Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας άρχισε με προσδοκίες τη μετά το 1821 τρίτη χαρτογραφική περίοδο της Ελλάδας (1880-1910). Ήταν η περίοδος χαρτογραφικού οργασμού στην Ευρώπη. Το 1880 ολοκληρώνεται η σύνταξη του νέου κρατικού χάρτη της Γαλλίας, σε 273 φύλλα, κλίμακας 1 εκ. στον χάρτη προς 800 μέτ. στο έδαφος (1 εκ./800 μέτ). Είχε αρχίσει με την επιτροπή του Laplace το 1817 ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η περίφημη ‘Τρίτη’ κρατική αυστριακή χαρτογράφηση του Φραγκίσκου Ιωσήφ, που θα ολοκληρωθεί το 1887. Η παραγωγή των φύλλων του αυστριακού Generalkarte, σε κλίμακα 1 εκ./2 χλμ., θα αρχίσει το 1889 και θα καλύψει όλη την κεντρική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών της βόρειας Ελλάδας. Παράλληλα ετοιμάζεται και ο Spezialkarte (1873-1888) σε φύλλα κλίμακας 1 εκ./750 μέτ. ―πρότυπο για τους ελληνικούς χάρτες της πρώτης δεκαετίας του 20ού
αιώνα. Στη Γαλλία η χαρτογράφηση θεωρείται ήδη ‘γερασμένη’ και αρχίζουν αμέσως συζητήσεις για την ανανέωσή της. Οι γαλλικές ιδέες και ο διάλογος για εθνικές χαρτογραφήσεις που θα συμβάλουν πρωτίστως στην τεχνική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μιας οργανωμένης χώρας ―όχι μόνο για στρατιωτικές ανάγκες― έχουν άμεσο αντίκτυπο σε όλη την Eυρώπη.
Και λαβόντες θεοδόλιχον ήρξαντο επιτέλους χαρτογραφούντες...
Η ελληνική χαρτογραφική περίοδος, από το 1880 μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ήταν μια καθαρά στρατιωτική υπόθεση ―ιδίως μετά τις μεταρρυθμίσεις στην τεχνική εκπαίδευση των μηχανικών του 1887― στην υπηρεσία του τρικουπικού (κυρίως) σχεδίου για ένταξη της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά κεκτημένα. Με τις μεταρρυθμίσεις του 1887, το ‘πακέτο’ των τοπογραφήσεων, της χαρτογράφησης αλλά και του κτηματολογίου ουσιαστικά παραχωρήθηκε στον στρατιωτικό τομέα του κράτους. Τότε ιδρύεται διακριτό στρατιωτικό τοπογραφικό τμήμα στο Μηχανικό και αρχίζουν εργασίες χαρτογραφήσεων στη Θεσσαλία. Ο ‘χάρτης Κοκκίδη’ των αρχών της δεκαετίας του 1880 εξυπηρετεί μάλλον επικοινωνιακούς σκοπούς του διευρυμένου βασιλείου της Ελλάδας και όχι τις ανάγκες για έναν ‘αληθινό χάρτη’ (une carte véritable) ―μεγαλύτερης κλίμακας― όπως ζητούσε η καποδιστριακή χαρτογραφική ουτοπία του 1827. Μισό αιώνα μετά, το 1887, αρχίζει ένα πρόγραμμα ελληνικών χαρτογραφικών αποτυπώσεων στη Θεσσαλία για τη σύνταξη χάρτη ακριβείας, τη μελέτη των υδραυλικών έργων που αποφασίζεται να εκτελεστούν τότε εκεί, αλλά και για την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών αναγκών της χώρας στην ευρύτερη περιοχή. Το αξιοσημείωτο αυτό τοπογραφικό και χαρτογραφικό έργο, εκτελείται μέχρι το 1889 από ομάδα δώδεκα ανθυπολοχαγών Πεζικού και ενός ανθυπίλαρχου, υπό τη διεύθυνση του ανθυπολοχαγού Πεζικού Αλέξανδρου Ν. Μαυροκορδάτου, με γαλλικές σπουδές στρατιωτικού μηχανικού και καθηγητή της τοπογραφίας στη Σχολή Υπαξιωματικών ―η ομάδα των δεκατριών αποφοίτησε από αυτή τη Σχολή. Ήταν μια σημαντική επιχείρηση χαρτογράφησης, η πρώτη αμιγώς ελληνική μετά το 1821. Οι χαρτογράφοι ‘ανθυπολοχαγοί του Μαυροκορδάτου’ χρησιμοποίησαν ως βάση μια πλευρά του δικτύου στη Φθιώτιδα (Αντίνιτσα, κοντά στην ομώνυμη μονή – Γιαννιτσού) που είχαν προσδιορίσει στο παρελθόν οι Γάλλοι του Dépôt. Από εκεί ανέπτυξαν νέο τριγωνομετρικό δίκτυο, αποτυπώνοντας σε μόλις δύο χρόνια συνολική επιφάνεια μεγαλύτερη των ενάμισι εκατομμυρίου στρεμμάτων σε κλίμακα 1 εκ./250 μέτ., μέχρι τα μέσα του 1889. Τότε διακόπηκαν οι εργασίες, καταργήθηκε η Σχολή Υπαξιωματικών και η διδασκαλία του Μαυροκορδάτου εκεί. Το σημαντικό ελληνικό έργο της χαρτογράφησης της Θεσσαλίας αποδόθηκε σε φύλλα κλίμακας 1 εκ./500 μέτ. με υψομετρικές καμπύλες ανά 10 μέτ. (είναι χαρακτηριστικό το όμορφο φύλλο ‘Δομοκός’ εκτυπωμένο στο αθηναϊκό λιθογραφείο Κ. Γρούνδμαν), ενώ σύνθεση του κεντρικού τμήματος της Θεσσαλίας, σε κλίμακα 1 εκ./1 χλμ., εκδόθηκε από τον Μαυροκορδάτο και τον ανθυπίλαρχο Λαλαούνη το 1890. Ήταν ο μόνος χάρτης που χρησιμοποιήθηκε στον Πόλεμο του 1897, κατά παραδοχή του διαδόχου Κωνσταντίνου ―επικεφαλής αντιστρατήγου στη Θεσσαλία― αποδίδοντας post mortem τα καθυστερημένα χαρτογραφικά εύσημα στον Μαυροκορδάτο, κατά τη μαρτυρία του Κατσιμήδη, σπουδαίου μέλους της ομάδας των ανθυπολοχαγών. Η υψηλή ποιότητα της εργασίας των ‘ανθυπολοχαγών του Μαυροκορδάτου’ αποδεικνύεται και από το ότι επικαιροποιείται το 1906, κατά τις επιπεδομετρικές της λεπτομέρειες, και εκδίδεται σε πέντε φύλλα-χάρτη κλίμακας 1 εκ./500 μέτ.
Από το 1883, και για μια δεκαπενταετία, γίνονται στην Ελλάδα ατελέσφορες συζητήσεις και προσπάθειες από ειδικούς, εκτός στρατεύματος, για τη σύνταξη του εθνικού κτηματολογίου. Πρωταγωνιστής, γνώστης και μαχόμενος για την ίδρυση εθνικού κτηματολογίου, σε συνδυασμό με τη χαρτογράφηση τη χώρας, είναι ο Κωνσταντίνος Δ. Καρούσος. Φαίνεται όμως ότι η σχέση του με τον Τρικούπη δεν θα σταθεί ικανή να επηρεάσει τα σχετιζόμενα με την κτηματολογική και χαρτογραφική τεκμηρίωση του γεωχώρου προς άλλη κατεύθυνση από αυτή που τελικά πήρε, να ενσωματωθεί δηλαδή εντελώς στο στρατιωτικό περιβάλλον. Το 1911 το κτηματολόγιο πέρασε με νόμο στην στρατιωτική δικαιοδοσία. Ο Καρούσος πίεζε αρχικά για μη στρατιωτικές λύσεις και όταν κατάλαβε το ανέφικτο της πίεσης προσπάθησε να επιτύχει τουλάχιστον την ίδρυση μονίμου ανώτατου κρατικού συμβουλίου για τη χαρτογράφηση και το κτηματολόγιο, πριν τη διαφαινόμενη ίδρυση μιας στρατιωτικής υπηρεσίας. Το κρατικό αυτό συμβούλιο που πρότεινε ο Καρούσος θα είχε συντελέσει ώστε «...να εξουδετερώση πάσαν ως προς την κυβερνητικήν χαρτογραφίαν επιρροήν μονομερών βλέψεων, θα είχεν ακριβώς συντελέσει εις περιστολήν τινών μονομερών ιδεών, αίτινες εν τη οικεία υπηρεσία του υπουργείου των Στρατιωτικών εγεννήθησαν βραδύτερον εν σχέσει προς το πρώτον εκτελεστέον μέγα χαρτογραφικόν έργον, ήτοι τον κτηματικόν χάρτην της χώρας» όπως ο ίδιος σημειώνει αργότερα. Μετά από παλινδρομήσεις, η απόφαση της τρικουπικής διακυβέρνησης είναι τελικά η ίδρυση στρατιωτικής υπηρεσίας τον Δεκέμβριο 1888. Αποστέλλεται στη Βιέννη επιτροπή που ήδη μελετούσε το σύστημα της σύνταξης του κτηματολογίου στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, θεωρούμενο ως πλησιέστερο παράδειγμα για την ελληνική πραγματικότητα... Η επιτροπή θα διαπραγματευθεί την αποστολή στη Ελλάδα ενός ειδικού αυστριακού στρατιωτικού κλιμακίου, το οποίο ―παρά τις πολιτικές επιφυλάξεις του υπουργείου Εξωτερικών της Βιέννης― θα έλθει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε ήδη το καλοκαίρι του 1889 να αρχίσει τις εργασίες πεδίου στην Ελλάδα. Ο Καρούσος ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ότι αποφασίζει μονομερώς αποδεχόμενη επιλεκτικά ακατάλληλες προτάσεις που της γίνονται με αποτέλεσμα, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά σημειώνει «...να εκτροχιασθή εν τη εξελίξει αυτού το ζήτημα του κτηματολογίου της οδού, εις ήν είχε τεθεί το κατ’ αρχάς». Το τριμελές αυστριακό κλιμάκιο αποτελούμενο από τον αντισυνταγματάρχη Hartl, τον λοχαγό Lehrl και τον αντιπλοίαρχο Lohr ―αποσύρθηκε λόγω υγείας το 1892― συμπληρώθηκε από την αρχή με τρεις νέους αξιωματικούς του Μηχανικού, τον υπολοχαγό Μεσσαλά και τους ανθυπολοχαγούς Νίδερ και Κωνσταντινόπουλο ―όλοι με λαμπρή μετέπειτα στρατιωτική σταδιοδρομία― αποτελώντας τη Γεωδαιτική Αποστολή, η οποία θα αναλάμβανε τη σύνταξη του ‘κτηματικού χάρτη’ της χώρας. Γρήγορα η ομάδα στελεχώθηκε και με άλλους νέους αξιωματικούς, μεταξύ τους ο γνωστός μας Μαυροκορδάτος, και ονομάστηκε Γεωδαιτικό Απόσπασμα. Το 1895 θα αναβαθμιστεί σε Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού, γνωστή ως ‘Χαρτογραφική’ με τους επιλεγμένους ‘ανήσυχους’ χαρτογράφους της. Σε αυτήν υπηρέτησε πλειάδα επώνυμων αξιωματικών με σημαντική παρουσία στη μετέπειτα ιστορία της χώρας· αριθμός τους (ως ‘οι χαρτογράφοι’) συμμετείχε στην Εθνική Εταιρεία και λίγο αργότερα στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Η Χαρτογραφική παρέμεινε για μια γενιά με αυτό το όνομα, ως ‘ελίτ’ υπηρεσία του στρατού, μέχρι το 1926 όταν μετονομάστηκε σε Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) ―όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα.
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι υπήρξε σύγχυση ―συνηθισμένη την εποχή εκείνη― για το εάν ο προσανατολισμός της σημαντικής αυτής Υπηρεσίας, όχι μόνο για το στράτευμα αλλά και για τη χώρα, θα έκλινε περισσότερο προς τη χαρτογράφηση ή προς το κτηματολόγιο. Η διατύπωση στον ιδρυτικό νόμο του 1888 ότι σκοπός της θα ήταν η σύνταξη ‘κτηματικού χάρτη’ προκαθόριζε την κλίμακα του έργου περισσότερο προς μεγάλη (κτηματογράφηση) παρά προς κλίμακες που συνηθίζονταν τότε για τους γενικούς ή/και ειδικούς τοπογραφικούς χάρτες που εξυπηρετούσαν αναπτυξιακές και στρατιωτικές ανάγκες. Οποιοδήποτε όμως και να ήταν το βάρος που θα δίνονταν στο ένα ή στο άλλο, υπήρχε μια κοινή προϋπόθεση και για τα δύο: η ύπαρξη γεωδαιτικής υποδομής, απαραίτητη και για κτηματολόγιο και για χαρτογράφηση. Δηλαδή η ανάγκη νέου τριγωνομετρικού δικτύου, το οποίο θα αντικαθιστούσε το γαλλικό της περιόδου 1829-1840, επεκτεινόμενο στα Επτάνησα και τη Θεσσαλία. Υπό αυστριακή καθοδήγηση, οι Έλληνες αξιωματικοί ολοκλήρωσαν τον νέο τριγωνισμό μέχρι το 1892 (χωρίς μέχρι τότε τη Ζάκυνθο και τις Κυκλάδες) παράλληλα με την εκπαίδευση και άλλων αξιωματικών στο αντικείμενο ―κυρίως από τους Νίδερ και Lehrl. Οι αξιωματικοί, με τη συμπαράσταση του αφοσιωμένου στην αποστολή του και εργατικού Lehrl, μόχθησαν σε ασταθές και αντιμαχόμενο πολιτικό περιβάλλον, συχνών κυβερνητικών αντιπαραθέσεων και αλλαγών, που επηρέαζαν σημαντικά τις εργασίες καθυστερώντας ή αλλάζοντας τις προτεραιότητες, άλλοτε με έμφαση στην κτηματογράφηση και άλλοτε στη χαρτογράφηση ―ο Μαυροκορδάτος αποχώρησε απογοητευμένος το 1893 και έφυγε από τη ζωή το 1895, στο Παρανέστι, ως αρχιμηχανικός σιδηροδρομικών έργων. Αποτέλεσμα αυτών των παλινδρομήσεων ήταν να μην εξελίσσεται όπως θα έπρεπε ούτε το κτηματολόγιο ούτε η χαρτογράφηση, έτσι ώστε ο Πόλεμος του 1897 να βρει την Ελλάδα χωρίς χαρτογραφική υποστήριξη. Μετά το ατυχές 1897, οι ευθύνες που αναζητήθηκαν για την αποτυχία είχαν και χαρτογραφικές απολήξεις. Σε κάποιες από τις πολεμικές επιχειρήσεις χρησιμοποιήθηκε ο ‘Χάρτης Μαυροκορδάτου’, που είχε συνταχθεί επτά χρόνια πριν, αφού δεν υπήρξε καμία άλλη χαρτογραφική παραγωγή την περίοδο 1889-1896. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος παραδέχτηκε ότι: «...Ο Χάρτης, όστις πραγματικάς προσέφερεν υπηρεσίας κατά τήν εκστρατείαν ταύτην, είναι ο του κεντρικού τμήματος της Θεσσαλίας υπό του ανθυπολοχαγού Α. Μαυροκορδάτου εκπονηθείς· ο χάρτης ούτος είναι ακριβέστατος και εις τας ελαχίστας αυτού λεπτομερείας, εύκολος εις την ανάγνωσιν, είναι ο μόνος, όστις εχρησιμοποιήθη δια την παράταξιν εις Φάρσαλον, την υποχώρησιν εις Δομοκόν...».
Το πραγματικό χαρτογραφικό έργο άρχισε το 1898, μετά την αναδιοργάνωση της Χαρτογραφικής και αφού αποκαταστάθηκε το τριγωνομετρικό δίκτυο που είχε καταστραφεί στην περιοχή των εχθροπραξιών. Η Χαρτογραφική ―με συνεπή αυστριακή υποστήριξη από το στρατιωτικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο της Βιέννης― διαδραμάτισε από το 1898 και ιδιαίτερα από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά, σημαντικό ρόλο στη χαρτογράφηση της χώρας και στα πολεμικά μέτωπα της Ελλάδας. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στο 1909 και από τους Βαλκανικούς Πολέμους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Μέτωπο Θεσσαλονίκης) και στην ‘χαρτογραφική εποποιία’ της Μικράς Ασίας, οι αξιωματικοί της Χαρτογραφικής έπαιξαν ιστορικό ρόλο στα πεδία των χαρτογραφήσεων, των μαχών, αλλά και της πολιτικής. Λίγοι γνωρίζουν ποιοι από τους διάσημους αξιωματικούς της περιόδου είχαν σημαντική συμβολή στο έργο της Χαρτογραφικής και στη χαρτογράφηση της χώρας. Ευτυχώς οι χάρτες της περιόδου δεν είναι ανώνυμοι, όπως σήμερα, αλλά φέρουν όλα τα ονόματα των συντελεστών τους. Οι εκπλήξεις είναι συχνές διαβάζοντας τους ωραίους χάρτες της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, που κατασκευάστηκαν στη Βιέννη με τα δεδομένα των εργασιών πεδίου που μετέφεραν εκεί οι αξιωματικοί της Χαρτογραφικής στο κορυφαίο Γεωγραφικό Ινστιτούτο της εποχής, μετεκπαιδευόμενοι και παρακολουθώντας τη διαδικασία σύνθεσης και έκδοσης της χαρτών. Την περίοδο 1898-1912 με πρώτους διοικητές τους έμπειρους αξιωματικούς της Χαρτογραφικής Αλέξανδρο Κοντόσταυλο και Ευλάμπιο Μεσσαλά, ταυτόχρονα με τη συστηματική μετεκπαίδευση των αξιωματικών χαρτογράφων στη Βιέννη, έγινε η παραγωγή των θαυμάσιων φύλλων χάρτη κλίμακας 1 εκ./750 μέτ., κατά τα αυστριακά πρότυπα σειράς Spezialkarte. Στο ενδιάμεσο διάστημα, υπό τη σύντομη διοίκηση (1910-1912) του λοχαγού Μηχανικού Ξενοφώντος Στρατηγού ―του πλέον χαμηλόβαθμου όλων των διατελεσάντων διοικητών της Χαρτογραφικής και της Γεωγραφικής μέχρι σήμερα― ολοκληρώνεται με δύο νόμους του 1911 ο αποκλειστικός στρατιωτικός έλεγχος στα χαρτογραφικά και κτηματολογικά έργα της χώρας.
Στην επόμενη φάση της, η Χαρτογραφική συνδέεται με τις δραστηριότητες του στρατεύματος στη Μικρά Ασία την κρίσιμη για τη χώρα περίοδο 1920-1922. Η υπηρεσία ήταν ήδη οργανωμένη και αυτοδύναμη, με αξιόλογο προσωπικό και εξοπλισμό και μόνιμες εγκαταστάσεις στο Πεδίον του Άρεως. Η επαφή της –μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο– με την χαρτογραφική πρωτοπορία στη Βιέννη, της είχε προσδώσει υψηλή τεχνογνωσία χαρτογραφήσεων, τριβή με το επιστημονικό, τεχνολογικό και παραγωγικό αντικείμενό της και ―κυρίως― αυτοπεποίθηση, μαζί με το κύρος των αρμοδιοτήτων που της προσέδωσε η νομοθεσία από το 1911 και μετά. Και οι τρεις διοικητές της Χαρτογραφικής από το 1906 μέχρι το 1925, Μεσσαλάς, Φωτιάδης και Αναγνωστόπουλος είχαν επιμεληθεί επεξεργασίες, σχεδιάσεις και εκτυπώσεις χαρτών στη Βιέννη μαζί με άλλους αξιωματικούς της Χαρτογραφικής, αποκτώντας γνώση και εμπειρία στο αντικείμενο της σύνταξης και παραγωγής χαρτών με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές και κανόνες. Η σχέση της ελληνικής ‘χαρτογραφικής κληρονομιάς’ με τη Βιέννη των αρχών του 20ού αιώνα εμπλουτίζει, μετά από περίπου έναν αιώνα, την αντίστοιχη σχέση που δημιούργησαν στα τέλη του 18ου και στην αρχή του 19ου αιώνα τα χαρτογραφικά έργα του Ρήγα Βελεστινλή και του Άνθιμου Γαζή.
Η Χαρτογραφική το 1919 ήταν ώριμη και το προσωπικό της προετοιμασμένο για τη χαρτογραφική υποστήριξη των αναγκών του στρατεύματος, όπως έδειξαν τα λαμπρά αποτελέσματα του μικρής διάρκειας ―αλλά εντατικού― έργου της στη Μικρά Ασία· έργο ενδογενές και αξιοσημείωτο, αποτέλεσμα της ανασυγκρότησης, του εκσυγχρονισμού και κυρίως της εξωστρέφειας που ακολούθησε το 1897. Το έργο της Χαρτογραφικής εκεί, αποτελεί σημαντικό απόθεμα της ελληνικής ‘χαρτογραφικής κληρονομιάς’ άξιο σήμερα προσοχής, μελέτης και ανάδειξης.
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία
Π. Ι. Μαυρούλιας. Σκέψεις περί βελτιώσεως της επί των Ειρηνοδικείων θεσμοθεσίας και περί κτηματολογίου. Αθήναι, 1885.
Ε. Λιβιεράτος. ‘Ο πρώτος επιστημονικός χάρτης της Βόρειας Ελλάδας’. Στο: Ε. Λιβιεράτος (επιμ.). Φύλλα Χάρτη Βόρειας Ελλάδας. Η πρώτη απεικόνιση, τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα. Θεσσαλονίκη, ΕΚΕΧΧΑΚ, 2003, σελ. 21-54. ISBN 960-7999-09-6.
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Αθήνα, ΕΛΙΑ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
Κ. Δ. Καρούσος. Μελέτη περί κτηματολογίου κατά την δεκαετίαν 1888-1898, μέρ. αʹ, βʹ και γʹ. Αθήνα, Εστία, 1898.
Κ. Δ. Καρούσος. Το ζήτημα του κτηματολογίου και η υπέρ της γεωργίας πολιτική εν Ελλάδι. Αθήναι, Εστία, 1899.
Α. Σώκος. Ο Κ. Δ. Καρούσος ως κτηματολόγος. Αθήνα, 1969.
Ε. Βόγλη, ‘Το ελληνικό κράτος, 1889-1896: Η εποχή και τα κυριότερα γνωρίσματά της’. Στο: Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Παράρτημα Α΄, 211-221. ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
Ε. Λιβιεράτος. ‘1912: Η κορύφωση της 25-ετούς χαρτογραφικής συγκρότησης της Ελλάδας. Σημαινόμενα, συμφραζόμενα, αντανακλάσεις’. Πανηγυρικός λόγος. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 26η Οκτωβρίου 2014.
Ε. Λιβιεράτος. Χώρας Χαρτών Γράφειν. Με αφορμή τα 130 χρόνια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2020. ISBN 978-960-243-722-3.