Η λειτουργία της μνήμης αποτελεί, δικαιολογημένα, ένα από τα διαχρονικά αντικείμενα συζήτησης και φιλοσοφικού προβληματισμού από καταβολής ανθρώπινου γένους. Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μέχρι τον Ιερό Αυγουστίνο, τον Καρτέσιο, τον Καντ, τον Νίτσε, τον Φρόιντ, τον Μπερξόν, τον Προυστ και τόσους άλλους, η δυτική μεταφυσική, η τέχνη κι η φιλοσοφία, κάνουν κύκλους γύρω απ' αυτό το μείζον συνειδησιακό φαινόμενο, στο οποίο εδράζεται, ίσως περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού, η ουσία της ανθρωπινότητας. Χωρίς μνήμη, πώς θα ξέραμε ποιοι είμαστε, πώς θα κινούσαμε να επιτελέσουμε και την πλέον ασήμαντη, ανθρώπινη πράξη; Προφανώς για το ζώο δεν τίθεται θέμα να θυμάται κάτι πολύ συγκεκριμένο για να δράσει —αν και, σίγουρα, υπάρχει ένα είδος μνήμης ακόμα και γι’ αυτό— τα κανονίζει όλα τα ένστικτο• το ίδιο ισχύει και για πολλές απ’ τις δικές μας λειτουργίες, πρόκειται, όμως, κυρίως γι’ αυτές που, εύλογα, αποκαλούμε «ζωώδεις». Το ίδιο το Εγώ («αυταπάτη ίσως, αλλά οδυνηρή αυταπάτη σε κάθε περίπτωση», όπως λέει ένας ήρωας στα Στοιχειώδη Σωματίδια του Μισέλ Ουελμπέκ), ο πυρήνας της ατομικότητας δηλαδή, μέσα στη μνήμη γεννιέται, εκεί παίρνει σχήμα και μορφή. Αρχή εξατομίκευσης η μνήμη, πηγή κάθε αισθήματος ταυτότητας λοιπόν. Για μια συνείδηση στερημένη από αναμνήσεις, όλα συμβαίνουν στο τώρα και τίποτα δεν είναι καθορισμένο, ο κόσμος δεν ορίζεται ως αυτό που δεν είμαι εγώ (σύμφωνα με τη φαινομενολογική διατύπωση), γιατί εγώ δεν είμαι τίποτα. Δεν υπάρχει ριζικός χωρισμός υποκειμένου και αντικειμένου, αλλά δεν υπάρχει και εαυτός.
Ο Φίλιπ Κ. Ντικ, ίσως ο μεγαλύτερος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας του 20ου αιώνα, το είδε τόσο καθαρά, που οι σημαντικότερες ιστορίες του (κάποιες απ’ τις οποίες έδωσαν κι ορισμένα απ’ τα ωραιότερα sci-fi έργα στην ιστορία του σινεμά: «Blade Runner», «Total Recall», «Minority Report»), αφορούν ήρωες που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, παλεύουν με τις αναμνήσεις τους και την ιδέα εαυτού η οποία προκύπτει μέσα απ’ αυτές. Το σινεμά δεν ευνοήθηκε μόνο άμεσα απ’ τις εμπνεύσεις του Ντικ, αλλά και έμμεσα: η επιρροή του υπήρξε τόσο καθοριστική, που μπορούμε να αναγνωρίσουμε το πνεύμα του, ακόμα και σε ταινίες που καμία σχέση δεν έχουν με το είδος της επιστημονικής φαντασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το «Memento», η ταινία που μας σύστησε στο φαινόμενο, Κρίστοφερ Νόλαν. Το «Remember» του Ατόμ Εγκογιάν, είναι ένα φιλμ που —θεματολογικά και νοηματικά— μοιράζεται αρκετά κοινά στοιχεία με το προαναφερθέν εγκεφαλικό νεο-νουάρ του Νόλαν. Είναι, επίσης, ένα έργο πάνω στην ρευστότητα και την εγγενή ακαθοριστία των αναμνήσεων, που δομούν την πραγματικότητά μας, ένα έργο που ρωτά: όταν το παρελθόν αρχίζει, ολοένα και περισσότερο, να θυμίζει όνειρο, τότε ποιος θα μας πει τι είμαστε τελικά; Ακόμα χειρότερα, πώς θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το ψεύτικο, για να διαλέξουμε την ηθική μας;
«Remember» (2015), του Atom Egoyan
Ο Ζεβ (συγκλονιστικός ο Κρίστοφερ Πλάμερ σε μια ερμηνεία που σχεδόν σωματοποιεί την υπαρξιακή σύγχυση και αδικία του να γερνάς) είναι ένας ενενηντάχρονος Γερμανοεβραίος, επιζήσας του Ολοκαυτώματος, που περνάει τα στερνά του σ’ έναν οίκο ευγηρίας, και πάσχει —όπως πολλοί συνομήλικοί του— από άνοια. Λίγο μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ο φίλος του, ονόματι Μαξ (ένας ανατριχιαστικός Μάρτιν Λαντάου), επίσης επιζών του Άουσβιτς, θα του αναθέσει μια αποστολή: να εντοπίσει τον αξιωματικό των SS που είναι υπεύθυνος για τη δολοφονία των οικογενειών τους όταν βρίσκονταν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, και να τον σκοτώσει. Η δυσκολία της αποστολής δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι ο Ζεβ ξεχνάει διαρκώς πολύ σημαντικά πράγματα (κάθε φορά που ξυπνάει από ύπνο βαθύ, ο θάνατος της γυναίκας του έχει διαγραφεί απ’ τη μνήμη του, πράγμα που τον υποχρεώνει να βιώνει τον ίδιο αρχικό πόνο της απώλειας ξανά και ξανά), ούτε και στο —πολύ— περασμένο της νιότης του (άρα και των αντοχών και του σωματικού σφρίγους), αλλά κυρίως στο μπέρδεμα των ταυτοτήτων: βλέπετε, για να μπορέσει να ξεφύγει απ’ τους Συμμάχους, όταν οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, ο μακελάρης ναζί πήρε το όνομα ενός νεκρού Εβραίου. Μ’ αυτό το όνομα, το 1946, πέρασαν στην Αμερική τέσσερις άνθρωποι, κι ο Ζεβ θα πρέπει να τους επισκεφτεί έναν-έναν μέχρι να βρει αυτόν που γυρεύει. Η εκδίκηση στα 90, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προφανώς, ούτε κι η απονομή δικαιοσύνης.
Το «Remember» δεν είναι ακόμα ένα τυπικό, αναμενόμενο έργο για το Ολοκαύτωμα, όσο κι αν η πρόχειρη σύνοψη της πλοκής του που επιχειρήθηκε στην παραπάνω παράγραφο, μπορεί να δίνει μια τέτοια εντύπωση. Αυτή η αναζήτηση, η μακριά πορεία του Ζεβ προς τη λύτρωση (ακόμα περισσότερο επώδυνη γιατί επιχειρείται από έναν άνθρωπο στη δύση του βίου του, απορυθμισμένο οργανικά και πνευματικά), γίνεται η μήτρα ευρύτερων προβληματισμών που μετατοπίζουν σταδιακά το κέντρο βάρους του φιλμ, απ' το ιστορικό συγκείμενο προς διαστάσεις πιο αρχέγονα φιλοσοφικές. Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, συνειδητοποιείς ότι ο Ατόμ Εγκογιάν, έφτιαξε ένα σπουδαίο φιλμ για το άτομο, την αλήθεια και την ηθική του, που και τα τρία είναι απόρροια της μνήμης. Ο Νίτσε, έγραφε στη Γενεαλογία της Ηθικής, ότι ο άνθρωπος είναι αυτό το ιδιαίτερο ζώο που έχει τη δυνατότητα να υπόσχεται• και για να μπορεί να το κάνει αυτό, για να αναλαμβάνει μια υπόθεση, να έχει την ικανότητα να «αποπληρώνει τα χρέη του», οφείλει πάση θυσία να (τα) θυμάται. Τα φρικτά βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλαν οι πρωτόγονες κοινωνίες τα μέλη τους, στη διάρκεια των χιλιάδων ετών που προηγήθηκαν της Ιστορίας, εξυπηρετούσαν αυτό τον σκοπό: ήταν ιδιότυπες μνημοτεχνικές, το ζώο-άνθρωπος έπρεπε να αποκτήσει μια Μνήμη, κι ο καλύτερος τρόπος να «αποθηκευτεί» μια εντύπωση υπό την μορφή ανάμνησης, είναι μέσω του πόνου (επ' αυτού, άλλωστε, συμφωνεί κι η ψυχανάλυση). Όλη η Ηθική, ως πελώριο δίκτυο οφειλών και εξοφλήσεων που διατρέχει το κοινωνικό σώμα —και κατόπιν αφομοιώνεται απ' το κάθε υποκείμενο ξεχωριστά υπό την μορφή «ηθικής συνείδησης»—, θεμελιώνεται στη μνήμη.
Βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Εγκογιάν, δομεί το δράμα του πάνω στις συγκεκριμένες νιτσεϊκές ενοράσεις. Ο Ζεβ, έχει επίσης ένα χρέος να ξεπληρώσει. Αλλά τον προδίδει η μνήμη του. Κι ο πόνος (που τον αναζωπυρώνει πάντα η ανάγνωση του γράμματος του Μαξ —το σύμβολο της οφειλής, η διαρκής υπόμνηση της ευθύνης—, όταν η λήθη της άνοιας πάει να τον ανακουφίσει), είναι το υλικό που θα συγκολλήσει τα διασκορπισμένα κομμάτια της προσωπικότητας του και θα τον καταστήσει και πάλι έτοιμο να φέρει σε πέρας ένα έργο, να εκπληρώσει μια υπόσχεση — είπαμε, ο άνθρωπος είναι το ον εκείνο που δύναται να υποσχεθεί κάτι. Το μοναδικό, άλλωστε, μέσα στη φύση, που παραμένει εσαεί αυτοκρατορικά αδιάφορη για το δίκαιο και το άδικο, το Καλό και το Κακό. Η ευθύνη του Ζεβ, έρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή με την ριζική, καταστροφική ανευθυνότητα των ναζί (οι οποίοι —ω, τι ειρωνεία!— επικαλούνταν τον Νίτσε ως ιδεολογικό τους πρόδρομο) και συγκροτεί την ηθική του, αφού η ηθική είναι μια δύναμη που σου απαγορεύει να ξεχνάς. Αν οι δολοφόνοι λησμόνησαν την κτηνωδία, γιατί τους βόλευε να ξεχάσουν προκειμένου να αντέξουν τους εαυτούς τους, έστω και λίγο πριν τον θάνατο (τον δικό του, τον δικό τους), αυτός ο ετοιμόρροπος άνθρωπος, θα τους αναγκάσει να θυμηθούν.
Και σ’ αυτό έγκειται η δικαιοσύνη, όχι πια η εκδίκηση, μας λέει ο Εγκογιάν σε μια απ’ τις κορυφαίες ταινίες της εξέχουσας φιλμογραφίας του, ένα αναπάντεχο αριστούργημα που δεν μπορείς παρά να θυμάσαι για πολύ καιρό.