Ο Φάουστ, η Ελένη και η Ακρόπολη: Ιστορίες χάρτινου πάθους

Francois Alfred Delobbe (1835-1915), «Φάουστ και Μαργαρίτα»
Francois Alfred Delobbe (1835-1915), «Φάουστ και Μαργαρίτα»

Φάουστ και Ελένη και Έλση και Ζίγκμουντ

Το βιβλίο της Elsie Marian Butler (1885-1959) με θέμα την επικίνδυνη σχέση των Γερμανών με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό κυκλοφόρησε το 1935, με τίτλο: «Η τυραννία της Ελλάδας επί της Γερμανίας» και υπότιτλο: «Μελέτη για την επιρροή που άσκησε η Ελληνική τέχνη και ποίηση στους μεγάλους Γερμανούς συγγραφείς του 18ου, 19ου και 20ού αιώνα». Η Butler υπήρξε καθηγήτρια της Γερμανικής Φιλολογίας στο περίφημο Κολλέγιο Θηλέων Newnham του Πανεπιστημίου Cambridge, ακτιβίστρια με πλούσια ανθρωπιστική δράση και έντονα αποκρυφιστικά ενδιαφέροντα, με σχέσεις —φιλικές και πνευματικές— με το ζεύγος Woolf (Leonard και Virginia) και τον κύκλο του Bloomsberry, με την πρωτοπόρο ερευνήτρια της αρχαιοελληνικής θρησκείας Jane Harrison, αλλά και τον —ευρισκόμενο στην Αγγλία μετά το 1938— Sigmund Freud.
Λίγα χρόνια μετά την άνοδο του Ναζισμού στην εξουσία και πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Butler καταγράφει στην (εξ)αιρετική μονογραφία της τον παράφορο και παράταιρο έρωτα των Γερμανών διανοουμένων με το Αρχαιοελληνικό ιδεώδες, ξεκινώντας από τον πρωτόκλητο Winckelmann, περνώντας από τον κλασικό Lessing και τον θείο Goethe, τους ποιητές Schiller, Hölderlin και Heine, τον αρχαιολόγο Schliemann, καταλήγοντας στον Ποιητή Stefan George και τον Κύκλο του.
Στη μονογραφία της Faust und Helena: eine griechisch-deutsche Faszinationsgeschichte (2018) [Φάουστ και Ελένη: μια ελληνο-γερμανική ιστορία γοητείας] η Claudia Schmölders διευρύνει το πεδίο και επικαιροποιεί το θέμα — αρκεί μια ματιά στα περιεχόμενα ή το ευρετήριο, για να βρεθεί κανείς απέναντι σε ένα πραγματικό πανόραμα του Γερμανόφωνου πολιτισμού των τριών τελευταίων αιώνων. Ο τίτλος της Schmölders χαρακτηριστικός, βάζει την όλη πραγμάτευση υπό το μεταφορικό φως μιας Φαουστικής ιστορίας γοητείας, αυτής μεταξύ του δαιμονοπαθούς Γερμανού διανοουμένου και του φαντάσματος της Ωραίας Ελένης, η οποία αντικαθιστά την απλοϊκή, αλλά σάρκινη, Μαργαρίτα στον Δεύτερο Φάουστ. Το σκοπούμενο μήνυμα (της Schmölders, αλλά και της Butler), σχεδόν προφανές: ο έρωτας των Γερμανών προς την κλασική Ελλάδα δεν έχει τίποτε από τη ζωντάνια, αλλά και τη δραματική δημιουργικότητα ενός πραγματικού έρωτα (όπως, γνώριζε πολύ καλά, ας πούμε, ο Nietzsche και ο Heine). Το χάρτινο Γερμανικό πάθος αποδείχτηκε επικίνδυνο — όχι απλά χάρτινο ή αναιμικό. Πίσω από την επίκληση της ομορφιάς και του Υψηλού καιροφυλακτούσαν η άρνηση της ζωής, ο φυλετικός ναρκισσισμός, τέλος: ο Ναζισμός.
Η εντυπωσιακή ευρυμάθεια της Butler (όπως και της Schmölders) υποστηρίζεται από μια ισχυρή ενσυναίσθηση που της επιτρέπει να αφουγκράζεται την ανθρώπινη ανάσα κάτω από το συγγραφικό μόχθο που αναλύει. Η ποιότητα των δικών της κινήτρων αναδεικνύεται από την περιγραφή μιας σκηνής που βρίσκει κανείς στις σελίδες της αυτοβιογραφίας της με τίτλο Paper Boats (1959). Επιστρέφοντας το 1929 από ανθρωπιστική αποστολή στη Σερβία, η Butler κάνει —πριν ολοκληρώσει το ταξίδι της πίσω στην Αγγλία— στάση στην Αθήνα και επισκέπτεται τον Παρθενώνα. Μαζί της, αθέλητη συνοδεία, έχει τον Larry, έναν νεαρό επαγγελματία τζόκεϋ που γνώρισε στην Ιταλία και που την ακολουθούσε επίμονα σε κάθε της βήμα, έως τον τελικό του επαγγελματικό —Αθηναϊκό— προορισμό. Ο Larry είναι απλοϊκός, γεμάτος ζωή, παρορμητικός, με φανερά —μέσα από την περιγραφή της Butler— τα χαρακτηριστικά μιας ύπαρξης λίγο βιταλιστικής, λίγο κοινωνικά ατημέλητης , λίγο έκκεντρης — κάτι ανάμεσα σε σαιξπηρικό Puck και μιζεραμπλικό Γαβριά. Η Butler περιπίπτει σε στοχασμό βλέποντας τον Puck στην Ακρόπολη —συγγνώμη, θέλω να πω, τον Larry—:

Πως άραγε θα τα ’βρισκαν οι Καρυάτιδες με τον Larry, αναρωτιόμουν, καθώς στεκόμουν μπροστά στο Ερεχθείο την επόμενη μέρα! Με τα μάτια της φαντασίας έβλεπα αυτόν τον αλλόκοτο, μικρόσωμο τζόκεϋ, με τα πόδια ανοιχτά και τις επισκελίδες του, να τις κοιτάζει και να αναφωνεί "Πώωω!”, καθώς αυτές του έριχναν ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Και —τι παράξενο!— μου φάνηκε πως ο Larry ταίριαζε με την Ακρόπολη, αντίθετα από τον Maximin, τον ντυμένο μ’ένα απλό γαλανό χιτώνα και μ’ένα στεφάνι από βιολέτες στα μαλλιά, θεϊκό έφηβο του George.[1] Αυτός ήταν κάλπικος, ενώ ο Larry ήταν εντελώς αληθινός. Μου έμαθε να βλέπω το Ερεχθείο με διαφορετικά μάτια. Ο Heine όχι μόνο θα τον καταλάβαινε, θα ενθουσιαζόταν σίγουρα μαζί του, και θα έκανε τα πάντα να τον συμπεριλάβει στους ακολούθους των εξόριστων θεών του.[2] Δεν θα γινόταν όμως [ο Larry] ποτέ δεκτός στον Χρυσό Αιώνα του Goethe. Ο μανδύας της κλασικής "Humanität” δεν θα μπορούσε ποτέ να τον σκεπάσει, τον φτωχό Larry (Butler, Paper Boats, 132).


Ary Scheffer   Faust And Marguerite In The Garden   1846

Οι βιωματικές συνδηλώσεις στο επεισόδιο που αφηγείται η Butler γίνονται καλύτερα αντιληπτές, εάν το τοποθετήσουμε στο επικαιρικό του πλαίσιο: μόλις ένα χρόνο πριν είχε ανασυρθεί από ένα ρωμαϊκό ναυάγιο στα βάθη του Ευβοϊκού ο περίφημος Ιππέας του Αρτεμισίου. Ίσως και με τη δυνατότητα των εξωφρενικών νοητικών αλμάτων, που της έδινε η στράτευσή της της στον αόρατο πνεύματι(στι)κό κόσμο, η Butler έβλεπε στον Larry έναν ιππέα του Αρτεμισίου με σάρκα και οστά. Με αφορμή πάντως τον ιδιόμορφο τζόκεϋ, η Butler νιώθει την κεντρική ιδέα της να αποκτά βιωματικό βάθος: δεν είναι η Φαουστική φυγή από τη ζωή ο δρόμος για την κατανόηση του αρχαιοελληνικού παραδείγματος: είτε βουτιά στη ζωή είτε τίποτα.
Η φίλη της Virginia Woolf είχε προσπαθήσει να πει κάτι παρόμοιο περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα στο δοκίμιό της με τίτλο «Περί της μη γνώσεως των Ελληνικών» (1928)· σε αυτό, τόνιζε περισσότερο το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της Βόρειας και της Μεσογειακής ιδιοσυγκρασίας· την απρόσιτη ετερότητα της αρχαιοελληνικής λαλιάς· το μάταιο της —τευτονικής;— εμμονής στο ελληνικό κάλλος.

Περίπου την ίδια εποχή με το βιβλίο της Butler (το 1936), σε επιστολή του στον Romain Rolland και, εν είδει δώρου για τα 70ά του γενέθλια, ο 80χρονος τότε πατέρας της ψυχανάλυσης περιγράφει και αυτός την εμπειρία που είχε πριν από 30 περίπου χρόνια, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1904, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην Ακρόπολη, συνοδεία του αδελφού του Alexander· μια εμπειρία που αινιγματικά αποκαλεί ο ίδιος “διαταραχή της μνήμης” (Erinnerungsstörung). Σε τι συνίστατο αυτή η διαταραχή; Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας περιγράψει την πρώτη του αντίδραση: «Ώστε όλα αυτά υπάρχουν στ’ αλήθεια, όπως τα μάθαμε στο σχολείο!». Ο Freud συνειδητοποιούσε, μέσα από μια σειρά χωροχρονικές μεταθέσεις (χρόνια σχολείου/παρόν, Βιέννη/Αθήνα), ότι βρισκόταν υπό το κράτος ενός αισθήματος αποξένωσης (Entfremdungsgefühl): «Αν δώσω πίστη στις αισθήσεις μου, τώρα βρίσκομαι πάνω στην Ακρόπολη, όμως δεν μπορώ να το πιστέψω». Ήταν αυτό το αίσθημα η εκδήλωση κάποιου μηχανισμού άμυνας - άμυνα όμως απέναντι σε τι; Η αυτοδιάγνωση που ακολουθεί, βέβαια, αφορά την εκδήλωση του οιδιπόδειου· συγκεκριμένα, τη δύσκολη σχέση των αδελφών Freud με τον πατέρα τους Jakob, συνεχιστή της χασιδικής παράδοσης, έμπορο και ρέκτη των βιβλικών μελετών, για τον οποίον η Ακρόπολη, ως μετωνυμία του Ελληνικού παγανισμού, δεν θα ήταν παρά κάτι αδιάφορο, αν όχι επικίνδυνο. Η “διαταραχή” που ένοιωθε —τουλάχιστον— ο Sigmund αφορούσε τη σύγκρουση ανάμεσα, από τη μια, στο αίσθημα υπεροψίας του ιδίου, ως αφομοιωμένου Εβραίου και κατόχου —πατρικοίς αναλώμασι— της απαραίτητης Bildung, ώστε να δύναται να αντιληφθεί το μεγαλείο μιας επίσκεψης στο σύμβολο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού· από την άλλη, στο αίσθημα υικής υποταγής και σεβασμού προς τον πατέρα, του οποίου η έλλειψη αυτής ακριβώς της Ευρωπαϊκής παιδείας και η προσκόλληση στη δική του παράδοση διέλυαν τη σημασία της ίδιας εμπειρίας· τελικά μετατρέποντας (η σύγκρουση) την Ακρόπολη για τον Freud σε έναν —επιτρέψτε μου— αποπραγματοποιημένο τόπο.[3]

Σκεφτείτε τις δυο εμπειρίες της Ακρόπολης (αυτήν της Butler και αυτήν του Freud) — η μια, ας πούμε, με τη σφραγίδα-Larry, η άλλη με τη σφραγίδα Πατέρας. Σκεφτείτε τώρα το χρονολογικό παράγοντα (η μια το 1929, η άλλη το 1904): ακόμη και αν η πρώτη δεν γνώριζε την εμπειρία του δεύτερου (πράγμα απίθανο, με δεδομένη τη γνωριμία τους, αλλά και τα ενδιαφέροντα και την ευρυμάθεια της Αγγλίδας πανεπιστημιακού), η εμπειρία της Butler μπορεί να ιδωθεί —και— ως απάντηση σε αυτήν του Freud· με την εξής έννοια: η σχέση με τον αρχαιοελληνικό παράδειγμα είναι δυνατή μόνο ως σχέση ζωής, βουτηγμένη στο τωρινό απελευθερωτικό βίωμα· (η σχέση) δεν μπορεί παρά να είναι τουλάχιστον προβληματική, όταν κατάγεται από την επιβολή μιας αυταρχικής και ενοχικής εκπαίδευσης που διακρίνει τον αφομοιωμένο από τον προσκολλημένο στις παραδόσεις του Εβραίο, τον Ευρωπαίο από τον μη Ευρωπαίο, τον μετέχοντα από τον μη μετέχοντα της Ελληνικής παιδείας …
Έτσι, εντός του πλαισίου που θέτει η Butler, ο Freud εντάσσεται —με ιδιωματικό τρόπο είναι αλήθεια— στη χορεία των εκπροσώπων του Γερμανικού πνεύματος, των οποίων η σχέση με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες είναι τουλάχιστον προβληματική — είτε το συνειδητοποιούν, όπως ο Freud, είτε όχι.

(Ιδανικός ασθενής του τελευταίου θα γινόταν μάλλον ο Maximin του George, κι όχι ο Larry της Butler).

Εικόνα αριστερά: Ary Scheffer, «Ο Φάουστ και η Μαργαρίτα στον κήπο». 1846

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: