Το Μπλε Τζίνι με είχε κλείσει στη σπηλιά του κάτω από τη γη, γιατί έχασα στο παιχνίδι των ερωτήσεων. Δεν έφτασε που είπα πως το βιβλίο του Ιουλίου Βερν λέγεται 10.000 λεύκες κάτω από τη θάλασσα, δεν ήξερα καν την διαφορά ανάμεσα στο τζίνι, το τζιν και το μπλουτζίν.
Για να με τιμωρήσει με έκλεισε να ζω στα σκοτεινά, δεκαετίες ολόκληρες, που για να αντέξω το σκοτάδι σκάρωνα ιστορίες με ζώα, όπως άσπρους ελέφαντες που έστελναν για δώρο βασιλιάδες και ιστορίες ερωτευμένων ζευγαριών που τα πάθη τους τραγουδούσαν τροβαδούροι της γενιάς μου. Το τζίνι είχε πει πως τα δεσμά μου θα λυθούν μόνο όταν ο έξω κόσμος μπει στην σπηλιά του, δηλαδή ποτέ.
Να όμως που μια μέρα το φως του ηλίου πέρασε μέσα από τη τρύπα που είχε ανοίξει το νερό που έπεφτε χρόνια ολόκληρα σταγόνα σταγόνα στη μεταλλική καταπακτή του θόλου. Ξαφνιάστηκα όταν είδα δέντρα καταπράσινα να φανερώνονται αχνά κι ανάποδα μες το σκοτάδι και το πάτωμα να γίνεται δάσος. Θυμήθηκα πως στο σχολείο είχαμε μάθει για το φαινόμενο της κάμερα οσκούρα, που είναι ένας τρόπος μαγικός να βλέπεις μέσα σε κατασκότεινο δωμάτιο το είδωλο του περιβάλλοντος χώρου, καθώς η εικόνα τρυπώνει με τρόπο μαγικό και ανεξήγητο μέσα από μια χαραμάδα και φανερώνεται σε φυσικό μέγεθος αλλά ανεστραμμένο. Καθώς τα πράσινα φύλλα στα πόδια μου κουνιόταν στο θρόισμα του ανέμου που ούτε άκουγα, αλλά ούτε και ένιωθα στο δέρμα μου, τα μάγια λύθηκαν, μια σκάλα εμφανίστηκε και να 'μαι ξανά στον πάνω κόσμο, ολόγυμνος όπως την μέρα που γεννήθηκα. Τότε το Τζίνι εμφανίστηκε, έβγαλε από την τσέπη του ένα μπλουτζίν και μου το έδωσε να το φορέσω, λέγοντας:
«Τα κατάφερες, μπαγάσα. Ελα να να σε κεράσω τώρα ένα τζιν φις».
Απλώνοντας το μεγάλο χέρι του με άρπαξε και έσπρωξε μέσα από την σχάρα του υπονόμου και πάλι στη σπηλιά του. Τουλάχιστον είχα μάθει την διαφορά ανάμεσα στο Μπλε Τζίνι και το μπλουτζίν.