλητής, γαλλ. triathlète και triathlonien, αγγλ. triathlete, γίνεται εύκολα κατανοητός, «αθλητής του τρίαθλου»,[7] αρκεί να έχει λημματοποιηθεί το τρίαθλο, όπως έγινε για πρώτη φορά στο Χρηστικό Λεξικό.
τρίαθλο τρί-α-θλο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθλου}: ΑΘΛ. σύνθετο ολυμπιακό αγώνισμα που περιλαμβάνει κολύμβηση, ποδηλασία και τρέξιμο, στα οποία ο αθλητής συμμετέχει διαδοχικά και χωρίς διακοπή. || Χειμερινό ~ (: τρέξιμο και ποδηλασία σε χιονισμένη περιοχή, όπως και ορεινό σκι). Βλ. δί-, πέντ-, έπτ-, δέκ-αθλο.
[< γαλλ. triathlon, 1929, αγγλ. ~, 1978]
Η διαλειμματική προπόνηση, αγγλ. interval training, γαλλ. entraînement fractionné, παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί δεν αφορά μόνο επαγγελματίες αθλητές. Ως εξειδικευμένος αθλητικός όρος σε ένα γενικό λεξικό είναι εκ των πραγμάτων, λόγω έλλειψης χώρου, ανέφικτος ο λεπτομερής προσδιορισμός των ποικίλων πτυχών του.[8]
Ο λεξικογράφος περιορίζεται στο σύντομο ορισμό: «μέθοδος αθλητικής προπόνησης με εναλλακτικό σπριντ και τζόκινγκ.».
2) Βοτανική
Ο αξέχαστος Γιάννης Καζάζης (1947-2021), λαμπρός κλασικός φιλόλογος και καινοτόμος λεξικογράφος, στην εκτενή και άκρως τεκμηριωμένη κριτική του για το Χρηστικό Λεξικό[9] σημειώνει:
Ο Στέφανος Κουμανούδης καταγράφει ως νεολογισμό του 1889 τη λ. ανθοπωλείο, κατάστημα σπάνιο για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Αλλά ελάχιστα ήταν και τα είδη λουλουδιών που πωλούνταν τότε. Σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες (ακόμη και ηλεκτρονικά) ανθοπωλεία που προμηθεύουν ευπώλητα λουλούδια και φυτά –συχνά εξωτικά ή υβριδικά προϊόντα εργαστηρίων. Ανάμεσά τους: οι φρέσκοι ηλίανθοι και η κασετίνα με τριαντάφυλλα (--και η λ. κασετίνα εδώ σε νέα αθησαύριστη σημασία). Το Χρηστικό Λεξικό λημματογραφεί αρκετά τέτοια λουλούδια, σαν την καλαγχόη και τον λισίανθο (& λυσίανθο), ακόμα και την ανθοσύνθεση. Υπάρχουν όμως πολλά άλλα άνθη (τα πλείστα εισαγόμενα) που τα αγοράζει ο κόσμος, χωρίς ούτε να ξέρει ούτε να ενδιαφέρεται να μάθει την ονομασία τους. Σε πολλά ανθοπωλεία βρίσκει κανείς πια τα πλέον ασυνήθιστα και πανέμορφα λουλούδια, που τα ονόματά τους ματαίως θα τα αναζητήσει κανείς στα νεοελληνικά λεξικά –όπως είναι λ.χ.: η αλστρομέρια, γνωστή και ως το κρίνο του Περού (αγγλ. alstroemeria, 1833, από το επώνυμο του Σουηδού βαρώνου Claus von Alstroemer), η γκουσμάνια (από το επίθετο του ισπανού φυσιοδίφη Anastasio Guzmán),
η ελικόνια
(αγγλ. heliconia, 1838, από το όρος Ελικών), η ζάμια
(< αγγλ. zamia, 1819), η ορχιδέα φαλαίνοψις
(αγγλ. phalaenopsis, 1846, φάλαινα + όψις), το σολιντάστερ (για ανθοστολισμούς γάμου), το σπαθίφυλλο, η στερλίτσια & στρελίτσια, γνωστή και ως πουλί του παραδείσου (αγγλ. Strelitzia, από το επώνυμο της βασίλισσας Charlotte of Mecklenburg-Strelitz).
Οι παρακάτω λέξεις, όπως και οι προηγούμενες, αποτελούν terra incognita για τον μη ειδικό. Αν δει όμως φωτογραφίες τους, θα αναγνωρίσει αμέσως τα πανέμορφα αυτά φυτά, τα οποία ενδεχομένως αρκετοί έχουν αγοράσει από κάποιο ανθοπωλείο, ή τα καλλιεργούν στον κήπο τους, χωρίς να γνωρίζουν την προέλευσή τους, ή έχοντας ίσως ξεχάσει το όνομά τους. Μακάρι να μπορούσαν να μπουν σε χρηστικά λεξικά αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες, σε ορισμένα, έστω, λήμματα. Μιλάνε από μόνες τους.
Η καλαθέα, αγγλ. calathea, είναι γένος τροπικών φυτών (οικογένεια Marantaceae) με ελληνικότατη ονομασία. Το λατινικό calathus είναι το αρχαίο κάλαθος, το σημερινό καλάθι. Έτσι λεγόταν και το πανέμορφο κιονόκρανο στον κίονα κορινθιακού ρυθμού.
Ο καλλιστήμονας, ελληνικότατη λέξη και αυτή, «το φυτό με τις ωραίες κλωστές», με έντονο κόκκινο χρώμα, είναι γένος (με τη νεολατινική ονομασία Callistemon, αρχ. καλλι + στήμων) Αυστραλιανών δέντρων και θάμνων της οικογένειας Myrtaceae με εντυπωσιακά άνθη που έχουν αιχμές σαν βούρτσα, αγγλ. bottlebrush.
Ελάχιστοι υποψιάζονται ότι η καλούνα (ερείκη), αγγλ. Calluna, γένος Erica, οικογένεια Ericaceae, είναι, από ετυμολογική άποψη, ελληνική. Δηλώνει το κάλλος, την ομορφιά. Η νεολατινική λέξη calluna παράγεται από το ρήμα καλλύνω που σημαίνει «καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω».
H λαγκεστρέμια, αγγλ. Lagerstroemia, είναι γένος φυλλοβόλων θάμνων της τροπικής Ασίας και της Αφρικής (οικογένεια Lythraceae), με γνωστότερα είδη τα L. indica και L. speciose, με πορφυρά, ροζ ή λευκά πέταλα, που μπορεί να λάβουν τη μορφή δέντρου. Ονομάστηκε έτσι από τον πατέρα της σύγχρονης ταξινομίας Carl Linnaeus προς τιμή του επίσης Σουηδού φίλου του, φυσιοδίφη και εμπόρου Magnus Lagerström (1696-1759).
H μαράντα, ιταλ.- γαλλ.- αγγλ. maranta, είναι γένος τροπικών αμερικανικών φυτών, οικογένεια Marantaceae, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Ιταλού φυσιοδίφη Bartollomeo Maranta (1500-1571).
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Maranta, εκτός των άλλων, οξυδερκής κριτικός της λογοτεχνίας, υποστήριξε ότι η ποίηση λόγω της εκφραστικής της ζωντάνιας υπερτερεί έναντι της ρητορικής και της ιστορίας και ότι ο ποιητής είναι πιο αποτελεσματικός δάσκαλος από τον φιλόσοφο.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]