Φάουστ και Ελένη και Έλση και Ζίγκμουντ
Το βιβλίο της Elsie Marian Butler (1885-1959) με θέμα την επικίνδυνη σχέση των Γερμανών με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό κυκλοφόρησε το 1935, με τίτλο: «Η τυραννία της Ελλάδας επί της Γερμανίας» και υπότιτλο: «Μελέτη για την επιρροή που άσκησε η Ελληνική τέχνη και ποίηση στους μεγάλους Γερμανούς συγγραφείς του 18ου, 19ου και 20ού αιώνα». Η Butler υπήρξε καθηγήτρια της Γερμανικής Φιλολογίας στο περίφημο Κολλέγιο Θηλέων Newnham του Πανεπιστημίου Cambridge, ακτιβίστρια με πλούσια ανθρωπιστική δράση και έντονα αποκρυφιστικά ενδιαφέροντα, με σχέσεις —φιλικές και πνευματικές— με το ζεύγος Woolf (Leonard και Virginia) και τον κύκλο του Bloomsberry, με την πρωτοπόρο ερευνήτρια της αρχαιοελληνικής θρησκείας Jane Harrison, αλλά και τον —ευρισκόμενο στην Αγγλία μετά το 1938— Sigmund Freud.
Λίγα χρόνια μετά την άνοδο του Ναζισμού στην εξουσία και πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Butler καταγράφει στην (εξ)αιρετική μονογραφία της τον παράφορο και παράταιρο έρωτα των Γερμανών διανοουμένων με το Αρχαιοελληνικό ιδεώδες, ξεκινώντας από τον πρωτόκλητο Winckelmann, περνώντας από τον κλασικό Lessing και τον θείο Goethe, τους ποιητές Schiller, Hölderlin και Heine, τον αρχαιολόγο Schliemann, καταλήγοντας στον Ποιητή Stefan George και τον Κύκλο του.
Στη μονογραφία της Faust und Helena: eine griechisch-deutsche Faszinationsgeschichte (2018) [Φάουστ και Ελένη: μια ελληνο-γερμανική ιστορία γοητείας] η Claudia Schmölders διευρύνει το πεδίο και επικαιροποιεί το θέμα — αρκεί μια ματιά στα περιεχόμενα ή το ευρετήριο, για να βρεθεί κανείς απέναντι σε ένα πραγματικό πανόραμα του Γερμανόφωνου πολιτισμού των τριών τελευταίων αιώνων. Ο τίτλος της Schmölders χαρακτηριστικός, βάζει την όλη πραγμάτευση υπό το μεταφορικό φως μιας Φαουστικής ιστορίας γοητείας, αυτής μεταξύ του δαιμονοπαθούς Γερμανού διανοουμένου και του φαντάσματος της Ωραίας Ελένης, η οποία αντικαθιστά την απλοϊκή, αλλά σάρκινη, Μαργαρίτα στον Δεύτερο Φάουστ. Το σκοπούμενο μήνυμα (της Schmölders, αλλά και της Butler), σχεδόν προφανές: ο έρωτας των Γερμανών προς την κλασική Ελλάδα δεν έχει τίποτε από τη ζωντάνια, αλλά και τη δραματική δημιουργικότητα ενός πραγματικού έρωτα (όπως, γνώριζε πολύ καλά, ας πούμε, ο Nietzsche και ο Heine). Το χάρτινο Γερμανικό πάθος αποδείχτηκε επικίνδυνο — όχι απλά χάρτινο ή αναιμικό. Πίσω από την επίκληση της ομορφιάς και του Υψηλού καιροφυλακτούσαν η άρνηση της ζωής, ο φυλετικός ναρκισσισμός, τέλος: ο Ναζισμός.
Η εντυπωσιακή ευρυμάθεια της Butler (όπως και της Schmölders) υποστηρίζεται από μια ισχυρή ενσυναίσθηση που της επιτρέπει να αφουγκράζεται την ανθρώπινη ανάσα κάτω από το συγγραφικό μόχθο που αναλύει. Η ποιότητα των δικών της κινήτρων αναδεικνύεται από την περιγραφή μιας σκηνής που βρίσκει κανείς στις σελίδες της αυτοβιογραφίας της με τίτλο Paper Boats (1959). Επιστρέφοντας το 1929 από ανθρωπιστική αποστολή στη Σερβία, η Butler κάνει —πριν ολοκληρώσει το ταξίδι της πίσω στην Αγγλία— στάση στην Αθήνα και επισκέπτεται τον Παρθενώνα. Μαζί της, αθέλητη συνοδεία, έχει τον Larry, έναν νεαρό επαγγελματία τζόκεϋ που γνώρισε στην Ιταλία και που την ακολουθούσε επίμονα σε κάθε της βήμα, έως τον τελικό του επαγγελματικό —Αθηναϊκό— προορισμό. Ο Larry είναι απλοϊκός, γεμάτος ζωή, παρορμητικός, με φανερά —μέσα από την περιγραφή της Butler— τα χαρακτηριστικά μιας ύπαρξης λίγο βιταλιστικής, λίγο κοινωνικά ατημέλητης , λίγο έκκεντρης — κάτι ανάμεσα σε σαιξπηρικό Puck και μιζεραμπλικό Γαβριά. Η Butler περιπίπτει σε στοχασμό βλέποντας τον Puck στην Ακρόπολη —συγγνώμη, θέλω να πω, τον Larry—: